Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006
Κυρία, κυρία, να το πω;


"Εξαρτάται, παιδί μου... Γιατί, αν είναι να το πεις και να 'χω σφαλιστά τ' αυτιά, μιλάς δε μιλάς, ίδιο το αποτέλεσμα".

Αμ, το ξέρουν οι έφηβοι, δεν το ξέρουν; Πως για να βρουν ακροατή από απέναντι ο οποίος να τους πάρει σοβαρά, αφήνοντας απ' έξω νουθεσίες και ύφος αυθεντίας, πρέπει να τον βάλουν να καθήσει αντίκρυ με το ζόρι. Πάει να πει, να καταφύγουν σε κινητοποιήσεις δυναμικές, να χρησιμοποιήσουν μέσα διαμαρτυρίας και πίεσης και μορφές βίας ακόμα.
Μόνο και μόνο για να τους ακούσουν οι πάνσοφοι ενήλικες. Έτσι, χωρίς να βιάζονται να υπερισχύσουν με δυνατές και αυστηρές φωνές. Να'χουν μονάχα, ανοιχτά τ' αυτιά.

Δύσκολο ετούτο το τελευταίο, έτσι κι αλλιώς. Πόσο μάλλον, όταν "δε μασάς". Κι εφόσον οι νέοι άνθρωποι ό,τι εισπράττουν από την κοινωνία της το αποδίδουν στο ακέραιο, αντιλαμβάνεται κανείς το αποτέλεσμα.
Μία σου και μία μου.

Αποδεικνύοντάς σου μάλιστα ότι εγώ, δεν αφήνω τίποτα αμάσητο. Δεν καταπίνω άκριτα τα πάντα, αντιθέτως. Τα επεξεργάζομαι ώστε να μπορέσω και να τα χωνέψω, δύσκολο γαρ.

Για να σεβαστείς μια εκπαίδευση, πρέπει κι η ίδια να σε σέβεται, γνωστό.

Αλλαγή πλεύσης στις απεργίες των εκπαιδευτικών από τη μιά, πεισματική συνέχιση των καταλήψεων από την άλλη σε -αλήθεια πόσα;- χίλια περίπου σχολεία.

Κι η Υπουργός μοιάζει με νεοδιοριζόμενο εκπαιδευτικό που μπαίνει στην τάξη , κοιτάζει με αυστηρότητα τους μαθητές και αμήχανα, άτσαλα, προσπαθεί να "τους πάρει τον αέρα".
Γνωστή η τακτική, ιδανική για να σε στήσει στα δυό μέτρα η πιτσιρικαρία.
Τα παιδιά βγάζουν στο φως -και μας πετάνε στη μούρη-, τα στοιχεία του εαυτού μας που δεν έχουμε δουλέψει. Έχουν απίστευτο ένστικτο. Και θέλουν αλήθειες. Άσε που όλα τα δικά σου, άλυτα εφηβικά μπερδέματα σου ξανάρχονται, ως ενήλικας λέω, ίδια ψυχρολουσία...

Λοιπόν, η άπειρη "εκπαιδευτικός", είχε μερικούς ταραξίες στην αίθουσα κι είπε να τους βγάλει έξω τιμωρία, ώστε να μην την ενοχλούν. Άριστη παιδαγωγική μέθοδος! Και πόσα διδάσκει, ε; Κι αφού το έκανε, αφού δηλαδή τους απέκλεισε από τις συνήθεις γνωστικές διαδικασίες, τους έβαλε την καθιερωμένη απουσία. Έπειτα κάλεσε τους γονείς για να τους κατσαδιάσει φορτίζοντάς τους έτσι ώστε να υιοθετήσουν μια στάση εναντίον του παιδιού τους και, στο επόμενο μάθημα, εξέτασε κιόλας τους -υποχρεωτικά- απόντες μαθητές!

Κάπως έτσι λειτουργεί η ηγεσία του Υπουργείου. Οι κινήσεις της, σε μια τέτοια συμπεριφορά μας παραπέμπουν. Δύσκολο πράγμα να έχεις κύρος και όχι αυταρχικότητα. Αγάπη να δίνεις κι όχι να φυλακίζεις. Να είσαι ξεκάθαρος με όρια σαφή. Και, κυρίως, να κάνεις πράξη το διάλογο και να μη γεννάς οργή, απόρριψη, σιωπή. Όλοι οι άλλοι δρόμοι είναι μίζεροι και αδιέξοδοι πλην του διαλόγου. Επιτέλους!
Οι έφηβοι δεν είναι μόνο μαθητές, είναι άνθρωποι που θέλουν να μείνουν πνευματικά ζωντανοί. Ζητούν σχέση εμπιστοσύνης που να μην βασίζεται στην ανισότητα της γνώσης, στις υπουργικές αποφάσεις και στη σοφία του ενήλικα.

Ποιός τους ακούει όμως; Ποιός έχει ανοιχτά τ' αυτιά; Όλες αυτές τις μέρες που οι μαθητές βάζουν λουκέτο στα σχολεία, γιατί οι αυθεντίες του Υπουργείου δεν κάθονται να κουβεντιάσουν μαζί τους; Μόνο προειδοποιούν πως "όσες μέρες χαθούν λόγω των καταλήψεων θα αναπληρωθούν στο ακέραιο". Λες κι η γνώση είναι τιμωρία! "Να, θα δείτε κι εσείς τι θα πάθετε τώρα. Παλιόπαιδα"!

Έτσι μωρέ θα φέρεις τον έφηβο κοντά; Με δογματισμό, εκδικητικότητα, με απειλές έξαλλων γονέων, με αποφάσεις ερήμην των παιδιών, με θυμωμένες ανακοινώσεις;
Μα αφού εσύ ο ίδιος έχεις οργισμένη στάση και τη διδάσκεις με τις πράξεις σου, θα τολμήσεις να κρίνεις και τα παιδιά από πάνω, για την ίδια ακριβώς στάση, ω μέγα υποκριτή;

Τα παιδιά αντιδρούν. Με τρόπο σωστό ή όχι -αυτόν τους δίνουμε ως κοινωνία-, αντιδρούν. Έχετε ακούσει με προσοχή και με διάθεση ανοιχτή τις φωνές τους; Αρνούνται να είναι φερέφωνα της κάθε αλλαγής που "ορέγονται" οι από πάνω, κάνοντας λάστιχο το εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν θέλουν να ορίζεται το μέλλον τους από εμπνεύσεις αποστειρωμένων ανθρώπων που όχι μόνο αγνοούν, αλλά δεν αντιλαμβάνονται τους σφυγμούς των καιρών. Νιώθουν άβολα και ταυτόχρονα άβουλα πιόνια της κοινωνίας των μεγάλων. Σκέπτονται και διαβλέπουν το μέλλον τους αβέβαιο και δύσκολο. Δεν έχουν ζήσει ακόμα και έχουν το δικαίωμα να ζήσουν καλύτερα. Γι' αυτό και αγωνίζονται άλλωστε...

Λέτε πως τα παιδιά που εξεγείρονται πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους; Τι κάνουμε ως κοινωνία; Και μάλιστα μπροστά στο πιό ελπιδοφόρο κομμάτι μας; Σφαλίζουμε τ' αυτιά, κατακρίνουμε και απειλούμε. Στεκόμαστε στις άστοχες υπερβολές τους και ξεγλιστράμε απ' την ουσία. Τα παιδιά μοιάζουν να ασφυκτιούν. Και, είτε τα αιτήματά τους είναι ευρύτερα αποδεκτά, είτε όχι, οφείλουμε να γίνουμε καλοί ακροατές.


Κι εδώ είναι το ερώτημα. Εμείς, ως κοινωνία, θέλουμε τις απορίες τους; Για απορίες αμφισβήτησης μιλώ, για κριτική στάση κι όχι για ένα υποβολείο μιας άκαμπτης, άχρωμης και άοσμης διδασκαλίας μας...

Στο προσκήνιο της επικαιρότητας και στο μάτι του κυκλώνα η παιδεία. Καιρό τώρα. Κι όμως, η ουσία του πράγματος, στις τελευταίες διεκδικήσεις, περιέργως πως, δεν ακούστηκε. Παράβρασαν τα περί εκπαιδευτικού μισθολογίου υλικά, γίνανε λαπάς κι ούτε που τα μάσησαν κείνοι που 'πρεπε. Το ζήτημα όμως των διεκδικήσεων, είναι άλλο: Η παιδεία ως κοινωνικό αγαθό. Δωρεάν. Για όλους. Όχι ως καταναλωτικό προϊόν και μάλιστα κακής ποιότητας.
Όχι ως εμπόρευμα. Και η κοινωνία σ' αυτό το τεράστιο θέμα, δεν πήρε θέση. Τεχνιέντως πως, τα φώτα στράφηκαν στην "καταληψιολαγνεία" και στα αιτήματα των εκπαιδευτικών περί μισθολογικού.

Το ζήτημα είναι απλό. Δεν υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για την παιδεία. Τόσο απλά. Ξεκάθαρα. Ο σκελετός του κοινωνικού οικοδομήματος, τα νιάτα και η πολιτιστική τους ενδυνάμωση, το μέλλον μας δηλαδή, δεν είναι ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Εδώ δεν ξέρει κανείς, τι παιδεία επιδιώκουμε, τι είδους παιδεία επιζητούμε ως κοινωνία να έχουμε. Ανθρωποκεντρική; Σίγουρα όχι...

Οι καταλήψεις είναι πράξεις βίας, ξεκάθαρο κι αυτό.
Γεγονός είναι ότι τα ίδια τα παιδιά, με εξαίρεση δύο σημαντικές περιόδους καταλήψεων -επί Κοντογιαννόπουλου το '91 και επί Αρσένη το '99-, χρησιμοποίησαν αυτό το μέσον πίεσης αλόγιστα, με αποτέλεσμα τη φθορά του σχολείου. Δεν μιλώ μονάχα για τις υλικές φθορές, αλλά κυρίως για την έκπτωση του θεσμού.

Νιώθω επίσης ότι οι κουβέντες περί λογικής και παραλογισμού, καθοδηγητών και μη, δεν ωφελούν.
Καλύτερο από το κλειστό σχολείο είναι το ανοιχτό. (Το ίδιο ισχύει ως γνωστόν και για τα μυαλά). Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος που δεν αναλώνεται σε μικρότητες -μπουχτήσαμε πια-, το ξέρει.

Ανοιχτό το σχολείο μα και τ' αυτιά, ε;
Γιατί μια γενιά που ανησυχεί, πρέπει να μας γεμίζει ελπίδες.




( Η φωτογραφία είναι της "coda67" από το www.flickr.com )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:36 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006
Λάθος timing

- Το 'μαθες ε; Τώρα πλέον πάμε μια ώρα πίσω.
- Είπα και γω... Γι αυτό μας προσπέρασε η ευτυχία...






( Leonard Cohen - Waiting for the Miracle
Η φωτογραφία είναι καλλιτεχνική δημιουργία του Daniel Rozin.
Δείτε την ως φιλμάκι
)




 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:31 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 41 ανάσες
Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006
Οι χείριστοι χοίροι και ο Πρίγκηπας της Μπλογκοχώρας

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ άσxημη περιοχή ενός μακρινού βασιλείου, γεμάτη λάσπες που τσαλαβουτούσαν γουρούνια, έφτασε ένας άντρας.
Ήταν ντυμένος πολύ φτωχικά, έσερνε κουρασμένα τα βήματα του, αλλά όταν σήκωνε το κεφάλι και σε κοίταγε είχες την αίσθηση μιας παλιάς και βαθιάς ευγένειας. Εγκαταστάθηκε στο πιο άθλιο σημείο της άσχημης χώρας, ακριβώς πίσω από τον πιο σιχαμερό στάβλο γουρουνιών που βρήκε.
Εκεί τον ακούγανε τα βράδια να τραγουδάει κάτι παράξενες, περίτεχνες μελωδίες με λόγια καυστικά, περίεργα, που περιγελούσαν την ανοησία των ανθρώπων κι έβγαζαν γλώσσα στην αλαζονεία και την έπαρση.
Μέσα στη γενική δυσοσμία, το μελωδικό μα αιχμηρό στο λόγο τραγούδι του, έμοιαζε μπουμπούκι που ροδίζει.

Σιγά-σιγά άρχισαν να τον πλησιάζουν. Με δισταγμό αρχικά, μια και οι άνθρωποι που ζουν με τα γουρούνια, παίρνουν κάτι από τον χαρακτήρα τους. Όταν κάτι μυρίζει όμορφα, επιθυμούν να το ποτίσουν με τα πιο αηδιαστικά αρώματα.
Τον ρώτησαν το όνομά του και τους είπε Πρίγκηπας της Μπλογκοχώρας.
Κανένας τους δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή τη χώρα, αλλά και πάλι γουρουνάδες ήτανε. Τι να ήξεραν;

Τον ρώτησαν που βρίσκεται η πατρίδα του και χαμογέλασε.
«Πίσω από τη βαλσατική λάβα, στις γιγάντιες κολώνες της Δύσης, εκεί που ο ουρανός πυρώνει την θάλασσα, μια φορά κάθε δέκα χρόνια και αν η ψυχή σας είναι καθαρή, μπορείτε να δείτε τις Χρυσελεφάντινες Πύλες της Μπλογκοχώρας που είναι πάντα ανοιχτές για τον καθένα σας. Κανένα πλοίο δεν μπορεί να σας πάει εκεί, γιατί οι κυκλώνες - φύλακες της πόλης μου, θα το διαλύσουν σαν τσόφλι από καρύδι. Σας λέω ότι υπάρχει τρόπος. Αλλά θα πρέπει να τον βρείτε μόνοι σας».


Οι ακροατές του άρχισαν να απομακρύνονται. Γιατί, στους γουρουνάδες ποτέ δεν άρεσε ό,τι απαιτεί σκέψη. Καλού κακού, πρόβαλε η χοιρονομία, η χείριστη των χοίρων, με ηγέτη έναν χήρο χοίρο, να τον συνετίσει. Πρόθυμοι κάτι χοιροπαίδες, του πέρασαν τις χείριστες χοιροπέδες. Αυτές δηλαδή, είναι οι χειροπέδες των χοίρων. Τον μπουζουριάσανε λοιπόν, γουρούνι στο σακί. Τον ρώτησαν πολλά για τον τόπο του και για τα σημαίνοντα του τραγουδιού του. Ποιόν εννοούσε, ποιούς διακωμωδούσε, γιατί χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη και την άλλη νότα, τι είπε, τι δεν είπε, πως και γιατί. Κάθε τόσο βέβαια μουρμούριζαν «και… μη χοιρότερα».
«Το μη χοίρων βέλτιστον», σιγοτραγουδούσε αυτός.
Έτσι όπως τραγουδούσε, μερόνυχτα τον ίδιο σκοπό με τον ίδιο τρόπο, εκνευρίστηκαν οι χοιρονόμοι, δεν είχαν και τι να τον κάνουνε, τον άφησαν στον κεντρικό λασπόδρομο.

Οι γουρουνοπολίτες βέβαια, που κάθε βράδυ άκουγαν το τραγούδι του και διασκέδαζαν με τη σάτιρά του, άλλαξαν στάση. Τώρα η καρδιά τους δεν ένοιωθε έκσταση, αλλά κακία, φθόνο και ζήλια για τον νεοφερμένο. Άρχισαν να διαδίδουν φήμες, ότι ήταν τρελλός και επικίνδυνος.

Ένα βράδυ του πετάξανε πέτρες από μακριά, αλλά εκείνος απλώς συνέχιζε το τραγούδι του, που τώρα τους ενοχλούσε αφάνταστα, λες και μέσα σ' αυτό βλέπανε την πραγματική εικόνα του εαυτού τους και μυρίζανε πιο έντονα την βρώμα τους. Την άλλη μέρα πήγανε και του είπανε να φύγει.
Τους κοίταξε με στοργή και οίκτο και τους αποκρίθηκε: «Όλη μου τη ζωή ψάχνω τρόπο να επιστρέψω στη χώρα μου που ’ναι λεύτερη σαν τ’ αετίσιο βλέμμα. Όπου σταθώ με αντιμετωπίζουν σαν ξένο, με διώχνουνε. Δεν έχω πια που να πάω, είμαι διωγμένος από παντού».
«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα», ουρλιάξανε. «Να φύγεις».

Μάζεψε ήρεμα τον κουρελιασμένο του μανδύα, τους χαιρέτησε εγκάρδια και άρχισε να περπατάει προς το βαθύτερο σημείο της λάσπης. Καθώς ο βρωμερός πολτός ανέβαινε στο σώμα του, ήρθε στη μύτη του το άρωμα των ανθισμένων κερασιών της Μπλογκοχώρας, και η ψυχή του τραγούδησε. Για πρώτη φορά στη ζωή του, εκεί στο μέσον της αηδιαστικής μάζας, ήξερε ότι η χώρα του ήταν δίπλα.
Πριν κάνει το τελευταίο βήμα που θα τον σκέπαζε εντελώς, είδε τις βαριές Χρυσελεφάντινες Πύλες ανοιχτές και πίσω τους το παλάτι δαφνοστολισμένο να ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον Πρίγκηπα. Ένα δάκρυ τρεμόπαιξε και λαμπύρισε στο μάγουλό του. Ύστερα σχηματίστηκε ένα ζεστό χαμόγελο, ίδιος ορίζοντας ανοιχτός.
Και έκανε ένα βήμα εμπρός.


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 13:45 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 35 ανάσες
Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006
El Greco: Στιγμές από τα γυρίσματα



Ε, δεν είναι και λίγο τώρα να τυλίγεται η πόλη σου σε μέτρα σελιλόιντ, να στριμώχνεται μέσα σε χρυσοκέντητα ρούχα και βαρύτιμα πλουμίδια εξαίρετων Δουκών και θελκτικών θυγατέρων μ' αρχοντική κορμοστασιά και θωριά ευγενούς!

Κάθε μέρα γιορτάζει η μεγάλη οθόνη στα αγριεμένα στενά και στους προμαχώνες του Χάνδακα;

Εμ, πως να γίνει... Μέρες κινηματογραφικής δόξης στο Ηράκλειο, χάρη στον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή και στο γιαγαντωμένο όνειρό του που -σαν όνειρο, ναι- σαρκώθηκε!








El Greco η ταινία, τα γυρίσματα της οποίας ολοκληρώθηκαν στην πόλη.

Η κλακέτα μεταφέρθηκε στα αντρειωμένα βουνά κι από κεί, θα ταξιδέψει προς την Ισπανία και την Ιταλία.

Εικόνες αρωματισμένες με μαγεμένα αρώματα του 16ου αιώνα, μια και ο χρόνος θέλει καλοπιάσματα με βράκα κρητική, κεντίδια για τις θηλυκές και κρινολίνο!







Στα διαλείμματα των γυρισμάτων ένα ποτηράκι δεν ειν' κακό...

Η Δήμητρα Ματσούκα ως Φραντζέσκα ετοιμάζεται για το πλάνο

Ζεστός και πολύ φιλικός ο Nick Ashdon, με ... ευγενείς της εποχής,
άρχοντες και Δούκες!

Στον πυρετό της προετοιμασίας για το γύρισμα σκηνής εντός του κάστρου Κούλε

Ο πρωταγωνιστής, Nick Ashdon

Ο Λάκης Λαζόπουλος με κομπάρσους

Ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Γιάννης Σμαραγδής μιλούν σε δημοσιογράφο



Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου υπογράφει τη μουσική της ταινίας.
Επικό προβλέπεται το soundtrack, υποβλητικό δυνατών συναισθημάτων,
όπως εκείνο του film
1492 : Conquest of Paradise
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 10:45 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 16 ανάσες
Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006
Αυτός, ο «άλλος»
Ταρακούνημα δυνατό στους εφησυχασμούς μας η ευαίσθητη πένα του Ροΐδη, ενσταλάζει ανθρωπιά, αλληλεγγύη αλλά συνάμα θυμό και αγανάκτηση σε κάθε ανοιχτή σκέψη. Τέτοια θα πω εκείνη που στοιχειωδώς ακουμπά σε πανανθρώπινες αξίες και που μπορεί να αντιληφθεί τη μέγιστη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την συνύπαρξή μας σε τούτον τον πλανήτη, καθώς και την συνειδητοποίηση της κατάφωρης παραβίασής τους, ως καθαρά εγκληματική ενέργεια.
Κοντά στους συλλογισμούς και τις... "εμμονές" του Ροΐδη είναι ένα άρθρο που είχα γράψει το Γενάρη στην ηρακλειώτικη εφημερίδα Πατρίς, το οποίο θαρρώ πως είναι μονίμως -και τραγικά- επίκαιρο. Αφορμή στάθηκε τότε, η δολοφονία ενός μετανάστη στο Ρέθυμνο.

Διαφήμιση αλλοτινών καιρών, τότε που η Ελλάδα
ήταν χώρα αποστολής και όχι υποδοχής μεταναστών
(Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο: www.elia.org.gr)

Αυτός, ο «άλλος». Ο ξένος… Η εικόνα του. Δυτικοευρωπαίος ίσως; Αμερικάνος; Μπα… Βαλκανικής εθνικότητας μάλλον… Αλβανός; Οπωσδήποτε!
Δεν είναι λοιπόν απλά, ο «άλλος». Είναι κυρίως η δυναμική αναφορά στην εθνικότητα του άλλου.

Αφορμή για τούτα δω τα λόγια, η δολοφονία του νεαρού Αλβανού στο Ρέθυμνο. Δηλαδή, του άλλου. Που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε εμείς. Μας αρέσει ή όχι, το ερώτημα «ποιός είμαι», εμπεριέχει υποχρεωτικά το στοιχείο της σχέσης με τους άλλους. Να ξεκινήσουμε λοιπόν με την πεποίθηση «εγώ ο καλός, εσύ ο κακός»; «Εγώ, ο πατριώτης, εσύ που ήρθες να μου πάρεις τις δουλειές»;
Αφέλεια; Μάλλον πίστη.

Πολυπολιτισμικές οι σημερινές κοινωνίες, περιγράφουν, αναλύουν, εξηγούν, επισημαίνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες. Κι όλη η γη, μια πατρίδα. Δύσκολη όμως η υποδοχή, αποδοχή και η συμβίωση με κόσμο διαφορετικών εθνικοτήτων και πολιτισμών. Πολύπλοκες τούτες οι διαδικασίες, ιδίως όταν μιλάμε για τον δικό μας μικρόκοσμο, τους φίλους, τη γειτονιά μας, τη δουλειά μας, το διαπροσωπικό μας περιβάλλον. Για τα κεκτημένα μας. Πονεμένος λαός κι εμείς, θα μου πείτε.
Γιατί –τάχα- δεν αντιλαμβανόμαστε τον ξεριζωμό του μετανάστη…
Όσοι βίωσαν τον στιγματισμό και την αποξένωση του ξενιτεμένου θα πρέπει τουλάχιστον, να κατανοούν! Φαίνεται όμως πως ο Έλληνας αντιμετωπίζει αλλιώτικα την μετανάστευση των ομοεθνών συμπολιτών του σε σχέση με εκείνη των αλλοδαπών στη χώρα του. Η δική μας ξενιτιά γίνεται μύθος και των άλλων, απειλή.

Κι όμως, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι δημοσκοπήσεις έφερναν τη χώρα μας ανάμεσα στους ανεκτικότερους και λιγότερο ξενόφοβους Ευρωπαίους.
Αφότου η είσοδος των οικονομικών μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, έγινε μαζική, άρχισε να παρατηρείται στην κοινωνία μας μια εντεινόμενη ξενοφοβική στάση. Μια χώρα αποστολής μεταναστών, μετατράπηκε πλέον σε μια χώρα υποδοχής μεταναστών. Επιπλέον, και κάποιοι παράγοντες λειτούργησαν ευνοϊκά για την ανάπτυξη ενός ξενοφοβικού λόγου, δήθεν αμυντικού:

Η οικονομική ύφεση, άρχισε να γίνεται αισθητή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ στον άμεσο διεθνή περίγυρο η εθνικιστική έξαρση άπλωνε τα πλοκάμια της. Φαινόμενα βίας, αμφισβήτηση όσον αφορά στην πολιτική σταθερότητα και την ασφάλεια των πολιτών ενίσχυσαν τις ρατσιστικές κορώνες. Είναι γνωστό πως η εκδήλωση μιας δυσλειτουργίας στο επίπεδο της οικονομίας –κυρίως-, βιώνεται ως απειλή από τον κόσμο. «Ήμασταν καλά, σε αρμονία(;) και κάτι χάλασε. Η εικόνα μολύνθηκε. Άρα, κάποιος έξω από μας ευθύνεται». Κι όταν δεν ανιχνεύονται οι πραγματικές αιτίες της όποιας κρίσης, το πρόβλημα μετατίθεται. Είναι βολικό. Όχι μόνο σαν ατομική πρακτική, αλλά –κι εδώ είναι το επικίνδυνο- ως συλλογική συνείδηση.

Μια τέτοια πλάνη, την οποία γεννά η κοινωνία της απομόνωσης, του ανταγωνισμού και του πλουτισμού, μπορεί να οδηγήσει τα μέλη του κοινωνικού συνόλου όχι να διεκδικήσουν αγωνιστικά, αλλά να χρησιμοποιήσουν ακόμα και ρατσιστική βία. Η πραγματική απειλή για την ανθρωπότητα είναι η προσπάθεια των σύγχρονων κοινωνιών να ανασυγκροτήσουν την ταυτότητά τους στραγγαλίζοντας κάθε έννοια οικουμενισμού, αλληλεγγύης των λαών, ποικιλομορφίας των πολιτισμών και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στον τόπο μας, το καλοσερβιρισμένο στερεότυπο περί αρνητικής εικόνας του ξένου, που μας απενοχοποιεί και συντηρεί τη βολή μας, καλά κρατεί.

Θα θυμίσω την κοινωνική έρευνα που πραγματοποίησαν το 7ο Λύκειο και το 8ο Γυμνάσιο της πόλης πριν τρία χρόνια, όπου το Ηρακλειώτικο κοινό παρουσίασε μεγάλη ευκολία στο να αποδώσει προβλήματα στην παρουσία μιας ομάδας ανθρώπων με ταυτότητα διαφορετική από τη δική του. Οι συμπολίτες μας, χωρίς να δείχνουν κάποιον επιθετικό εθνοκεντρισμό, δικαιολόγησαν την εχθρική στάση απέναντι στους ξένους και αποκάλυψαν μια αρνητική ανοχή. Για «αθόρυβες σόλες» μιλούν εν προκειμένω οι επιστήμονες, φωτογραφίζοντας το… «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά καλύτερα να πάνε σπίτι τους».

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η γνώση και η συνειδητοποίηση των προκαταλήψεων ενδέχεται να λειτουργήσουν ως παράγοντες ανατροπής τους, εμείς, οι δάσκαλοι, οφείλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα σ’ έναν καθάριο, ανοιχτό λόγο να αρθρωθεί.
Κοινωνικές έρευνες έχουν καταδείξει ότι σε σχολεία όπου διδάσκουν εκπαιδευτικοί ευαισθητοποιημένοι γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία κάνουν συχνές αναφορές στην τάξη, υπάρχει πλήρης αντιστροφή των δεδομένων. Η απόρριψη μετατρέπεται σε αποδοχή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι οι στάσεις και οι συμπεριφορές διαμορφώνονται και καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στην καλλιέργεια, ή από την άλλη, στην αναίρεση διαφορών.

Ντρέπομαι βαθιά που ο έμμεσος, συγκαλυμμένος ρατσισμός, ανθεί. Θλίβομαι ως εκπαιδευτικός, κοινωνικός επιστήμονας, αλλά πιότερο σαν Κρητικιά. Μια μεγάλη θηλυκή αγκαλιά, ονοματίζεται η Κρήτη. Μια μήτρα, που γεννά. Ζωή; Και θάνατο καθώς φαίνεται. Στον οποίον όσο είμαστε θεατές, ως δάσκαλοι, ως πολίτες, είμαστε κι εμείς συνένοχοι. Είμαστε και μείς αθόρυβες σόλες.


Αντιρατσιστικός Χάρτης 2006, κείμενο που υπογράφουν φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ανοίγει δρόμους φωτεινούς και θεμελιώνει μια νέα αντίληψη πραγμάτων, κυρίως μια διαφορετική, δημοκρατική στάση, που είναι ταυτόχρονα και δέσμευση από τους κατά τόπους άρχοντες).



[Γιώργος Νταλάρας-Διονύσης Τσακνής,
Μπαλαμός
(Το τραγούδι των γύφτων)].


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:42 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 36 ανάσες
Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006
Δημοδιδασκαλείον: το ταμείον είναι μείον

1908. Αναποδογύρισμα του χρόνου, ραβδάκι μαγικό και... να 'μαστε έναν αιώνα πίσω. Στο αθηναϊκό θεατρικό σανίδι παρουσιάζεται η ετήσια επιθεώρηση του Πολύβιου Δημητρακόπουλου "Κινηματογράφος". Γλυκόπικρη, πολύ επιτυχημένη σάτιρα της τότε ελληνικής κοινωνίας, με τους δασκάλους να έχουν ρόλο πρωταγωνιστικό βγάζοντας στην σκηνή πίκρες και παράπονα για την προκλητικά αδιάφορη στάση της εξουσίας απέναντι στην οικονομική και -εν γένει- κοινωνική τους θέση.

Στο παρακάτω απόσπασμα από την εν λόγω επιθεώρηση, ένας εκλεκτός διανοούμενος της εποχής, φέρων το όνομα Τεν-Τζε-Ρεν μόλις φτάνει στην Ελλάδα -απ' τα Παρίσια προφανώς- και στρογγυλοκάθεται σε καρέκλα ανταποκριτή (ανταποδοκριτή τον αποκαλούν, με τρόπο καυστικό). Μια ομάδα δασκάλων λοιπόν, σε πλήρη κατήφεια και απόγνωση, τον επισκέπτεται.

Ανάστατος ο χώρος της εκπαίδευσης από το χρόνιο -αιώνιο πες- πρόβλημα της παιδείας, η οποία έμοιαζε να κατρακυλά «βαθιά στου Κακού τη σκάλα, μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί».
Έμοιαζε; Διόρθωση: Μοιάζει. Μήπως η λέξη "επικαιρότητα" υπάρχει μοναχά για να γελά σαρκαστικά στον άνθρωπο και στην αγωνιώδη πορεία του στο χρόνο;


Τεν-Τζε-Ρεν: Ω, τους καημένους! Σαν περίλυποι μου φαίνεσθε. Ποιοί είσθε;
Α΄Δάσκαλος: Είμεθα οι δημοδιδάσκαλοι κι ερχόμεθα να σας πούμε τα παράπονά μας.
Τεν-Τζε-Ρεν: Ευχαρίστως να σας ακούσω. Τι τρέχει;
Όλοι: Θέλουμε τον μισθόν μας, κύριε Διοργανωτή. Τον μισθόν μας.
Τεν-Τζε-Ρεν: Μπα; Και δεν σας δίνουν μισθόν;
Α΄Δάσκαλος: Όχι, γιατί ασθενεί ο Ταμίας και το ταμείον είναι κλειστόν.
Τεν-Τζε-Ρεν: Περίεργον. Και όταν ασθενούν οι Ταμίαι εδώ, κλείνουν τα ταμεία και σταματούν αι πληρωμαί;
Α΄Δάσκαλος: Όχι. Αυτό γίνεται μόνον για τους δασκάλους.
Όλοι: Μόνον για τους δασκάλους!
Τεν-Τζε-Ρεν: Μπα; Και γιατί;
Α΄Δάσκαλος: Ξέρετε ότι το ταμείον είναι ομαλής κλίσεως και για μας τους δασκάλους μόνον, κλείνεται πολύ ανωμάλως.
Τεν-Τζε-Ρεν: Δικαίως, μου φαίνεται, αφού έχετε να κάμετε με τα ανώμαλα.
Α΄Δάσκαλος: Κι όμως, είναι της Γ΄κλίσεως...
Τεν-Τζε-Ρεν: Α! Τότε, είναι της αττικής κλίσεως...
Όλοι: Αχ! Ωχ!
Τεν-Τζε-Ρεν: Και τι χαρτιά είναι αυτά;
Όλοι: Είναι τα εντάλματά μας!* Αχ! Αχ! Πάμε να τα προεξοφλήσωμεν.

Άσμα Δασκάλων:
Πω, πω τι νταραβέρια σ' αυτήν την εποχή,
μ' εντάλματα στα χέρια γυρνούμε οι φτωχοί.
Ταμείο δεν πληρώνει, ταμίας ασθενεί
κι ο στόμαχος ζαρώνει κι ο στόμαχος πονεί.
Μα γιατί, μα γιατί, μονάχα στους δασκάλους
ξεσπάει το κάθε τι;
Κρατούμε εντός της τσέπης, χαρτιά για ποντικούς,
που άλλο να τα βλέπεις και άλλο να τ' ακούς.
Ζητήματα μεγάλα που θέλουν πληρωμή,
μ' αυτοί μισθό δε δίνουν να φάμε και ψωμί.
Μα γιατί, μα γιατί, μονάχα στους δασκάλους
ξεσπάει το κάθε τι;

Τεν-Τζε-Ρεν: Μπα τους καημένους!
Α΄Δάσκαλος: Ονομαστική;
Όλοι: Το Ταμείον.
Α΄Δάσκαλος: Γενική;
Όλοι: Του Ταμείου.
Α΄Δάσκαλος: Αιτιατική;
Όλοι: Το Ταμείον.
Α΄Δάσκαλος: Και κλητική;
Όλοι: Ω, Ταμείο!
Τεν-Τζε-Ρεν: Για στάσου Δάσκαλε! Την δοτικήν δεν την είπατε!
Α΄Δάσκαλος: Μα δεν εννόησες. Το Ταμείον είναι ανώμαλον εις την δοτικήν. Εννενόηκας ουν;

Οι πενιχρότατοι μισθοί των δημοδιδασκάλων (η οικονομική εξαθλίωσή τους πάντα αποτελούσε θέμα της σάτιρας), υπήρξε αληθινό κοινωνικό πρόβλημα. "Η ελεινή αυτή κατάσταση", παρατηρεί ο Σ.Ν.Παπαδημητρίου στο βιβλίο του Ιστορία του Δημοτικού μας Σχολείου, "δεν είχε σαν φυσικό αποτέλεσμα το απερίγραπτο οικονομικό δράμα των δασκάλων μονάχα, μα και τον ηθικό και κοινωνικό ξεπεσμό τους".

Μέχρι το 1920 είχε διατηρηθεί το μισθολόγιο του 1892, που καθόριζε 150 δρχ. ανώτερο και 100 δρχ. κατώτερο μισθό για τους δασκάλους. Ποσά που δεν επαρκούσαν ούτε για την κάλυψη των βασικών αναγκών τους.
Αλλά και αυτός ακόμα ο νόμος δεν εφαρμόστηκε ποτέ κανονικά γιατί πολλοί δήμοι (οι οποίοι επιβαρύνονταν με τα έξοδα της εκπαίδευσης) δεν είχαν την ανάλογη οικονομική δυνατότητα, αδιαφορούσαν ή αντιδρούσαν. Συχνά, οι αποδοχές των δασκάλων, δεν έφταναν ούτε το μισό από το ποσό που καθόριζε ο νόμος. Ακόμα πιο συχνή ήταν η καθυστέρηση της πληρωμής του μισθού ("Ακρόπολις": 10/1/, 12/5, 2,3,19/6/1908).

*Για να προστατευτούν οι δάσκαλοι από τις δυσχέρειες της εξόφλησης του μισθού που προκαλούσε η υβριστική στάση των δήμων και κοινοτήτων, υπήρχε η εξής κρατική διάταξη: Τα κατά τόπους δημόσια ταμεία μπορούσαν να προπληρώνουν τους μισθούς, κρατώντας τα χρήματα από τις εισπράξεις των δημοσίων εσόδων. Ωστόσο, η νομοθετική αυτή ρύθμιση αποδείχθηκε άχρηστη, γιατί όριζε ότι το δημόσιο ταμείο μπορούσε να προκαταβάλει το μισθό μόνο αν οι δήμοι είχαν εκδόσει και αποστείλει ονομαστικά εντάλματα πληρωμής. Έτσι, το θέμα της πληρωμής τους περέμενε στο συμπονετικό πνεύμα και την όποια ευαισθησία των περιβόητων δημάρχων.
Επιπλέον, οι καθυστερήσεις, ανάγκαζαν τους δασκάλους να προεξοφλούν τα εντάλματα πληρωμής χάνοντας έτσι ένα σημαντικό ποσό, ή, να δανείζονται χρήματα με απίστευτα μεγάλο τόκο.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Είναι εκπληκτικό τελικά... Και διάφανο, μ' έναν τρόπο μαγικό.
Η Τέχνη, αφουγκράζεται ολοκάθαρα τον σφυγμό και τις αναζητήσεις της εποχής. Κι από... γεννησιμιού της, μας υπενθυμίζει πως η οίηση και η έπαρση στην ιδιωτική ζωή ναι, είναι αποκρουστικές. Όμως η παρουσία τους στον πολιτικό χώρο, με της εξουσίας το άκαμπτο πρόσωπο, τις καθιστά επικίνδυνες.



( Γιώργος Ζαμπέτας - Κυρ-Δάσκαλε
Οι φωτογραφίες είναι από το θαυμάσιο Λαογραφικό Μουσείο
της Συκαμνιάς Μυτιλήνης,
με τις γλυκύτατες και τόσο φιλόξενες οικοδέσποινες
)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 16:36 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 25 ανάσες
Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006
Να 'χεις υγρά τα μάτια σου
Πάντα υπάρχει τρόπος...*


Αυτές, τις αργόσυρτες, υγρές μέρες του Οκτώβρη, βούτηξε το βλέμμα σου στην πόλη και δες την να γίνεται ιστιοφόρο. Να γλιστρά στα νερά της βροχής, να βουλιάζει στους λυγμούς μας, ν' αγκυροβολεί σ' ότι είπαμε "στεριά".

Τι; Λες να έρχονται τα ταξίδια που μας έταξε;
Μα εμένα τώρα δα, μου 'ρχεται να σε παροτρύνω
"σσσς... σώπα! Χαμήλωσε τη φωνή και άκου τις στάλες, τον ήχο τους.
Άκου πως τρέχει μαζί κι ο χρόνος".

Ο χρόνος. Ο αλύτρωτος. Ο πανδαμάτωρ. Να τρέχει μαζί με τη βροχή στην άσφαλτο, σε λαμαρίνες, να μουσκεύει τα κορδόνια σου, να γλιστρά στα δάχτυλά σου, να γίνεται σταγόνες, να μη στεγνώνει...

Στραγγίζει ώρες-ώρες τούτη η βροχή. Από μέσα.

Κι έπειτα, ακούς τον άνεμο!
Δες τα όνειρά μας πως αγκομαχούν στο πέρασμά του. Πως σπαράζουν, άκου...

Είναι της σάρκας μας παλμός, το "αχ" το πιο βαθύ μας,
η πρώτη μας ανάσα στο πρωινό βλεφάριασμα.


Τι με θωρείς; Διαβάζω τον άνεμο, σταλάζω μέσα στη βροχή των ονείρων σου.

Εκεί έξω. Ν' απλώσεις τα όνειρά σου στη βροχή. Άστα. Να στάζουν για χρόνια...



(Creedence Clearwater Revival - Have You Ever Seen the Rain

*"Πάντα υπάρχει τρόπος να'χεις υγρά τα μάτια σου":
Από το θεατρικό έργο του Ζαν Ζιροντού "Νεράιδα".

Η φωτογραφία είναι του andi2's από το www.flickr.com )


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:14 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 22 ανάσες
Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006
Του έρωτα φοβούμαι


Ο έρωτας κι ο θάνατος
Κι οι δυό με κυνηγούνε
Του θάνατου του ξέφυγα
Του έρωτα φοβούμαι...




(Μαντινάδα γερολεβέντη Χανιώτη)




Ήτανε μια φορά

Πασχαλίδης - Θηβαίος - Ανδρουλάκης - Χαρούλης

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:15 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 48 ανάσες
Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006
Κίτρινη πόλη


Κοινοί δρόμοι, ίδιες διαδρομές, σκέψεις χωριστές και μόνες. Ό,τι αγκαλιάζει το βλέμμα κι η ψυχή μέσα σε μια πόλη. Όπως την βιώνουμε σαν εικόνα μία που χύνεται στη ματιά μας. Κι όπως μας ποτίζει με χρώματα αλλιώτικα τον καθένα. Τη ζούμε, τη χτίζουμε, την αποδομούμε, την αναπνέουμε, τη διασχίζουμε. Την ανακατασκευάζουμε.
Ακουμπάμε με το βλέμμα άσφαλτο, μπετόν, γυαλί, σίδερο, φύλλωμα και χώμα κι αφήνουμε κει πάνω στάλες απ' την στιγμή, τη μνήμη, τη διάθεση.

Πλάθουμε την πόλη σε βήματα, στάσεις, τρεχάλες κι αναμονές.
Μια φιγούρα προσπερνά. Εσύ ψευτοχαϊδεύεις με τα μαλλιά την αύρα της, ρίχνεις μιαν ανύποπτη ματιά στην περπατησιά της. Μπορεί και να γλυκοχαμογελάσεις, να παραμερίσεις για να περάσει ("ω, με συγχωρείτε", μουρμούρισμα βιαστικό), ή και να τρυπήσεις με το βλέμμα την καρδιά της, μπορεί κι αυτό.

Για δες! Τάχυνε το βήμα ο πιτσιρικάς στη γωνία, το κτίριο ετούτο πως πάλιωσε έτσι, μα γιατί αργεί το φανάρι κι έρχεσαι αντιμέτωπος με το απέναντι βλέμμα, με το χρόνο, με την αγωνία, με τον άλλον άνθρωπο, με τον εαυτό σου...

Διασταυρωμένα βήματα, στέγες ξεγυμνωμένες, παράθυρα που χάσκουν, μακριά οι καμπύλες των βουνών, η θάλασσα στην άκρη.

Η πόλη. Καράβι για ταξίδια στεριανά. Πορτοκαλιά το σούρουπο, αστραφτερή μες στα σκοτάδια, χρυσογάλαζη την αυγή, κίτρινη στις διαδρομές της. Την σκαρφαλώσαμε παιδιά, να την αντικρύσουμε από μακριά. Από ψηλά. Να δούμε ό,τι φέγγει. Στο ψηλότερο σημείο της. Από μακριά. Ολόκληρη.
Κι έπειτα πάλι στ' άγουρα νιάτα, αγκαλιά με τ' όνειρο. Χαράξαμε τ' αρχικά μας σε πεζούλια και σε κορμούς δέντρων.

Μετά, αγναντέψαμε άλλους ουρανούς. Την είδαμε φτωχή, την νιώσαμε λίγη. Διαβήκαμε πολιτείες μακρινές, αφήσαμε βότσαλα στο διάβα μας μη και χαθούμε. Κοιμηθήκαμε σε ουρανούς που βάραιναν τη γη μας, κοιτάξαμε πίσω στην πόλη που χάσαμε.

Ό,τι δεν προσέξαμε, έγινε νοσταλγία. Ο νεαρός με την κιθάρα εκεί, στην απέναντι αυλή, που κλεφτοκοιταζόμασταν μες στη σιωπή. Η ζουμερή νοικοκυρά στο μπαλκόνι της γωνίας που άπλωνε ρούχα τραγουδώντας. Η γιαγιά από κάτω που γκρίνιαζε τινάζοντας τα σεντόνια τα Κυριακάτικα πρωινά. Ο άγνωστος που μουρμούριζε σκόρπιες λέξεις... Ή μήπως όχι; Το ζευγάρι στο παγκάκι που φλυαρούσε στα φιλιά. Οι οδηγίες του περιπτερά που ξέρει κάθε κάτοικο, κάθε πόρτα.


Η πόλη μας. Την αγνοούμε, την παραγνωρίζουμε, την σέρνουμε, τη λαχταράμε, μας πεισμώνει, μας θυμώνει, μας λυτρώνει.
Μεγαλώνει κι εκείνη. Παρέα μας. Την ζωγραφίζαμε -σπίτι μοναχό στην εξοχή- παιδιά. Τώρα, ιχνογραφίες και σκιές αναζητούμε.
Πως άλλαξε! Πως αλλάξαμε κι εμείς...
Μονάχα το λιμάνι της, ολόγυμνο προσμένει. Σαν τα τριγύρω σπίτια, που διαλαλούν τον έρωτα, πραμάτεια διαλεχτή.

Μια χούφτα βότσαλα στην τσέπη να'χω να γυρνώ. Και να γερνώ. Πετώντας τα ένα-ένα κι αναζητώντας το τέλος τούτης της πόλης, που θέλει κι αρχηγούς να την φέρουνε βόλτα. Κι εμείς, υποδείξαμε τον άξιο (;). Να την καλλωπίσει-λέει-. Τρέφοντας την κοκεταρία της, ή δίνοντας οξυγόνο σε ανάγκες;

Θα τα αφήνω απ' το χέρι τα βότσαλα που λες. Και θα πηγαίνω. Να'χω το δρόμο σίγουρο. Να πατώ στα χνάρια τα παλιά. Σε μνήμες. Σε περπατησιές. Σε ρότες και πορείες χαραγμένες. Να μη χαθώ. Κι έπειτα, στο γυρισμό, θα τα μαζέψω ξανά. Να διαβάσω πάνω τους, ό,τι μας ενώνει.




( Είπα να γλυκαθεί η ψυχή με τη μελωδική "Κίτρινη Πόλη" αρχικά.
Μετά συλλογίστηκα την Ε λ έ ν η.
Την καθ' Ελένη. Της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη. Που'χει δει γεμάτα τα μπαλκόνια, πολιτικά αηδόνια. Υποσχέσεις και αγάπες και πολύχρωμα μπαλόνια κι ευτυχισμένα χρόνια.
Και που το'μαθε καλά πως...
να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει.
Χαρούλα Αλεξίου, Θάνος Μικρούτσικος, Μπάμπης Τσικληρόπουλος.


Η φωτογραφία είναι του panagosg από το www.dpgr.gr )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:27 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 35 ανάσες
Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006
Μέρες ραδιοφώνου, εικόνες Λιλιπούπολης

Η ιδέα, ανάκατη με τη νοσταλγία τη βαθιά -μορφή του νόστου πες- και την πικράδα της επικαιρότητας μαζί, σκάλωσε στο μυαλό για τα καλά. Πρόσφορο έδαφος, μπόλικο! Κι ανθίσανε μεμιάς εικόνες μιας αλλιώτικης Ελλάδας κι αντήχησαν οι... κορώνες ενός απολαυστικού Δημάρχου!

Εποχή ομαδικής ραδιοακρόασης σε σκιερές αυλές μονοκατοικιών.
Μύθοι για ζεσταίνεις το γέλιο σου,
ακράγγιγμα μαγικό στον νου και στην καρδιά.


Ο δήμαρχος Χαρχούδας αναχωρεί για το εξωτερικό!
Το ημερολόγιο γράφει, έντεκα Ιανουαρίου 1979.
Η μαγεία στα αυτάκια μας, μια αθωότητα αλλιώτικη στα μάτια μας μπροστά κι οι στάλες το παράπονο ένα με τη βροχή, για κείνα τα ωραία, τ' αληθινά, που΄χαν πνοή ονείρου και φέγγισμα αστεριών και πιά, δεν είναι...


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:59 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 20 ανάσες
Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006
Προεκλογικοί διάλογοι

-Υπάρχει μια καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε.
-Υπάρχει μια Ελλάδα και μάλλον μας θέλει.
-Υπάρχει μια και μάλλον δε μας θέλει.
-Ελα μωρέ, σιγά τη γκόμενα.





( Γραμμένο σε τοίχο.

Goin' Through - Μάνος Πυροβολάκης,
Καλημέρα Ελλάδα & Ράβε Ξήλωνε
ζευγαρωμένα.
Μια και η Tolitsα , έχει πεθυμιές!

Η φωτογραφία είναι της Savra από το www.dpgr.gr
)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 15:20 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 39 ανάσες
Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006
Ξόρκια και μαντέματα

Tο ανείπωτο. Μην ορκίζεσαι πως θα το πεις. Δε θα το πεις. Όχι πως δεν ξέρεις, όχι πως δεν μπορείς. Διστάζεις. Φοβάσαι. Φοβάσαι μην εκτεθείς, μην εκθέσεις τους άλλους. Φοβάσαι το ανάθεμα, την κατάρα. Φοβάσαι την ωραία, τη γυμνή, ορθόστηθη, ερωτοπλάνταχτη, αδηφάγα, ανυστερόβουλη, αθώα, πάναγνη, γαμησιάρα α λ ή θ ε ι α, που στέκει πριν, πέρα και πάνω απ' την ιστορία, πάνω από πολιτικές, κοινωνιολογίες, τέχνες, γράμματα, επιστήμες, αυτή που είναι ο πρώτος και τελευταίος λ ό γ ο ς όλης της ζωής, όλης της δημιουργίας.
Θυμάσαι τι έλεγαν οι Οχτώ Τειρεσίες;
......................................................................................................................

- Κι ουδέ που μάθαμε τι να 'ναι εκείνο που τ' ανθρώπου το πρόσωπο τελειώνει.
- Η υποταγή του τάχα στην πεθύμια του;
- Η αντίστασή του τάχα στην πεθύμια του;



( Γιάννης Ρίτσος)



Επιθυμίες. Δυνατές. Πύρινες. Όπως η ανάσα που σε τριγυρίζει, σχεδόν πνίγει τη δική σου κι εσύ, σαν να ζείς μες στην απατηλή, την πανούργα ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου.
Λοιπόν; Σου λέει... Θαρρείς πως μπορείς να ορίσεις τα πράγματα;
Σε φαντάζομαι -εσένα, ναι, ναι, που σφαλίζεις τώρα δα τα μάτια-, σε λογαριάζω που λες να καμώνεσαι τον άφθαστο, τον μεθυστή της μοίρας, κείνον που θα την πλανέψει και θα της αλλαξει ρότα.
Ζεις στα διαλείμματα της ζωής, κάτω απ' την δροσερή σκιά ενός κλαδιού που'χεις κρατήσει χρόνια τώρα ακλάδευτο, ατόφιο, πάνω απ' όλα τα πρέπει και τα ίσως της καθημερινότητας.
Ωραία! Και; Σαν τα παιδιά που ματώνουνε τα γόνατα και λεν πως φταίει το χώμα, έτσι πιθανόν να γελιέσαι. Το νιώθω πως γεύεσαι μόνος, χαίρεσαι και πικραίνεσαι μόνος. Απαράβατο το τίμημα. Κι οι ριπές της ανθρώπινης παρουσίας, σποραδικές.

Ο κόσμος είναι απλός, λέει ο Ποιητής, η άλλη πολυαγαπημένη φωνή...
Τραγικά απλή και η αλήθεια μας, σαν φτερούγισμα περιστεριού, που πέταξε ξαφνικά από μια φυλλωσιά βιαστικό, χωρίς να το περιμένει κανείς και κανείς να του το ζητήσει.
Από μέσα μου στριφογυρίζει η επιθυμία, φτεροκόπημα σε δεύτερο τόνο κι απέναντι της η ηχώ μιας απίστευτης, ανείπωτης -που λέει κι ο Ρίτσος-, μοναξιάς.
Σαν να όπλισε κάποιος ένα όπλο, ακούστηκε αυτή η ηχώ στη σιωπή μου.

Να σου πω τι ψάχνω. Την ένταση μιας επιθυμίας χαρτογραφώ, αυτήν γυρεύω. Το πολύ και το λίγο. Αυτό που λέμε "θέλω". Όχι πράγματα μετρημένα, συμφωνώ. Την επιθυμία, την σύμφωνη αμαρτία κατά πως λεν, την συνομολογία, την ομόφωνη σιωπή, σε ακροβασίες θα την βρείς. Στην κόψη του ξυραφιού, εκεί που -εν τέλει- μετριέται ο καθείς.
Κάτσε λοιπόν τώρα και συλλάβισε την αλήθεια κατά πως ορίζει ο ποιητής. Που'ναι και φορτωμένη με απίστευτα επίθετα.

Όταν πρωταντίκρυσα ετούτον τον ποιητικό λόγο, μέσα δεκαετίας του '80, στάθηκα με παραπανίσια ερωτηματικά στη λέξη γαμησιάρα. Δηλαδή;
Μια α λ ή θ ε ι α ολόγυμνη, πάναγνη -λέει ο Ρίτσος- και μαζί ασυμμάζευτα ερωτική. "Μα πως ονοματίζεται έτσι", αναρωτιόμουν. Γαμημένη θα το καταλάβω, εντάξει, οι περισσότεροι να σου πω, έτσι την έχουν την αλήθεια τους. Και την επιθυμία τους δηλαδή. Όμως, γαμησιάρα, σημαίνει εν δυνάμει ερωτική. Επιθυμία δοτική. Απλόχερα δοσμένη, ρόδι γλυκό, υπόξινο, αρωματικό, ηλιολουσμένο, προσφερόμενο. Να στάζει τους χυμούς του, να προκαλεί τις υπερώριμες αναστολές με τη γλύκα του.

Σαν πολιτισμική αξία καθαγιασμένη μες στο χρόνο που συνταιριάζει θαυμάσια το ερωτικό στοιχείο με την πρόκληση της επιθυμίας.

Λοιπόν; Ποιός θα μαντέψει και ποιός θα ξορκίσει; Τειρεσίες και Πυθίες, ελάτε κοντά. Ξόρκια στις αλήθειες μας, μαντέματα στις πεθυμιές μας.
Γιατί, αν η αντίστασή μας στα "θέλω" μας, ορίζει τον στοχασμό μας, που να'βρει η ψυχή καταφύγιο για να στεγάσει ηδονές μισοσκεπασμένες κι έρωτες που τραυλίζουνε κι αλήθειες γαμησιάρες που σαλεύουνε ανυπάκουες, τσίτσιδες, λουσμένες θράσος και λεμονανθούς;




( Vanessa Mae - Red Hot
Η φωτογραφία είναι του andi2's από το www.flickr.com )

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:01 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006
Αν είσαι αέρας, πήγαινε

Γύρισα πολύ τις τελευταίες λυτρωτικές μέρες. Σε τόπους αγνούς, ανήμερους, σ' ανθρώπους που μιλούν αλλιώτικα. Πάει να πεί καθάρια.
Αφησα την κρητική γη να ποτίσει τα εγκεφαλικά μου κύτταρα και να μ' αλαφρώσει από περίσσιες έγνοιες. Καλοδέχεται τις εκδρομικές εκπνοές ετούτος ο τόπος. Που τα φασαριόζικα τρεχαλητά της πρωτεύουσας, της Υψηλοτάτης!

Κι όμως. Τα 'βαλε ο Θεός μαζί μας μου φαίνεται. Να μην έχει -τάχα- λόγους; Τι κακό ήταν αυτό μετά το σούρουπο! Εκεί, σ' ένα απίστευτο χωριό, λίγο πριν τα Χανιά. Μπουμπούνησε το σύμπαν!
(Κατέχεις το πως η Κρήτη λογαριάζεται για σύμπαν. Μοναχά)! Το'βαλα κι εγώ πείσμα να ξεγελάσω τον καιρό κι είπα να βγω σεργιάνι με ένδυμα ελαφρύ, ό,τι πιο λειψό σε χρώμα και πανί. Ένα λευκό λεπτό φουστάνι που το κρατάς κόμπο στη χούφτα σου; Αυτό!
Είχε μια γλυκιά ψυχρούλα -αμάθητοι που' μαστε μείς στις συννεφιές!- αλλά είπα πως σαν ξανοιχτώ στην εξοχή θα με καλοκοιτάξουν οι ήλιοι και θ' αρχίσουν τις κόντρες και τα τρεχαλητά. Ποιός θα πρωτοκοκκορευτεί πως μ' έπιασε απ' τους ώμους και ξάπλωσε στο δέρμα μου. Συλλογίστηκα και τ' άλλο. Πως να γίνει να νιώσω τις λιακάδες της ψυχής να θεριεύουνε και να στριμώχνονται στ' ανοίγματα.
Τι να λέω τώρα... Τούτος ο ουρανός, παρά τις παροδικές συννεφιές, γίνεται σκέπη για τ' όνειρο.
Να μαζέψω μεθυστικά γαρύφαλλα μουσκεμένα απ'τη θεϊκή ορμή, αυτό λαχτάρησα. Να τα βουτήξω γρήγορα στου Νότου την αλμύρα και να τα πέψω στους ανήξερους της ψυχής να τους μοσχομιλήσουνε.
Κι ωστόσο, η βροχή, κρυφογελά με την σαστιμάρα μας, Οκτώβρη μήνα!

Επιστρέφοντας στη μυαλοπλάνα πόλη, βάλθηκα να κοιτάζω από έξω, κατά τη θάλασσα , με σκέψη ανήσυχη και καρδιά διψασμένη. Άυπνους και σιωπηλή, ατάραχη λίμνη στην συννεφιά, αυτή η θάλασσα λες και σιγοβράζει.
Έχει ανάγκη από έναν άνεμο δυνατό αυτός ο υγρός ορίζοντας, όπως κι οι ζωές των ανθρώπων που βαλτώνουν στις γκρίζες πόλεις μας.
Ώρες - ώρες δεν φυσά καθόλου σε τούτο δω το λιμάνι που καλοδέχεται κι αποχαιρετά. Μα καθόλου.

Και πως θα γίνει τώρα να'ναι οι άνεμοι κοντά, στο όποιο ταξίδι μέχρι τις απόκρυφες ακτογραμμές του ονείρου...



(Don Carlos - Blowin' In The Wind)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 02:10 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 33 ανάσες
Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2006
Λόγια και πράξεις


"Δεν υπάρχει τίποτε πιο πρακτικό, από μια καλή θεωρία"




Kurt Lewin, παραφράζοντας τον Πλάτωνα.



(Η φωτογραφία είναι από το National Geographic, της Ilkka Uimonen, τραβηγμένη σε σχολείο της Kabul το 1998)


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:05 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2006
Μια εφηβεία επιεικής...
... που γίνεται/έγινε σαράντα;
'Η μήπως, έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε; Άλλαξαν τ' ανεμολόγια, λες;



Το συλλογιζόμουν με την προηγούμενη κουβέντα περί "άνυδρων καιρών", απέναντι στους οποίους έτσι... τιμής ένεκεν, έβαλα να σταθούν κάτι ανθισμένα χρόνια.
"Ευλογημένες γενιές", ακούω και μου φωνάζουν κάτι πεισματάρηδες μεσήλικες με κοτσίδα.
"Καλά! Πάρτε αγκαλιά την νοσταλγία σας, νανουρίστε την, χαϊδολογήστε την, κανακέψτε την όσο αντέχουν οι μελό διαθέσεις σας και μετά, αν θυμηθείτε, δείτε και κανά ημερολόγιο", καγχάζουν κάτι φρέσκες, ολόδροσες φωνές.

Κατά βάθος βέβαια, οι νέες γενιές να μας βλέπουν με συγκατάβαση.
Είναι αυτοδικαιωμένα τα αισθήματά μας -μαζικά αισθήματα γι αυτή τη γενιά- αλλά και οι πλάνες μας -πλάνες λαϊκές-.

Μα, σκέψου τώρα! Ιδρωμένες ανάσες σ' εκείνες τις αλησμόνητες καρακιτσάτες ντίσκο, απαύγασμα αισθητικής, με τα εκτυφλωτικά φωτορυθμικά και τα αστραφτερά λαμπιόνια. Ή πάλι, σε κάποιο πάρτι - ο φίλος μιας φίλης έχει έναν φίλο που κάπου, σ' ένα σπίτι... - από κείνα τα ασυναγώνιστα, τα χιλιοπαινεμένα πάρτι, όπου ξεδιπλώναμε τα απαρηγόρητα ερωτικά μας βράδια φαντασιώνοντας το αγόρι απέναντι, που δεν κάνει και μια κίνηση να πάρει η ευχή!

Τι βραδιές! Θάλασσα το άγχος για μας τα κορίτσια, μην τυχόν και παραβούμε το όριο της ώρας (δεσποτικοί μπαμπάδες που άραγε, τι γεύθηκαν από τη λειψή, καλοκουρδισμένη ζωή τους) και κάπου εκεί, λίγο πριν, λίγο μετά τα μπλουζ, τρεμάμενα δάχτυλα να ψαχουλεύουν κάτω απ' τη φούστα. Από που πάνε για τον παράδεισο; Η κίνηση η ηρωική! Κι εμείς; Μες στη γλύκα της αμάθειας. Να 'χουμε μυθοποιήσει το αντρικό όργανο, να σπαρταράμε στην ιδέα της θέας του, να ματώνουμε τα χείλη σβήνοντας τον πανικό. Ενοχές και ντροπές κι απορίες και τα βλέφαρα χαμηλωμένα και το καρδιοχτύπι καλπασμός στο άγνωστο. Βερμούτ κι ένα τσιγάρο ν’ απασχολεί τα δάχτυλα...

Έτσι ακριβώς. Κι ανάποδα, για τ' αγόρια, από την άλλη μεριά του καθρέφτη της Αλίκης:
Όλο ψου-ψου-ψου με τις φίλες της και χαζογελάκια, καθόλου δεν κοιτάει, τι να πάω, να φάω χλάπα; Κι ύστερα, λες να είμαι πολύ σύντομος και να μην προλάβει; Ή μήπως αργήσω πολύ και σκυλοβαρεθεί; Πρέπει δυνατά; Ή τρυφερά; Ολόκληρο ή λίγο;
Ααχ, να ‘χα πάει σαν τον Μάκη σ’ εκείνο το σπίτι κάτι θα ήξερα παραπάνω... Τώρα μόνο ότι έχω δει στις τσόντες. Κι αυτό το "οργασμός" τους πάλι, τι είναι; Πού πάει η γη όταν φεύγει από τα πόδια τους; Να μπορούσα να την στείλω εκεί τη γη με άλλον τρόπο να χω το κεφάλι μου ήσυχο; Μην πλακώσει και κανένας μπαμπάς στα ξαφνικά και τρέχουμε…

Μπαμπάδες! Φαντάζομαι γεύθηκαν τη χαρά του ηδονοφύλακα, φρόντισαν να μην απολαμβάνει κανείς, ώστε να μειώνεται το άγχος της δικής τους στέρησης.


Αναπόφευκτα λοιπόν, σκέφτομαι τα σημερινά παιδιά. Το φανέρωσα κι απ' τους "άνυδρους καιρούς", πως δεν είμαι τόσο αισόδοξη γι αυτούς.
Απόκοψαν το σεξ από τον έρωτα - εντάξει. Κατάλαβαν ότι θέλει πολλούς συντρόφους η πληρότητα, άλλος έχει την τεχνική, άλλος το συναίσθημα, άλλος την γεννήτρια επιθυμίας - εντάξει.
Δεν υπάρχουν φύλα, υπάρχουν ρόλοι - εντάξει. Αλλά έγινε τούτο από μια τάση πανηδονισμού; Ή από φόβο μην τυχόν και ξυστεί η επιφάνεια κι αναγκαστούν να διαχειριστούν το όποιο βάθος των πραγμάτων;

Τουλάχιστον εμείς προλάβαμε και γράψαμε "We are on a road to nowhere, come on inside…" και κάναμε την απόγνωση γιορτή!

( Talking Heads - Road to Nowhere

The Queen -
We Will Rock You )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 16:20 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 46 ανάσες
Δευτέρα, Οκτωβρίου 02, 2006
Άνυδροι καιροί

Καμμιά φορά, όταν γυρίζω σπίτι από ξενύχτι βαρύ, ψάχνω στο ραδιόφωνο κανένα βαλαντωμένο στεναγμό να ρίξει τον παρηγορητικό του θρήνο σαν σκιά, στη διαδρομή μου. Παλεύοντας κάτι να βρω, κάτι που να λαμπυρίζει στα σκοτάδια, φέρνω στο νου κάτι εφηβείες αλλιώτικες. Ντρέπομαι λοιπόν. Και για την μουσική που μας κυκλώνει - και ψάχνω απεγνωσμένα άλλο σταθμό- και για τις σχέσεις που μας στοιχειώνουν -και γυρεύω δωμάτιο μοναχικό-. (Αυτό, εύκολο).

Ξηρασία τριγύρω. Ποιά μουσική να μας νοτίσει, ποιά μάτια να ραντίσουν τα σκοτάδια, να πέσουν σαν τη βροχή, την ευεργετική, εκεί που κι ο θεός διψάει...

Μα πόσο αντιερωτική τούτη η εποχή, συλλογιζόμουν χθες μες στη νυχτιά και το μουρμούριζα κιόλας.
Γυναίκες, άντρες, να περιφέρουν τα σαρκία τους σε ημιφωτισμένους χώρους, δήθεν αδιάφορα, με το ζόρι χαρωπά κι ανέμελα, να καταπνίγουν τη βουβή οδύνη της ανάγκης, της λαχτάρας για άγγιγμα, για μίλημα και βλέμμα, μέσα σε ανούσια γελάκια και δυσώδεις αιθάλεις από στρατιές τσιγάρων, που ηρωϊκά γίνονταν παρανάλωμα μέσα στα δάκτυλά τους.
Ξενύχτια που μας ξοδεύουν, λέει φωνή αγαπημένη.

Μα πως στέγνωσαν έτσι οι γυναίκες; Ποιός κερατάς τις ξέμαθε να θέλουν; Και τώρα θέλουν μόνο να τις θέλεις; Πού πήγε το κάψιμο στο μαλακό υπογάστριο; Το μούσκιο της αποδοχής - πα' να πει η θηλυκότητα;

Ποιός αλήτης τους ρίχνει διαφημίσεις που λένε πως με την ενυδατική "τώρα μπορώ κι εγώ να ερωτευτώ"; Τι τις εμποδίζει να ερωτευτούν, εξόν από τα μάτια τους που είναι πάντα απέξω και τις κοιτούν, αμείλικτοι κριτές με μικρο-υποδεκάμετρα;

Γέμισε ο τόπος νάρκισσους, μικρομέγαλα, εγκλωβισμένα νήπια σε σώματα ενήλικα, ολημερίς μπροστά σε καθρέφτες, κοιτάνε πώς κοιτάζονται.
Αγόρια και κορίτσια.

Γιατί ψάχνουν σε ποια πόζα ακίνητη ερωτεύεται κανείς καλύτερα; Δεν ξέρουν πως ερωτεύεσαι πάνω στη λιπασμένη κίνηση;

Λέω λοιπόν, άμα τις δεις αυτές τις ξερικές (ολούθε σου είναι), πες τους το κόλπο το υγρό, που σπάζει τις τριβές και φέρνει κοντά, το σφυρί και το αμόνι, να πάρει μορφή ο πόθος.

Από την άλλη, πως να δει κανείς με φορεμένα μάτια...

Πως να πρωταγγίξεις μια καληνύχτα και να τη δεις ζευγαρωμένη με τη βραχνάδα της καλημέρας, αν δεν μπορεί ν' ανθίσει αγκαλιά στο βλέμμα σου, στο λόγο σου, στο χέρι που απλώνει...

Μάλλον πως δεν το ξέρουνε πολλοί:
Όποιος κοιτά με λέξεις ακούρβωτες, δεν κοιτά γυναίκα.




(Bob Dylan - Just like a woman)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:15 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 57 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape