Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008
Καλή Πρωτοχρονιά, κ.Τουρνά
“Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσώνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλλες μπρος σε καθρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες που έμειναν ριζωμένες επάνω στα ίχνη τους γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δύο νεράιδες ασθμαίνουν. Ένας κόλουρος επιμένει.
Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα.”

Ανδρέας Εμπειρίκος, Υψικάμινος


Θυμάμαι κείνο το χαρωπό τραγουδάκι από κάτι χρόνια ανυποψίαστης αστοχασιάς που αναρωτιόταν για τον κόσμο μας το 2009. Ήταν ο Κώστας Τουρνάς, ούτε που μπορώ να εντοπίσω πόσα χρόνια πίσω, που τραγουδούσε «πως θα ειν’ ο κόσμος μας, πως θα είμαστε εμείς το 2009…πως θα ζούμε άραγε, αν θα είναι όλα αλλιώς και ποια θα είναι τα νέα»…
Ένας τραγουδοποιός με μια πεισματάρικη νιότη στο βλέμμα και στα τάσια της κιθάρας του που εικάζει, που πλάθει σενάρια, που ρίχνει μελωδικές μαντεψιές.

Κι εμείς εδώ. Κοντά στο 2009. Μια ανάσα πες. Στον καθρέφτη μπροστά να γλυκαίνουμε με πούδρες το χαμόγελο για να μας ομορφαίνει, στη κουζίνα να ψήνουμε τη βασιλόπιτα και να λογαριάζουμε το φλουρί για σημάδι τυχερό, στη πόρτα μπροστά να ζουλάμε ρόδια να κοκκινίσει η γιορτή…
Άλλοι να ξεδιπλώνουνε πράσινες τσόχες, κάποιοι –τυχεροί- να χώνονται σ’ αγαπημένες αγκαλιές και να κοροϊδεύουν το χρόνο, ορισμένοι να βγάζουν αριθμολόγιο για τους πρώτους απολογισμούς.

Σχεδόν όλοι, στην αναμονή εκείνου του μαγικού τικ-τακ που θα σημάνει αρχή άλλη. Γέννα και Φως. Σχεδόν όλοι, σε μια ιεροτελεστία από χρόνια μαθημένη, διαδρομή μαγική, μπουκωμένη μ’ ευχές κι ελπίδες, να, το δωδέκατο χτύπημα στο ρολόι φτάνει κι ανοίγει η ζωή στο παραμύθι, στα ζαχαρωτά, το λικέρ και τη χρυσόσκονη…

Ζυμάρι οι καρδιές τέτοιες ώρες-συνήθως. Και τα ουράνια, πόρτα ανοιχτή. Αστροφεγγιές να δεις, αγκαλιάσματα και συγκινήματα. Αποχαιρετισμοί στις περσινές πίκρες, καλωσορίσματα από μέλι και ξόρκια προς τελώνια και στοιχειά∙ φιλιά κάτω απ’ το γκυ και φιλέματα στον καλότυχο που θα κάνει το ποδαρικό.

Όμορφες στιγμές, μ’ αγωνία και χαρά ανάκατες, με σκέψεις μετέωρες, με βιασύνη και δισταγμό. Όμορφες στιγμές για τούτον εδώ τον κόσμο που ‘μαθε να ορίζει πράξεις και νου, από χρονολογίες.

2009. Σα μωρό ροδαλό που κοντοζυγώνει. Κόντρα στα εθιμοτυπικά και τα αστροπασπαλισμένα, λέω να κάνω την παράκαμψη φέτος. Και να μη βγάλω κιχ, εκεί, πάνω στο δώδεκα, την ώρα τη μαγική. Να πω τι και τι να ευχηθώ. Ιδέα δεν έχω.

Το 2008 βάρυνε απροσδόκητα τώρα, στα στερνά του. Κι είμαι αμήχανη μπρος σ’ όλο αυτό το αγριεμένο, το ορμητικό, το θανατερό μέλλον.


Τα παιδιά στη Γάζα σκοτώνονται. Σκο-τώ-νο-νται.
Κι εγώ έχω στο φούρνο χοιρινό με μέλι για να γλυκάνω τη νυχτιά.
Κι εκεί, παραδίπλα, ένας λαός γονατίζει, ματώνει, ψάχνει στα σκουπίδια να τραφεί, σέρνεται στα χώματα μπας και γλυτώσει τη ζωή του.

Σκοτώνουνε παιδιά, μα θαρρώ, το θέαμα έγινε θλιβερά οικείο. Κι η ζωντανή αίσθηση πολέμου απ’ τις οθόνες μας μας προκαλεί ένα κούνημα του κεφαλιού, αποδοκιμασίας βέβαια και ξανά, πίσω στα δικά μας…

Μια παγκόσμια αλητεία η πολιτική που θερίζει ζωές, καταπατά γη άλλου, βολεύει και βολεύεται, προσπερνά νομιμότητες, χλευάζει ηθικές και μπρος σε συμφέροντα κι οφέλη θανατώνει αξίες ανθρώπινες.


Μου ’ρχεται στο νου κείνος ο στίχος του Έλιοτ για το ταξίδι των μάγων: «Ήταν φορές… που νοσταλγήσαμε τα καλοκαιρινά παλάτια… τα μεταξένια κορίτσια που μας έφερναν δροσιστικά…»

Δεν θέλω να αποκρυπτογραφήσω γιατί τούτος ο στίχος έχει δεθεί εντός μου με τη Μέση Ανατολή. Χαμένοι οι τρείς μάγοι σε κόσμο αφιλόξενο και εχθρικό, με τις ελπίδες της Ειρήνης λαβωμένες και τα παιδικά κορμάκια άψυχα, μίσχοι βίαια κομμένοι μες σε κτηνώδεις καιρούς.


Για το 2009, τραγουδούσε κάποτε ο Τουρνάς: «Τότε που ο πλανήτης μας θα ’ναι οπλοστάσιο κι οι δρόμοι θα μοιάζουν μ’ αρένα…»

Τότε. Δηλαδή, τώρα.
«Όταν όλοι οι τρελοί που τον κόσμο κούρασαν, μακριά μας θα έχουνε φύγει…», έτρεφε σπίθα ελπίδας ο τραγουδοποιός.
Λάθος υπολογισμοί αγαπητέ. Λάθος. Κάθε αχόρταγος κι άπληστος ηγέτης, εδώ ακόμα κατοικεί. Κι ο κόσμος -κουρασμένος πόσο-, δεν έχει μπόρεση ούτε αχνή φωνή διαμαρτυρίας να υψώσει. Ούτε καν αυτό.

Καλή Πρωτοχρονιά Κόσμε. Της Δύσης. Ίσως και της Ανατολής.



Μαριώ, Ένα τραγούδι για την Παλαιστίνη


Οι φωτογραφίες, από το www.reuters.com
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 22:03 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 14 ανάσες
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008
Φανός θυέλλης

«Οι μέρες όλο και μίκραιναν, το φως έφευγε γρήγορα, πιάνουνταν η καρδιά τ’ ανθρώπου κάθε απομεσήμερο. Ξαναγύριζε η αρχέγονη τρομάρα των προγόνων, που έβλεπαν τους χειμωνιάτικους μήνες τον ήλιο όλο κι ενωρίτερα να σβήνει. “Αύριο θα σβήσει πια ολότελα”, λόγιαζαν απελπισμένοι και ξαγρυπνούσαν όλη νύχτα απάνω στα ψηλώματα με αγωνία: Θα βγει, δε θα βγει; Κι έτρεμαν - ο Ζορμπάς τη ζούσε την αγωνία αυτή πιο βαθιά και πιο πρωτόγονα από μένα” (…)
Το πρωί ξυπνούσα εξαντλημένος και νικημένος κι άρχιζε πάλι ο πόλεμος. Κάποτε σήκωνα το κεφάλι• απομεσήμερο, έφευγε κυνηγημένο το φως, πλάκωνε απότομα το σκοτάδι. Μίκραιναν οι μέρες, ζύγωναν τα Χριστούγεννα, παρακολουθούσα το αιώνιο τούτο πάλεμα στον αγέρα, έλεγα: “Δεν είμαι μόνος• μια μεγάλη δύναμη, το φως, παλεύει μόνο, νικιέται, νικάει, δεν απελπίζομαι• θα νικήσω μαζί του”»


(Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)


Φυλλομετρώ σελίδες αγαπημένες για μυρίσει αλλιώτικα τούτη η παράξενη κι αγριεμένη εποχή. Η μοναχική και ξένη εποχή. Παλεύω να φέρω βόλτα την αμφιθυμία μου – γέλια μέθης κι ευχολόγια στα ρεβεγιόν, νύχια ακονισμένα και βλέμματα κόκκινα στους δρόμους. Χριστούγεννα ξένα. Αυτό.
Σα κουβέντες που κοπήκανε στα ξαφνικά από λαλιά ακατανόητη.
Εικόνα με παράσιτα που τρεμοπαίζει.


«Δεν είμαι μόνος», λέει ο Καζαντζάκης, «θα νικήσω με το φως».
Συλλογίζομαι τούτο το φως, που ’χει ο Χειμώνας –«το μόνο μέλλον μας, Χειμώνας…»*- και τις επικλήσεις του. Να στραφεί, ν’ ανέβει, ν΄ ανοίξει. Παρακάλια ειδωλολατρικά μιας άλλης πρωταρχής, με λαμπαδοδρομίες, με φωτιές, με μαντέματα, με διονυσιακές τελετουργίες.
Το φως. Η σωτηρία, η ελπίδα, η γέννα. Το λυχναράκι, ο φανός θυέλλης, η φλογίτσα που σπινθηρίζει. Η άλλη ανάγνωση της φωτιάς, πέρα απ’ την καταστροφική της δράση. Η συμβολοποιημένη της θέαση, το σημαινόμενον, που θα λέγανε και κάποιοι στοχαστές.
Μια σπίθα, ν’ αρπάξεις λάμψη να κρατηθείς.


Δεν υπάρχει ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα. Δεν υπάρχει.

Καλά. «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή»**, θα μου πεις. Ορθόν. Πολλή η δουλειά κυρίως όταν πρέπει να δουλέψεις για πολλούς κι όχι για τον έναν.


Κάθομαι μες στους 7 βαθμούς (!) που παγώνουν το αμάθητο σε κρύα Ηράκλειο και κοιτάζω τούτη τη χειμαζόμενη πόλη που μοιάζει να ξεχνιέται μες στην καταναλωτική κοκεταρία της… Τριγύρω, χρωματιστά λαμπιόνια του λούστρου και της τάχα μου γενναιοδωρίας, ανοικοκύρευτα κι ακαλαίσθητα σκορπισμένα.
Ξεπεσμένη αρχόντισσα που ‘βγαλε βόλτα τα προικιά να καμαρώσει.
Φθαρμένα, ασύνδετα, πλούσια, άδεια. Τα τριγύρω. Μπορεί και τα εντός.
Αλλά που ξέρεις; Επίκληση φωτός και τούτα τα κιτς λαμπιόνια, να σκίσουν τη νύχτα και την οδύνη, να μεταμορφωθούν σε αρχαία, λυτρωτική φωτιά.

«Δεν είμαι μόνος», λέει ο Καζαντζάκης, «θα νικήσω με το φως».
Εμείς κι οι μοναξιές μας, του αντιγυρίζω. Δαιμόνια και στοιχειά.
Που είναι κείνος ο οίνος ο βαθυκόκκινος της ζωής, της αγάπης, που απαλύνει τις άκριες της καρδιάς, που ζεσταίνει την ύπαρξή σου;
Που σε κάνει να υπάρχεις. Αυτό. Πρόσωπο αληθινό, υπαρκτό, σάρκα, αίμα και ψυχή μες στην απρόσωπη πόλη.

Χρονιάρες μέρες, λες και κυλούν ερήμην. Στην αναζήτηση του φωτός η ψυχή, στο έρεβος το κοινό μας σπίτι. Και δεν μιλώ μόνο για το πώς πορεύεται η πολιτική. Για διαδικασίες και για θεσμούς. Μιλώ για την κοινωνία.
Για το εμείς, για το πώς σχετιζόμαστε. Η κοινωνία πραγματώνεται χάρη στην επι-κοινωνία, γνωστό. Κι αυτό που βιώνουμε στους δρόμους όπου διασταυρώνονται βλέμματα και βήματα είναι αντι-κοινωνία.
Πρακτική αμετάβατη η επικοινωνία. «Επικοινωνώ για να επικοινωνήσω».
Συλλογικοί μονόλογοι και ματαιοδοξίες εν χορώ. Ρεζιλέματα.



Στέκομαι και κοιτάζω μια παρέα εφήβων. Άτσαλοι κι άγαρμποι μες στο αμάθητο σώμα τους. Στα μέλη τους αυτή η γλυκειά χαύνωση της εφηβείας. Στα μάτια τους ένα άγουρο πείσμα. Η ανάκατη αμηχανία της φύσης πριν από τη δυνατή βροχή.
Ένας τους, ίδιος Διγενής. Και Διόνυσος. Και Χριστός. Μια σαϊτιά το βλέμμα. Αγέρωχο, παράφορο ίσως η ελπίδα μες στη χειμέρια ερημιά του μέσα κι έξω τόπου. Ίσως.
Η φθαρτή ωραιότητα. Η ασύστολη. Η εφηβεία. Ο έρωτας.
Αυτό δε πα ’να πει εφηβεία; Ο έρωτας ο μέγας.


Μια κακομοιριασμένη αντιερωτική εποχή. Αυτό είμαστε. Αυτό έχουμε.
Σμίγουμε μ΄ ανθρώπους για να τους προδώσουμε στη πρώτη στροφή, καμωνόμαστε πως αρθρώνουμε την αγάπη μα κοιτάζουμε τη βολή μας, λογαριάζουμε μια κοινή ζωή με ατέλειωτα ωράρια και «ανεξαρτησίες».


Ζευγάρι ανήμερα Χριστούγεννα μες στη παγιέτα και το μετάξι: Τραπέζι ένα, κορμιά αλύγιστα, βλέμματα αλλού ντ’ αλλού. Δίωρο στο μαγαζί, ούτε μια λέξη, στ’ ορκίζομαι. Αυτός οπτικό τουρ στα γύρω κορμιά, αυτή πήγαιν-έλα στην τουαλέτα να πουδραρίζεται.


Και πες μου τώρα: εδώ δεν υπάρχεις ούτε μέσα από την αγαπησιάρικη κοινωνία με το ταίρι, πώς να υπάρξεις μέσα σε μια αντι-κοινωνία που τη νιώθεις κοπίδι αιχμηρό σε ψυχή και σάρκα;

Ψυχορράγημα μιας συλλογιστικής. Μπορεί.
Μπορεί πάλι να είμαστε μακριά νυχτωμένοι.

Και το μόνο φωτεινό που υπάρχει μπροστά να είναι το ότι ο Χειμώνας αποτελεί προάγγελο της Άνοιξης.
Κι αυτός είναι ο μόνος, πραγματικός θρίαμβος αυτής της εποχής.




Ξεράθηκε το χείλι γυρεύοντας την αγάπη τη ξεγυμνωμένη
που θάλπει και στηρίζει και θερμαίνει,
γι’ αυτό και οι φωτογραφίες της μεγάλης ελπίδας από την Jacqueline Roberts



*Στίχος της Κικής Δημουλά
**Στίχος του Οδυσσέα Ελύτη
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 14:41 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 15 ανάσες
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008
Ενηλικίωση, αυτή η ένοχη

Μέχρι τώρα, κάθε χρονιά έφτανε στα τελευταία της μέσα σε κάποια ελπίδα, με το μάτι κολλημένο σε κάποια χαραμάδα για μια χούφτα φως, έστω και μες σε δάχτυλα τρεμάμενα. Πως ν’ αποφύγεις σήμερα τη σκέψη πως η μόνη ορθή στάση απέναντι στη χρονιά που έρχεται είναι η απελπισία;

Αναρωτιέμαι τώρα κι εγώ, παλεύοντας να δώσω άνοιγμα στη ψυχή, να σπρώξει κι αυτή το βλέμμα ώστε να βρει σχισμάδες να τρέξει μπρος…

Φρένο απότομο μπρος στο υπερθέαμα της διαπλοκής, της διαφθοράς και της χυδαιότητας… Τείχος καλοθεμελιωμένο να κουτουλάς, να τσακίζεις αντοχές κι όνειρα, να πέφτεις σε μια ματαίωση πιο μαύρη κι απ’ την νύχτα τους.

Άλλο τείχος παρακάτω, πετρωμένο κι αυτό, οι στερεότυπες διαπιστώσεις των πολλών για τη συνολική παρακμή των συστημάτων της κοινωνικοποίησης της νεολαίας.
Δεν είναι ψέμα. Μα, αν αναζητάς απεγνωσμένα μια αλλιώτικη ματιά πάνω στα πράγματα, πίσω από τα φαινόμενα πα ’να πει, δε μένεις χορτάτος.

Θεσμοί ανάπηροι, μπάχαλο γενικευμένο, πανηγύρια εξέγερσης και ασυδοσίας που μέσα από χείλη εμβριθών αναλυτών και μέσα από πένες άξιες γυρεύουν ένα στίγμα ιδεολογικό, μια νομιμοποίηση πολιτική, μια απάντηση βρε αδελφέ, στο γιατί που τσουρουφλίζει, που πονάει, που φορές-φορές κλονίζει συθέμελα.

Αμήχανος θεατής η κοινωνία των ενηλίκων –των «ξερόλων»-… Κείνων που, είτε δεν συμμετέχουν σε παρακμιακά σενάρια πλουτισμού και επίδειξης (ως επιλογή, ή θέλοντας και μη), είτε βρίσκονται σε συνεχείς εναγκαλισμούς με το «σύστημα».

Κι έτσι, μες στην αμηχανία της, μια σημαντική μερίδα των ενηλίκων τουλάχιστον, σε μια έκρηξη αυτοκριτικής, λέει να «τα λουστεί» όλα.
Δικά της τα όσα προβλήματα στο πεδίο της μεταβίβασης αξιών, δικά της η πολιτική υποκρισία και οι αδηφάγοι τραπεζικοί μηχανισμοί, η χυδαιότητα των ΜΜΕ και η πληκτική ψευδολαϊκή εκπαιδευτική πρακτική, δικά της το νταηλίκι της νομιμοποιημένης βίας, ο σφετερισμός των δικαιωμάτων από την εξουσία και μαζί η μιζέρια μιας καταχρεωμένης, άνεργης, άνευρης καθημερινότητας.

Σωστό; Σωστό.
Από την άλλη όμως, στερεότυπος λόγος καταλήγουν να γίνονται τούτα δω, τα περί ευθυνών των ενηλίκων…
Αναρωτιέμαι λοιπόν, μήπως έτσι –μέσα σε μια οργιώδη προθυμία ανάληψης γονεϊκών ή δασκαλίστικων ευθυνών-βρίσκει χώρο επαρκή και συγκαλύπτεται η ευρύτερη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Δεν εντοπίζεται δηλαδή ή, αθωώνεται κιόλας, ένας μηχανισμός ιδεολογικός, μια διαδικασία συγκρότησης όλων αυτών των ομάδων, των φαινομένων, των μορφωμάτων που γίνονται κομμάτι του κοινωνικού σώματος, μέλος αδιευκρίνιστο, ή, μη αναγνωρίσιμο εντελώς.

Σκέπτομαι αρκετά τούτη την εκτιμητέα –δε λέω- αλλά μονόπλευρη κιόλας -ανέξοδη συχνά- ανάγκη μας να τα σηκώσουμε όλα στις πλάτες μας. Εννοώ δίχως να λαμβάνουμε υπόψη, χωρίς να εξετάζουμε τις όποιες συγκυρίες, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, που λειτούργησαν καταλυτικά ώστε να εγγραφούν σε συνειδητό και ασυνείδητο, οι γνωστές συλλογικές νοοτροπίες. Πως διαμορφώθηκαν ιστορικά δηλαδή, πως στάθηκαν στο χρόνο και σμίλευσαν μια στάση ζωής.


Από την άλλη, δεν έχω ιδέα ποιες ομάδες, ποιες δυνάμεις ή στρώματα θα είχαν μπόρεση και θέση να επεκταθούν δρώντας –κυρίως αυτό, δρώντας- και βαθαίνοντας την κρίση του πολιτικού συστήματος. Και δεν ξέρω ποιοι ενήλικες θα ήταν σε θέση να γίνουνε μπροστάρηδες, κρατώντας ξύπνια μια συνείδηση συλλογική που θα΄ναι ικανή να ανασυντάσσει συνεχώς ανάγκες κοινωνικές και προτάγματα και διεκδικήσεις.

Μάλλον εκείνοι που θα είχαν εντός τους μιαν ωραία νεότητα, μια πάλλουσα εφηβεία, αλλά… πουν ’τους…

Τα νέα, τα ωραία, τα φρέσκα μυαλά που θα’ χουν και σύνεση κι έμπνευση και μια αλλιώτικη θέαση στα πράγματα και στον κόσμο…


Οι νοοτροπίες φθείρονται πολύ αργά. Τρίβονται με γυαλόχαρτο ψιλό σιγά-σιγά για χρόνια. Μέχρι να λειανθεί η επιφάνεια και να δεχθεί τ’ αλλιώτικο, να ποτιστεί μ’ αυτό. Να γίνει ένα μαζί του. Πιο σωστά, να γίνει «αυτό». Το άλλο.
Κατά πολλούς, τ’ όνειρο.





Η φωτογραφία, από εδώ.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:28 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008
Απολείπειν ο Θεός Αθήνας
Για την αξία της ανθρώπινης ζωής δεν έχω να πω.
Πόσο μάλλον για την αξία της εφηβικής ζωής. Σιωπή. Μούγκα.
Την τύφλα μας μόνο. Αυτό θα ψελλίσω. Για τα κοινωνικά μορφώματα που θρέψαμε, για τις κοινωνίες που νανουρίσαμε. Για τις διάτρητες συνειδήσεις που βγάζουμε μπροστά να ψευτοκοκκορεύονται πως ακόμα ανασαίνουν.
Φτου μας.
Γιατί αν δεν έχει ευθύνες –για τα καλά και για τα κρίματα- ο πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, να μου το πείτε να το ξέρω. Κι από την άλλη πλευρά –την απέναντι, την υπερυψωμένη-, αν η αιρετή εξουσία δεν έχει λόγο να βγεί μπροστά και να πάρει στην πλάτη ό,τι στραβό συμβαίνει στα χώματα που μ’ εντολή λαϊκή κι όρκο δικό της κανοναρχεί, πείτε μου το να το μάθω κι αυτό.


Επιστροφή στα αναγνωστικά.
Για το ποιος κάνει τα κουμάντα, για το τι σημαίνει κυρίαρχος λαός, πολιτική βούληση, κράτος δικαίου, έννομη τάξη και ου τω καθεξής.
Άντεστε να ξανανοίξουμε τα λεξικά για τα περί ήθους και συνέπειας κι ευθύνης.
Να ’ρθουνε μετά και τίποτα καινούργιες προβληματικές να θεμελιώσουν ένα νέο πλαίσιο θεσμικών προτεραιοτήτων, μια νέα σχέση κοινωνίας-πολιτικής, ώστε να οδηγηθούμε από την κρίση στην αυτογνωσία κι από κει σε μια ανοιχτή προοπτική για ένα καλύτερο αύριο...


Το πώς μας φτύνει η ωραία η νιότη, άλλοτε μέσα από ενσυνείδητες θεμελιωμένες πολιτικές στάσεις και πρακτικές κι άλλοτε φέρνοντας τούμπα ό,τι θαρρούσαμε αξία δημοκρατική και δικαίωμα ιερό και δεδομένο, το βλέπουμε καθαρά.
Και το πετσί μας που ταράσσεται, μας λέει πως μας αξίζει. Και η ξεπουλημένη ψυχή μας διαισθάνεται, κατανοεί, οσμίζεται τη σαπίλα.

"Γενικεύεις", θα μου πείτε. "Αφορίζεις με μια κοντυλιά μα, δεν είμαστε όλοι έτσι". Ωραία. Δεν είμαστε όλοι έτσι. Κι εγώ στον δικό μου μικρόκοσμο έχω αρχές και τις υπερασπίζομαι με μια δύναμη στην οποία δεν επιτρέπω ούτε ραγισματιά. Και λοιπόν;
Οι μικρόκοσμοι αλλάζουν τις κοινωνίες; Μπούρδες. Τώρα πιά, μπούρδες.

Αποχαύνωση και δημιουργική πρόταση δε συμβαδίζουν.
«Η πάρτη μου» και συλλογική συνείδηση, μαζί, δε γίνεται.
«Η πάρτη μου» και κοινωνία συνοχής δεν πάνε παρέα.

Γεμάτοι αντιφάσεις όλοι μας και με συγκεχυμένες πρακτικές, δίχως δομημένο αξιακό σύστημα, τη μια υπέρ της εντιμότητας, την άλλη όπως κι ό,τι αρπάξουμε -μια και ο καθείς κι η πάρτη του-, τη μια δεν ενδίδουμε στην αηδία των πολιτικών συνθημάτων και την άλλη σφυράμε στον γείτονα νομαρχιακό σύμβουλο να σπρώξει λίγο για την υπόθεσή μας. Τη μια προτρέπουμε το παιδί μας διάβασε και διάβασε –ανοήτως πως- και την άλλη του φωναζουμε να βγεί και να σαρώσει τα πάντα στη κοινωνία γιατί αλλιώς δεν θα επιβιώσει…

Μουτζώνουμε τους πολιτικούς για τα σκάνδαλα και τη διαφθορά και σαν συμπληρώνουμε τη φορολογική δήλωση κάνουμε του κόσμου τις αλχημείες και τα μαγειρέματα με κείνο το οικοπεδάκι στο χωριό…

Τι μπορεί να σταθεί δηλαδή δίχως δυναμωμένη εμπιστοσύνη στο κοινωνικό οικοδόμημα, χωρίς πολιτική σκέψη και δράση ισχυρή και στάση ανάλογη απ΄ τους πολιτικούς, συνεπή και αξιόπιστη, τι να προχωρήσει δίχως κριτική ματιά οξυμένη απ’ τον πολίτη;

Όταν οι κοινωνίες δεν απαντούν στις ανάγκες της εκάστοτε πραγματικότητας, δε σαρκώνουν στόχους και δεν κοινωνούν τα αυτονόητα, ήθος και δίκαιο πα’ να πεί, είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν. Ξεκάθαρο. Περνούν ένα μεσοδιάστημα, μεταιχμιακό στάδιο πες, ανομίας όπως λέγεται όπου επωάζεται το καινούργιο (τα γραφτά το λένε αυτό και τα τεκμήρια της ιστορίας) και αλλάζουν. Άμποτε!


Άκουγα χθες έναν γελοίο πολιτικάντη να διαπιστώνει ενεός την ύπαρξη μιας αίσθησης καταφρόνησης της πολιτικής, μιας διάθεσης αποστροφής προς τις πολιτικές διεργασίες…
Άλλοι μακριά νυχτωμένοι κι αυτοί…

Επαγγελματίες πολιτικοί να ασελγούν χρόνια πάνω σε λαό υπνωτισμένο, να αναμασούν θεωρήσεις και ανακατασκευές προτύπων εξουσίας, επαναλαμβάνοντας απλά έναν στείρο, επηρμένο λόγο και μια αγκυλωμένη σε αναχρονιστικές διαδικασίες πολιτική.

Το σύγχρονο πρόσωπο της δημοκρατίας δεν είναι παρά κομμένες κεφαλές στα τηλεοπτικά παράθυρα. Αλαζονικά βλέμματα, νευρωτικά λογύδρια ανοησίας μακριά απ’ τα κοινωνικά καρδιοχτύπια και τις ουσιαστικές αγωνίες μας.
Λόγος ασώματος και ανερμάτιστος, δίχως αντίκρυσμα, εγκλωβισμένος στα συναλλακτικά ήθη μιας εξουσίας που τρέμει μην έρθει σ’ επαφή με το σώμα της• με την κοινωνική πραγματικότητα.

Αυτή ακριβώς είναι η πολιτική σήμερα. Και η κοινωνική συνοχή, αυτή μοιάζει να’ναι. Κομμένη κεφαλή που οφείλουμε να επανασυγκολλήσουμε με το πληγωμένο αλλά –ακόμα ευτυχώς- παλλόμενο σώμα.


Είδα κι έναν δεκετριάρη στην πορεία την πρωινή να τσινάει σαν το αγριοκάτσικο μπροστά στον αγριεμένο του πατέρα που τον τραβούσε απ’ το μανίκι: «άσε με κάτω! Θέλω να μείνω στην πορεία! Μεγάλωσα πια και μπορώ να ξεχωρίσω τον προσωπικό αυταρχισμό από την αυταρχική δημοκρατία!»

Μειδίαμα θολό, για τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα και τις αλήθειες που μονάχα τρελοί και παιδιά πλέον λένε.
Κοντοστάση, για να’ ρθει μετά η σκέψη πως η βία δεν είναι παρά η μέθοδος συναλλαγής στον κόσμο των ενηλίκων.
Γνωστό: Αν σε μια βία αντιταχθεί μια άλλη βία, αυτό βεβαιώνει τον έφηβο ότι έχει δίκιο που πράττει βίαια.

Παιδιά ωραία, παιδιά με παλάμες δεμένες, φλέβες που φωνάζουνε, παιδιά που ξερνούν στίχους τραγουδιών μπρος στη δική μας ανοχή.
Κι έχουνε και μια γλυκιά θλίψη, σαν παράπονο, για τη ματαίωση που μας ματώνει, εμάς, τους ενήλικες, πως ό,τι και να γίνει το ποτάμι ρέει ερήμην.
Μας, του, τους, μικρή διαφορά.

Παιδιά μιας αγέλης τα άλλα, της νύχτας λέω, που αυτή έχουνε αντί για εξουσία (έτσι δε λέγανε στο Μάη του ’68; Εσείς έχετε την εξουσία, εμείς έχουμε τη νύχτα)…
Ομάδα με δυναμική αυτοαναφερόμενη, στη λογική αγέλης.
Αγέλη που, αν και προς τα έξω εκφράζεται αντιεξουσιαστικά, στην πραγματικότητα αναπαράγει στο εσωτερικό της τις ίδιες σχέσεις εξουσίας που επιδιώκει να ανατρέψει.
Και στις πράξεις της, με διαφοροποιημένη δομή, εντάξει, τις ίδιες σχέσεις συντηρεί.
Πολλαπλές οι αναγνώσεις, αλλά ναι.



Αθλιότητες. Ποιες οι μεγαλύτερες, των «πολιτικών αντρών», της ετοιματζίδικης δημοσιογραφίας, του οργισμένου αντιεξουσιαστή ή των δικών μας ημικοιμισμένων–κατά το δοκούν- συνειδήσεων, αδυνατώ να ξεχωρίσω.
Απαξία. Ό,τι χειρότερο. Σχεδόν.

Δε μένει παρά η σκληρή προτροπή:
«αποχαιρέτα την πρωτεύουσα που χάνεις».

Και χάνεται. Ίδια κομμένη κεφαλή.





Οι φωτογραφίες είναι από το flickr.com των alexandros_m, bilwander και Nikos_Z
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:02 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 16 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape