Πέμπτη, Αυγούστου 31, 2006
Βρέχουμε μ' αρμύρα τα φθινόπωρα

"Πέφτουν ολοένα σήμερα νομίσματα πάνω στην πολιτεία
ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαγματιά στο χώμα
ανοίγει μια καινούργια χώρα: ήρθε η στιγμή, σηκώστε με".
( Γ. Σεφέρης, Η χώρα του αχώρητου )


Είναι νωρίς; Είναι αργά;
Η καλοκαιρία δεν άρχισε ακόμη να μετράει τις ανάσες της.

Σεπτέμβρης στο προσκήνιο. Σίγουρα; Σιγά! Στην Ελλάδα ζούμε. Ο χρόνος θα μας γλυκοκοιτάζει για μέρες... μέχρι να προσαρμοστεί η ώρα στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μέχρι να στερηθούμε τα λινά, μέχρι να σβηστούν μια και καλή τα θερινά ίχνη στην άμμο.

Συλλογιέμαι πόσοι και πόσοι κοιτάζουν πλέον το ημερολόγιο σαν αριθμολόγιο, χωρίς αναγωγές στον εντός και τον εκτός τους χρόνο.
Λέγοντας -τάχα- πως είναι τακτική προσωρινή, αθέλητη, νιώθουν τον εαυτό τους να κινείται ερήμην των εσωτερικών ρευμάτων της ζωής, δοσμένο στην πάλη των κυμάτων της επιφάνειας.

Η καρδιά, που λες, ζητά φθινόπωρα, ήρθε και μου το'πε, μουρμούρισμα στ' αυτί. Αποχεραιτισμός στο καλοκαίρι που ακόμα δε χάθηκε μες στη φθινοπωρινή αχλύ.


Οι προσωπικές μας ιστορίες βγαίνουν και στέκουν στα ημερολόγια, κάθε που γράφεται η λέξη τέλος. Σε οτιδήποτε.
Κι άσε με τώρα να φαντάζομαι κομμάτια ζωής! Όπως κάνουμε σε γνωριμίες καινούργιες που παλεύουμε να μαντέψουμε την πορεία του άλλου πίσω από μια ρυτίδα, έναν μορφασμό.
Μόνο ο ίδιος όμως ξέρει τι έχει προηγηθεί. Για τους υπόλοιπους, μένουν μετέωρες σκέψεις.
Γράφουμε κι εμείς τις ιστορίες μας, κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα - έτσι όπως μας έμαθαν να μετράμε το χρόνο- και ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε να δραπετεύσουμε από αυτές. Στιγμές και στιγμές σκαλώνουν εκεί που ξεψυχάει... τι άραγε; Η μνήμη;

Η λέξη τέλος είναι από τις πιο χρησιμοποιημένες του καιρού μας, το παρατηρείς;
"Δεν ισχύει πλέον" λέμε. "Αυτό τέλειωσε, έληξε, είναι ξεπερασμένο". Μέχρι και το τέλος του κόσμου καμώνονται πως βλέπουν κάποιοι αυτόφωτοι προφήτες. Συστήματα γκρεμίζονται, ιδεολογίες καταρρέουν κι εμείς γυρεύουμε τις ημερομηνίες λήξεως στις συσκευασίες των αγαθών. Παλιώνουν οι εικόνες του κόσμου μας κι εμείς ελπίζουμε πως πλάι σε κάθε ληγμένο αναδύεται πάντα το καινούργιο και φωτεινό...

Τι παράδοξα που μετριέται αλήθεια η ζωή σ' αυτόν τον πλανήτη! Μιλάμε για τον χρόνο, μιλώντας μόνο για μήνες, για χρόνια, που περνούν σε μια αφηρημένη παράταξη από μπροστά μας.
Λες και δεν είμαστε εμείς που περνάμε μέσα τους, σ' ένα και μόνο βύθισμα, κατάδυση απότομη με κρατημένη την ανάσα, μέχρις όπου φτάσουμε...
Νιώθω έτσι, αλήθεια, να κρατώ την ανάσα μου. Να ψάχνω στα τυφλά. Δεν ξέρω πόσο, είναι μήνες, χρόνια που διαρκεί αυτό το μακροβούτι;
Να ψηλαφώ χρόνους, αλήθειες, ονείρατα. Σχεδόν τα χαϊδεύω στα σύνορα του νου μου και μετά αφρός και πάλι σκοτάδι. Αρχή και τέλος.

Τώρα λοιπόν, που φεύγει η κάψα του καλοκαιριού, δεν μπαίνει στα χείλη μου παρά κάτι σαν τούτο εδώ: χαρά σ' εκείνον που μπορεί και βλέπει την αυγή στο τέλος των πραγμάτων.
Αυτός είναι για να τον καμαρώνεις!
Να μπορείς να βλέπεις στην άλλη πλευρά του λόφου.

Ξέρω. Θυμίζουμε εποχή μεταβατική στους από μέσα χρόνους. Φθινόπωρο.
Έλα όμως που ο άνεμος γλυκαίνει πιότερο λίγο πριν την άνοιξη, λίγο πριν την καλοκαιρία, λίγο πριν το χάραμα. Χμ! Ωραία λέξη! Χάραμα.
Μα να δεις που χαράζει, όποια εποχή κι αν γράφεται στον αλήτη το χρόνο. Σίγουρα; Σίγουρα.




Το κείμενο, δώρο αποχεραιτιστήριο στον Kyriaz
που έσταξε φως στη ψυχή μου.

Θέλησα και γω να κρατήσω θαλασσινό αφρό και να βρέξω μ' αρμύρα τα δικά του φθινόπωρα. Να πας στο καλό. Η σκέψη μας, φυλαχτό σου.


(Νάνα Μούσχουρη -
Autumn leaves

Ο Σεπτέμβρης του Τσαρούχη στη φωτογραφία)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:22 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006
Κλειδοκύμβαλο αλλαλάζον


Θα καθίσω απέναντι.
Μονάχα έτσι θα βουτήξω μες στο μαύρο των ματιών σας
και θα ανασύρω ό,τι καλοκρύβεται και τρεμοπαίζει.
Θα γλιστρήσω απ’ τη χαραμάδα
της σφιχταμπαρωμένης πόρτας σας,
της απομόνωσής σας.
Έι! Σε σας το λέω, που θυσιάζετε το υγρό κόκκινο φιλί
στο βωμό της ηλεκτρονικής αυτοεξορίας.
Σε σας, που λέτε enter αντί για «έλα κοντά»,
σε σας που καμώνεστε πως ξέρετε τη γλώσσα του καιρού,
τη μιλιά των αριθμών, το τικ-τακ όχι μιας παλλόμενης καρδιάς
μα εκείνο των πλήκτρων.
Γενιά των αποίκων του Ίντερνετ, στερημένη γενιά.
Όχι απ’ των περίσσιων αγαθών τη χόρταση μα
από κείνο το μύρο, το μεθυστικό.
Κείνο που σε λιγώνει καθώς διαχέεται στου ανέμου την πλάνη
και στριφογυρίζοντας ακουμπά σε μια γωνιά
γεμάτη χάρες... εκεί, στο κάτω χείλος.
Θα σταθώ απέναντι με τοξοβόλου χέρια.
Να σημαδέψω το «πολύ» σας, να σας ακραγγίξω,
να ξεκρεμάσω ήλιους να σας τους δώσω φορεσιά
και κάποιο φυλαχτό, το πάθος της ζωής,
στολίδι στ’ άσπρο σας πουκάμισο.
Πότε-πότε θα περνώ, να σας αφήνω αγέρα κι άρωμα
Και να σας δείχνω σεντόνια απλωμένα στους δρόμους,
τσαλακωμένα, ναι, με τις πτυχώσεις τους να μαρτυρούν
κορμιά π’ ανάδευαν για ώρες…
Έτσι θα σταθώ, με βλέμματα καρφιά,
ν’ αφουγκραστώ τους ανθρώπινους ήχους, που θαρρώ πως λαγοκοιμούνται
κάτω απ΄ αυτήν την αρματωσιά.
Θα στήσω το αυτί στον τόπο της καρδιάς λέω.

Μα… όχι, δεν μπορεί να ΄μαι απέναντι.
Θα ΄μαι πλάι για να χαρτογραφώ καρδιοχτύπια,
να νιώθω τη ζέστα της σάρκας,
να πέφτουν απ’ τα λόγια μου αγκαλιές,
να φτάσω μέχρι τον αλμυρό βυθό των ματιών σας.
θα ’μαι δίπλα, μια κι είμαι ένας από σας.





(Παντελής Θεοχαρίδης στο εκπληκτικό
Quid donum

των Δημήτρη Μαρκατόπουλου - Γιάννη Τσατσόπουλου.
Quid donum portemus ad amicitiam?
Quid opus defendit amorem fragilem?
Audite in nocte tristia praecordia
cantare in medios de solitudine.
Αλλιώς:
Τι δώρο να προσφέρουμε στη φιλία;
Ποια πράξη υπερασπίζει τον εύθραυστο έρωτα;
Ακούστε μέσα στη νύχτα τη θλιμμένη καρδιά
να τραγουδάει ανάμεσά μας για τη μοναξιά της.


Η φωτογραφία, του Martin Zurmuehle)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:52 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Δευτέρα, Αυγούστου 28, 2006
Λέγε με ψυχή (σου)

--- Μα... για το σώμα που έχεις,
δεν είναι μεγάλα τα φτερά σου;

ρώτησε το μυρμήγκι την πεταλούδα.

--- Είναι. Όμως με λένε και ψυχή
και
δεν ξέρεις τι βάρος έχει αυτό...





( Μάνος Χατζιδάκις - Reflections - Raining Pleasure-
The Three Answers)

( Όταν χαράζει
Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Γιάννης Αγγελάκας,
για χάρη της Κερασιάς)


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:10 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006
Μ Α Ζ Ι

Βήμα δειλό, μα, λέω πως δε θα στραβοπατήσω με κανα-δυό κοντοστάσεις σε τούτη δω τη λέξη.
Να χαρώ πως σμίγουν οι ανάσες σε τέσσερα γράμματα, πριν τις μακρύνει η αλήθεια, που'χει εφτά.

Να σταθώ λοιπόν σ' αυτό το μαζί, που χρησιμοποίησα σ' ένα σχόλιο στον Ovi κι εκείνος -πόσο τρυφερός και δοτικός!- το κρέμασε φυλαχτό...
Το μαζί. Που 'ναι βουνό θεόρατο και πέλαγος ανταριασμένο και παράδεισος ορθάνοιχτος σ' ανέμους παρήγορους και λυτρωτικούς.
Σ' αυτό το μαζί που θέλει να παλέψεις με λαιστρυγόνες και κύκλωπες για να το κατακτήσεις και να 'σαι συνεχώς σε αναμέτρηση με τον ίδιο σου τον εαυτό, με τα σκορπισμένα σου κομμάτια, με τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις αγκυλώσεις σου.

Μαζί στους δρόμους τους κοινούς, εκεί που πορεύονται τα χέρια τα πολλά σ' ώμους αδιάφορους κρεμασμένα.
Ανήμπορο να γενεί, θα μου πείς.
Στους καιρούς μας; Να μιλάς για συλλογικότητες, για δεμένα χέρια, για γδύσιμο του "εγώ", για κοινό καλό και συνείδηση που απλώνεται ως σκέπη;
Δύσκολο, καλώς.
Ίσως και ποτάμι που τρέχει λυσσασμένο και δεν γυρίζει να κοιτάξει τη μοναξιά μας.
Που την καταριόμαστε. Και στον δικό μας το μικρόκοσμο, ναι.
Γιατί; Δεν αρχίζουν από κεί τα μεγάλα; Τα σπουδαία; Δεν κατοικεί ο κόσμος (πάει να πεί κόσμημα), εντός μας;

Μαζί στις σχέσεις. Να το μπορείς εκεί. Στη πρωτογενή μορφή του.
Μαζί σημαίνει εσύ κι εγώ. Εγώ και εσύ.
Συν. Συντροφικό. Συνταιριασμένο.
Σημαίνει δίπλα-δίπλα. Σημαίνει χέρι-χέρι. Δρόμος. Πορεία.
Βήματα κοινά αλλά και χώρια.
Δρόμοι που συναντιούνται, γέφυρες που στήνονται, ορίζοντες που ανοίγουν.

Μαζί, σημαίνει αναπνέω-εις. Λυτρώνομαι-εσαι. Ακουμπώ-άς. Αγκαλιάζω-εις. Κατανοώ-εις. Πορεύομαι-εσαι. Εξελίσσομαι-εσαι.

Εσύ και εγώ λοιπόν.
Όχι... εγώ ή εσύ.*
Κουβέντα γινότανε χθες βράδυ (στο κύμα πλάι, κοίτα τώρα!) για τις σχέσεις των ανθρώπων. Τις ερωτικές.
Πάνω στην... άμμο (τυχαία λες δεν ήτανε τραπέζι να πετρώσει τα λόγια; ενώ η αμμουδιά, ε, όσο να πεις, άμα φυσάει, σου μπαίνει και στα μάτια), στην άμμο που λες, τα αγωνιώδη ερωτήματα περί της ύπαρξης και παρουσίας των δύο φύλων.


"Μα που πήγαν όλοι οι άντρες"; Το μέγα ερώτημα από θηλυκά, απελπισμένα χείλη.
"Μα που πήγαν όλοι οι άντρες... να"; Να...; Να... τι;
Σ' αυτό το "να" σα να φωλιάζει η ουσία του πράγματος. Κι όχι στο κρυφτούλι "άντρα-άντρα είσαι εδώ";
Ψάχνω τους άντρες λοιπόν -λέει η ομορφονιά- για να; Για να τους δείξω εγώ;
Για να μπούνε στο ρόλο τους κι εγώ στον δικό μου;
Για να μ' αγαπήσουν; Για να με κάνουν ευτυχισμένη; Για να με στηρίξουν;


Είδος προς εξαφάνιση σου λέει. Δυσεύρετον. Καρέτα-καρέτα ένα πράγμα.
Οι άντρες οι.... οι ποιοί; Οι ντόμπροι; Οι κατέχοντες τη γνώση;
Οι λίγο άγριοι, κάπως τρυφεροί, πολύ ερωτικοί, αρκετά αποφασιστικοί, σίγουρα ευγενικοί, οπωσδήποτε δυναμικοί και ολίγον ρομαντικοί;

Και -στην απέναντι όχθη, δυστυχώς στην απέναντι-, οι γυναίκες οι ποιές;
Οι αρκετά θηλυκές, οι κάπως ναζιάρες, οι πολύ παιχνιδιάρες,
οι -με μέτρο- έξυπνες, οι έντεχνα υποχωρητικές, οι καλές νοικοκυρές, οι δοτικές μάνες, οι φλογερές μα τίμιες σύζυγοι, οι εργατικές και ανεκτικές.
Οι "όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω", οι "εγώ φτιάχνω το σπίτι, εγώ και το χαλάω", οι "εγώ κάνω κουμάντο εμμέσως, κι ας τονε να νομίζει..."

Τι ωραίοι ρόλοι! Περιζήτητοι...
Θα μου πείς, μ' αυτούς μεγαλώσαμε, αυτούς μάθαμε, αυτούς αναζητάμε.
Χαμμένοι, αποπροσανατολισμένοι, σαστισμένοι και μόνοι.

Γυρεύουνε τους άντρες τα θηλυκά σε δρόμους δαιδαλώδεις, καταρασμένες λες, να μην τους ανταμώσουν ποτέ.
Κι εκείνοι αναζητούν γυναίκα σε ανήλιαγα υπόγεια, που δεν ακούγεται ανάσα θηλυκή.

Ο καθένας μας κοιτάει εμπρός του και πάει.
Αν δεν κοιτάς δίπλα σου πως θα βρεις τον άλλον; Όχι, πες μου, πως;
Μπριτς... θα μου πείς... Εγώ να κοιτάξω; Ο άλλος να με δεί!
Να με δεί τι ωραία που στήνομαι πως αυτοθαυμάζομαι, πως θαυμάζω να με θαυμάζουν κι ύστερα μένω με τον θαυμασμό (και στο τέλος της βραδιάς πάω σπίτι μου να κάνω έναν θαυμάσιο αυνανισμό). Θαυμάσια!

Έτσι χτίζεται το μαζί; Όπως στηνόμαστε στα μέρη που συχνάζει κόσμος ερωτοτροπών;
"Φοράμε" τη γυναίκα σ' ένα σιλικονούχο μπούστο (πω, πω θαυμασμός) κι εκείνοι "ντύνονται" τον άντρα σ' ένα βλέμμα "τι θα σου κάνω μάνα μου" και γινόμαστε τι; Οι εαυτοί μας; Οι ρόλοι μας που ψάχνοντάς τους, χάνουμε τη ψυχή μας;


Κρυφοκοιτάζω από κλειδαρότρυπες, συγχωράτε. Χάσκουν μερικές πόρτες βλέπεις. Λέω καμμιά φορά πως οι χαραμάδες που αφήνονται, οι σχισμάδες του καιρού ακόμα, είναι για να χωρέσει ο ουρανός. Ολόκληρος. Κομματάκι δύσκολο, συμφωνώ. Μα είναι για να φανούν τα παραπάνω. Τα από πάνω. Παραπανίσια λόγια κι έχουμε και minimal διακόσμηση. Καλώς. Πάω πάσο. Παράπονα, στον Ποιητή:




Εδώ δεν είναι να'μαι εγώ πάνω από σένα
κι εσύ πάνω από μένα.

Αλλά ο καθένας μας πάνω από τον εαυτό του,

έλεγε ο Ρίτσος.


Όχι, πες μου. Το μπορείς;




(*Τούτη τη φράση τη γράφει η Χάρις Κατάκη στο "Μωβ υγρό", εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα
.
Η φωτογραφία είναι της Emilie Bjork

Απίστευτη η Φλέρυ Νταντωνάκη, ολόγυμνη φωνή, αιώνια εφηβεία, αυτοσχεδιάζει στο

Get Together)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 13:39 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 38 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 24, 2006
Πέλμα γυμνό

Μετράω τις πλάκες στο πεζοδρόμιο.
Λες κι ετοιμάζομαι να παίξω κουτσό.
Σκάβει τους αρμούς η ματιά.
Στοιχίζω.
Στοιχηματίζω.
Η σκέψη που με καίει, βηματίζει.
Γραπώνεται στο πέλμα που ξεπερνά το κορμί.
Τρέχει ο σφυγμός. Πεισμώνω.
Ανάσα ως τον πάτο.
Και να, ίδιο παιδί, με αφέλεια λέω πως αν είναι ζυγός ο αριθμός θα συμβεί το θαύμα.
Προσδοκία. Αδημοσύνη. Λαχτάρα. Τύχη παρθένα.


Μονή εγώ, πάντα χάνω.
Είναι που περπατάω ξυπόλητη.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:28 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 20 ανάσες
Τρίτη, Αυγούστου 22, 2006
Χάλκινα - Κοντυλιές = 1 - 1
Εδώ είναι Βαλκάνια -λέει-, δεν είναι παίξε-γέλασε! Μωρέ και παίξε και γέλασε είναι και πιάσου απ' του δοξαριού την άκρη και πάρε αναπνοή βαθειά, φωτιά και άνεμος μαζί στα σωθικά σου!

Έτσι. Να'χει κι η περιφέρεια να καυχιέται που σπουδαίοι μουσικοί διαλέξαν "αποκεντρωτικά" χώματα για μόνιμη ή πρόσκαιρη πατρίδα.

Ηράκλειο. Χθες, με το φεγγάρι.
Goran Bregovic και Ψαραντώνης, συνταίριασμα αντάρτικης κι αρχοντικής μαζί ψυχής, στης μουσικής το διάβα.
Το Παγκρήτιο Στάδιο πολύβουο, ζωηρό, παιχνιδιάρικα ανήσυχο. Κι η πελαγίσια δροσιά από δίπλα, ευλογία.

Η βραδιά είχε χρώμα και μιλιά χάρη στον Σύλλογο Οικογένειας "Αριάδνη" του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων.
Τη σπίθα του καλωσορίσματος την έβαλαν πολιτικοί φορείς, πράγμα που προκάλεσε τον Δημήτρη Αποστολάκη -των Χαΐνηδων- να σύρει αγριεμένη φωνή και να γυρέψει ανοιχτή σκηνή-στιγμή για τους πολλούς, για τους απλούς κι όχι για τους άρχοντες. Ανάμεσα στους θεατές κι ο ίδιος, έγινε από αρκετούς ορατός, ως μανισμένος υπερασπιστής των αδυνάτων...

Στο γλέντι έβαλε αρχή ο Ψαραντώνης, ψυχή να τρυγάς ολημερίς και την νυχτιά πάλι καρπό να'χει να σε θρέφει. Ποιά διονυσιακή ορμή και ποιό εκστατικό παραλλήρημα... Μυστήριο και μύθος μαζί αυτός ο άνθρωπος. Το απολλώνειο φως να λούζει το δοξάρι. Κοιτάζανε τα μάτια μου, τσούζανε σχεδόν, κλωτσούσαν -έχει και το κάλλος όρια, δεν έχει;- και συνάμα ρωτούσανε την σκέψη που'χει γήινη πηγή, πως να'ναι τα δάχτυλα αυτού του ανθρώπου. Παίρνω όρκο, πως είχανε ματώσει. Δεν γίνεται αλλιώς. Μην και κάνει σε μερικούς γλυκοκοιτάγματα η σάρκα; Μπα... Με τόση μανία, με τέτοιο δόσιμο; Ύμνος, λατρεία και χορός συναπάντημα σ' ένα δοξάρι, σε πέντε δάχτυλα!

Λέω λοιπόν πως η διονυσιακή ορμή, αυτή η αρχέγονη, η ανεξάντλητη και πανίσχυρη ζωική ορμή, κάνει διακρίσεις. Λογικό. Ενυπάρχει στον πυρήνα κάθε μορφής ζωής, αλλίμονο! Μα σε μερικούς παραστοιχειώνει!
Να μας κουβαλήθηκε ο Πάνας απ' την Αρκαδία λέτε; Ή να κρυφοκοίταζε στα σκοτεινά; Σα να μου φάνηκε βέβαια πως λαθροκοίταξα κάτι φιγούρες ξωτικές -νύμφες να'ταν;- που κοντοσιμώνανε τον Ψαραντώνη κι όλο του μουρμουρίζανε στ' αυτί. Κι αυτός ετίναζε την κόμη στο πάθος της μουσικής παραδομένος κι εκείνες χανόταν στο λεπτό. Κι έπειτα ξανά και ξανά...

Τούτη η ανορθόδοξη θωριά του Ψαραντώνη, κατά το παίξιμό του κι ο λόγος του, σχεδόν αιρετικός, μαζί με τους αλλαλαγμούς του κόσμου, μ' έκαναν για λίγο να συλλογιστώ την ιδιαιτερότητα του τόπου. Για την κρητική μουσική μιλώ μα πιο πολύ για το πάθος των ντόπιων προς αυτήν. Των νέων. Τόσο βαθιά και άγρια χρωματισμένο πάθος, ακατέργαστο, άρα Πάθος πραγματικό, δεν έχω συναντήσει σε νέους άλλων τόπων. Έφηβοι αρπαγμένοι απ' την παραδοσιακή μουσική παντιέρα, μισοσκαρφαλωμένοι στα βουνά, έτοιμοι να πούνε και να πιούνε τα ριζίτικα, λες κι ο χρόνος σκάλωσε για πάρτη τους σε αλλιώτικου καιρού αντρειά...

Κι απ' την αρχόντισσα τη λύρα στην θριαμβευτική είσοδο των χάλκινων που σηκώσανε τους Κρήτες απ' τα καθίσματα και βγάλανε στη βραδυνή υγρασία τις καρδιές να στάζουνε τους πόθους, να μπερδεύουνε τα όνειρα και τις αλήθειες, τα χτυποκάρδια με τον κρότο της κάθε νότας. Πως λέμε "παλμέ, χτύπα πιο σιγά μην αποκάμω"; Έτσι.

Οκτώ μουσικοί στα πνευστά, φλόγες που πολλαπλασιάζονταν κι ανέβαιναν σαν λάβα κι ένιωθες τη κάψα να σε τρυπάει από παντού, να ρέει ίδιο αίμα.
Και φανταστείτε ότι παίζανε και με όργανα δανεικά!
Κάπου παράπεσαν -λέει- τα δικά τους, στη Βιέννη το πιθανότερο
(ω,αεροπορικές εταιρίες,προσκυνώ) και βγήκαν στη... ζητιανιά να γυρεύουνε όργανα-αντικαταστάτες από τη Φυλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου!
Τέλος πάντων, όλα καλά.
Οι μεγάλοι μουσικοί έχουν ευελιξία και οπωσδήποτε, την αρετή της σεμνότητας.

Οκτώ λοιπόν με το χαλκό για σμίλη, για πανί και εφαλτήριο, ένας στα τύμπανα και στο ακκορντεόν κι ο Bregovic στο φέγγος της κιθάρας. Αριστερά μπορείτε να διακρίνετε τρία θηλυκά, φωνές που μεγαλούργησαν και γέννησαν χειροκρότημα-ποταμό. Οι δύο με παραδοσιακές φορεσιές, η τρίτη λουσμένη στα ασημένια, θύμιζε τραγουδίστρια της πίστας του '70, μια Ζωζώ Σαπουντζάκη στο πιό χυμώδες (!) αλλά ρυάκι η φωνή. Να πέσεις να δροσίζεσαι, να καθρεφτίζεσαι στο κρύσταλλο.

Κέφι; Λέξη μικρή. Βγάζει "λιγιά" που λέμε εδώ. Διόνυσος, Πάνας και Απόλλωνας, Μαινάδες, Νύμφες, Μούσες, όλοι τους πάνω στην σκηνή. Σεληνιασμένοι.

Και να 'ρχονται βροχή σκηνές από ταινίες ντυμένες στη μουσική του Bregovic, πολυαγαπημένες όλες, θρυλικές. Και να περνούν απ' την σκηνή καραβάνια αργοκίνητα και ν' ανεμίζουνε πολύχρωμα τσιγγάνικα φουστάνια, να αιωρούνται φιλιά φλογερά, ποτάμια που κυλούν μαζί με τη μοίρα, εικόνες πολέμου παρανοϊκού που φεύγει για να 'ρθει ο λυτρωμός τ' ανθρώπου...

Σκεφτόμουνα, αυτό το χύμα πάθος των βαλκανίων, της σέρβικης μουσικής εν προκειμένω, που αλλού το συναντάμε. Αυτόν τον βόμβο του χαλκού, το "έλα" και το "φύγε" απ΄τα τύμπανα καθώς και του ακκορντεόν τη μαχαιριά, το παράπονο που ρέει ανενόχλητο, όλα τούτα πως γεννήθηκαν. Ποιός τ' ανάθρεψε. Των τσιγγάνων οι περιπλανήσεις;
Δεν έχουν δηλαδή πράγματα να πουν με τα αφρικάνικα καλέσματα; Τις παρακλήσεις, τους κρότους, τους ρυθμούς; Δεν συγγενεύουν με τα μελωδικά αγγίγματα των λατίνων, με τα βήματα τα χορευτικά, θυσία σ' ό,τι ο έρωτας ορίζει για αρχή και τέλος;

Χόρτασε η νυχτιά, δε λέω... Μέχρι και "αέρα", ναι, ιαχή πολεμική κάλεσε ο Bregovic τα πλήθη να φωνάξουν. Σπρωξιά στη δύναμη να βρει δρόμο, να λευτερωθεί.
Αν και, σιγά που θέλει πολύ! Βαλκάνια ψυχή, πως να μερέψει...


(Θεός αν είναι, πολυαγαπημένο των Bregovic-Νικολακοπούλου,
Άλκηστις Πρωτοψάλτη


Ρεθεμνιώτικα συρτά, Ψαραντώνης)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:23 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006
Πάμε εκδρομή;


Ό,τι αντικρίζει η ψυχή,
τα μάτια ούτε καν που το φαντάστηκαν...




(Κίτρινα ποδήλατα-Ανάδυση)

Και για το χατήρι του αγαπημένου Sok,
η εκδρομή του Θανάση Γκαϊφύλια.
Μαζί του η Μαρίζα Κωχ.

Και τι να κάνω τώρα εγώ που...
"είναι βάσανο ο φίλος, είναι βάσανο ο φίλος που φωνάζει εκδρομή";
Χατήρια να χορταίνουνε (Σταυρούλα για σένα)
κι ο Κραουνάκης με τον Μακεδόνα στα Κόκκινα γυαλιά...
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:18 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 32 ανάσες
Σάββατο, Αυγούστου 19, 2006
Ξεκρέμασε κανέναν ήλιο να τον φορέσεις...

Μετράει η εβδομάδα τις τελευταίες ανάσες της, αγκομαχητό μέσα στη κάψα του Σαββάτου κι οι εικόνες χρωματίζονται αλλιώς.
Που να ξοδεύεστε άραγε...
Αναρωτιέμαι αν κάτι όμορφο ορίζει την σκέψη σας και τις διαδρομές της (Σαββατοκύριακο γαρ), ή, αν απλά ξεχνιέστε σε λαβύρινθους καθημερινούς, απ' αυτούς που στραγγίζουν τους χυμούς και τα όνειρά μας.

Πως να σας φανταστώ μέσα από σκιές γκρίζων κουστουμιών, κουρασμένα βλέμματα, πρόσωπα χλωμά κι άνευρες χειραψίες!
Εικόνα, μέσα στην οποία πρωταγωνιστούσα κάποτε.
Πέρασα μέρες πολλές κι είδα κι έκανα κι απόκανα και στέγνωσα σχεδόν... όμοια σαν πεταλίδα στη θαλασσόπετρα, που δεν την βρέχει πια το κύμα.
Τώρα, ο λογισμός μου διαλέγει κι ακουμπά. Ανεμίζει σαν σημαία η πεθυμιά μου, δροσίζεται και ξαποσταίνει η ψυχή μου σε μουσικές λυτρωτικές, βυθίζεται εκεί που της τάζουνε χαρές. Απολαμβάνει ξεδιάντροπα.
Μεγάλη νίκη! Έστω, έτσι μου μοιάζει.

Ώρες-ώρες νιώθω τόσο "ζωντανά" το περίγραμμα κάποιων ανθρώπων που τριγυρίζουν σ' αυτούς τους δαιδαλώδεις δρόμους του διαδικτύου...
Αισθάνομαι και την παρουσία τους ακόμα, όπως το σύννεφο που από ψηλά ξάφνου χαμηλώνει κι απλώνεται τριγύρω ανεξέλεγκτα, μέσ' τα υγρά υψίπεδα της μοναχικής, φεγγαρόπνιχτης νύχτας.
Εδώ γύρω -δεν είναι περίεργο;- αφουγκραζόμαστε στεναγμούς, άλλοτε παίρνουν φωτιά οι αναζητήσεις μας, κάποιες στιγμές νιώθουμε πως διψούν τα πέλαγα να καταπιούν τους φόβους μας.

Άνθρωποι που ανταμώνουμε έτσι αταίριαστα, μέσα από καλώδια.
Απλώνοντας και μείς, καλώδια του νου.
Παράταιρα αλισβερίσια, αλλά τα φέρνουμε στα μέτρα μας, έστω.

Ασφάλειες, κυκλώματα, διακόπτες.
Σε κάποια κείμενα, νιώθεις την πολλαπλή ένωση. Και ξάφνου, όλα κινδυνεύουν να γίνουν φωτεινό παρανάλωμα, όπως το χαρτί πριν το αγγίξει καν η φωτιά που σιγοκαίει δίπλα του...


Θαρρώ πως οι άνθρωποι στη ζωή μας, όπως κι αν έρχονται, σταματάνε για να μας "πούνε" να μην σταματάμε σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις, ό,τι τέλος πάντων φλογίζει την καρδιά και την βάφει στο βαθύ της κόκκινο.



Προφταίνουμε -λέω- να μαζέψουμε ήλιους.
Δίχως ν' αποστρέφουμε το βλέμμα απ' ό,τι ανθίζει.


Η ζωή εκεί έξω βουτάει σε μουσικές (Sun Walk, Μάκης Αμπλιανίτης) χωρίς σταματημό.
Κι εμείς μαζί.
Όπου κι αν βλέπει η ματιά μας.
Σε πολυσύχναστα μέρη ή σ' ότι ονομάζουμε φωλιά, ώστε να ξαποσταίνουμε.

Ν' αφήνουμε μόνο λίγο-λίγο κανένα μελτεμάκι να μπαίνει, να φέρνει άρωμα θαλασσινό, να γίνεται κύμα.


Μέσα σε χώρους και καρδιές τα χρώματα του ουράνιου τόξου:
να διαφεντέψουν αυτό που οι πολλοί, ονομάζουν φως.



( Η φωτογραφία του "FigoTheCat", www.deviantart.com )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:53 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 18 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006
Μαζί με το βασιλικό, ποτίζονται και... τ' άστρα!

Φίλος αγαπημένος. Πολύ όμως. Πολύ. Ο Σ. Βάλθηκε να με πείσει τις προάλλες πως... "μαζί με το βασιλικό, ποτίζονται και τ' άστρα", για δες τώρα πράγματα...!

Όταν ζούσε η μάνα του, είχε -λέει- ένα βασιλικό στο μπαλκόνι. Mοναχικό φυτό και καλομαθημένο.
Tον είχε αγοράσει στη λαϊκή λίγες μέρες αφότου πέθανε ο πατέρας του. Tον πότιζε, τον κούρευε, του μίλαγε, λες κι ήταν το μονακριβό της.

"Kοίτα ρε πως τη βρίσκει ο άνθρωπος άμα γεράσει"
, δήθεν μονολογούσε ο Σ. για να την πειράξει, αν και τώρα πια δεν είναι σίγουρος ότι το πείραγμα αυτό ήταν και τόσο αθώο εκ μέρους του. Mάλλον κάτι από ζήλεια θα 'βγαζε, αφού ποτέ δεν είχαν σχέσεις τρυφερότητας οι δυό τους. Πάντα στο καυγά, ποτέ δεν καταφέρανε να συνενοηθούν.

Άσε το άλλο.
Eίχε ένα ταλέντο μοναδικό να διαστρέφει ότι της έλεγε ο γιόκας της και να το παρουσιάζει ως προσβολή. Του προσώπου της, της προσωπικότητάς της, της αξιοπρέπειάς της, της δημοσίας αιδούς... ό,τιδήποτε τέλος πάντων που θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα ν' ανοίξει φασαρίες.

"Mωρέ, δε θα πεθάνεις, θε να τονε τσουρομαδήσω" της είπε μια μέρα με σατανικό χαμόγελο και περίμενε την αντεπίθεση.
Στην περίπτωση αυτή όμως η αντεπίθεση δεν ήρθε. Oύτε εκείνο το σύνηθες:
"μπα, που να φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη", ούτε...
"σα δε ντρέπεσαι που εύχεσαι να πεθάνει η μάνα σου".
Mόνο ένα βλέμμα η απάντηση. Ένα βλέμμα εύγλωττο μεν, γεμάτο αποχρώσεις, αλλά όχι για κείνον. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν στα μάτια της τέτοια έκφραση και του ήταν αδύνατο να την ερμηνεύσει.

Όσο για το βασιλικό... Aυτός καταπράσινος και φουντωμένος, έβλεπε τον κόσμο από το μπαλκόνι κι αν μπορούσε θα γουργούριζε ευτυχισμένος.
Κι ο Σ., ακόμη αναρωτιέται αν το 'κανε ή όχι. Tα τελευταία χρόνια βαρυακούει βλέπετε λιγάκι και κάποιοι ήχοι περνάνε από δίπλα του χωρίς να τον αγγίζουνε. Aκριβώς όπως και κάποιοι άνθρωποι και κάποια αισθήματα. Ας είναι...

Πέρασαν λίγοι μήνες, άρπαξε η μάνα του τον ιό της γρίππης, την άρπαξε κι αυτή ο χάρος, μετά από πολύ καυγά και φασαρία και φύγανε να παν' καλιά τους...

Kι έμεινε ο "κανακάρης" της στο μπαλκόνι μόνος. Xωρίς κουβεντούλα, χωρίς κουρεματάκια, χωρίς κανακέματα. Σιγά μη γινότανε ο Σ., ένα με το φύτουλα... Λίγο νεράκι του 'ριχνε, έτσι για να 'χει να λέει ότι και καλά συνεχίζει την "οικογενειακή παράδοση".

Mα κι αυτός, πολλά πολλά δεν είχε μαζί του. Δεν μύριζε πια όπως πρώτα, δεν έβγαζε εκείνη τη μοσκοβολιά που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα και γέμιζε το δωμάτιο κι όλο μαζί το σπίτι.
Απ' την άλλη, δεν το 'βαζε και κάτω. Eίτε τον πότιζε είτε όχι, αυτός έμενε καταπράσινος κι ακμαίος.

Έλλειψε ο Σ. για δυο βδομάδες κι όταν γύρισε έλεγε ότι θα τον έβρισκε πια ξερό, ρυτιδιασμένο. Aλλά που! Aυτός εκεί. Eπέμενε να αναπνέει ακόμα, παρά τα εμφανή ίχνη που άφηνε απάνω του η έλλειψη του νερού.

"Pε Άννα", απευθύνθηκε στη γειτόνισσα από πάνω, "κοίτα να δεις που δε μαράθηκε δυο βδομάδες απότιστος μες στο μεσοκαλόκαιρο".
Παράξενα τον κοίταξε κι αυτή, αλλά δεν είπε τίποτα.

Mόλις έπεσε ο ήλιος, του 'ριξε νερό και κάθησε στο μπαλκονάκι, έτσι για χάζι.
Μες στη πορφύρα τ' ουρανού, στης γης τη σιωπηρή παραδοχή, σα να χαλάρωσε κι ο Σ. Γύρισε στο βασιλικό, τον κοίταξε... δεν θυμάται τι ένιωσε εκείνη τη στιγμή κι απρόσμενα άπλωσε το χέρι. Εκείνο, που μόνο του απέκτησε προφανώς την ικανότητα να εκτείνεται, χάϊδεψε τα φύλλα. Μέσα του, ξεχείλισε η απουσία: "Σου λείπει, ρε μπαγάσα κι εσένα, έτσι;"

Mε το που η φράση αυτή αυτονομήθηκε και ξεχύθηκε μόνη της κι άγγιξε το φυτό, που τόσο καιρό αρνιόταν να μυρίσει, ξεχύθηκε μιά μοσχοβολιά, μα μια μοσχοβολιά... που λες κι έφτασε στα ουράνια.

Οπότε, κατέληξε ο Σ., με την τρυφερή αυθαιρεσία της δικής του σιγουριάς:
"Αν τ' άστρα υπάρχουν στ' αλήθεια και δεν είναι απλή οφθαλμαπάτη, ε, ας τα ποτίζουμε μέσω ενός βασιλικού. Καλά δε θα 'ναι; Τι λες;"



(Η φωτογραφία, του Tony Hamilton)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:21 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 26 ανάσες
Τετάρτη, Αυγούστου 16, 2006
Κοίταζέ με πότε-πότε.
Και να μ' ακουμπάς.


Στάθηκα στο μετέωρο. Να κοιτώ μέσα από μια χαραμάδα, από ένα άνοιγμα, από αυτό το"λίγο" που κρατάει μια ανθρώπινη ανάσα μακριά από ξένα χείλη.

Άφωνος αφέθηκα ν'αφουγκραστώ τη ξένη σιγαλιά που θρόιζε ολόγυρα μου, πυρωμένη σαν λίβας, γυρεύοντας τη σχισμή των χειλιών μου, να εισδύσει ένα φύσημα της ψυχής της...

Σε νιώθω στο ξύπνιο και στο όνειρο, μα δεν σε βλέπω, δεν σε αγγίζω και ψαύω ανελέητα μέσα στη σιωπή, μέσα στο σκοτάδι να σε διακρίνω.
Δείξε μου το βλέμμα σου, άστρινο, μ' ένα δάκρυ στην κώχη να λάμπει να σκύψω να το στεγνώσω.

Να δω τα χείλια σου να ανθίζουν, ολόδροσα, ρόδο δαγκωμένο, τόσο ποθητό για φιλί, τόσο επικίνδυνο για έρωτα...
Κι όμως. Πως ν' αντισταθώ αν μου το προσφέρεις;


Μάγισσα, δες με.
Κι αν κατατρίβεσαι με φτηνές στιγμές και μεθυστικές σπατάλες κι αν αφήνεις να σπιλώνουν τη μήτρα σου άξεστες ανδρικές ορμές, να θυμάσαι πάντα.
Η μέγιστη ηδονή, εκείνη που απομυζά κάθε ικμάδα από την ύπαρξή μας είναι εκείνη που προσφέρεται με ορθάνοιχτο βλέμμα, σιωπηλά, καθώς την υπέρτατη στιγμή του μικρού θανάτου τα χείλη αλληλοπνίγουν την ανάσα τους μέσα στο φιλί...
Τέτοιο φιλί κι αν ένιωσες κάποτε, πιά το έχεις ξεχάσει.
Κι εγώ προσεύχομαι να στο θυμήσω.


Καλέ μου... Ακούμπησε τα φιλιά μου όπου ποθεί καρδιά και λογισμός.

Πού αλλού; Στο στέρνο. Στο μέρος της καρδιάς. Θα το 'χεις ακούσει ίσως
γιατί η αγάπη δίνεται με φιλί. Γιατί τα χείλια λιώνουν τελευταία.




Πρόσμενα κείνη την πνοή.
Να αφυπνίσει από την χειμερία νάρκη του τον έρωτα

του άνδρα για την γυναίκα και τούμπαλιν.
Μα σαν ψέλλισα εκστατικός
"Μη φοβού Μαριάμ",
η ανάσα χάθηκε στο σκοτάδι...





Μάριος Φραγκούλης - Deborah Myers,
"All Alone Am I"
(Μη τον ρωτάς τον ουρανό)

( Η φωτογραφία είναι του GeorgeFocus από το www.dpgr.gr )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:18 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 31 ανάσες
Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006
Γη, ουρανός, μεσοδιάστημα.
Έφηβος, ήρθε και μου 'πε ασθμαίνοντας:
"Θα σου εξομολογηθώ ένα μυστικό.
Πάει καιρός που αντικρίζετε απλώς ένα ομοίωμα του ήλιου.
Τον πραγματικό τον έκρυψα κάτω από το μαξιλάρι μου
για να μπορώ να μην ξυπνήσω ποτέ."


Έμεινα να θωρώ την παραζάλη του μυαλού που δεν ήξερε που να στραφεί.
Ποιός να συντρέξει τη ψυχή.
Η πέτρα, ή το σύννεφο;
Στέκεται, πατά άραγε κανείς στο Μεσοδιάστημα;
Συλλογίσου.
Γη, Ουρανός και μια παλλόμενη καρδιά ανάμεσα.


"Δεν έχεις να σκεφτείς πολλά", κατέληξα.
"Δύο είναι οι δρόμοι.
Στη γη, στα χώματα βλέμμα και ψυχή, πάει να πεί ερπύστρια μοίρα,
ή,
φτερούγες ανοιχτές στ' αετώματα.
Πάει να πεί, λεβέντικη ζωή που δεν ξοδεύεται σ' αναταράξεις.

Τόσο απλά. Διάλεξε. Ήρθε η ώρα."
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:12 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 29 ανάσες
Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006
Ένα δωμάτιο. Ο κόσμος.

Στο αυγουστιάτικο λιοπύρι τα σώματα μουσκεύουν,
τα κορμιά διαγράφονται κόντρα στο φώς του
ήλιου
κάτω από λευκά πουκάμισα κι ελαφριά πανιά,
τα διψασμένα βλέμματα γίνονται πιο επίμονα,
χωρίς τη ψευτοντροπή της καθημερινότητας,
οι φωνές της γλύκας των εραστών ξεχύνονται στον ακάλυπτο
και προκαλούν για άλλες.
Σώματα αναδεύονται μέσα στη θερινή ραστώνη,
ξεγελούν τη μεσημβρινή σιέστα.

Οι μισάνοιχτες κουρτίνες μισοκρύβουν - μισοδείχνουν μυστικά περάσματα.

Ανοιχτές μπαλκονόπορτες.
Η κουρτίνα κυματίζει.
Μακρινές φωνές ηδονής μπερδεύονται με τα τζιτζίκια.
Η αυλή βρεγμένη, το νερό εξατμίζεται, υδρατμοί στο κορμί.
Τα κτίρια κόκκινα.
Ο ήλιος καρφωμένος.

Μια γλυκιά σιωπή.
Μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις.
Ανάσες βαραίνουν τα κορμιά.
Ψίθυροι μόλις ακούγονται.
Ξέρεις καλά τι λένε και τι δεν λένε
και θέλουν να πουν.

Ένα δωμάτιο.

Ο κόσμος.




(Η Νένα Βενετσάνου στις
Ζεστές νύχτες του Αυγούστου
του Μάνου Χατζιδάκι)



 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 20:57 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 10, 2006
Εν τω μηνί Αθύρ
(Μήνας του έρωτα και του θανάτου
κατά το αιγυπτιακό μηνολόγιο).


Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Aθύρ» «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω — σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Aθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη.

Κ.Π.Καβάφης (1917)


Αν μου γυρεύανε ανάγνωση σ' αυτό το ποίημα, νομίζω πως θα σκάλωνε η φωνή. Χορδές και ηχοχρώματα θα μένανε κλειδωμένα κι ίσως απ' ανάγκη κι από συστολή μαζί να τρέχανε να σκεπαστούν με την σκόνη που μισοκρύβει τα γράμματα, τα πνεύματα, τις δασείες και τις υποδιαστολές, τα ονόματα και τα σώματα.
Κι όταν δεν βρίσκει άνοιγμα η φωνή να βγεί, τι κάνεις;
Την καταπίνεις, ναι;
Την σπρώχνεις να πάει από κει που 'μαθε ν' αναβλύζει;
Αναπηρία. Ακινητοποίηση. Μούδιασμα ολικό.

Και λύτρωση μαζί, ω, ναι, απελευθέρωση, από κορμιά που σμιλεύτηκαν για να μπορούν, να νιώθουν και να δείχνουν, να φεύγουν κι όλο να'ρχονται, αέναη υπενθύμιση της μοίρας, της ροής, του Έρωτα Θεού, του ύπνου του ατάραχτου, του κάλλους του αιώνιου.
Μα τι κορμιά σε υμνούν Έρωτα. Πολυδάκρυτος και σύ, ως Θάνατος...

Χοροθέατρο Ροές στο Ηράκλειο και μια έξοχη παράσταση εμπνευσμένη από τις Καβαφικές εικόνες.
Επιγράμματα που λαξεύτηκαν σε πέτρες, αγάλματα που πάγωσαν πάνω στον ανθό της νιότης, κραταιά ως Θάνατος Αγάπη που σκιαγραφεί μορφές, ακίνητους παλμούς, ζωντανά υλικά, χορικά σύμβολα.

Μια παράσταση όμοια ποίηση, Τέχνη με Ταυ κεφαλαίο, σε σκηνοθεσία και χορογραφία της ανεξάντλητης Σοφίας Σπυράτου. Ξύπνημα της ομορφιάς από τον αρχαίο ύπνο η αρχική σκέψη, που βρήκε άξια κορμιά να σαρκωθεί.
Λιτή κι εκφραστική η μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη, πραγματική ισορροπία σχοινοβάτη πάνω στα χαραγμένα με την ποιητική αχλύ επιγράμματα-κείμενα, που επιμελήθηκε ο Χρήστος Μπουλώτης.



"Στις ατραπούς του ουρανού πετάει η ψυχή ως εγυμνώθη απ' το σώμα"

"Τον ύπνο που δεν έχει αυγή κοιμάσαι"

"Δεν την κατείχα τη ζωή. Δάνειο ήταν.
Και στο δανειστή το χρόνο την ανταπέδωσα".

"Σαν τις ελιές τους ράβδισε ο χρόνος
Και τους τσάκισε
Και αυτοί να νοσταλγούν τον ελαιώνα που ήταν".

"Και νεκρός είναι ωραίος, ωραίος σα να κοιμάται".

"Λίγες πέτρες των νεκρών οι φίλοι".

"Σε δάφνη μελανόφυλλη πετάρισε η ψυχή σου".


Σε αρμονία τα χορικά μέρη της παράστασης. Κι οι απαγγελίες;
Ρέμβη και σφρίγος, πέτρα και σκιά, νερό και χώμα.

Για το μίλημα των σωμάτων, για τη ροή της σάρκας, το γύρισμα, το άπλωμα, το μάζεμα, το έλα και το φύγε, τι να τολμήσω τώρα να πω.
Πόσος θαυμασμός μπορεί να τρέξει στο βλέμμα;
Πως να κυνηγήσει η όραση τον Λόγο που δεν εκφέρεται...

Η ποίηση χορεύεται, ποτίζει το κορμί, ακροπατά, ακραγγίζει και εγγίζεται, κινείται.



Θα μου πεις και η δική μας η ψυχή, στο λίκνισμα είναι.
Άτσαλη, άχαρη, ποιός νοιάζεται.
Λες και μαθήτευσε ποτέ πλάι σε αυθεντίες!
Και το συναίσθημα, αυτοδίδακτο.
Καιρός του είναι ν' αυτοσχεδιάσει.

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 22:17 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 19 ανάσες
Τετάρτη, Αυγούστου 09, 2006
Προσοχή! Γλυστράει.

Λιακάδα που φορά λευκά λινά απέξω.Τ' ανάποδα από μέσα.
Συννεφιές ξεγυμνωμένες.

Ξεχνώ φορές-φορές (έτσι που βουτάω στα γραφτά), το κρύσταλλο του προφορικού λόγου. Το διάφανο και αιχμηρό. Μεγάλωσα -θαρρώ- μέσα στις λέξεις. Τούτες με κανακέψανε, με νανουρίσανε, με παρηγορήσανε ακόμα, γίνανε και εφαλτήριο κάποιες ώρες καλές. Λέξεις με φλέβα, που στάζανε πάνω μου, λέξεις που γέννησα σε τοκετό βαρύ. Λέξεις, έτσι κι αλλιώς. Που δεν κατέχω ακόμα. Ούτε να κουλαντρίσω μπορώ.
Ολισθηρές οι λέξεις και τις παραπερπάτησα.

"Aρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις",

οι λέξεις κοφτερές, σα βράχια της μάνας θάλασσας κάπου στο Λιβυκό, ή, αιωρούμενες στη γύμνια του Ψηλορείτη.

Άγριο χαμόγελο του σημαίνειν και σημαίνεσθαι. Tου Σημαντικού. Του Συμπαντικού. Του Συνομολογητικού. Του Συνδετικού.

Σε κόψανε ποτέ εσένα οι λέξεις που περπάτησες;
Γλύστρησες πάνω τους να δεις πόσο γλυκειά είναι η οδύνη;
Eσύ έχεις ουλές απ' τα πεσίματα;

Έλα να παίξουμε:

"Θα σου δείξω τις δικές μου, αν κι εσύ μου φανερωθείς."

Aλλά πρώτα θα κάνουμε μια συμφωνία:
Θα παίξουμε με τις λέξεις μας αλλά όχι, ποτέ, με τις ουλές, όπως κάνουνε οι άλλοι μαζί μας, που αφού δεν ξέρουνε να παίξουνε με τις λέξεις και γι αυτό θυμώνουνε, σκοπεύουνε τις ουλές για να τις ματώσουνε, να τις ξεγυμνώσουνε και να τις δείχνουνε μετά στα πανηγύρια τους, τρόπαια ενός πολέμου εν ου εχθροίς.


Πες μου λοιπόν, είσαι;

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 15:20 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 26 ανάσες
Τρίτη, Αυγούστου 08, 2006
Φερμουάρ

Είμαι κομμάτια, τρέχω όλη μέρα σήμερα, ευτυχώς είχα ένα υπέροχο δείπνο σε σπίτι φιλικό -εκπληκτική μαγείρισσα η κάθε θυγατέρα της Μινωϊκής Γης- και... έχω πιεί τα δέοντα, ε;

Οπότε θα γλυστρήσω στα σεντόνια με το κορμί μου ταλαιπωρημένο μεν αλλά και γλυκοζαλισμένο.
Τι να κάνω που 'μαι κι άτυχη, να λογαριάζω τριγύρω απουσίες.
Το αυγουστιάτικο σκοτάδι μοναχά θα εισπνεύσει τη μέθη κατά πως θα εξατμίζεται από το κορμί μου όλη τη νύχτα.
Η μέθη ξέρεις, σκιάζει τους δαίμονες μες στις πτυχές των σεντονιών. Καμμιά φορά μάλιστα, θαρρώ πως ακούγεται και το κρουτάλισμά τους κάθε που αναδεύω.

"Ταλαιπωρείς λοιπόν το κορμί σου;" με μαλώνει η εσωτερική φωνή.
Κατά πως λέει κι ο Κωστής Παπαγιώργης
"το σώμα πληγώνουμε, όταν θέλουμε να μιλήσουμε στην ψυχή".

Αν της μίλαγες λοιπόν με λέξεις τί θα της έλεγες;

Μούγκα η φωνή. Απ' έξω κι από μέσα.


( Αυτή η ν ύ χ τ α μένει
Δήμητρα Παπίου, Σταμάτης Κραουνάκης )

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 02:15 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 36 ανάσες
Κυριακή, Αυγούστου 06, 2006
Ιερή: Τρέλα ή τρέλλα;
Με παροτρύνανε να πιω κι εγώ γύρεψα από τον οινοχόο, να με κεράσει το φεγγάρι.

Και μου'ρθε η απάντηση καρφί:
"Δεν είναι που δεν μπορώ, είναι που δε πρέπει.
Tο δοκίμασα κάποτε κι από τότε είμαι μουρλός.

Δεν υπάρχει μιθριδατισμός για τούτο το φαρμάκι."
"Τρελλός, για τα ... φεγγάρια", συναίνεσε γελώντας η παρέα.

Όμορφο πράγμα να γεύεσαι, έστω και λεκτικά, την "ιερή τρέλλα" των ανθρώπων (λέω να συνεχίσω να το γράφω με δυό 'λ', να πλαταγιάζει η γλώσσα). Να σου πω, από τότε που κατάλαβα ότι κανείς δεν μου χρωστάει τίποτα, ό,τι μου δίνεται είναι διπλά τιμητικό.
Βέβαια κι αυτό το παιχνίδι με την αξία, δεν ξέρω πόσο καλό κρύβει.
Θέλω να πω, από τότε που αποφάσισα να ζήσω λες κι η ζωή δε μου τάζει τίποτα, απολαμβάνω ότι μου δίνεται ξεδιάντροπα - δεν είν' και λίγο, ε;


Θυμάμαι ένα άρθρο αρκετά παλιότερα, νομίζω του Τσαγκαρουσιάνου, που υπερασπιζόταν όσους έταζαν, όσους υπόσχονταν πράγματα ακόμη κι αν δεν μπόρεσαν ποτέ να τα πραγματοποιήσουν, αρκεί να τα υπόσχονταν γνησίως.
Έλεγε κοντολογίς ότι είναι η τελευταία "λαρτζιά" (από το "να είσαι large", γενναιόδωρος!) που μας έχει απομείνει για να ξεφύγουμε από το μέτρο και τις μετρημένες μας ζωές. Και κάκιζε τους "πρωκτικούς" που δεν υπόσχονται λέξη, που... δεν έχουνε ισολογίσει στο "καθολικό" τους.

Να τάζεις όλη τη γη, τ' άστρα και τους ουρανούς, να λες πως θα φέρεις τούμπα το σύμπαν όλο κι ακόμα παραπάνω, πάει να πεί φωτιά.
Πάει να πει ζωή. Ιερή τρέλλα, ακριβώς αυτό! Αναποδογύρισε τη γη, αν η ψυχή σου τ' αντέχει!


Άνοιξε τη χούφτα σου και σκόρπισε τα ρόγδια.

Θα μου πείς, με τον όρο "ιερή τρέλλα" ό,τι τόνε γαργαλάει εννοεί ο καθείς.
Μπορεί την περιέργεια για τη γνώση των ορίων του, την αναμέτρηση μαζί τους και τον επαναπροσδιορισμό τους.
Ίσως την ελπίδα για τ' ανομολόγητα, ενίοτε την αυταπάτη ότι όλα διορθώνονται (σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον), δηλαδή την -στιγμιαία- άρνηση της απώλειας, της αποδοχής του οριστικού.
Πιθανόν να'χει να κάνει με ό,τι αλόγιστα ξοδεύουμε, με το συναίσθημα που ξεχειλίζει, με την περίσσια αστοχασιά, που'ναι όμως και βάλσαμο μέγα.

Ε, τότε ναι, ποιός από μας δεν θα κλέψει στάλες τρέλλας να να βουτήξει τη ψυχή μπας ξεδιψάσει.

Με τόσες ξέρες, με τόσο στράγγισμα τριγύρω...




(Η πρώτη φωτογραφία είναι του Frank Reintjes
και η δεύτερη του "andi2's από το www.flickr.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:25 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 20 ανάσες
Σάββατο, Αυγούστου 05, 2006
Ας παίζαμε, έστω...


Ο μπαμπάς Φρόϋντ έλεγε πως ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος,
θέλει τρία πράγματα:



  • να αγαπάει


  • να αγαπιέται


  • να παίζει


Τουλάχιστον να παίζαμε...



[Μελοποιημένο το "σ κ ά κ ι" (έλα να παίξουμε)
του Μανόλη Αναγνωστάκη, από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου,
τρέχει στα χείλη του Γεράσιμου Ανδρεάτου.


Η φωτογραφία είναι του Skip Hansen ]


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 02:12 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006
Τα παιδιά της Βηρυτού στη σκηνή!

Τα παρακάτω έχουν ως πηγή τους το
Πανελλήνιο ΔΙΚΤΥΟ για το ΘΕΑΤΡΟ στην ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Ο Sharif Abdunnur και η ομάδα του (παραγωγοί: Masrah Al Madina και Al Janna Foundation, ηθοποιοί: Masrah Al Arab και εθελοντές από "προσφυγικές" οικογένειες) παρουσιάζουν το έργο

“Laughter Under the Bombs”
(κοινωνική κωμωδία)

σήμερα το βράδυ, 3/8/2006,
ακριβώς στις 7:30 (ίσως δεν έχουν ηλεκτρικό πιο μετά..)
στο θέατρο Masrah Al Madina, Hamra Street, Saroulla Bldg στη Βηρυτό.
Η παράσταση θα διαρκέσει από 60 ως 120 λεπτά
Γλώσσα: αραβικά

Η παράσταση είναι αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της κοινωνικής εργασίας που έγινε εν μέσω των επιθέσεων και βασίζεται στο εργαστήρι του Sharif Abdunnur με τις οικογένειες-"πρόσφυγες". Απευθύνεται σε εφήβους και νέους (όχι παιδιά).

Η είσοδος είναι ελεύθερη.

Παρόλα αυτά, εμείς θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε την προσπάθεια με την κατάθεση ενός ποσού (minimum 10 ευρώ) στο λογαριασμό του Δικτύου ALPHA BANK 202.00.2002.000082 με την ένδειξη Λίβανο.
Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε, για να συμπαρασταθούμε έμπρακτα στα θύματα των βομβαρδισμών.
Τα χρήματα θα διατεθούν ως ανθρωπιστική βοήθεια, μέσω της ομάδας Masrah Al Madina και Al Janna Foundation, στα παιδιά του Λιβάνου.

Αν θέλετε να επικοινωνήσετε με τον Sharif Abdunnur για να τον ενθαρρύνετε, τα emails του είναι
sa18@aub.edu.lb or sabdunnur@yahoo.com.
Ίσως δε σας απαντήσει αμέσως ή σας απαντήσει βιαστικά, μια και το ηλεκτρικό ρεύμα, έρχεται μόνο για δυο ώρες τη μέρα κυρίως μετά τα μεσάνυχτα.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:44 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 10 ανάσες
Η απόλυτη φυγή της σκέψης
Μα πόσο αλλόκοτοι γίναμε σ' αυτή τη δόλια εποχή. Έτσι που συναντιόμαστε κι ονειρευόμαστε και ταξιδεύουμε και μιλάμε...
H ασφάλεια της καλωδιωμένης απόστασης, αρωγός και προστάτης.
Άσε τα γραφτά, μην τα λογαριάζεις, μεγαλώνοντας μιλώ όλο και λιγότερο. Να ξέρεις άραγε καλύτερα εσύ; Βλακείες... το ελάχιστο απ' το τίποτα ξέρουμε.

Δε φτάνει αυτό, αλλά, συχνά, πέφτουμε στην..." παγίδα των έξυπνων ανθρώπων"! Κι αυτή η παγίδα είναι η συνεχής και εις βάθος σκέψη. Ξέρεις, όταν σκεφτόμαστε συνέχεια, μιλάμε στον εαυτό μας συνέχεια. Ο πρώτος κανόνας της μαγικής εκπαίδευσης άλλων εποχών ήταν η "εσωτερική σιωπή". Ήτανε, λένε οι γνωρίζοντες, το μυητικό ζητούμενο της ανοδικής πορείας στην ελικοειδή κλίμακα. Ακούγεται εύκολο,αλλά για δοκίμασε να το εφαρμόσεις για... χμμ, μία ώρα τη μέρα . Μάλλον κάποια λεπτά τη μέρα, ανάγκασε το μυαλό σου να είναι απολύτως κενό χωρίς σκέψεις. Αν τα καταφέρεις θερμά συγχαρητήρια!
Μπα...Mόνο κάποιοι, κάπου αλλού σε άλλα μέρη, άλλοι άνθρωποι, με άλλους δεσμούς σώματος και πνεύματος...
Aυτοί ίσως... μπορεί να τα καταφέρνουνε. Aλλά είναι "Άλλοι".

H σιωπή όταν πρέπει. Να αξιοποιήσεις την εσωτερική σου φλυαρία, να την κάνεις ωφέλιμη, να παράγει έργο.
Κρίμα που για να καταλάβει κανείς πόσο χρήσιμη / κρίσιμη είναι η μη-σκέψη, πρέπει να έχει σκεφτεί τόσο πολύ.
Κι ύστερα, η σκέψη δεν είν΄ το μόνο που μπορείς να διώξεις μονάχα αφού έχει έρθει;

Όλη τη γνώση που έχω θα 'δινα να ξαναγίνω βλάκας.
Πάντως το παλεύω! Να φρενάρω του μυαλού μου το ρυθμό, αυτό λέω. Πάω καλύτερα μεγαλώνοντας. Κι όλο με βγάζει η προσπάθεια αυτή σε ανοιχτούς, ανεξερεύνητους δρόμους.
Συνήθως το καταφέρνω κοντά στη φύση. Κυρίως κοιτώντας τα νερά. Καρφώνω τα μάτια μου σε φανταστικά σημεία και προσπαθώ να τα παρακολουθώ, να μην τα χάσω από το βλέμμα μου, καθως κινούνται.
Κι αδειάζω.

Είδες τώρα, πάλι οι σκέψεις με πήρανε... γαμώτο, δύσκολα πιάνουν τα φρένα του μυαλού. Βλακείες έγραψα. Πάω χειρότερα μεγαλώνοντας. Καμμία αμφιβολία.


Αν είναι να 'μαι κάτι απ' την σκέψη σου,
ας είμαι η απόλυτη φυγή της...
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 10:36 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες
Τετάρτη, Αυγούστου 02, 2006
Να παίζαμε πόλεμο στα ψέμματα...


Ένα εκπληκτικό βίντεο για την πολυπόθητη ειρήνη στη Μέση Ανατολή που "παίζει" πολύ εύστοχα με ό,τι -με πόνο ψυχής-, ορίζουμε για όνειρο.
Για αλλιώτικη μοίρα στην αλλόκοτη πορεία της ανθρωπότητας.
Συγκίνηση ευλογημένη, λυτρωτική, ανάκατη με τα θυμωμένα, αγκυλωμένα μας συναισθήματα, με τις οργισμένες λαχτάρες μας, με τη γροθιά που σπάει τη μέσα σιωπή και με τα ίδια μας τα νύχια, μας ματώνει.


Υπογράψτε για τον τερματισμό του πολέμου!
(μπαίνοντας, άνω αριστερά, η σελίδα στα αγγλικά).
Ένας ιδεατός κόσμος. Αλληλεγγύη σε σκηνικό πολέμου.
Ανύπαρκτος κόσμος πάει να πεί. Ή μήπως όχι; Σκηνοθετημένος.
Κι ο τωρινός, πόσο πικρός!


"Μη φοβάσαι κόσμε... Στα ψέμματα παίζαμε."
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:05 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 12 ανάσες
Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006
Καλοκαίρι το μικρό, το μέγα!

Αύγουστος πιά. Αύγουστος!
Σαν ζουμερό ροδάκινο. Παραλία των Κυκλάδων.
Άρωμα από βασιλικό και γιασεμί…

Αχ, καλοκαίρι!
Ψάθινο καπέλο κι άσπρο σημάδι από ρολόι στον καρπό,
το επίμονο φλερτάρισμα του ήλιου…
Θερινά σινεμά. Μνήμες καλοκαιρινές. Από στρωματσάδα σε ταράτσες. Από βεγγέρες σε αυλές. Από εκδρομές με λεωφορεία.

Αύγουστος.
Του ήλιου που βουτάει στο πέλαγος.
Των γραμμένων φιλιών και των γδαρμένων χειλιών.
Της ράθυμης γύμνιας, λόγω ζέστης τάχα...
Ερωτική αλληλουχία κορμιών. Αλαφράδα των αφρών.
Ο φλοίσβος κι η ραστώνη του μπαλκονιού.
Βανίλλια υποβρύχιο στο καφενείο της πλατείας.
Βρεγμένη άμμος στα πέλματα, στα χέρια των ακίνητων και σιωπηλών παιδιών που πλάθουν πύργους, στο κενό κάθισμα του συνοδηγού. Λαδερά πιάτα, ώριμη ντομάτα στα δάχτυλα,
ευλογία να βυζαίνεις τρυφερά κι ηδονικά.
Τριζόνια που σκάνε τη σιγή του απόβραδου.
Εμείς, που ντύνουμε την πανσέληνο απογυμνώνοντας τη ψυχή. Αυγουστιάτικοι έρωτες, βορά στους επερχόμενους Γενάρηδες.
Αύγουστος...
Ω, μια λέξη, μα πόσες αισθήσεις!
Μυρουδιές και γεύσεις, εικόνες και ήχοι…

Καλοκαίρι το μικρό, το μέγα!

Να στο τυλίξω. Να στο στείλω να σε κάψει.



(Ελισάβετ Κοντομάνου: Ιδού η γέννα Ελληνίδας και Αφρικανού.
Απ' τα Παρίσια, με μια φωνή-σπονδή στον ηλιοβαμμένο Αύγουστο,

σπουδή στη μουσική: Το γνώριμο
S u n n y

του Bobby Hebb, που αγαπήσαμε από τους Boney M, σε jazz αποχρώσεις.
Η φωτογραφία, από το National Geographic)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 10:33 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape