Παρασκευή, Φεβρουαρίου 27, 2009
Όταν σου λέω "επιθυμία", να κρύβεσαι


-Για πες, τώρα. Έχεις ό,τι επιθυμείς, ή επιθυμείς ό,τι έχεις;
-Χα!Επιθυμώ ό,τι δεν έχω, αυτό επιθυμώ.
-Τι νόημα έχει η επιθυμία αν η πηγή της είναι παρούσα;
-Δηλαδή εννοείς ότι το αντικείμενο του πόθου μας -ας το πούμε έτσι, ε;- είναι πάντοτε απόν;
-Έτσι έχει περιεχόμενο η επιθυμία. Αυτό λέω. Αναζητάμε εκείνο που μας λείπει.
-Επομένως δεν επιθυμούμε αυτό που υπάρχει κοντά μας;
Απογοήτευση είναι μωρέ.

-Μα, αν κάτι το ΄χεις αποκτήσει, προς τι να το επιθυμείς;
-Πω, πω! Επιθυμία μονάχα η έλλειψη, ε;
-Χμ... Τι να πουν κι οι χορτασμένοι! Δυστυχείς.
-Με σόκαρες τώρα, ε; Τι να πρωτοφοβηθώ, αυτό που δεν έχω και με πάθος αενάως κυνηγώ, ή αυτό που έχω και ως πόθος μονίμως διαφεύγει;
-Ηρέμησε. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στην επιθυμία είναι να βρει την ικανοποίησή της.
-Τώρα είναι που θα το βάλω στα πόδια...




Η φωτογραφία είναι της klem από το dirtyangels.net
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:01 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 22 ανάσες
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009
Εγώ, αυτός ο Άλλος

Στη καρδιά μου μέσα ρόδια δυό
Σα κορίτσια μικρά
Χορεύουν στ’ αλωνάκι
Μιλάνε γλώσσα μητρική
Κατοικούν ήχους
Κι έχουν μνήμη σώματος
Νυχτερινή
Με λογικές αποκομμένες
Κυλάνε, σκάνε, κατρακυλάνε
Και επιστρέφουν
Σε ύπνο γλυκόξινο
Χρόνου παιδικού
Κι έπειτα σιωπούν
Μες σε σάρκα που ραγίζει, ξεφλουδίζει, τρίζει
Εδώ, άρα εκεί
Σπόρια χυμένα, δικά μου, μαζί ξένα
Ρίζα θρυμματισμένη, ρόδια στο χώμα
Ρόδια σπόρια σ’ ένα στόμα, σ’ όλα τα στόματα μαζί
Μοιάζουν καραμέλες γυαλιστερές
Σε χείλη παιδιών ζαχαρωτά λιωμένα
Ρόδινες θηλές να γεύονται εραστές
Κι έπειτα σβούρες στην άσφαλτο, στο δώμα
Ν’ ανοίγονται, να δίνονται
Χρώμα σε χώμα κι ουρανό


Στη καρδιά μου μέσα πετρίδια δυό
Κροταλίζουν ρυθμικά
Τοκάτα για πιάνο
Συντρίβονται αρμονικά
Ανηφορίζουν
Βράχια τραχιά σε θόλο ουράνιο
Γραντζουνάνε το λαιμό
Κυκλώνουν το στόμα
Βρίσκουν στέγη, αμπαρώνονται
Μπροστά φραγμοί, γκρεμοί, τριγμοί
Εδώ άπνοια κι αγρύπνια
Μες σε απούσα γη, πατρική
Πετρίδια βάλλουν, πάλλουν
Το φως αιχμηρό• τρυπάει
Ξ-ενότητα που γίνεται
Ξενότητα που είναι
Διεσπαρμένη, εγγεγραμμένη
Μεταρσιωμένη, εκφορτισμένη
Λατομείου κατασκευή
Άμορφη, αλλοπρόσαλλη
Κομμάτια μικρά
Πρώτης τάξεως υλικά
Τόσο Άλλα
Άλλα τόσα
Να κοιτώ και να ρωτώ
Τους ξένους και τους δικούς που ’μαι εγώ

Εγώ που είμαι• αν
Μέτοικος της ζωής μου






Η φωτογραφία είναι της Katrina Grekof
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 09:04 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 18, 2009
Γίνε βροχή και μίλα μου

-Υπάρχουνε χειμώνες στ' αλήθεια; Εποχές;
Βρέχει τώρα ο θεός ή μόνο ο δικός μου ουρανός σκύβει στο χώμα;

-Κι εδώ, στα πόδια μου, φλεβάρηδες ριγούν.
Τρίζει και τρέμει η καρδιά μου.

-Ράθυμος χειμώνας. Επίτηδες πιά.
Να τεντώσει κι άλλο τον ερχομό της άνθησης.
Κι οι μουσικές των δρόμων, ακούς; Σιγοντάρουν.

-Ξέρεις, μέσα σε μολυβένιο σκηνικό καρποφορούν τα ωραία.
Ποτίζονται, ρουφάνε υγρασίες, πλέκουν ιστούς.
Αυτός είναι ο δρόμος.

-Ορθό. Να πίνει η γη, να ξεδιψούν τα σωθικά της,
να κυοφορεί ανθοφορίες ζηλευτές μετά.

-Και ποιό είναι κείνο που ανθίζει αν, προηγουμένως δεν ποτιστεί;
Ξέρεις τι είχαν γράψει διακόσια χρόνια πίσω οι αδελφοί Γκρίμ;

«Η βροχή και η δροσιά πέφτουν ευεργετικά πάνω σε όλα όσα ζουν στη γη. Αν κάποιος δεν τολμάει να βγάλει έξω τις γλάστρες του για να δροσιστούν παρά προτιμάει να τις ποτίζει μέσα στο σπίτι του με το κανάτι, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά η βροχή και η δροσιά δεν πρόκειται να σταματήσουν να πέφτουν στη γη, απλά και μόνο επειδή εκείνος δεν τις θέλει!»


-Ζητά να ρουφήξει βροχή η ψυχή, να υγρανθούν τα μάτια,
νωπά τα δάχτυλα να ψηλαφίσουν τον καιρό.
Να περάσουνε νερά κάτω απ' το δέρμα, να κυλήσουν,
να μυρίσουν ζωή οι πόροι, να διώξουν τη ξηρασία των ανέραστων ανθρώπων.

-Είδες; Πάντα υπάρχει τρόπος να βρέχονται οι καρδιές,
να σπαρταρούν οι έρωτες.
Με λόγια, με εικόνες, με αισθήσεις.
Με αγγίγματα!

-Κυρίως έτσι. Με την αφή. Το άπτεσθαι το ντροπαλό, το χαμηλόφωνο,
π' ανασαίνει στο ημίφως. Το ηδυπαθές, το ερωτιάρικο!

Παρατηρείς πόσο ξεμυαλίστρα είναι η όραση;
Πολυσχιδής, επηρμένη, βιαστική, φλύαρη κι ανόητη.

-Η ματιά ψεύτρα. Το ξέρεις, ε; Πως τα μάτια μας βλέπουν συλλαμβάνοντας το φως από τις αντανακλάσεις πάνω στα αντικείμενα. Ουσιαστικά δε βλέπουν ούτε ένα χιλιοστό μπροστά. Το φως είναι κείνο που έρχεται και πέφτει πάνω στην επιφάνεια του ματιού μας. Πλανεύτρα η όραση, να το΄χεις κατά νου.

-Ενώ η αφή ανόθευτη, ακατέργαστη.
Και απολαυστική, μέχρι το κόκκαλο. Σα νεροποντή.

-Απαλό χάδι οι στάλες, δοξασία χειμώνα σε τρυφερή σάρκα.

-Πάμε να μας αγγίξει η βροχή, βιάσου.
Στο δρόμο. Χωρίς ομπρέλλα κι αδιάβροχο,
με βαμβακερές μακρυμάνικες μπλούζες,

με αέρηδες να βουϊζουνε λόγια σπασμένα κι άδεια φωνήεντα,
με θάλασσες ανταριασμένες, με ουρανούς στα επίσημα γκρι,
με πεθυμιές που ζεσταίνουμε εδώ και πόσους χεμώνες...

-Πως καλοξέρεις τα της κακοκαιρίας! Παλιοί γνώριμοι...
Και πως εγγίζεις το παρόν!

-Νιώθω, ό,τι έχω.
Και μέσα σε μια νυχτιά ανοίγω βήμα
να προφτάσω τον υγρό άνεμο.
Να φύγω μαζί.
Μ' ό,τι ποτέ δεν ήρθε.

-Τρέχω. Πάω να τραβήξω τη θάλασσα κοντά.





Η φωτογραφία είναι του Tapio Hurme από το flickr.com
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:54 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες
Κυριακή, Φεβρουαρίου 15, 2009
Απογύμνωση
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:12 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2009
Απόσταση ανθρώπων, έτη φωτός

«Δεν μπορώ τους ανθρώπους πιά. Δηλαδή... δεν τους αντέχω άλλο. Είναι όλοι τους τόσο μαύροι...» Ακούω την Αργυρώ να φτύνει παράπονα και την ταρακουνώ πως κάτι τέτοια τα’χουνε ειπωμένα οι ποιητές. Χρόνια τώρα... Και γελώ με δύναμη για να ξορκίσω τις κοινές μας αλήθειες, για να ξαναζεστάνω κάτι όνειρα παλιά, για να’χω βρε παιδί μου να λέω.
«Έχουμε μια φιλία τρυφερή σα μωρό» την κανακεύω, «και μια αγκαλιά να διπλωνόμαστε, να χώνουμε μάτια και αυτιά...»
Μα η Αργυρώ, που’χει πίσω της το χρόνο, στις πιο ωραίες και γενναιόδωρες στιγμές του δηλαδή, δαγκώνει άγρια τις λέξεις. «Να χωθούμε σ’ ένα μαγαζί μια νύχτα και ν’ ακούμε αυτά τα τραγούδια του νταλκά, που ρέουνε σαν αίμα. Και να κατεβάζουμε ποτά και να γελάμε και να τριγυρίζουμε στους δρόμους μέχρι που να μπει στο βλέμμα μας ο ήλιος... Κι αν γίνεται, να μείνει για πάντα εκεί...»


Ξέρεις τώρα πως είναι. Να ΄χεις πιστέψει, να ΄χεις ελπίσει, και να ΄χεις φάει τα μούτρα σου. Και να μη θες παρά να βραχείς μουσικές και πιοτά, να μπούνε εντός σου να πιούν τη δίψα.
Να γίνουν κύμα, να γίνεις θάλασσα.


«Μωρέ να αλωνίσουμε το σύμπαν εμείς αλλά να ξέρεις, οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι», αντιγυρίζω στην Αργυρούλα. «Μαύροι, θες; Μαύροι. Ένα ξερολίθαρο θέλουν να το φαντασιωθούν αρχοντικό, και μια καλοζυγισμένη ανταλλαγή να την ονοματίσουνε αγάπη. Αυτό μπορούν, αυτό δίνουν. Κι αυτό ονειρεύονται. Τι μου μελώνεις κι εσύ με παθιασμένα φιλιά τηλεοπτικού τύπου; Κλώτσησε με δύναμη τα "απέξω". Τα "του αλλουνού". Η ωραιότητα υπάρχει σε κόσμους εσωτερικούς. Σε από μέσα πράγματα. Εκεί έχει και γη, έχει και δικαίωμα».


Μες σε μια φιλία που μετράει χρόνια πολλά, κλάματα και γέλια αμέτρητα κι αγκαλιές και χυμένα σώματα στον ήλιο και μεθύσια ξεδιάντροπα, βρίσκει η ψυχή ό,τι δικαιούται. Κι ό,τι –μες σ΄ αυτόν τον αλήτη κόσμο και μες στην τύφλα τη δική της- το χάνει. Γιατί το ψάχνει αλλού και μακριά κι όχι εδώ και εντός.

Είναι νύχτα βαθιά στους δρόμους. Μα δε ξεχνώ πως "δεν είναι η νύχτα σκοτεινή, σκοτεινός είναι ο κόσμος" κατά πως λένε οι ποιητές.
Κι αν ήταν να κρατώ λυχνάρι να πορεύομαι, αφορμή να φεγγοβολούν πρόσωπα και ζευγάρια, θα 'θελα μια χούφτα ανθρώπους –να, σαν την Αργυρώ-, που ’χουνε φεγγιά καθαρά. Έτσι τα λέμε στην Κρήτη τα μάτια. Φεγγιά. Είναι που εκεί βρίσκεται το φέγγος της ψυχής. Υπάρχει και σαλεύει, ακόμα κι αν αναδεύουν μέσα μας "τα σκότη που χύνει κρουνηδόν η Χίμαιρα"• έτερος ποιητής κι εδώ…

«Δες πως κεντάει ο ουρανός αστερισμούς», με τραβά η Αργυρώ να δω. «Έτσι και οι άνθρωποι οι αλλιώτικοι, που δεν είναι μαύροι», βρίσκω ευκαιρία να πω. «Αστράλια μες στην νυχτιά. Μια χούφτα, δεν αντιλέγω. Μια μπουκιά. Αλλά δεν μας αντιστοιχούν και περισσότεροι… Λίγοι. Εκλεκτοί των ανθρώπων, ακριβοί των συναισθημάτων».
«Μωρέ κι ένας να’ ναι, αρκετός», κάνει την αφαίρεση η Αργυρώ.

Ένας είναι το πιο δύσκολο –σκέφτομαι, μα δε μιλώ.

Κι αποφασίζω απόψε να μην ανάψω καν φώτα.
Μη τυχόν και διαφύγουν τ’ άστρα. Τα λιγοστά.





Η φωτογραφίες είναι των Gabriele Rigon και Al Magnus
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:44 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 25 ανάσες
Τρίτη, Φεβρουαρίου 10, 2009
Προσδόκιμο ζωής

Τη ζήση χάνει μοναχά άνθρωπος σαν ποθάνει,
μα σκέψου δίχως έρωντα πόσους θανάτους κάνει.





(Κορυφαία μαντινάδα του
Γιώργη Καράτζη
.

Η φωτογραφία, του Narcis Virgiliu)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:19 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 23 ανάσες
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009
Τα όνειρα πάνε με τρένο
Λοιπόν. Θα κάνουμε μια συμφωνία, έτσι; Πες πως είμαι μόνη μου, πως λείπεις κι εγώ λέω φωναχτά τα όνειρά μου. Θα κλείσω τα μάτια και θα κάνω πως δεν είσαι εδώ, εντάξει; Και θα μιλώ και θα μονολογώ, έτσι, στο πουθενά. Και θα λέω όσα λαχταράω, ναι; Ναι. Σα να μην υπάρχει τίποτα. Σα να σου γράφω γράμμα, ναι, αυτό. Σα να σου γράφω γράμμα. Ξεκινάω, εσύ κρύψου, ε; Είπαμε, λείπεις.


Ονειρευόμουνα προχτές -στ’ αλήθεια δε θυμάμαι αν ήτανε στον ύπνο ή στο ξύπνιο μου που τα ‘χω μπουρδουκλώσει τον τελευταίο καιρό-, πως πήγαμε στο Παρίσι. Ξανά. Και χασκογελούσαμε πάνω σ’ εκείνη τη γέφυρα, τη Saint Michel κι είχαμε και μια γλύκα στο στόμα να μας παιδεύει, να γαργαλάει σα φιλί. Κι ήσουνα ίδιο παιδί και με κρατούσες σφιχτά κι όλο έλεγες θα μετοικήσεις, θα με πάρεις απ’ τη ξελογιάστρα Κρήτη να με πας για πάντα στο Παρίσι του φωτός. Να ’μαστε ρέμπελοι ολημερίς, να λιαζόμαστε και να τριβόμαστε σα γάτες εκεί στη Μονμάρτη, τη ψηλομύτα πριγκηπέσα που κοκορεύεται ωραία ως είναι. Και θα το ’κανες που λες, θα ’κανες μια χαψιά τα πέλαγα και τα χιλιόμετρα, και θα το ’κανες.


Το ‘δα όνειρο –σκέψη αγκιστρωμένη εντός, έτσι δε λένε οι γνώστες;- πως ήμασταν λοιπόν στην πόλη που μυρίζει έρωτα και τρέλα κι αλητεύαμε δίχως σταματημό, και χοροπηδούσα σα παιδούλα και κρυβόμουνα στις γωνιές των δρόμων κι εσύ περνούσες τάχα μου αμέριμνος κι είχα έγνοια να σε τρομάξω, να πρωτοπρολάβω, μη φοβηθείς την αγάπη, μην τη φοβηθείς…

Λοιπόν, πέρα απ’ τα όνειρα που ’ναι μεγάλα για μας τους μικρούς, σα φορέματα φαρδιά, ξεχειλωμένα που μόνο για να κρύβεσαι κάνουν, θέλω να με ξαναπάς. Ν’ ανεμίζει η φούστα μου στα σκαλιά της Basilique du Sacré-Cœur κι εσύ να καθυστερείς ν’ ανέβεις, να κάνεις πως σκοντάφτεις κι έπειτα να λες πως βλέπεις κάτι να σαλεύει εκεί στα πόδια μου, στη φούστα από κάτω και να κολλάς το γέλιο σου στ’ αυτί μου και να νιώθω την επιθυμία σου να θυμώνει, ν’ αγριεύει, να με πιάνεις απ’ τη μέση και να βογκάει η ψυχή σου, ψυχή ανάλαφρη, γυμνή, εντελώς.


Θα πάμε, ναι; Θα πάμε και θα αλωνίζουμε την πόλη, μέρα – νύχτα, θα μπαινοβγαίνουμε στους σταθμούς του μετρό και θα χωνόμαστε στο βαγόνι την τελευταία στιγμή, τρέχοντας και χασκογελώντας. Και θα καθόμαστε σ’ αυτά τα μικρά καθίσματα που κλείνουνε μπροστά, που ’ναι μια σταλίτσα και θα σκύβω στ’ αυτί να σου γοργομιλώ να γίνεται η ανάσα μου μικρή ψιχάλα από φιλιά κι από παράπονα. Κι έπειτα θα σου τραγουδώ ριζίτικα έτσι χαμηλά, στ’ αυτί, μες στο βαγόνι, ναι, έξω απ’ τον σταθμό του Saint-Jacques Rochereau και θα χώνεσαι μες στα μαλλιά μου να λες «θεοκούζουλη κρητικιά, αντάρτικα μες στα παρίσια;»

Και θα χωνόμαστε βιαστικά σε κάποιο από κείνα τα υπέροχα καφέ στη Βαστίλη και θ’ ακούω τη λαχτάρα να ρέει στα σπλάχνα σου, να καίει τη ματιά σου και θα κάνω την αμέριμνη και θα σου δείχνω τα ζευγαράκια που κολλάνε τα κορμιά και φιλιούνται βασανιστικά στο δρόμο και θα λέω «εσύ δε με φιλάς ποτέ! Δε με λυπάσαι;» Και θα γέρνεις πίσω το κεφάλι και θα κουνάς το ποτήρι με τα παγάκια να μπερδευτεί ο ήχος με το γέλιο σου και θα με πλανεύεις «εγώ; Ποτέ, ποτέ, ποτέ!»


Κι έπειτα θα κατηφορίσουμε την Montparnasse, μ’ εκείνες τις λιχουδιές τις κολασμένες, ω, θεοί! Και θα μπουκώνεις το στόμα λαίμαργα κι εγώ θα σου κάνω γκριμάτσες να γελάς και θα λέω «πες, πες μου πως περνάς, πες…» Κι εσύ θα καμώνεσαι ψυχράδες και θα σοβαροφέρνεις. «Δεν έχω τίποτα να πω, παρά το όνομα μίας Μαρίας… Τι άλλο να πω


Ξανά πίσω νύχτα στη les Champs-Élysées να φτάσουμε στην Αψίδα του Θριάμβου και να ψιλοβρέχει και να στραγγίζεις τα χείλη σου στα μαλλιά μου κι όλη η ζωή μου να φεγγίζει στα μάτια σου. Κι εκεί, σ΄ αυτό το δρόμο τον αγαπημένο να δώσω στα νερά να ξεπλύνουν όλα τ’ άσχημα, κείνα τα βαριά τα μιλήματα και τις σιωπές τις τυραννικές και να συρθούν σ΄ έναν άλλον ουρανό οι λαχτάρες μας, αργά, σαν δυό κορμιά που πρωτομπαίνουν το ένα στ’ άλλο κι αναδεύονται δειλά πάνω σε σεντόνια ανακατεμένα, μαλακά, σαν σύννεφα…

Να σταματήσω τη ζωή εκεί, στη πόλη π’ αγαπήσαμε τόσο και που σημαίνει φως, να σταματήσω σ’ έναν παλμό μετέωρο, ν’ ακροβατήσω σ’ έναν στεναγμό, στη θύελλα και στην απανεμιά, σ’ ό,τι αγγίζει τη λαχτάρα μας.
Να βρώ θέλω τον ήλιο που κοιμίζουμε εντός μας σε τούτες τις ζωές τις μαραμένες, τις κουτσές κι ευνουχισμένες.
Σ’ ένα Παρίσι θα τον βρω, σ’ ένα βαγόνι, εκεί, κάτω απ’ τη γη, σ΄ ένα φιλί που θα μου κρεμάσεις στα μαλλιά, σε μια ματιά μου που θα χαϊδέψει το λαιμό σου.

Ήθελα να πω πως φεύγει η ζωή, μην το ξεχάσεις, ε; Της λέμε γειά καθημερινά, κι αυτή όλο στη τσίτα, στην εξώπορτα, τράβα τη μέσα, λίγο ακόμα να κάτσει εδώ, να μας θυμίζει όσα ξεχνάμε, όλα αυτά τα δεν και τα μπορεί και τα όταν και τα εάν και τα ίσως και τα θα δούμε


Λοιπόν εντάξει, τέλειωσα. Ανοίγω τα μάτια. Εσύ δεν τα’ άκουσες όλα αυτά, ε; Δεν τα άκουσες. Στα ψέματα ήτανε! Η συμφωνία μας... Τώρα είσαι εδώ, έτσι; Είσαι εδώ…





Οι φωτογραφίες είναι από το flickr.com των aeter, sayginou, solar ikon & euskadi1969.

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:33 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 26 ανάσες
Κυριακή, Φεβρουαρίου 01, 2009
Αλκοτέστ

-Ένα παλιό ινδιάνικο παραμύθι λέει ότι αν την ώρα που σηκώνεις το ποτήρι δεις την εσώτερη σκέψη σου, την πιο βαθιά σου επιθυμία να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια, τότε αυτή θα πραγματοποιηθεί...
Αρκεί βέβαια να καταφέρεις να πιείς όλη την επιφάνεια με μια γουλιά.
Πρέπει να σου πω βέβαια ότι κατά το παραμύθι, αυτός είναι ο λόγος που οι ινδιάνοι μεθάνε τόσο πολύ!
-Θες να πεις ότι έχουν πληθώρα επιθυμιών, ή, ότι δεν καταφέρνουν το "μια κι έξω" με την πρώτη;
-Και τα δύο προφανώς.
-Μάλιστα. Και... δε μου λες; Έχει πέραση και στον δυτικό κόσμο το παραμύθι;
-Πολύ πιθανόν! Λες να το ξενυχτήσουμε απόψε;
-Ευτυχώς που'ναι ακόμα μεγάλες οι νύχτες...
-Οι επιθυμίες να δεις!
-Άντε εβίβα μας!






Η φωτογραφία είναι από το deviantart.com
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 23:37 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 25 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape