Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2007
Υπανάπτυκτες κοινωνίες

Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα τους.
Έστησαν και θεμελίωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις
ξύλα κι άλλα πλεούμενα.
Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι»
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου,
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλο και σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλο και σίδερο και φωτιά.


Άξιον Εστί ( Απόσπασμα από τον Ύμνο Ζ΄)
Οδυσσέα Ελύτη



Ολόγυρα στη σφαίρα μας, εδώ έναν αιώνα και βάλε, οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι ιχνηλατούν την πορεία του ανθρώπου στο χώμα και το κύμα που βαφτίσαμε Γη και σ’ ό,τι πάλλει εντός κι εκτός μας, ζυγισμένο ως χρόνος.
Τούτοι οι σπουδαίοι ταξιδευτές της ύπαρξής μας, φέρνουν συχνά στο φως πολύτιμες μαρτυρίες για τις αντιλήψεις και τις συλλογικές πρακτικές των «πρωτόγονων» λαών της Γης. Κείνων που τόσα χιλιάδες χρόνια –πόσα αλήθεια; Σαράντα;- από τότε που εμφανίστηκε το έλλογο ον, ο άνθρωπος, στην εξελιγμένη, την προοδευμένη γη, αποτελούν τους τελευταίους της Λίθινης εποχής.


Για παράδειγμα, η σπουδαία ανθρωπολόγος Margaret Mead έφερε τούμπα τον πλανήτη για να ανιχνεύσει τα πως και τα γιατί της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έστησε αυτί στα πολιτισμικά κροταλίσματα, στις τραγουδιστές ανάσες και στα μινυρίσματα πολλών κοινοτήτων, αρκετών πολιτισμών με βαθιά χαραγμένες διαφορές στη δομή, την εξέλιξη και την ανάπτυξή τους.
Αλώνισε τη Γη και μύρισε το διαφορετικό χώμα στα νησιά Σαμόα του Ειρηνικού, ακολούθησε στις ιεροτελεστίες τους τους παραδοσιακούς Κουνγκ Σαν της νοτιοαφρικάνικης στέπας Καλαχάρι, αναμόχλευσε τον αγέρα στην Πολυνησία, ακούμπησε τις δυτικοθρεμμένες γνώσεις της στους Μάνο της Λιβερίας, ντύθηκε στα χρώματα που βάφονται οι Αραπές της Νέας Γουινέας και στήθηκε σε γιορτάσι κυκλικό με τους Κικούγιου της Κεντρικής Κένυας.

Μέσα στις μελέτες και τις προσεγγίσεις της για τις ομαδοποιήσεις των ανθρώπων και τα χαρακτηριστικά της κάθε φυλής, γι αυτά που εμείς ονομάζουμε κοινό νου, κοσμοαντίληψη και συλλογική πρακτική, αναδύεται κυρίαρχο το εξής:
Η ζωή, στο σύνολό της, ρέει σε αρμονία με τη φύση και κάθε ανθρώπινη δράση κινείται στους ρυθμούς της. Κανόνας πρωταρχικός, ιερός, το περιβάλλον και η προστασία του, η διατήρησή του και βέβαια, συχνά, η θεοποίησή του. Αρχέγονες οι τακτικές αλλά ουσιώδεις, διαιωνίζουν μια ζηλευτή γνώση για τη συνοχή της ομάδας και τη διατήρηση των περιβαλλοντικών αξιών της κοινότητας.

Αυτοί που έχουμε μάθει να αποκαλούμε πρωτόγονους ούτε γνωρίζουν τα περί κατασκευών και δόμησης, ζωνών πυροπροστασίας και νομικής ρύθμισης της κάθε καταπάτησης, ούτε ενδιαφέρονται να τα μάθουν. Δεν έχουν ιδέα για την παγκόσμια αγορά και την ταχύρυθμη τεχνολογική πορεία του λεγόμενου «πολιτισμένου» κόσμου, ούτε περιμένουν διεθνείς οργανώσεις οικολόγων για να τους αποκαλύψουν την κεφαλαιώδη σημασία της περιβαλλοντικής συνείδησης στη ζωή του ανθρώπου. Ανεξάρτητα από το γεωγραφικό μήκος και πλάτος των περιοχών που αλώνισαν οι διεισδυτικές ματιές των εθνολόγων, η διαπίστωση κοινή: σχεδόν σε όλες τις φυλές, κάθε δραστηριότητα, κάθε πολυφωνία, κάθε συλλογικός βηματισμός –κανόνες, πεποιθήσεις, δοξασίες, γιορτές, τελετές, επικοινωνία-, κινείται σε πιστή και απαρέγκλιτη συμπόρευση με το περιβάλλον.
Η γραμμή μεταξύ ανθρώπου και χώρου, είναι αδιάσπαστη.

Είναι εκπληκτικό –λένε οι επιστήμονες- το στοιχείο της αρμονίας, της ομορφιάς, της περιβαλλοντικής συναδέλφωσης, της ειρηνικής συνύπαρξης του ανθρώπου με το χώρο του. Τον κόσμο του. Που πάει να πει στολίδι, κόσμημα-θυμίζω…
Αναφέρομαι σε φυλές που έχουν μυθολογικό βάρος για εμάς, τους κατέχοντες τον τεχνητό, τον βιομηχανικό πολιτισμό. Άλλοτε χαρτογραφούνται μέσα μας αγριεμένες, αποκτώντας αποχρώσεις εφιαλτικές, αποκρουστικές, άλλοτε πάλι , απογειώνονται σ’ ένα εξιδανικευμένο όραμα απλότητας.

Πολιτικό εργαλείο η γλώσσα ως γνωστόν κι εγώ μιλώ για κοινωνίες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ανέγγιχτες από τον σύγχρονο πολιτισμό.
Μα θυμίστε μου πως τις χαρακτηρίζουμε, εμείς οι αναπτυγμένοι, ή, οι εν εξελίξει;

Α, ναι. Υπανάπτυκτες.



(Η φωτογραφία είναι από εδώ και ιχνογραφεί τις καλαμένιες καλύβες των Πυγμαίων,
που είναι ο πιο μικρόσωμος λαός του κόσμου.
Σκεπασμένες με φύλλα μπανανιάς για να μη μπαίνει μέσα η βροχή,
οι καλύβες βρίσκονται στα δάση του Ισημερινού.
Κατά τους μελετητές, αν και η εξέλιξη των Πυγμαίων έχει σταματήσει στην παλαιολιθική εποχή, έχουν θαυμαστή προσαρμοστικότητα και επιζούν,
συνυπάρχοντας αρμονικά με το περιβάλλον τους.)



Update:

Ούτε ανάσα δε βγαίνει. Μόλις την έλαβα από φίλο. Τραβήχτηκε την Τετάρτη, στο Σύνταγμα, στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τις πυρκαγιές.

Ναι. Πάντα υπάρχει τρόπος να'χεις υγρά τα μάτια σου:
είναι όταν ποτίζεις την ελπίδα.




(Ένα σχόλιο της Τολίτσας μου θύμισε το περίφημο «ποιος προστάτης θα μας προστατέψει» του μαχητικού Θωμά Μπακαλάκου.
1979. Μουσικές φορτισμένες ζωηρό πολιτικό χρώμα
που οι πιτσιρικάδες μάλλον που δεν έχουν ακουστά.

Λαός Προστάτης,
Κάψανε το δάσος και,
από τον ίδιο δίσκο ένα τραγούδι λατρεμένο με τη Χαρούλα Αλεξίου:

Το γράμμα.)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 13:21 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 35 ανάσες
Τρίτη, Αυγούστου 28, 2007
«...Έλληνες είμαστε, τέφρα και σποδός...»

Θρηνώ. Κι είναι η θλίψη τόση, που ακυρώνει κάθε σπινθήρα, κάθε τσάκισμα φωτός που στριμώχνεται στ’ ανοίγματα.
Πενθώ και θάβω χώματα και σώματα, πατρίδες και ξαστεριές, ανοιχτοσύνες κι απαντοχές για τ’ ανήξερα, τα μελλούμενα.
Ασκητικός ο τρόπος κι η ματιά. Μοναχικός, βουβός, αγριεμένος. Να καταπίνει ερωτήσεις πείσματα και θεριά θυμούς, να βγάζει νύχια να φοβίσει το κακό κι έπειτα ανήμπορος να λουφάζει και να βαλαντώνει.

Σαν αγρότης με σκαμμένο πρόσωπο και οργωμένα χέρια. Ο τρόπος λέω. Ο δρόμος να κοιτάς. Μες σε ζωή μόνη. Καλογερίστικη μες στους πολλούς. Ν’ αναπνέεις στα διαλείμματα της κάτω απ' την δροσερή σκιά ενός κλαδιού, που ’χεις κρατήσει χρόνια τώρα ακλάδευτο, ατόφιο, πάνω απ' όλα τα πρέπει και τα ίσως της καθημερινότητας. Και να σου τ’ αρπάζουνε οι φλόγες και να στ’ αγκαλιάζει το θανατικό.
Πιο μόνος κι απ’ τον μόνο, το ξέρεις αυτό;
Μέτοικος που σέρνεται στην ορφάνια της Γης του, της Μάνας του που ’χει γδαρμένη μήτρα, σκορπισμένη στους ανέμους. Ξεριζωμένος, ίδιο προσφυγόπουλο, με μάτια κατακόκκινα, καθρέφτες της φωτιάς, πηγές του ανταριασμένου πόνου.

Ποιος έχει βιώσει πιότερο τον χαμό δηλαδή. Για βαλ ‘τα κάτω.
«Aπ΄ την πατρίδα τίποτε γλυκύτερο», είπε ο Ποιητής. Και τι ’ναι τώρα πιο πικρό.
Να ’χεις εμπρός σου τα μαύρα ερείπια των ονείρων μιας ζωής, να ’χεις κι ανθρώπινες ψυχές καψαλισμένες –μα πόσο μετράει μια ανθρώπινη ζωή, πόσο βαραίνει, για το Θεό!- ή να ΄ρχονται καταπάνω σου μαινάδες πύρινες, αλαφιασμένες οι ανήθικες συμπεριφορές των αφεντάδων που επέλεξες και που μεμιάς, δίχως αιδώ σε ξεπουλάνε… Ταγμένοι να σε προστατεύουν. Πήρανε και όρκο. Για τα χώματα και τα πλάσματα. Για τη Μάνα Γη που ξεσκίζεται με λύσσα, που στεγνώνει, ασφυκτιά, στραγγαλίζεται, ψυχομαχεί, πεθαίνει.

Πες τα τα χειρότερα. Αποκαΐδια το βιός, μυρωδιά θανάτου γύρω, άνθρωποι νεκροί –όχι αριθμοί, ψυχές, ε; Σάρκα και καρδιά!- και οι «προστάτες» σου, προδότες. Δηλαδή, ποια –πες, πες- ποια είναι τα χειρότερα;



Μου μάθανε τα θρανία πως η Δημοκρατία είναι ύψιστο αγαθό. Και πως οι πολίτες, εκεί επιλέγουν τους κουμανταδόρους. Και κυρίως πως η εξουσία, η όποια εξουσία, αν δεν έχει με το μέρος της την κοινή γνώμη, αν δεν την στηρίζει ο λαός –λαϊκή κυριαρχία, ε;- είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει.
Και μπερδεύομαι. Και ξέρω, πως δεν μπορώ να ξεφύγω. Από μια νύχτα άγρια, πυκνή και πνιχτή. Αποπνιχτική. Μες στη δυσωδία. Το ξέρω. Δηλαδή, το ζω. Αφού είναι βίωμα, ποιος θα με πείσει για τ’ αντίθετα…

Όλη η μαυρίλα των ανθρώπων –που ’σαι Σεφέρη που δες κι έγραψες πόσο μαύροι είναι οι άνθρωποι- παρελαύνει από τη ζωή μου, την καταπίνει ως δράκος αιματόχρους, την δηλητηριάζει ως το κόκκαλο, την σκορπάει στη στάχτη.

Δεν ξέρω ποιος βαριεστημένος γελοίος πρωτοπαίζει με το διάβολο. Κάτι σύγχρονοι Νέρωνες που πετάνε στουπιά, κάτι φτηνοί πολιτικάντηδες π’ αρπάζουνε ευκαιρίες να παίξουνε τους ήρωες, ή κάτι άθλιοι λεφτάδες που καραδοκούν να κάνουνε το χόρτο μπετόν.

Ξέρω πως σε μια Δημοκρατία ο πολίτης ορίζει τους τιμονιέρηδες. Τους έντιμους και ηθικούς. Τους οργανωτικούς κι αποτελεσματικούς. Κι αυτοί καλούνται να βρούνε τρόπους. Να βάλουνε σε τάξη το νοικοκυριό, ναι; Ναι.

Φάτσες κουρασμένες, αδιάφορες, παρελαύνουν εμπρός μου. Εφιάλτης μαυριδερός, μέγγενη που με κρατά δέσμια. Με νανουρίζει με κάτι ομιχλώδεις ατάκες περί προοδευτικής ανάκαμψης, εκσυγχρονισμού, αναπτυξιακής πορείας και εξευρωπαϊσμένης αντίληψης.

Ο Φρέντι Κρούγκερ σε φωτοτυπία. Με πρόσωπα πολλά. Παρών σε μια χώρα που ελάχιστοι αγαπούν. Με μετρημένες λεύκες και μπόλικα σκοτάδια. Μαύρα. Νύχτα σκέτη. Και στα βουνά, και στις πόλεις και στα γραφεία τα επιτελικά και στις οθόνες και στη ψυχή μας. Εκεί πιά, η πιο μαύρη νύχτα.

Καλά το ’πα. Τούτη χώρα λίγοι την αγαπούν. Τα γλυκανάλατα των μύθων περί ελληνικής συνοχής κι αδελφοσύνης και άλλων παινεμάτων για τα ιδεώδη της φυλής και της καρδιάς το βάθος, έχουνε θαφτεί από καιρό.
Μόνο έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτήν την εσωτερική σηψαιμία μιας κοινωνίας που αγωνιά να εκμοντερνιστεί ψαλιδίζοντας κάθε αρμό της δομής της, κάθε υφάδι συνδετικό.
Αυθαίρετη η ίδια, σε συμπεριφορά, σε στάση και αντίληψη, μετακομίζει, χτίζει, καίει, μπαζώνει, πλημμυρίζει, φτύνει την ιστορία και την αξιοπρέπειά της, αρνείται τη Μάνα Γη της. Και στέκει θεατής της οθόνης, να βλέπει να την κυκλώνει το κακό, να τινάζει τα ρούχα της απ’ τις στάχτες, να δαιμονοποιεί τα προφανή, να χάσκει μπρος στις αλήθειες.

Μαυρίλα. Σε επίπεδο συλλογικού ενσυνείδητου –και υπό- αλλά και πεζά, πρακτικά, πραγματικά πλέον. Ευτέλεια, ξεπεσμός, αποχαύνωση, επιπολαιότητα και θράσος.
Σ΄ αυτό το μικροπολιτικό σώου των αρχόντων του τόπου που αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας –λέει- το μικροπολιτικό συμφέρον, ταΐζοντάς μας αυτό ακριβώς.

Ορθή πολιτική κρίση. Που;


Κάποτε πίστευα πως πέρα από τη χυδαιότητα και τη φτήνια, έξω από τους λιγούρηδες και τη δυσωδία τους, υπάρχει κάτι αλλιώτικο.
Πες το μαγεία, πες το ευλογία αγιασμένη, πες το ήλιου φως. Φανερό στο τρεμόπαιγμα των άστρων, αισθητό στους χορούς της θάλασσας, απλωμένο στις γεωμετρίες των βουνών και στους απότομους κύκλους των ανέμων.
Ορατό. Εδώ. Μακριά από την ισόβια υπερορία της ηθικής.
Έλεγα λοιπόν πως, σαν φάντασμα, έστω, υπάρχει η ουσία στα πράγματα, η ενσυνείδητη στάση στους ανθρώπους.
Τώρα πιά, η λαμπράδα αυτή στη σκέψη, αρχίζει να ξεθωριάζει. Θολώνει.
Επιπλέον με θυμώνουν τα ευχολόγια και οι ωραιοποιήσεις. Με αγριεύουν. Σοβαρά.
Μιλώ για κάτι καραμελίτσες εξίσου επικίνδυνες με την πλήρη απαξίωση ή την αδιάφορη ανοχή-συνενοχή, του στυλ «μακάρι να μην ξαναγίνει και, ας ελπίσουμε, ας σκεφτούμε αισιόδοξα, κ.λ.π., κ.λ.π.»…

Χάνω τον εαυτό μου θαρρώ. Και με κάνει να πικροπαραμιλώ ο Καβάφης:


« Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Yπήρξε έτι το άριστον εκείνο, Eλληνικός -
Ιδιότητα δεν έχ΄ η ανθρωπότης τιμιοτέραν»


Μάλιστα. Απαξιωμένοι κι αξιοπεριφρόνητοι. Οι κρατούντες. Που διακαώς επιθυμούν κάτι που, σε άλλη γραφή ("Ηρώδης Αττικός") τονίζει ο Καβάφης:


«κατά πού θέλει και κατά πού κάμνει
οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο»



Αυτοί οι Έλληνες, μάλιστα. Του 2007. Γάντι το κοστούμι.

Θλίβομαι. Και θρηνώ. Μαχαιριές οι πυρρόχροες στεναγμοί της μάνας μου που ’ναι από την Πελοπόννησο. Κι ενταφιάζω κείνη τη φωτεινή μαγεία, το ελληνικό χρίσμα που θαρρούσα πως δεν εξορκίστηκε, δεν εξορίστηκε και που κάποτε πίστευα βαθιά σ’ αυτό.

Κι η απογοήτευση, μάθηση θέλει.

Ξεφυλλίζω την Παλατινή Ανθολογία για να θυμηθώ τον Παλλαδά που χίλια πεντακόσια χρόνια πίσω έγραφε:

«Mήπως πεθάναμε λοιπόν κι απλώς νομίζουμε πως ζούμε;
Συφοριασμένοι Eλληνες εμείς, και εικάζουμε
πως είναι όνειρο ο βίος;
΄H ζούμε εμείς, κι έχει η ζωή πεθάνει;»

«...Έλληνες είμαστε, τέφρα και σποδός,
και οι ελπίδες μας, νεκρών ελπίδες, ενταφιασμένες.
Tα πάνω κάτω έχουν έρθει πια τα πράγματα»


Ακριβώς. Τίποτε καταλληλότερο. Νύχτα που λες. Ακόμα και τη μέρα.



(Οι φωτογραφίες είναι από το deviantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:27 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 16, 2007
...πριν παντρευτείς να σε φιλήσω μια φορά

Γυρίζει ανάποδα ο καιρός στη σκέψη μέσα και το καλοκαίρι μαζεύει μπαγκάζια. Αργά, ευτυχώς. Σαν χελώνα μοναχική που κοντοστέκεται σε χωματόδρομο κυκλαδίτικου νησιού.
«Τώρα είναι ώρα να κουνήσω μαντήλι», συλλογιέμαι.
Να μείνω με το τραγούδι του τζιτζικιού στ’ αυτιά και με την ανάσα των βράχων εντός μου· κούφια πνευμόνια που φυσάνε πάνω στις σπαταλημένες μας ζωές.
Να ξεχαστώ ως αργά τ’ απόγευμα στης θάλασσας το φρύδι, εκεί, στην άκρη-άκρια, συλλέγοντας βότσαλα στρογγυλεμένα κι άλλα πολύτιμα, του βυθού εκλεκτά.
Να λουστώ μες στο απόλυτο λευκό και το βαθύ γαλάζιο που ’χει τούτος ο τόπος ο μοναδικός να μου δώσει απλόχερα. Να ΄χω θαλασσοπούλια για θέα ολημερίς και το πλανάρισμα το λεύτερο, σκουλαρίκι στ’ αυτιά μου.

Να πλέκω πορτοκαλί κλωστές στα χέρια να ΄χει ο ήλιος συντροφιά και να κάθομαι να ιστορούμαι μικροζαβολιές από τ’ αλήτικα παιδικά μου καλοκαίρια.
Τότε που, παιδί της Αθήνας ατσαλάκωτο, κατέβαινα στην Κρήτη κι έτριβα τα γόνατα στο χώμα και γδυνόμουνα μεμιάς τα πλισέ φορέματα και τις γυαλιστερές κορδέλες.
Και γλεντούσα τη χαλάρωση της αυστηρότητας των μεγάλων με φασαριόζικο παιχνίδι μες στο καταμεσήμερο και με κλεφτές ποδηλατάδες ως το μόλο, έτσι που να βγάλω τ’ απωθημένα μου για τη χειρουργική ακρίβεια του χειμωνιάτικου προγραμματισμού.


Ήταν κάτι καλοκαίρια πυρωμένα απ’ τη ζέστα ναι, που ’χανε τον ιδρώτα για γέλιο κι όχι για ενόχληση. Χαχανίζαμε απ’ τα ξημερώματα τα παιδιά της γειτονιάς, βγαίναμε στα σοκάκια και συλλαβίζαμε τα όνειρά μας, τις απορίες μας, κάναμε βαθυστόχαστη ανάλυση στους κανόνες των αυτοσχέδιων παιχνιδιών μας, κανόνες που μονίμως και ασυστόλως παραβιάζαμε.
Κι ήτανε το μεγαλύτερό μας πρόβλημα να πρωτοβγούμε στο τρέξιμο ή στο κολύμπι και να πάρουμε την πρωτιά απ΄ τ΄ αγόρια.
Κι ήτανε η μεγαλύτερή μας λαχτάρα μια ματιά απ’ τ’ αγόρι που αγαπούσαμε.
Κι η κορυφαία γεύση το ολόφρεσκο ψωμί με το βιτάμ και τη ζάχαρη επάνω. Ή, εκείνη η τριμμένη ντομάτα με το λάδι και το μπόλικο αλάτι που ‘φερνε σε γαβάθα η γιαγιά. Μυρωδιές που πολιορκούν τώρα, ναι, αυτή τη στιγμή τους μαιάνδρους του εγκεφάλου κι απλώνουν μέθη εντός.
Να υπάρχει -τάχα- πιο δυνατή αίσθηση από την όσφρηση;
Σεντόνια που μοσχοβολούσαν πράσινο σαπούνι, κάτασπρα, μεσημεριανός ύπνος υποχρεωτικός, με το ’να μάτι γαρίδα, έτοιμο να στήσει σκανδαλιά και να γλυκοταράξει την ησυχία.

Θαλασσινές βουτιές παραδίπλα, δυο δρασκελιές απ’ το σπίτι, για φαντάσου! Τώρα, ποιος τολμά στα νερά τα θολά. Γιουρούσι πραγματικό, με ζουζουνίσματα παιδιών και γκρίνιες μανάδων. Τρελό παιχνίδι με τα κύματα και την άμμο, μαλώματα στον ίσκιο των δέντρων, οι γιαγιάδες με κομπινεζόν στα ρηχά κι εμείς δελφινοπαίδια ν’ ανοιγόμαστε πέρα, μακριά.



Είχα μια φίλη αγαπημένη, απ’ τα Γιάννενα θυμάμαι, τη Χριστίνα. Στρατιωτικός ο μπαμπάς της, βλοσυρός μονίμως, μα η μαμά –περβόλι, ανθόκηπος λέμε, ίδια η δικιά μου. Όλο ξεγλιστρούσαμε απ’ τον έλεγχο των μεγάλων για να ζυγίσουμε τα χτυποκάρδια μας, δέκα-δώδεκα χρονώ κοριτσόπουλα- να πούμε μεγάλα μυστικά για τις ζωές μας, να παίξουμε λάστιχο στερεωμένο σε καρέκλες ψάθινες, να ονειρευτούμε, να δούμε τα κορμάκια μας ν’ ανθίζουν.
Και ν’ αγαπήσουμε με λύσσα –ντε και καλά- το Θέμη εγώ, έναν χλεχλέ βουτυρόμαγκα μελαχροινό κατράμι κι η Χριστίνα τον Δημήτρη, έναν ξερακιανό Σητειακό που της έταζε γάμο κρητικό με λύρες. Στα δώδεκά του!
Συνηθίζαμε ν΄ αλλάζουμε μετά το μπάνιο στη θάλασσα, τυλιγόμασταν με την πετσέτα και βγάζαμε το μαγιό με προσοχή –ιεροτελεστία σκέτη-, μη τυχόν και φανεί σάρκα παραπανίσια. Το ίδιο και τ’ αγόρια, δεν ξέρω πως και γιατί, ήταν το «πρέπον» να μπούμε σπίτι όλοι στεγνοί και καθαροί.

Θυμάμαι που ένα μεσημέρι ηλιοκαμμένο, έπεσε η πετσέτα του Θέμη κι έμεινε τσίτσιδος για δευτερόλεπτα, αμήχανος πολύ, το δέρμα του στο ερυθρό μονομιάς και η ματιά του πανικόβλητη.
Η Χριστίνα άρχισε να ουρλιάζει και να χασκογελά: «φάνηκε το πουλί του Θέμη, το είδαμε, το είδαμε!!» Μωρέ της γύρισε το χαστούκι αστραπιαία ο Ταγματάρχης αλλά εκείνη, πεισματάρα και αντάρτισσα, άρχισε να τρέχει στην παραλία τραγουδώντας το:
«Το πουλί του Θέμη, το είδαμε να τρέμει!»

Πω, πω, τι τιμωρίες φάγαμε εκείνη τη μοιραία μέρα «της αποκαλύψεως»!!!
Κι όμως, τίποτα δεν μας κατέστρεψε τη χαρά. Της συνωμοσίας που κόχλαζε εντός μας, του "απαγορευμένου" που στοίχειωνε στο θηλυκό μυαλό, της περιπλάνησης όπως την καταλαβαίναμε εμείς: μια πλεύση έξω από τα "πρέπει" των μεγάλων με όλο μας το είναι σε κίνηση, μυαλό και κορμί σε ζωντάνια ασυγκράτητη, σε τροχιά συναρπαστική.


Καμμιά βδομάδα μετά, είχαμε στρώσει κάτι ριγέ άσπρα-μπλε βαμβακερά σεντόνια στην ταράτσα, με το τραντζιστοράκι δίπλα μας να παίζει σταθμούς πειρατικούς και χαζολογούσαμε πίνοντας βυσσινάδα παγωμένη. Ένα τσούρμο κοπελλούδια, ντόπιοι και ξένοι, να τσιτσιρίζουμε την παιδικότητά μας, μπλεγμένοι σε φοβερής έντασης φαντασιακές σχέσεις. Γλυκειάς ερωτικής απόχρωσης, δε χωράει αμφιβολία. Αίσθηση ασαφής και αόριστη εκείνη η αλλοτινή, όπως και τ’ αντικείμενα του πόθου μας. Φλερτ στα μουλωχτά. Κάλεσμα πρωτόγνωρο, μοναδικό.
Κι εγώ, κατά τα ποθούμενα. Η ματιά, που αλλού; Στον Θέμη. Το βλέμμα μου, προφανώς είχε –λέω τώρα- ψήγματα χλεύης και χαζοειρωνείας, γιατί μ’ ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα μου αποφασισμένος: «Τώρα θα δεις! Θα σε φιλήσω!» Στα πόδια εγώ, με τη καρδιά σε σεισμό μέγα και το παιδί μέσα μου θριαμβευτή: «Δε θα με φτάσεις, δε θα με πιάσεις!»

Νομίζω τότε, εκείνο το καλοκαίρι στην ταράτσα της Χριστίνας, στρωματσάδα τα παιδιά της γειτονιάς με το μυαλό να μετράει παγωτά και μπάνια (χώρια τ’ απογευματινά περνάνε, έτσι;) και την καρδιά να γλυκοτρέμει, ένιωσα το πρώτο, το διάφανο κι αλησμόνητο κάλεσμα το ερωτικό.

Με το Θέμη να με κυνηγάει να με φιλήσει, τη Χριστίνα να τον προκαλεί «είδαμε το πουλί σου» και την υπόλοιπη παρέα να βάζει στοιχήματα.

Μαλώσαμε τότε με το Θέμη και δεν ξαναφιλιώσαμε ποτέ.
Ούτε όταν αργότερα, παίξαμε μήλα από την ίδια την πλευρά. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες «καλοκαίριοι» βαφτίζαμε τη μια, «κακοκαίριοι» την άλλη και παίζαμε τη ζωή. Με μια μπάλα. Ένα μήλο. Και, μεταξύ μας, ούτε μιλιά.
Μα ήταν κάτι καλοκαίρια που ’χε ο ουρανός άνοιγμα στ’ όνειρο, ακόμα κι όταν έμοιαζε κλειστός!



Μεθαύριο ο Θέμης παντρεύεται. Γάμος δεύτερος. Ήρθανε τα μαντάτα με πρόσκληση ιλουστρασιόν.
Μεθαύριο καβαλάω τα κύματα και χύνομαι στο Αιγαίο. Στο θαλασσί μέχρι να ρέει αρμύρα κάτω απ’ την πέτσα, ίδιο αίμα.
Θα στείλω ευχές. Για μια ζωή σαν καλοκαίρι.
Το δώρο, χρωστούμενο. Όπως και κείνο το φιλί. Που ’βαψε με παράπονα, με γέλια και τρεχαλητά το πρώτο μου, το κοριτσίστικο τρέμουλο της καρδιάς.

Κείνο, που σιγά-σιγά μπόρεσε να μάθει, να χωνέψει καλά δηλαδή, πως τ' αγγίγματα και τα κρίματα, τα μιλήματα και τα φιλήματα, νοθεύονται με προσδοκίες κι αναμονές.
Η χαρά κι ο έρωτας κι η θάλασσα, ναι, πίνονται ατόφια.




( Ο στίχος του τίτλου είναι από το "άσε τα ψέματα" του Σωκράτη Μάλαμα.
Οι δύο πρώτες φωτογραφίες είναι από το Βαραδέρο της Κούβας.
Στην πρώτη φίλη αγαπημένη, στη δεύτερη... το πόδι μου.
Η τρίτη φωτογραφία είναι από το
gettyimages.com )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 14:55 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 50 ανάσες
Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007
…πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν’ ανατραπεί...

Έχεις σταθεί σ’ ένα λιμάνι να πεις «θα πάρω το πρώτο πλοίο για όπου, για όσο»; Πες.
Πόσες φορές τα βήματα, ανήσυχα ξύσανε την άσφαλτο μέχρι τ’ αεροδρόμιο κι αποφάσισες στο λεπτό –λαχτάρα που ’χει φωνή- «το πρώτο, το πρώτο που φεύγει θα πάρω, κάποια στιγμή, τ’ ορκίζομαι...»
Πόθοι κοινοί κι εξομολογημένοι. Να ’χεις να λες ιστορίες θαυμαστές γεροντάκι σκυφτό πια, στα καφενεία. Πως κάποτε, δε λογάριασες πράμα, παρά της θέλησης την ορμή. Τη νιότη της απόφασης, έτσι θα την πω. Στα μαχαίρια με την καλοζυγισμένη σύνεση, την αυστηρά αλφαδιασμένη. Όχι, αν είναι η ζωή πίνακας λογιστικός, τεφτέρι ισολογισμών ας πούμε, αν αξίζει δηλαδή να την βιώνεις έτσι, πες μου προς τι τόση ομορφάδα γύρω μας. Να γιορτάζουν οι ουρανοί κι οι θάλασσες, να γλυκαμαρτάνει η ματιά γιατί; Για να βροντοφωνάζει εντός σου η στέρηση;

Κάποτε στάθηκα σ’ ένα λιμάνι Κυκλαδίτικο που λες. Όμορφες μέρες. Ζεστά μοναχικές. Και μνήμες , πάχνη πρωϊνού. Να πέφτω με ορμή σε κύματα βουβά, να φυσάω την αρμύρα απ΄ τα μάτια και να γυρεύω τη γραμμή της παραλίας, κείνη που ολοένα χάνεται στο γαλάζιο αχνό θάμπωμα της υγρασίας που αναδίνει η θάλασσα.
Λοιπόν, στερέωσα το βήμα στην άκρη του λιμανιού, στον ανεμόμυλο πλάι κι είπα να ξεδιψάσω τη ματιά. Προσπάθησα να δω στο άπειρο, κάτω εκεί που απλώνεται το αρχιπέλαγος. Θυμάμαι που ο αέρας, θαρρείς για να εκδικηθεί τούτη την απληστία ήρθε καταπάνω μου σαρωτικός στην ορμή του. Πνοή ύπαρξης πάνω απ’ τον άνθρωπο, τόσο οξύς στην καθαρότητά του, μου ’πε λόγια φυγής. Κι ανέβηκα στο πρώτο πλοίο που περνούσε. Για όπου. Για όσο. Στη διαδρομή είχε τέτοιο γλέντι η ψυχή μου που θαρρούσα πως άκουγα το σφυροκόπημα του Γλαύκου, όταν κατασκεύαζε την Αργώ.
«Το ‘κανα!», έλεγα και ξανάλεγα σα πιτσιρίκι που κατόρθωσε τα μέγιστα. «Κι έχω και τη θεά της τύχης συνταξιδιώτισσα!»
Θυμάμαι συναντούσα άντρες και γυναίκες που η βαθιά γαλάζια θάλασσα τους αναβάπτισε, τους έκανε παιδιά. Ή έτσι μου ‘μοιάζαν; Στο στοιχείο τους, μισοί άνθρωποι, μισοί ψάρια χωρίς να ρωτούν αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος.

Φυγή. Σαν κραυγή που χύνεται ακατέργαστη βγάζοντας νύχια σ’ εκείνον που ’πε να χαρτογραφήσει την κοινωνία. Να της δώσει σχήμα και μορφή.
Ξόρκισμα των «πρέπει» μας, λιποταξία από ανέραστους καιρούς, ανόθευτη πορεία.

«Και συ μικρή, τι θα κάνεις σαν θα μεγαλώσεις;» ρωτούσανε πειραχτικά οι κυράδες της γειτονιάς, σουσουράδες να ’χουν να λένε. «Θα γυρίσω όλο τον κόσμο», πεισματική η απάντηση εμού, της πιτσιρίκας που’ σφιγγε το χείλος με δύναμη δηλωτική της μέσα σιγουριάς. Έλεγα σε προσευχές νυχτερινές πως δεν θα υπάρξει απάτητο κομμάτι γης από μένα. Φράγμα αδιαπέραστο πουθενά. Μόνο δρόμος, σαν κύμα κατάχρυσο κι ατέρμονο. Παντού. Μα, παντού.
Να φτάσω στο τέρμα του κόσμου. Στην άκρη-άκρη του. Να λέω, πιο κάτω, δεν πάει. Ν’ αναρωτιέμαι πόσον καιρό λείπω από τη μητρική γη και να λέω «δε θυμάμαι».

Θες ο Φιλέας Φογκ που γύρισε τον κόσμο όλο, θες το ακύμαντο Αιγαίο, άλλοτε το Κρητικό που χόρευε στα πόδια μου, θες τα όνειρα που απαρνιόνται τα «κοινά», ε, βουνό έγινε η λαχτάρα.
Κι έμεινε εκεί.


Παρακολουθώ τον δημοσιογράφο Δημήτρη Παρούση στις διαδρομές του και καμαρώνω. Κι η ζήλεια η γλυκιά σκαρφαλώνει μέχρι το λαιμό και δαγκώνει τη φωνή. Δείτε τον. Γυρίζει όλο τον κόσμο. Απλά, δίχως τα βαρύγδουπα, τα φανταχτερά που θα περιμένανε πολλοί. Ήθελε να το κάνει και το’κανε. Και μας καθιστά κοινωνούς κάθε κίνησης, κάθε βήματός του. Φως του καλοκαιριού εδώ, γκριζάδες ή και ανοιχτάδες καιρού αλλού στον κόσμο, μια δρασκελιά τα χιλιόμετρα, μια χαψιά τα μίλια. Η ψυχή γδύνεται απ’ το χρόνο και και το ταξίδι ντύνεται στη σκόνη των δρόμων και στ’ αγγίγματα των αλλιώτικων λαών.

Δείτε και τον Άκη Τεμπερίδη –αρθρογράφο στους 4 Τροχούς- που φέρνει σβούρα τον κόσμο μ’ ένα Land Rover και την καλή του Βούλα Νέτου. Εδώ υπάρχουν και χορηγοί να στηρίζουν το θαυμαστό και χιλιοζηλευτό εγχείρημα.

Ταξιδευτές του κόσμου, όλοι. Απαρνητές της τυποποίησης, της επανάληψης, του θεριού της μονοτονίας.
Τους φαντάζομαι την ώρα της επιστροφής με τη γλώσσα τους γεμάτη θραύσματα μιας πανάρχαιας, πανανθρώπινης διαλέκτου (ίσως θαλασσινής) και το σακίδιό τους καμωμένο από πολύχρωμες ίνες διαφόρων πολιτισμών.
Πλούτος ζωής, αλήθεια.

Ακριβή που ’ναι η ζωή όταν τα πέλματά σου είναι γεμάτα χώμα!

Παιδιά, καλό δρόμο. Στρατιά καλή. Χαιρετίσματα στον κόσμο γύρω.
Εσείς, έχετε τη μπόρεση να φτάσετε στο τέρμα τούτης της γης.
Εκεί κάθεται και μας θωρεί ο θεός;
Δικό του το σφάλμα, πείτε του. Σε μας τα μιλούνια, τι ευθύνες να ρίξεις.
Αυτός, που’καμε τον κόσμο όμορφο, να μας αποτρελαίνει.




(Α, ναι: είναι και ο στίχος ο αγαπημένος που το λέει παρακάτω,
δεν το λέει;
«...κι όλα τα λόγια των τρελών, που ήταν δικά μας λόγια...»
Στίχος, που όπως και κείνος του τίτλου είναι του Ποιηταρά Μάνου Ελευθερίου από τον Άμλετ της Σελήνης.
Θάνος Μικρούτσικος στη μουσική, Χρήστος Θηβαίος στην ερμηνεία)



 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 14:11 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 47 ανάσες
Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2007
Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυό καράβια



Φωνές της θάλασσας. Του ονείρου ακροάματα.
Μαθήματα πρώτα, απ' τον Ποιητή που πλάθει μ' άμμο κι αλμυρό νερό,
ξανά τον κόσμο.
Οδυσσέας Ελύτης,
σκόρπια αγιάσματα τα λόγια από τους Προσανατολισμούς
και τη Μαρία Νεφέλη.

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου εμείς, κατά πως λέει ο Ποιητής,
με το μαράζι της φυγής στα σπλάχνα,
αγριεύουμε τις έναστρες νυχτιές και κάνουμε το κορμί καρίνα.

Ένα γαλάζιο μαντήλι στα μαλλιά και μια μπουκιά τραγούδι.
Ναι.
Μια σταγόνα αλμυρού νερού και ξεδιψώ.
Πλήρης.



(Οι περισσότερες φωτογραφίες είναι του David Doubilet)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:11 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 32 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape