Ηράκλειο. Χθες, με το φεγγάρι.
Goran Bregovic και Ψαραντώνης, συνταίριασμα αντάρτικης κι αρχοντικής μαζί ψυχής, στης μουσικής το διάβα. Το Παγκρήτιο Στάδιο πολύβουο, ζωηρό, παιχνιδιάρικα ανήσυχο. Κι η πελαγίσια δροσιά από δίπλα, ευλογία.
Η βραδιά είχε χρώμα και μιλιά χάρη στον Σύλλογο Οικογένειας "Αριάδνη" του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων.
Τη σπίθα του καλωσορίσματος την έβαλαν πολιτικοί φορείς, πράγμα που προκάλεσε τον Δημήτρη Αποστολάκη -των Χαΐνηδων- να σύρει αγριεμένη φωνή και να γυρέψει ανοιχτή σκηνή-στιγμή για τους πολλούς, για τους απλούς κι όχι για τους άρχοντες. Ανάμεσα στους θεατές κι ο ίδιος, έγινε από αρκετούς ορατός, ως μανισμένος υπερασπιστής των αδυνάτων...
Στο γλέντι έβαλε αρχή ο Ψαραντώνης, ψυχή να τρυγάς ολημερίς και την νυχτιά πάλι καρπό να'χει να σε θρέφει. Ποιά διονυσιακή ορμή και ποιό εκστατικό παραλλήρημα... Μυστήριο και μύθος μαζί αυτός ο άνθρωπος. Το απολλώνειο φως να λούζει το δοξάρι. Κοιτάζανε τα μάτια μου, τσούζανε σχεδόν, κλωτσούσαν -έχει και το κάλλος όρια, δεν έχει;- και συνάμα ρωτούσανε την σκέψη που'χει γήινη πηγή, πως να'ναι τα δάχτυλα αυτού του ανθρώπου. Παίρνω όρκο, πως είχανε ματώσει. Δεν γίνεται αλλιώς. Μην και κάνει σε μερικούς γλυκοκοιτάγματα η σάρκα; Μπα... Με τόση μανία, με τέτοιο δόσιμο; Ύμνος, λατρεία και χορός συναπάντημα σ' ένα δοξάρι, σε πέντε δάχτυλα!
Λέω λοιπόν πως η διονυσιακή ορμή, αυτή η αρχέγονη, η ανεξάντλητη και πανίσχυρη ζωική ορμή, κάνει διακρίσεις. Λογικό. Ενυπάρχει στον πυρήνα κάθε μορφής ζωής, αλλίμονο! Μα σε μερικούς παραστοιχειώνει!
Να μας κουβαλήθηκε ο Πάνας απ' την Αρκαδία λέτε; Ή να κρυφοκοίταζε στα σκοτεινά; Σα να μου φάνηκε βέβαια πως λαθροκοίταξα κάτι φιγούρες ξωτικές -νύμφες να'ταν;- που κοντοσιμώνανε τον Ψαραντώνη κι όλο του μουρμουρίζανε στ' αυτί. Κι αυτός ετίναζε την κόμη στο πάθος της μουσικής παραδομένος κι εκείνες χανόταν στο λεπτό. Κι έπειτα ξανά και ξανά...
Τούτη η ανορθόδοξη θωριά του Ψαραντώνη, κατά το παίξιμό του κι ο λόγος του, σχεδόν αιρετικός, μαζί με τους αλλαλαγμούς του κόσμου, μ' έκαναν για λίγο να συλλογιστώ την ιδιαιτερότητα του τόπου. Για την κρητική μουσική μιλώ μα πιο πολύ για το πάθος των ντόπιων προς αυτήν. Των νέων. Τόσο βαθιά και άγρια χρωματισμένο πάθος, ακατέργαστο, άρα Πάθος πραγματικό, δεν έχω συναντήσει σε νέους άλλων τόπων. Έφηβοι αρπαγμένοι απ' την παραδοσιακή μουσική παντιέρα, μισοσκαρφαλωμένοι στα βουνά, έτοιμοι να πούνε και να πιούνε τα ριζίτικα, λες κι ο χρόνος σκάλωσε για πάρτη τους σε αλλιώτικου καιρού αντρειά...
Κι απ' την αρχόντισσα τη λύρα στην θριαμβευτική είσοδο των χάλκινων που σηκώσανε τους Κρήτες απ' τα καθίσματα και βγάλανε στη βραδυνή υγρασία τις καρδιές να στάζουνε τους πόθους, να μπερδεύουνε τα όνειρα και τις αλήθειες, τα χτυποκάρδια με τον κρότο της κάθε νότας. Πως λέμε "παλμέ, χτύπα πιο σιγά μην αποκάμω"; Έτσι.
Και φανταστείτε ότι παίζανε και με όργανα δανεικά!
Κάπου παράπεσαν -λέει- τα δικά τους, στη Βιέννη το πιθανότερο
(ω,αεροπορικές εταιρίες,προσκυνώ) και βγήκαν στη... ζητιανιά να γυρεύουνε όργανα-αντικαταστάτες από τη Φυλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου!
Τέλος πάντων, όλα καλά.
Οκτώ λοιπόν με το χαλκό για σμίλη, για πανί και εφαλτήριο, ένας στα τύμπανα και στο ακκορντεόν κι ο Bregovic στο φέγγος της κιθάρας. Αριστερά μπορείτε να διακρίνετε τρία θηλυκά, φωνές που μεγαλούργησαν και γέννησαν χειροκρότημα-ποταμό. Οι δύο με παραδοσιακές φορεσιές, η τρίτη λουσμένη στα ασημένια, θύμιζε τραγουδίστρια της πίστας του '70, μια Ζωζώ Σαπουντζάκη στο πιό χυμώδες (!) αλλά ρυάκι η φωνή. Να πέσεις να δροσίζεσαι, να καθρεφτίζεσαι στο κρύσταλλο.
Κέφι; Λέξη μικρή. Βγάζει "λιγιά" που λέμε εδώ. Διόνυσος, Πάνας και Απόλλωνας, Μαινάδες, Νύμφες, Μούσες, όλοι τους πάνω στην σκηνή. Σεληνιασμένοι.
Και να 'ρχονται βροχή σκηνές από ταινίες ντυμένες στη μουσική του Bregovic, πολυαγαπημένες όλες, θρυλικές. Και να περνούν απ' την σκηνή καραβάνια αργοκίνητα και ν' ανεμίζουνε πολύχρωμα τσιγγάνικα φουστάνια, να αιωρούνται φιλιά φλογερά, ποτάμια που κυλούν μαζί με τη μοίρα, εικόνες πολέμου παρανοϊκού που φεύγει για να 'ρθει ο λυτρωμός τ' ανθρώπου...
Σκεφτόμουνα, αυτό το χύμα πάθος των βαλκανίων, της σέρβικης μουσικής εν προκειμένω, που αλλού το συναντάμε. Αυτόν τον βόμβο του χαλκού, το "έλα" και το "φύγε" απ΄τα τύμπανα καθώς και του ακκορντεόν τη μαχαιριά, το παράπονο που ρέει ανενόχλητο, όλα τούτα πως γεννήθηκαν. Ποιός τ' ανάθρεψε. Των τσιγγάνων οι περιπλανήσεις;
Δεν έχουν δηλαδή πράγματα να πουν με τα αφρικάνικα καλέσματα; Τις παρακλήσεις, τους κρότους, τους ρυθμούς; Δεν συγγενεύουν με τα μελωδικά αγγίγματα των λατίνων, με τα βήματα τα χορευτικά, θυσία σ' ό,τι ο έρωτας ορίζει για αρχή και τέλος;
Χόρτασε η νυχτιά, δε λέω... Μέχρι και "αέρα", ναι, ιαχή πολεμική κάλεσε ο Bregovic τα πλήθη να φωνάξουν. Σπρωξιά στη δύναμη να βρει δρόμο, να λευτερωθεί.
Αν και, σιγά που θέλει πολύ! Βαλκάνια ψυχή, πως να μερέψει...
Άλκηστις Πρωτοψάλτη
Ρεθεμνιώτικα συρτά, Ψαραντώνης)
Αχ, σα να νιώθω και το βραδυνό αεράκι από την περιγραφή σου :)