Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007
Ο «Δεντρός»
Πρέπει να ’ναι δυο-τρία χρόνια τώρα που ’χω πάρει χαμπάρι τη σκιά του να σαλεύει μες στις στενοκοπιές της πόλης, σφίγγοντας στη μασχάλη ένα μάτσο εφημερίδες -πάντα χαρτούρα αγκαλιά- και το βήμα λες και θέλει να γδάρει την άσφαλτο, να τη ζορίσει ώστε να ξεράσει όλη τη μαυρίλα, όλη την πίσσα που ’χει πιει.
Περίεργη κοψιά. Χωμένος μέσα σε δάνειο σώμα, χαμένος μες στους δασόφυτους λειμώνες της ψυχής του, αγιασμένος και μόνος, ασκητής κι αγύρτης, ξενίζει.
Να κοντοστέκεσαι, να ανακρίνεις με τα μάτια τούτο τ’ αγρίμι μπας και διαπεράσεις το σαρκίο.
Κι αυτός, μιλιά.

Ελαφρά σκυφτός, τον νου του που θα πατεί, μ’ αυτό το απίστευτο βήμα που ματώνει το μαύρο. Της γης. Έτσι, σαν ιεροτελεστία. Σαν να περιβάλλεται με άμφια, σαν να βάζει μπρος τελετουργία μυστική. Ρούχα φαρδιά, καφετιά και γκρίζα, ζαρωμένα και βρώμικα.
«Ελεεινός», θα πούνε οι κυράδες και θα συρθούν στο λεπτό στην ασφαλή ζεστασιά της κουζίνας τους. Κι εκείνος, στη φυγή του. Σαν τους αλαφροΐσκιωτους των χωριών κάτι αλλοτινές εποχές που αδιαφορούσαν επιδεικτικά μπροστά στη γύρω χλεύη. Σα να λέγανε –με τον τρόπο τους- πως έχουν ευλογία καλομοιρωμένη• δίχως ανταπόκριση απ’ τους απέναντι. Πως μονάχα εκείνοι μπορούν να φυσάνε στη στιγμή να τη μεγαλώνουνε, να κρατάει κι άλλο, μόνο εκείνοι ξέρουνε να ξεχειλώνουν το εφήμερο, να κάνουνε το τίποτα σπουδαίο. Ποιητές ένα πράγμα- που λες.


Λοιπόν, μέσα σε τούτο το άφθογγο σώμα με τη ξηλωμένη περπατησιά ακούς πότε-πότε να σαλεύει μια γλώσσα καμπουριαστή. Γυρτή. Με τα κοίλα της και τις κούρβες της. Εκεί που περπατά, ξάφνου, πιάνει ένα μουρμουρητό, του δίνει και δυο νότες να γλυκαθεί να θυμίζει τραγούδι, ή μάλλον ψαλμωδία, σα να συνδυάζει σπασμένες συνηχήσεις• έτσι, για το χάζι. Μια φορά που ήμουνα κοντά, μου φάνηκε πως άκουσα το «όνειρο δεμένο στο μουράγιο», εκείνο το παλιό με τον Γαβαλά. Άλλοτε πάλι που προσπέρασα βιαστικά σα να μου ’φερε ο αγέρας δυο κουβέντες από το «μινοράκι» της Αλεξίου. «Δε νιώθω θλίψη, μα μου ’χει λείψει…»
Παράταιρο το τραγούδι μες σε τέτοια θωριά. Ίσως γι αυτό πάντα, μισοτελειωμένο. Ψαλιδισμένες νότες, ανάκατες, περήφανα ευνουχισμένες.

Δεν αναρωτήθηκα ποτέ για τη στέγη του. Εκείνο που με δυσκόλευε σαν τον απαντούσα, ήταν το βλέμμα του. Δεν έπεφτε ποτέ πάνω σε ανθρώπους. Μόνο τις στρογγυλάδες των παπουτσιών του κοίταζε και τις πλάκες των πεζοδρομίων. Έπειτα, ήταν και τα χρώματα. Στο δέρμα του πάνω. Σχήματα, γραμμές, κόκκινα και θαλασσιά. Γοργόνες, δράκοι, συμβολισμοί, ούτε που δύναμαι να υποθέσω. Ένα εκρηκτικό συναπάντημα τατουάζ, ένας αχταρμάς κοινώς, απ’ όπου δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη. Φαινόταν στο λαιμό του και στα χέρια, στο στέρνο του μπροστά, όπου δηλαδή ξεγυμνωνότανε η σάρκα, μα όχι εντελώς• πάλι κεντίδια και ζωγραφίσματα βαριά είχε για κρυψώνα. Τούτη η εικόνα του περιθωριακού με το γαζωμένο κορμί, την απλυσιά, τα χυμένα ρούχα, τ’ απόκοτο στην ίριδα, τη νότα κρεμασμένη στη φωνή και τη χαρτούρα υπό μάλης, μοιάζει ιδανική για να ιχνογραφήσει το ξένο.
Το άλλο. Κείνο που αράθυμα κείται και μέσα μας.
Όσιος, φιλοτεχνημένος απ’ τη ζωή, θα πουν οι φωτισμένοι.

Χμ… Μήτε τ’ όνομά του δεν κατέχω. «Να ο Δεντρός», άκουσα κάποτε ένα σμάρι αλητόπαιδα να δείχνουν κατά τη βαδισιά του.
Παραξενεύτηκα με τον χαρακτηρισμό, μα το προσπέρασα.

Χθες βράδυ, τον αντάμωσα στα Νεώρια, σε μια γωνιά που είχα πάρει πρέφα ότι κουρνιάζει άστεγος. Σ’ ένα τοιχίο πάνω, ανατολικά, προστατευμένο απ’ τ’ αγιάζι, έβλεπα για καιρό αφημένη μια κουβέρτα κι ένα μάτσο εφημερίδες. Στρωματσάδα πάνω στα χαρτιά, ξόρκια στην υγρασία. Γι αυτό λοιπόν κουβαλάει πάντα εφημερίδες…
Χθες που λες, αργά το βράδυ, τον είδα να κοιμάται εκεί ακριβώς. Απίστευτα γαληνεμένος. Ένα πρόσωπο, φεγγάρι. Αγλάισμα της νυχτιάς η οξειδωμένη όψη του. Ταιριασμένο με την ώρα και το χώρο το ανοίκειο, ξεχειλωμένο, ξερακιανό κορμί του.

Έμεινα να θωρώ ανήμπορη για όποια κίνηση. Ώστε εδώ, σκέφτηκα…
Δίπλα του ακουμπισμένο ένα ταπεράκι• δυο μπουκιές ποιος ξέρει από πού, από τι χέρι…
Στάθηκα -φαίνεται- δυο ανάσες παραπάνω απ’ ό,τι λογαριάζεται σαν φευγαλέο κοίταγμα, γιατί ο Δεντρός, άνοιξε τα μάτια.
Να ’τανε η στιγμή, να ’τανε η ματιά μου που ‘θελε να κατανοήσει, όχι να κρίνει, ό,τι και να ’ταν, είπαμε δυο κουβέντες.
Όχι βαριά ιστορικά και βιογραφικά σημειώματα, μη φανταστείς. Τα λίγα, τα ελάχιστα, που μαρτυρούν πολλά.
«Εσύ κοπελιά, κοιμήθηκες ποτέ σου πάνω σε πέτρα που μιλάει και σωπαίνει για αιώνες; Στην Αστυπαλιά, πάνω στο κάστρο, μια βραδιά θυμάμαι με πήρε ο ύπνος με το ένα πόδι κρεμασμένο στο γκρεμό. Ίσα που χωρούσε το σώμα στο τοιχάκι. Τ’ άστρα με σκεπάσανε. Για θεούς δε ξέρω, μα, σαν την αγρύπνια των ουρανών δεν έχω άλλο να πω…»
Στα σωθικά η φωνή. Την κατάπια που λες. Τι να πεις τώρα. Για κείνα τα απλά, δηλαδή τα μεγάλα, που δεν τόλμησες ποτέ.
Κοίταξα από κοντά πια, τη γεωγραφία του κορμιού του. Όλο ζωγραφιές. Ολόκληρο.
Δέρμα τραχύ, χιλιοτρυπημένο. Είπα να ρωτήσω. Μου ‘πε για τα παιδιά που χαράζουν ονόματα και σκέψεις σε ξύλινα παγκάκια και φλοιούς δέντρων. Και πως αυτός, που δε ριζοβολά πουθενά, κάνει δέντρο τη σάρκα του, της φοράει χρώματα κι έπειτα, όλα τούτα που γράφει στο πετσί του, τα βλέπει για λουλούδια.

Του μαρτύρησα πως τον αποκαλούν τα παιδιά. Το ‘ξερε, ήταν χαρούμενος γι αυτό.
Ξάφνου ένιωσα ανεπιθύμητη και στράφηκα να φύγω. Φτάνει τόσος λόγος, σκέφτηκα. Θα του παράπεσε.

Καληνύχτισα κι έχωσα τα χέρια στις τσέπες. Τάχυνα το βήμα, μα γρήγορα μετάνιωσα. Άλλαξα ρυθμό, είπα ν’ αργοπορήσω μπας και καθυστερήσω το χρόνο. Άφησα ξεκούμπωτο και το μπουφάν. Τα χέρια να κινούνται.
Ένιωσα το παγωμένο, νοτισμένο αεράκι του λιμανιού να με ποτίζει. Να το ρουφούν τα κόκαλα, να γλιστρά μέσα απ’ τους πόρους. Στις φλέβες να φτάσει• ευχήθηκα. Να ριζώσει. Να δεντρώσει• μπορώ να το πω έτσι; Ν΄ αρχίσει η γέννα των ανθών. Η ζωγραφική τους. Δίχως βελονιές. Αλλά με χρώματα γερά, δυνατά. Να ΄χουν να τρέφονται οικεία μάτια και συγγνωστά αγγίγματα.

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:57 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 34 ανάσες
Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007
Ο αστερίας και η γυναίκα

Ένας Αμερικανός που έκανε διακοπές στο Μεξικό, περπατούσε κατά μήκος μιας ερημωμένης ακτής την ώρα της δύσης. Εκεί που βάδιζε, παρατήρησε μια γυναίκα. Όσο την πλησίαζε, εκείνη φαινόταν να σκύβει προς το έδαφος, να πιάνει κάτι και να το πετά στον ωκεανό. Γρήγορα ο τουρίστας αντιλήφθηκε ότι η γυναίκα σήκωνε αστερίες που είχαν ξεβραστεί στην ακτή και έναν-έναν κάθε φορά τους πετούσε στη θάλασσα.

Ο τουρίστας παραξενεμένος τη ρώτησε:
«Αναρωτιόμουν τι κάνεις…» Η γυναίκα τον κοίταξε και είπε: «Πετάω αυτούς τους αστερίες πίσω στον ωκεανό. Βλέπεις, λόγω της άμπωτης, αυτοί οι αστερίες έχουν ξεβραστεί. Εάν δεν τους πετάξω πίσω στη θάλασσα, θα πεθάνουν.»

«Καταλαβαίνω», είπε ο τουρίστας, «αλλά υπάρχουν χιλιάδες αστερίες σε αυτήν την παραλία. Πως μπορείς να τους σώσεις όλους; Άλλωστε, αυτό το φαινόμενο παρατηρείται σε χιλιάδες παραλίες σε όλη την ακτή. Δε βλέπεις, λοιπόν, ότι η πράξη σου δεν έχει νόημα και δεν κάνει καμιά διαφορά;»

Η γυναίκα χαμογέλασε, έσκυψε, σήκωσε άλλον έναν αστερία και καθώς τον πέταγε πίσω στον ωκεανό είπε: «Γι’ αυτόν εδώ έκανε διαφορά».



Η ιστορία υπάρχει σε έντυπο από το Ινστιτούτο Κοινωνικής Αλληλεγγύης-Γέφυρες Φιλίας, καθώς και σε φυλλάδιο του ΚΕ.Θ.Ε.Α.

Η φωτογραφία είναι του Darien Chin
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 16:41 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007
Μη κοιτάς ψυχή μου· βλέπε!

Όσο ανάβουνε οι προβολείς του κόσμου
τόσο αδυνατίζει η δική μας όραση.
Ένας τυφλός
! Να μας δείξει το φως...
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:06 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 31 ανάσες
Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007
Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού…

Έχει και συνέχεια, το ξέρεις. Πάμε -που λες- στο παρακάτω:
…που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού…

Πέντε, δέκα, εκατό, ούτε που ξέρω πόσοι οι στίχοι που σταθήκανε πάνω στ’ αμόνι και σφυρηλατήθηκαν με λύσσα να ’ναι αιχμηροί να μπήγονται έτσι, γλιστεροί και πυρωμένοι στο δέρμα από κάτω, να συναντιούνται με το αίμα, να κυλάνε ζευγαρωτά, να κρατιούνται απ’ τη ζωή τ’ ανθρώπου. Και να την πίνουν, στεγνή και ξεραμένη.

Δεν ξέρω πόσες φορές. Δεν υπολογίζεται δηλαδή. Άκουσα ξανά και ξανά και πάλι τούτο τον στίχο-λυγμό (και κραυγή θαρρώ), με μάτια να θολώνουν, να υγραίνονται κι έπειτα να προσπερνούν. Όποιος κι αν είναι ο χώρος κι ο χρόνος• στη σιγουριά της μοναξιάς ή στο ξεγύμνωμα της πολυφωνίας. Κι ό,τι ήθελε να βαφτιστεί ως συνενοχή, γύρισε πίσω στην πηγή του. Ούτε δάκρυ, που λες. Έτοιμο, ολόγιομο, στο «τσακ» να πισωγυρνά. Καρφιά ολόγυρα, και στ’ αυτιά και στη καρδιά, μα τρύπες να χυθεί, σφήνες να χωθεί, ούτε μία. Στο λόγο μου.

Από νέα, άλλο τίποτα. Κι από παλιά, μια απ’ τα ίδια.
Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, στα τριανταπέντε τώρα, αλλάζουνε πορείες. Μετά από είκοσι χρόνια, θα μου πεις; Με θρανία στη διαδρομή και έδρανα πανεπιστημίων και σκοπιές και νοσοκομεία –νόσος σοβαρή εκείνης- και χέρια σφιχτοπλεγμένα κι αγκαλιές και βέρες και παπάδες και ξενύχτια πάνω από πυρετούς –πότε ο ένας πότε ο άλλος- και μ’ ένα «το νιώθω όταν δεν είσαι καλά» που άλλοι γδέρνουνε πέλματα και ψυχή μια ζωή να το ανταμώσουνε, να τ ΄ακούσουνε και εάν…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, κλασικό ζευγάρι πες, τραβάνε μονάχοι τώρα. Θυμωμένες τελεσιδικίες.
Δικηγορίστικα γραφεία, τα «μου» και τα «σου» σε λίστες, ξηγημένα πράγματα μην έχουμε άλλα ντράβαρα, νύχια που μπαινοβγαίνουνε ακονισμένα και λόγια, λόγια στοιχειά, σκιάχτρα οι φόβοι, οι ιδιοκτησίες, συλλαβισμοί αγριεμένοι απ’ τις μαμάδες, όχι το αυτοκίνητο ποιος, όχι το διαμέρισμα μοιρασμένο…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, είχανε μια βιτρίνα; Λέω τώρα. Λέω για να λέω δηλαδή. Γιατί το ’χω καλοχωνεμένο πως οι αγάπες έχουνε σάρκα τρυφερή, μωρού που κατουριέται πάνω του και θέλει να τ’ αλλάζεις, να το γλυκονανουρίζεις, να τ’ αναθρέφεις να μαθαίνει κι έπειτα να διδάσκεσαι απ’ αυτό, ω, πόσο κόπο θέλει ν’ αγαπάς, ποιος μας το’ πε, ποιος;
Ποια θρανία ζεστάναμε, ποια μολύβια μπήξαμε στα δάχτυλα, σε ποια χαρτιά σύρθηκε το χέρι να μάθει, να παιδευτεί, να προχωρήσει, πότε προακτέοι και πότε μετεξεταστέοι, αμάθητοι πάντα, πάντα διψασμένοι, πάντα στη δική της ζήτηση. Της αγάπης. Να υπάρχει. Να ’ναι εδώ. Έστω και ξένη.

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, δυο κόκκινοι χιτώνες τώρα, δυο δώματα, δυο στρώματα, δυο κλειδιά, δυο μοναξιές σ’ αριθμητήριο ένα.

Πολύ με πείραξε. Πολύ. Σα κυκλαδίτικη αμμουδιά που ερημώνει μες σε Νοέμβρηδες ανεμόδαρτους. Και σέρνει φύκια ξερά στη ράχη. Νησί στο καταχείμωνο; Αυτό.
Καλά, ότι είναι πένθος το χώρια, είναι. Κι ότι ο καθείς τα δικά του μνημονεύει και σ’ εκείνα κολυμπά, γνωστό. Ωραία, και; Δείξε τον έναν με το στεγνό μαξιλάρι. Το μονό.

Μέλι στις αγάπες που φοράνε μαντήλι πορτοκαλί στα μαλλιά ήλιοι κι άστρα φουντωμένα. Και το ίδιο ισιώνουν σε βοριάδες και κατακλυσμούς.
Μέλι, ακόμα κι όταν η μελαγχολία των λέξεων στέκεται αμήχανη ή στοχαστική.
Και γυροφέρνει τα εδώ. Τα δικά μας. Ή, το εκεί. Που μπορεί να ’ναι πολύ «εδώ». Πολύ περισσότερο δηλαδή.

Πώς να θυμώσεις με το χώρια τ’ αλλουνού, σφαλίζοντας τ’ αυτιά σου στα ουρλιαχτά του δικού σου; Εύκολα αναγνωρίζεις το οξύμωρον μέσα σου: Και αγάπη και φόβος τ’ αντίθετό της δηλαδή. Αδύνατον να οργιστείς με τον όντως εχθρό σου. Τον συναντάς στα δικά σου λημέρια. Σου ανήκει και του ανήκεις.

Ίδια η νύχτα, που λέγαμε τις προάλλες. Του έρωτα κι αυτή. Να την ευγνωμονείς –που όμως; στη φύση εντός, στις πόλεις μακριά-, γιατί είναι η μόνη αφή, που αγρυπνεί για τον άνθρωπο.

Κι ήτανε που λες εκεί, στον Αποκόρωνα, σε χωράφι ξέφραγο, ν’ αλαργιεύεις, να κουτρουβαλάς, να καβαλικεύει η σκέψη ανοιχτάδες, εκεί ήταν που ένιωσα το δείλι να πνέει ελεύθερο, ψυχρούλα γλυκιά, που νικά τον όποιο φόβο.
Πέντε αλητήριοι άνεμοι τριγύρω κι η νύχτα στην προετοιμασία της.
Φως κανένα. Τίποτα. Μηδέν. Μη την προσβάλλουμε. Μη τραυματίσουμε τον ερχομό της. Μα, παρατηρείς πως στραγγαλίζουμε την πρώτη κιόλας ανάσα της με φώτα; Ορμάμε μες στη βαρβαρότητα του πολιτισμού να καταπιούμε το «έλα» της.
Έρχεται κάτι να μας πει. Να δηλώσει παρουσία. Να μας δείξει. Να μας μάθει. Να μας κάνει κοινωνούς πραγμάτων άγιων και μυστικών.
Στο θάμπος της μέρας εξοικειωμένοι, ξεχνάμε. Ξεχνιόμαστε. Και τις ξεσκίζουμε τις σάρκες. Αίμα το φως. Παγωμένο, κίτρινο. Ίδια ακριβώς, όπως κάνουμε με την αγάπη.

Εκεί που λες, στους αμπελώνες μέσα, παραμερίσαμε. Βουβαθήκαμε ν΄ αφουγκραστούμε τη στιγμή, σπάσαμε λάμπες για την υποδοχή της. Ούτε σπίθα, αλήθεια. Ούτε καν αναπτήρας.
Φύλλα να τρέμουνε στα μάτια και τ’ άστρα σε περιπολία συνωμοτική. Τα χώματα, οι μυρωδιές, τα όνειρα που σαλεύουνε, οι φόβοι που κροταλίζουν στα πόδια σου, θειάφι κι ανάγκης πύρωμα μαζί.
Ποτέ μου δεν είχα αισθανθεί σε τόση ένταση, ότι το σκοτάδι μπορεί να είναι ιερό κι ελεύθερο. Ικανό να σε κάνει μες στην άφθαρτη αγριάδα της ομορφιάς να θες να αναμετρηθείς μαζί του. Να κλέψεις. Να γίνεις όμοιός του. Να του μοιάσεις.

Μακριά ακόμα απ’ τα φώτα τα πλούσια, τα τραυματικά, οδηγώντας πια, έκανα στην άκρη, έσβησα τα φώτα κι έβαλα το τραγούδι.
«Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού», ήρθε ο στίχος.
Μπούκωσα. Φρέναρα το πισωγύρισμα κι άφησα το δάκρυ να κατηφορίσει στο μάγουλο και να αρπαχτεί απ’ το χείλι, για να το πιω• να το χορτάσω.


(Ο στίχος είναι του Μάνου Ελευθερίου.
Θάνος Μικρούτσικος στη μουσική,
Χρήστος Θηβαίος στην ερμηνεία.


Η φωτογραφία είναι του Beat A. von Weissenfluh)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:19 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 43 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape