Πέμπτη, Ιανουαρίου 29, 2009
Το σπιτικό μας το μικρό και το μεγάλο

Είναι όμορφοι οι χειμώνες στη κρητική γη, κυρίως σ’ αυτές τις κοινότητες τις μικρές, με τους ανθρώπους τους απέριττους, τους ακατέργαστους πες, που δίχως σκέψη δεύτερη, παρατούν το κλειδί στην εξώπορτα• ποιος νους περαστικός θα κακοβάλει... Κι η ανταπόκριση σ’ ένα «έλα» τους είναι άμεση, είναι απλή, ατόφια κι αυτή, χύμα.
Μη νοιαστείς, όπως είσαι, όχι, να μη κρατάς πράμα, με χέρια αδειανά έλα, η γεμάτη καρδιά ειν’ το ζητούμενο. Και το πρόσφορο. Άντε λοιπόν, δίπλα είμαστε, ένα τραγούδι δρόμος.



Απομεσήμερο στο κηπούλι του Καλιού, προς το Λασίθι. Οι αισθήσεις σε γιορτή. Τούτο δω είναι ένα ταβερνάκι που, η θέα του και μόνο φλερτάρει πονηρά με τον ουρανίσκο σου, σε τραβάει με νάζι να καλοκαθίσεις πλάι στο τζάκι, ν’ αφεθείς σε μυρουδιές, σε γεύσεις και σε χρώματα. Κρασί γλυκόπιοτο, ρακή δυναμίτης και σάλτσες λασιθιώτισσας νοικοκυράς να σ’ αποτρελαίνουνε.
Κι έπειτα καφές ραχάτικος σε σπίτι φιλικό χωρίς τρεχαλητά και ρολόγια αγχωμένα.


Σπουδαία η χαρά της συντροφιάς και μεγάλη υπόθεση αυτό το ευλογημένο «τίποτα» που ’ρχεται και σε τυλίγει όταν δεν έχεις πρέπει και σημειωμένες ατζέντες μπροστά.
Τι έχεις να κάνεις σήμερα;
Τίποτα!

Έτσι ασθμαίνοντας όπως πορεύονται οι ζωές μας -σέρνονται μου ’ρχεται να πω μα το ψευτοκαταπίνω-, συλλογιέμαι πόσο μοναδικός, πόσο πολύτιμος, μυριάκριβος πες, μας έχει γίνει ο ελεύθερος χρόνος. Κοινοτοπία η έλλειψή του, ο στραγγαλισμός του, η στενοκοπιά του. Κουβέντα καθημερινή. Κι από την άλλη: Σαν την έχουμε στη χούφτα μας μέσα την ελευθερία του –του χρόνου λέω-, τη γευόμαστε; Χανόμαστε στην ηδονική της γλύκα έτσι με ένα άχτι αγριεμένο και με ξετσιπωσιά;

Μπας και δεν την αντέχουμε τη θρασύτητα ενός ελεύθερου απογεύματος;



Εκεί λοιπόν, στην έμορφη και ξελογιάστρα φύση, παρατηρούσα έναν ευτραφή μουστακαλή μες σε αυλή καλοφροντισμένου εξοχικού να πριονίζει έναν ευκάλυπτο. Το δέντρο στεκόταν λεβέντικα με τον υπόλευκο κορμό του και τα λαμπερά του φύλλα. Ήταν τόση η μανία με την οποία κουτσούρευε το εφηβικό –μάλλον- κορμί του ευκάλυπτου, που, η σκέψη μου άρχισε να φέρνει γρήγορες βόλτες.
Πώς να κουλαντρίσει ο έρμος την αναπάντεχη ελευθερία του χρόνου του… Πώς να παλέψει με την ευεργετική σιωπή της εξοχής που, λες κι ακούγεται πιο φασιαριόζικη κι απ’ την κίνηση της πόλης!
Δύσκολο πράγμα να μην είσαι αναγκασμένος να κάνεις κάτι. Η απέξω ηρεμία σηκώνει τρικυμία εντός, αναταράσσει το μυαλό, σε προκαλεί αυτόν τον «άδειο» χρόνο, σώνει και καλά, να τον γεμίσεις… Έτσι λοιπόν και τούτος εδώ ο σύγχρονος άνθρωπος, ο «ταλαίπωρος της εποχής», διαπίστωσε με τρόμο μες στο χλωμό απόγευμα πως δεν είχε τίποτα παραπάνω να κάνει παρά να απολαύσει την γύρω πρασινάδα και την ευλογημένη σιγαλιά.


Πανικός! Γίνεται να μην έχεις τον έλεγχο του εαυτού σου και των πραγμάτων; Γίνεται έτσι απλά, να αφεθείς;

Πρώτη ζαλάδα το αγέρωχο δέντρο που με αναίδεια παρέμενε γερό χαρίζοντας σκιά ευεργετική και ταξιδιάρικο θρόισμα με τα φύλλα. Γρήγορα στην σκονισμένη αποθήκη, το ηλεκτρικό πριόνι εδώ, μπροστά, ορίστε, να εξοικονομήσουμε και ξύλα για το τζάκι, ας ριχτούμε στη δουλειά.
Προτού σκοτεινιάσει, ο σκοτεινός μουστακαλής είχε πριονίσει το άτυχο δέντρο, το σακάτεψε για την ακρίβεια, αφήνοντας ένα κομμάτι από τον κορμό, φολκλόρ ντεκόρ για το σπίτι, κάτι σαν σκαμπό ή τραπεζάκι, κατά τις ανάγκες…

Υποθέτω πως μετά, πατώντας με σιγουριά στα πόδια του, ασφαλής και ικανοποιημένος με τον εαυτό του θα μπήκε μέσα να ρουφήξει το διεγερτικό καφεδάκι του. Βαρύ γλυκό. Όπως πρέπει στους ντελικανήδες.


Κι ένιωσα που λες μια μελαγχολία με νύχια άγρια να με γδέρνει λέγοντας πως τούτος εδώ, ο άνθρωπος της πόλης, αυτό που έκανε στο δέντρο το κάνει στη γυναίκα και στα παιδιά του. Στον εαυτό του. Στη ζωή του. Στο χρόνο του. Στο μυριάκριβο χρόνο του.



Κι έπειτα άκουσα για τον Αθηναίο Δήμαρχο που πριόνισε με τα συνεργεία του μια χούφτα πράσινο που ’χε καλοριζώσει εδώ και χρόνια –παρκάκι από τα λιγοστά στη μυαλοπλάνα πρωτεύουσα-, γιατί έτσι έπρεπε• δηλαδή, γιατί έτσι ορίζανε τα λεφτά. ‘Πα να ‘πει, για να ’χουν τσιμεντένια στέγη τα αυτοκίνητα των περιοίκων. Κι ήταν προτιμότερο αυτό. Είπαμε, και πιο συμφέρον. Κι ας αντιδρά θυμωμένα η γειτονιά για το μεγάλο της σπιτικό όπου δεν κάνει κουμάντο.

Και λέω λοιπόν πως και στην περίπτωση αυτή, κάτι λειψό μένει.
Πάλι ζωές πριονίζονται. Αισθητικές, τρόποι, πρακτικές.
Γιατί, μια βόλτα σ’ ένα αλσύλιο, θέλει τόσο δα χρόνο ελεύθερο. Και χαλαρή καρδιά. Κι αφημένα, χλωρά μάτια. Κι ίσως και δυό κορμιά πιασμένα χέρι-χέρι. Ή ένα κουρασμένο βήμα που λυτρώνεται σε παγκάκι ξεφτισμένο.

Μα όλα τούτα, είναι παραπανίσιες ρομαντζάδες. Γραφικότητες.
Βλέπεις, τα άδεια τοπία και οι ανοιχτάδες θέλουνε γέμισμα. Μπούκωμα.
Ντύσιμο παραλλαγής στις κούφιες, μίζερες ζωές που μας ζώνουν.






Οι φωτογραφίες, στιγμές της παρέας.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:50 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 19 ανάσες
Κυριακή, Ιανουαρίου 25, 2009
Οικιακής χρήσης

Κι είναι φορές που λέω πάνω μου
Mαζεύτηκαν οι μαχαιροποιοί και φτιάχνουν
Λαβές και θήκες με παραστάσεις ανάγλυφες
-Εμπνέω γι' αργυρή λαβή, ή για ατσάλινη λεπίδα;-

Φωτιά, αμόνι, σφυρί
Σύνεργα και στοιχειά
Όλα εδώ
Εντός μου
Γεροδεμένα λεπίδια
Αιχμηρά
Ράχη καλοδουλεμένη, ευκίνητη
Να μπορεί
Να μπήγεται βαθιά

Άριστα υλικά
Ετερόκλητα κι όμως συνταιριασμένα
Ανθεκτικά
Λειασμένα
Στιλπνά και λαμπερά
Κάποια καλλωπιστικά, όσο να πεις
Επιδέξια λαξεμένα
Δες το ρουμπίνι στη στεφάνη

Και τ' άλλα, δίχως φλούδα
Να το κυρτό, τ' ακονισμένο
Το ισιωμένο στη μέγγενη
Γερά πυρακτωμένο
Όλα εδώ
Όλα εντός



Συνηθισμένη.
Τώρα που με φιλοτέχνησαν, μπορώ μέχρι και να πουληθώ.







Η φωτογραφία είναι του David McCracken

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 23:48 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 23 ανάσες
Πέμπτη, Ιανουαρίου 22, 2009
Λόγων έργα

- Ντρέπομαι που είμαι έτσι αδειανός,
είπε ο Λόγος στην Πράξη.


- Καταλαβαίνω πόσο είμαι φτωχή όταν βλέπω εσένα,
είπε η Πράξη στο Λόγο.




Ραμπιτρανάθ Ταγκόρ




Η φωτογραφία είναι από το dirtyangels.net
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:23 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 7 ανάσες
Τρίτη, Ιανουαρίου 20, 2009
Υπόσχεση

Δώσε μου να κάτσω μια γωνιά
Μ' ένα μαντήλι να μη βλέπω ό,τι είμαι
Εδώ, στα αίματα που στεγνώνουνε τον ήλιο
Να ΄χω στα χέρια μια μπουκιά καθάριο ουρανό
Κι όλου του κοσμου τις σιωπές
Σ΄έναν λυγμό

Οι φόβοι να περπατούν στα δώματα
Ξυπόλητοι κι ασκητεμένοι
Κι ό,τι υπήρξε κάποτε
Να γεννηθεί ξανά

Να στρώσω χώμα με τα δάχτυλα
Να τσαλακώσω γράμματα και σχήματα και τρόπους
Σχέδια και στρατηγικές
Οι τόνοι, τα σημεία στίξης
Το πλάι
Και το ίσιο
Σε μια κλαγγή
Στο στεναγμό

Ό,τι ειπώθηκε, ό,τι γίνηκε
Ό,τι με θάνατο μετριέται

Δεν θα παίξω, στο υπόσχομαι
Θα τ' ακραγγίζω μόνο
Λέξεις, πράξεις, προστακτικές
Θα 'χω να κρέμονται στα χείλια
Όχι ξανά
Όχι, ποτέ

Και, αν επιτρέπεις
Λέω θ' αφήσουν οι καιροί
Οι άνθρωποι σαν φύγουν
Σαν μείνουν σώα τα παιδιά
Θα τα πω
Αγάπη.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 10:55 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 13 ανάσες
Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2009
Τ' άσπρο πουκάμισο θα βάλω απόψε πάλι
Να πέσει απάνω του σαν ταύρος ο καιρός
Δώσε μου μάνα την ευχή να βγω γερός
Πόλεμος είναι και χορός
Και παραζάλη



Δεν έχω βρεθεί σε αλωνάκι να κονταροχτυπηθώ με το θάνατο. Κι αν γεννήθηκα από μάνα Πελοποννήσια και πατέρα Κρητικό, είναι θέμα τύχης. Κάλλιστα θα μπορούσαν οι γονείς μου να είχαν αίμα Παλαιστινιακό ή Αφρικάνικο, ή ο,τι…

Θρυμματίζω τις λέξεις και τις επανακολλώ για να σηκώσει η ψυχή το βάρος μιας τέτοιας ανώφελης –κατά τα λοιπά- παραδοχής: ζήτημα τύχης.
Κι είναι τόσο κυνικά αυτόνομη, τόσο ξέχειλη από ανθρώπινες πραγματικότητες τούτη η ηθική, που δε ζητά καν να συνθηκολογήσει μαζί μου. Μου ‘ρχεται κατάμουτρα με τη θρασύτητα μιας αήττητης, μιας ξετσίπωτης και επηρμένης αλήθειας για να σφυρίξει στ’ αυτιά μου κείνο το «ευτυχώς, εμείς είμαστε καλά, για κοίτα παραδίπλα, καίγονται, σφάζονται, πεθαίνουν…»

Τα τυχερά. Και τα άτυχα. Και τα άλλα, τα κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένα. Τα κατασκευασμένα, τα μορφοποιημένα, τα μιλημένα. Τα μισοκρυμμένα. Τα ξεγυμνωμένα και τα συμπαραδηλούμενα.

Οι ταυτότητες, οι εθνικότητες, οι καθορισμοί. Κι οι τύχες του κόσμου. Κι οι επιλογές.

Καθόλου θέμα απόφασης Θεού ή Αλλάχ -ή δε ξέρω ποιάς εξωκοινωνικής δύναμης- το γεγονός ότι οι ανθρώπινες ζωές γίνανε αριθμοί στα δελτία ειδήσεων και τα παιδικά κορμάκια κόκκινα κουβαράκια στις αγκαλιές τραγικών πατεράδων.

Όλο και κάπου θα βρεθεί βέβαια ένας παρατηρητής ανέξοδης οπτικής, από εκείνους που όταν το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι αυτοί κοιτάζουν το δάχτυλο, να σαρκάσει τον τρόπο μου και να με εγκαλέσει λέγοντας: «ανθρωπότητα και πόλεμος συμβαδίζουν»… Το ωραίο είναι ότι τούτη η γενικευμένη παρατήρηση θεωρείται εύστοχη και αποστομωτική. Και βολική, αφού μεταφέρει τις ευθύνες αδιακρίτως στο ανθρώπινο είδος∙ ανεξαρτήτως δηλαδή των όποιων κοινωνιοπολιτικών αποφάσεων, συνθηκών, συγκυριών που διαμόρφωσαν ιστορικά αυτές τις πρακτικές της βίας.

Ωστόσο, εμείς είμαστε παιδιά μιας τύχης άλλης, θα μου πεις. Μες σε ασφάλειες θωρακισμένοι, μες σε νομιμότητες εξασφαλισμένοι, ακόμα και τώρα που τα όνειρα αδειάσανε και χάσκουν κι η κοινωνία μας κυνηγιέται, πληγώνεται, δολοφονείται από το «παρακράτος του κράτους» και πυρπολείται από το «κράτος του παρακράτους».

Δεν ξέρω τι πρέπει να έχεις ως προϋπόθεση, ως παρακαταθήκη για να αποδεχτείς κάποιες αλήθειες βαριές. Πόση λεβεντιά δηλαδή πρέπει να αναγεννά η ψυχή σου, ή, πόσα χρόνια εμπειρίας πρέπει να ‘χεις στήριγμα στις αντοχές σου.

Θα καταλήξω στο ότι η ωμότητα δεν μπορεί με τίποτα να φτάσει στο στομάχι.
Σε αντίθεση με τα λόγια τα παχιά, που ποτέ δεν πρέπει να καταπίνονται αμάσητα.



Ο Παλαιστίνιος Ποιητής Ταουφίκ Ζαγιάντ γράφει:

Πάνω στον κορμό μιας ελιάς

Επειδή δεν πλέκω με νήματα(1)
και κάθε μέρα περιμένω ένταλμα συλλήψεως
επειδή το σπίτι μου κάθε μέρα
περιμένει επίσκεψη της αστυνομίας
για έρευνα- σάρωμα,
επειδή δε μπορώ ν' αγοράσω χαρτί
θα χαράξω αυτά που τραβάω
τα μυστικά μου όλα θα χαράξω
πάνω στον κορμό μιας ελιάς
στην αυλή του σπιτιού μου.

Θα χαράξω την ιστορία μου
τις πράξεις της τραγωδίας
τους αναστεναγμούς για τα περβόλια
κι όλα τα αχ πάνω στους τάφους των προγόνων μου.

Θα χαράξω
την κάθε πίκρα που γεύτηκα
την πίκρα που με το 'να δέκατο
απ' τη μελλούμενη ευτυχία θα σβήσει.

Θα χαράξω όλα τα στοιχεία
του κάθε χωραφιού που αρπάχτηκε
του χωριού μου τα σύνορα
τα σπίτια των ανθρώπων που ανατινάχτηκαν
τα δέντρα μου που ξεριζώθηκαν
τα' αγριολούλουδα που πατήθηκαν
τα ονόματα εκείνων που το μάσημα των νεύρων μου το 'κάμαν τέχνη
τα ονόματα των φυλακών
το είδος κάθε χειροπέδης που μου μάγκωσε τα χέρια
τις μορφές των δεσμοφυλάκων
και τις βρισιές
που μού 'ριξαν κατάμουτρα.

Θα χαράξω,
Κάφρου Κάσεμ(2) δε σε ξεχνώ
Θα χαράξω,
Ντερ Γιασίν(3) ρίζωσε μέσα μου η θύμησή σου.
Θα χαράξω
φτάσαμε στο κορύφωμα της τραγωδίας
μας μάσησε, τη μασήσαμε, μα φτάσαμε.

Όσα μου λέει ο ήλιος θα χαράξω
όσα μου λέει το φεγγάρι
κι όσα λαλεί ο κορυδαλλός που κάθεται
σε τούτο το πηγάδι που οι δικοί του έχουν μισέψει.

Για να θυμούμαι θα χαράξω πάντα
της τραγωδίας όλες τις πράξεις και τις φάσεις
όλης της συμφοράς
πάνω στον κορμό μιας ελιάς
στην αυλή του σπιτιού μου.


Σημειώσεις
(1). Αναφέρεται στην Μαντάμ Λα Φάρζ, η οποία πλέκοντας με τις βελόνες έγραφε τα ονόματα των εχθρών της Γαλλικής επανάστασης του 1789 για να τιμωρηθούν μετά από τη νίκη.
(2). Κάφρου Κάσεμ: Χωριό της Παλαιστίνης. Στις 29 Οκτωβρίου 1956, ημέρα της επίθεσης του Ισραήλ στην Αίγυπτο με τη συμμετοχή της Αγγλίας και της Γαλλίας, ισραηλινή περίπολος σκότωσε 43 παλαιστίνιους, κατοίκους του Κάφρου Κάσεμ, με το πρόσχημα ότι δεν συμμορφώθηκαν με την απαγόρευση της κυκλοφορίας που ανακοινώθηκε μόλις μισή ώρα πριν ισχύσει χρόνος που δεν ήταν αρκετός για να επιστρέψουν οι αγρότες από τα χωράφια τους στο χωριό.
(3). Ντερ Γιασίν: Χωριό της Παλαιστίνης. Στις 9 Απριλίου του 1948 οι σιωνιστές σκότωσαν 254 παλαιστίνιους, κάτοικους του Ντερ Γιασίν. Υπεύθυνος της σφαγής αυτής ήταν ο πρώην ειρηνοποιός πρωθυπουργός του Ισραήλ και κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Μεναχέμ Μπέγκιν.




We will not go down (Song for Gaza)
(Composed by Michael Heart)

A blinding flash of white light
Lit up the sky over Gaza tonight
People running for cover
Not knowing whether they’re dead or alive
They came with their tanks and their planes
With ravaging fiery flames
And nothing remains
Just a voice rising up in the smoky haze

We will not go down
In the night, without a fight
You can burn up our mosques and our homes and our schools
But our spirit will never die
We will not go down
In Gaza tonight

Women and children alike
Murdered and massacred night after night
While the so-called leaders of countries afar
Debated on who’s wrong or right
But their powerless words were in vain
And the bombs fell down like acid rain
But through the tears and the blood and the pain
You can still hear that voice through the smoky haze

We will not go down
In the night, without a fight
You can burn up our mosques and our homes and our schools
But our spirit will never die
We will not go down
In Gaza tonight




Οι φωτογραφίες είναι από το deviantart.com
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:31 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 14 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape