Τρίτη, Ιουλίου 31, 2007
Αγάπες Πανσέληνες
Με το που μπήκα στο Τεχνόπολις, έφτυσα τον εκνευρισμό μου που δεν κρατούσα φωτογραφική μηχανή. Στη σκηνή, εικόνες οικείες, παρούσες σε παρόν και παρελθόν. Μπαρ λιτό, κλασικό, αξιοσέβαστο. Τιμητής μιας παράδοσης σιωπηλής που αρνείται φανφαρόνικες καινοτομίες κι εξυπνακίστικους νεωτερισμούς σ' έναν χώρο γδυτό, αδιάφορο στο λούστρο της μέρας. Απρόσμενο σκηνικό δίπλα στα ιερά της ορχήστρας, τις κιθάρες και τα τύμπανα, τα πλήκτρα και τα λοιπά.
Στημένο μπαρ: χώρος τόσο προσωπικός και συνάμα τόσο συντροφικά μοναχικός.
Και μαζί μυρωδιά αλκοόλ να χαϊδολογεί τα ρουθούνια, διάφανη αιθάλη απ’ τα τασάκια να βάφει ασύδοτα το σκοτάδι. Απρόσμενη η αίσθηση, μα και γλυκιά. «Σε χώρο συναυλίας μπήκα;» Μουσική παράσταση πες. Μα, αν είναι να ονοματίσεις κάτι, βάλε σε σειρά τα γράμματα για να χωρέσουν οι αισθήσεις.

Να μεθύσουνε τη γραμματική.

Πέμη Ζούνη, Μίλτος Πασχαλίδης. Στο Ηράκλειο, βράδυ Κυριακής.
Μια εξαιρετική βραδιά σ’ έναν χώρο τέχνης, μόλις ένα τοιχίο από την αμμουδιά, μάτιση, ναι, που στο λεπτό ξηλώνει.
Νερό πηγής κρυστάλλινης οι μουσικές, ψιχάλες στη ψυχούλα, φιλί φευγαλέο στη νοσταλγία, ντύμα αιθέριο στην λίγο-ακόμα πανσέληνη νυχτιά. Και το πήγαιν-έλα του κύματος, άγιο οργανάκι, να σμίγει με τα σολ και τα φα σε αρμονία θεϊκή.
Τι ιδέα και τούτη! Θεατρίνα και τραγουδοποιός, είπανε να κοντοσιμώσουνε τον έρωτα, να σπρώξουνε στο χείλι λέξεις και νότες, να φεγγαρίσουνε χωρισμούς και σμιξίματα, ν’ απλώσουνε χέρι στα δικά τους, που ’ναι και δικά μας, που ’ναι τ’ ανθρώπου του ενός.
Δυό καλλιτέχνες, μια κρούστα να ροκανίζεται με τις χορδές, τις γουλιές, τις τζούρες και συ να εκστασιάζεσαι, ολότελα δοσμένος να μπουκώνεις απ’ τους χυμούς.

Τι να λέμε και τι να μαρτυράμε. Τραγούδια, ίδιο φως. Ο Μίλτος σε αναπάντεχα τολμήματα, Leonard Cohen, Nick Cave, R.E.M., άξιος και με ταμπεραμέντο θεατρίνου. Αγαπημένο παιδί της πόλης μια και ξόδεψε μπόλικα νιάτα εδώ, στο νότο, βρέθηκε σίγουρα μεταξύ φίλων. Και πάνω στη σκηνή, ταξιδευτής περπατημένων μουσικών τόπων, γεύτηκε ρόλους που ’ναι βιωμένοι, ναι, μπορεί σε μια παραλλαγή κι αλώνισε τα δώματα με τσιγάρο και ποτήρι στο χέρι και με βλέμμα βυθισμένο πολύ, σε έρωτα βαρύ και μόνο.

Σαν μπορούσε, ας τολμούσε τρικλοποδιές στη μοίρα του. Βαφτισμένη από νεράιδες που πρωτοδιδάξανε τι σημαίνει θηλυκό, η Πέμη Ζούνη δεν είναι απλή συμπόρευση σε κείμενου και πεντάγραμμου δρόμο.
Γυναίκα. Κεφαλαίο Γ; Δικαιωματικά. Και υπόκλιση ίσαμε τα χώματα.
Αιθέρας και δάδα πυρωμένη, κύμα θυμωμένο και γαλήνης ουρανός, όλα, ένα γειτόνεμα, να στέκεις αποχαυνωμένος.
Την τρέχανε τα μάτια μου με το φανελάκι το μακό και τη φούστα τη μακριά, την αέρινη και συλλογιζόμουνα ευθύς τ’ ανάποδα. Δηλαδή.
Τις κοπελλούδες που συναντώ τα βράδια στους φασαριόζικους δρόμους και στα λαμπυρίζοντα μπαρ της πόλης, όλες φωτοτυπίες βαρυπατημένες, με ξοδεμένο μελάνι, να καμώνονται πως αποθήκευσαν συσσωρευμένη σεξουαλικότητα.
Φανερωμένα τ’ αφανέρωτα πάνω-κάτω, μπούστο ζορισμένο να χύνονται τα στήθη, να φτάνει τ’ αυλάκι το λαιμό, σορτς μες στη νύχτα και μες στις υποσχέσεις για τα όσα θα μαρτυρήσει με την πρώτη «άτσαλη» κίνηση, έντονο περίγραμμα στα χείλη και βλέμμα ηδυπαθές, προβαρισμένο για ώρα στον καθρέφτη του μπάνιου κι η φτήνια, στον πάγκο πάνω. Με ντελάλη.
Γελοιότητες. Ναυτίες στεριανές.




Δε χορταίνεται που λες η Γυναίκα. Η Πέμη που υμνεί τον έρωτα μόνο που αρθρώνει λόγο, που απογειώνει τη θηλυκότητα κάθε που ανοίγει βήμα, που τραγουδά τη ζωή, την αγάπη, την ηδονή και τη θλίψη, τη γυναίκα μέσα σ’ όλα αυτά, κάνοντας τ' άστρα και τη ψυχή και το χρόνο και τα φεγγαροκοιτάγματα να συστοιχούνται, να ορίζουν τη στιγμή.

Δοξαστικό του έρωτα ο λόγος. Έμμετρος και μη.
Ω, πόσα δεν είπαν!
Είδα σκιές του παρελθόντος να παλιννοστούν, να λικνίζονται, ν’ αναζητούν, να διεκδικούν ξανά πατρίδα, να ξεχειλώνουν τα περιθώρια.
Αγάπες που ζήσαμε, στιγμές έντασης στη σάρκα, στ’ άγγιγμα, στο χωρισμό.

«Τα τραγούδια έχουν πολλούς δρόμους για να χαθείς», έλεγε η Πέμη. «Όχι, όχι, τα τραγούδια είναι ο μόνος δρόμος για να χαθείς. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, ακούς ένα τραγούδι που χυμάει στη ψυχή σου και κόβεις ταχύτητα να μη το μουτζουρώσεις. Είναι και τα βιβλία, ναι. Μόνο που στα βιβλία, μπορείς να ξεγλυστρήσεις. Να πεις, αυτή η παράγραφος είναι για μένα, μιλά για τη ζωή μου. Η άλλη, ε, είναι ξένη, άσχετη. Μιλάει π.χ. για τον καιρό στην Αλαμπάμα. Ποιος νοιάζεται για τον καιρό στην Αλαμπάμα; Κι η σκέψη ξεγελιέται και τραβά αλλού».

Σιγά μη κρυφτούμε απ’ τα τραγούδια που μας χαρακώνουν στο λεπτό. Θύελλα. Στο δόξα πατρί. Κάθε αντίσταση ακυρωμένη. Εκτεθειμένοι πολλαπλώς. Και δίχως σωτηρία. Να καμωθεί τον ογκόλιθο ο θνητός; Αφού εκεί, σ’ αυτά που ΄ναι αναπάντεχα, ανυποψίαστα και σ’ αυτά που απ’ τα χείλη μας ξεφεύγουνε, ειν’ της ψυχής το άλφα. Κι όσο και να ’ναι το ύψος τ’ ανθρώπου, όλα τούτα, θεόρατα στοιχειά.




Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή
τόση ζωή σε φτάνει
ρόδο π' ανθεί πολύ καιρό
την μυρωδιά του χάνει

Είπε ο Μίλτος τη μαντινάδα τη γνωστή, στην Πέμη. Που ήτανε κι αγάπη εφηβική, τρεμάμενη –στους ρόλους μέσα- κι αγέρας νοτισμένος στη ψυχή του την άμαθη και δεν είχε άλλο να της πει παρά τετράστιχο σοφό. Χιλιοραγισμένο.
Κι άρχισαν να σουλατσάρουνε τριγύρω χωρισμοί και λόγια πόνου που ποτέ δεν μπαγιατεύουνε και πόθοι ματωμένοι κι ανάγκες κι όνειρα και δάκρυα που μοιάζουνε στο τσακ.
Αστερωμένες οι αισθήσεις κι η ψυχή μήλο δαγκωμένο μα ακόμα κόκκινο, βρήκανε δρόμο να ανασάνουνε βαθιά.

Ρίγη μαζεμένα κάτσανε στο δέρμα για δίωρο σχεδόν.
Ελεήμων ο χρόνος σκαρφάλωσε στ’ άστρα τα λιγοστά, ξεχάστηκε, απόμεινε εκεί, χαζεμένος απ’ τα μάγια της βραδιάς. Μια στιγμή σαν αστραπή στάθηκε να στυλωθεί στη θωριά του φεγγαριού κι έκλεισε μάτι σ’ ανώφελες γκρίνιες.

«Κανείς δεν είναι μαζί, κανείς με κανέναν», μαχαίρωσε η Πέμη με το λόγο της Μαργαρίτας Γκωτιέ.
Γνώση. Με ψυχή αδελφωμένη όμως.

Έχωσα στην τσέπη τη φράση και τη μασουλούσα για ώρα στο δρόμο της επιστροφής.



(Πέμη Ζούνη - Laila laila. Τραγούδι από το Ισραήλ
Μίλτος Πασχαλίδης - Σου τηλεφωνώ

Οι φωτογραφίες, εκτός την τελευταία, από το deniantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:07 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 22 ανάσες
Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007
Πάνω σου κολλάω σα φανελάκι καλοκαιρινό...

Ηδύς ο βίος, αν υπόσχεται χωρίς ν’ αναχωρεί!





(Ο τίτλος βέβαια, απ' το λατρεμένο σ' ακολουθώ του Μάνου Λοΐζου.
Οι πεθυμιές, μιας παλαιϊνής θερινής μεγάλης οθόνης, χρωστούμενα.
Μα πως (σ)τάζουν οι λαχτάρες οι νεανικές!)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:30 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 16 ανάσες
Τρίτη, Ιουλίου 24, 2007
Γάλα Συμπυκνωμένο



Πείνασα απόψε. Και δίψασα.
Μεσονυχτίς. Μεσοστρατίς.
Μια πείνα ποταμός. Κι η δίψα μου να στάζει.

Να δείς που τίποτα δεν είχα πρόχειρο.
Εξόν ένα κουτί εβαπορέ.
Γάλα. Συμπυκνωμένο.
(Σ' αυτό το άδειο ξεφτισμένο μου ντουλάπι
που χάσκει μες στην ερημιά του.
Περιεχόμενο ουδέν.)

Μονάχα ένα κουτί εβαπορέ.
Υγρό πηχτό βαρύ ωχρό
μάλλον κιτρινισμένο.
Σπέρμα
σε κουτί από σίδερο.
Κι ήταν τόση η λύσσα μου
Που το κατάπια μονομιάς.
Ένα κουτί εβαπορέ.
Γάλα. Συμπυκνωμένο.






(Δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού "Μπιλιέτο")
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:47 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 22 ανάσες
Δευτέρα, Ιουλίου 23, 2007
Άστρο θολού μεσημεριού

Υπάρχουν πράγματα μέσα μου που δεν μπορώ να τα βολέψω. Δε γίνεται δηλαδή. Προτιμώ να κάθομαι τιμωρία στη γωνιά, σαν παραπονεμένο κοπελλούδι που μυξοκλαίει, ζητώντας ανώφελα απαντήσεις σε ερωτηματικά που χάσκουνε και που φαντάζει μικρό και κακοτερένιο το μυαλό τ’ ανθρώπου για να τα φέρει βόλτα.
Δεν δύναμαι. Και δεν έχω και ιδέα. Έρχονται καταπάνω μου ραπίσματα ηχηρά, ανήσυχα ξενύχτια με κουβεντολόι βασανιστικό για το τέρμα τ’ ανθρώπου και την ουσία του, για το θάνατο σαν γέννα άλλη ή σαν ωμέγα τελειωτικό, μα έλα που δε γύρισε κανείς να μαρτυρήσει… Κι έπειτα με ζώνουνε μορφές· μαυροντυμένες κυράδες κρητικές, που μοιρολογούν μερόνυχτα πάνω από αγάπες και πλέκουνε στιχάκια του πόνου στο λεπτό και τρέχουν απ’ τα σπλάχνα δάκρυα και αίματα κι ένα γιατί –πάλι γιατί- που τρίβεται στην αγκάλη κάποιου παντογνώστη θεού για να παρηγοριέται.


Έχει σοφία ο θρήνος του λαού, σύνεση, γνώση βαθιά να μαλακώνει τον πόνο να τον διπλογαζώνει μαζί με την καθημερινότητα, να τον κάνει ραφή γερή στο ντύμα της ψυχής ώστε να σμίγει με την αναπνιά της ζωής, να γίνεται αποδοχή της μοίρας, συντρόφιασμα αστεριού άσβηστου στο φως και στα σκοτάδια.
Που να’ βρω εγώ τώρα τέτοια μεγαλοσύνη να’ χω να λέω πως κουλαντρίζω τα σπουδαία κι ιερά της ζωής.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω χάσει άνθρωπο κοντινό πολύ. Χορτάτη απ’ των ζωντανών τον πόνο ξέρω να μιλώ γι απώλειες, καλοχωνεμένες τις έχω, μα μπρος σ ’ ένα κορμί παγωμένο ακυρώνω κάθε βίωμα.
Τρεμοπαίζουνε τα χείλη μπρος στους βαλαντωμένους«δικούς», σφιχτοζορίζεται η φωνή, τ’ ανήμπορα καθρεφτίζουνε τα μάτια. Κι έπειτα, τρέμω για την ώρα που θα βάλω μαύρο στη σάρκα και θα σηκώνω εγώ το βλέμμα να κοιτάζω τον άλλον που θ’ ασπάζεται και θα επικαλείται τη δύναμη τ’ ανθρώπου και τη βούληση του θεού.

«Ο καθείς κλαίει για τη ζωή του», κυρά Μαριωρή, πεισμώνει το παιδί της λογικής εντός μου. Για τα δικά του τα χαμένα, τα όνειρα και τις προσμονές, τις ελπίδες που βγάλανε νύχια, τις απουσίες που δεν έχουν μέτρημα, το χρόνο που αλαφιασμένος πάει, κωλόπαιδο του κερατά, φτύνοντας τις πεθυμιές μας, ποδοπατώντας τις λαχτάρες μας. Ναι, ο καθείς για τη ζωή του.
Μα η ζωή που έχει φύγει, πώς να μην είναι το πρώτο μέλημα... Πως;

Δυό μέρες τώρα, κολλημένη η σκέψη στην Πηγή.
Από τα πρώτα διαδικτυακά ανταμώματα. Την γνώρισα αρχικά ως
Ανδρομέδα, έπειτα με φορεσιά άλλη, ως Πυθία. Περιβόλι ψυχή, φάνηκε αμέσως.
Άνθρωπος αγάπης, μεγαλόκαρδος, πόσο ευαίσθητος και γεμάτος ζωντάνια! Η χαρά η ίδια! Πραγματική Πηγή πλούσιων συναισθημάτων.
«Αλιενοφιλιά» μου ’γραφε στα σχόλια και «σμακ», για ν΄αγγίξει μαγουλάκι.
Και γελούσα δυνατά. Δεν της μίλησα ποτέ διά ζώσης. Αναγνώριζα τη γραφή της, τα παραμύθια, τους στίχους, τις ιστορίες της. Ξέρω ότι τραγουδούσε υπέροχα, ότι έχουν μελοποιηθεί κι έχουν δημοσιευθεί δημιουργίες της. Ξέρω ακόμα ότι ήταν νέα πολύ. Και φτερούγισε αναπάντεχα. Και τι πως δεν άγγιξα ποτέ φλέβα που πάλλει; Δεν ένιωσα μήπως; Ποιο το κριτήριο για ν’ αγαπήσεις ανθρώπους δηλαδή;


Παραπονιέμαι μωρέ. Για τη ζωή που ’ναι μια χούφτα, για τα γερά χαστούκια που ’ρχονται στον ύπνο μας, για την αγάπη και την καλοσύνη που βαραίνουν το ίδιο στη βρωμοζυγαριά του Χάροντα. Και για την ακύρωση των ζωντανών, που κι αυτή, χαμός είναι.

Δεν έχω να κάνω πολλά. Μπορώ μόνο να κάτσω τώρα εδώ, να σκεπάσω με τα χέρια το πρόσωπο και να ρωτώ σαν χαζοπαίδι: γιατί φεύγουν τόσο εξαιρετικοί άνθρωποι, γιατί πληθαίνουν τ’ αστέρια εκεί πάνω και φαίνονται μονάχα από μέρη γυμνά, γιατί σέρνουμε πολλούς θανάτους μέσα μας, γιατί τα πράγματα είναι «έτσι» κι όχι «αλλιώς».
Θα διαβάζω ξανά και ξανά το ποίημα του
Σωκράτη, που σμίλεψε για σε, Πηγιώ.

Κι έπειτα, θα καμωθώ πως είμαι δυναμωμένη κρητικοπούλα που φοβερίζει τ’ άπιαστα και ατσαλώνει ψυχή πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα και βγάζει το τραγούδι να συντροφεύσει τη φυγή. Την Πηγή.

Αντίο κοκκινοβαμμένο αστράλι, θα σταθώ πλάι και θα μουρμουρίζω τα λόγια του Παλαμά, εκείνα που ‘βγαλε ο πόνος του για τον νεκρό του γιό. Εκείνα, που ’καμε μοιρολόι ο
Λουδοβίκος. Ώρα καλή Πηγή μου. Στερνά αλιενοφιλιά.



'Αφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ' ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ' τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
να του φανείς αχάϊδευτο
και σε παραπετάξει!

Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ' το χέρι του
τίποτε να μη πάρεις.

Κι αν διψάσεις μη το πιεις
απο τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!

Μη το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις,
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μη χάσεις

κι όπως είσ' ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι
κι άρματα δε σου βροντάν
παληκαριού στη ζώνη,

κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το Σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξ' εδώ πάνω

και στο σπίτι τ' άραχνο,
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίν' αεροφύσημα
και γλυκοφίλησε μας!




(Η φωτογραφία είναι από το άλμπουμ του "Gazza_NZ", στο deviantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 10:18 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Τετάρτη, Ιουλίου 18, 2007
Πέδιλο με κάλτσα

Μάλλον ροκάνιζα το χρόνο χαζολογώντας· ξέρεις τώρα, από κείνες τις ζηλευτές πολυτέλειες του καλοκαιριού: ν’ απλώνεται η ματιά γλιστρώντας στο ραχάτι της κι έτσι ξεγυμνωμένη να καταβροχθίζει εικόνες.
Παρατηρούσα τον οδηγό που, φορτωμένος παραπανίσια κιλά, κάθιδρος και εμφανώς εκνευρισμένος προσπαθούσε να παρκάρει. Φτύνοντας μπόλικα «κοσμητικά» για τη στενοκοπιά του δρόμου και τραυματίζοντας ανελέητα την αισθητική μου με το φανελάκι του που αφειδώς αποκάλυπτε στέρνο δασύτριχο κι ηλιοκαμένο, έστριβε το τιμόνι, έστυβε τη ζέστα που κυλούσε πάνω του και στραβοκατάπινε την σαρανταπεντάχρονη –τολμάω μαντεψιά,- ζωή του. Δίπλα του, η μοναξιά μιας γυναίκας που δίνει τόπο στην «κακιά στιγμή» σφαλίζοντας τα χείλη και τεντώνοντας τη ματιά να καβαλήσει σύνορα, να πατήσει ορίζοντες. Να δει αλλού, για να κοιτάξει αλλιώς. Στο πίσω κάθισμα, δυο κουτσούβελα νυσταγμένα, βαριεστημένα, διψασμένα μάλλον και νηστικά. Τσάντες έτοιμες να σκάσουν δίπλα τους. Βγάλε τώρα λογαριασμό για το πως αναπνέουν…
Κρεμασμένη πάνω τους η ματιά μου καθώς περπατούν. Σέρνονται, είναι το ακριβές.
Εκείνη κρατά με το χέρι το ένα πιτσιρίκι και με το άλλο, προσπαθεί να τον πιάσει αγκαζέ. Παράταιρη κίνηση. Ο φουρκισμένος σύζυγος μοιάζει να μην μπορεί να ανεχτεί ούτε ψιθύρισμα. Διώχνει το χέρι της ενοχλημένος, λες και τον τριγύρισε έντομο βασανιστικό. Η κακή του διάθεση μοιάζει να του ’χει ξεράνει το κορμί. Ξέχειλη η σάρκα μαρτυρά μπύρες αφρισμένες και παϊδάκια ζουμερά πλάι στο κύμα. Κοντοστέκεται βαριανασαίνοντας. Τον στενεύει η ζώνη, τον στενεύει η ζωή του, τον βαραίνει η καλοφαγία του, τον βαραίνει η απελπισία του. Δίχως λέξη, εκείνη ξαναπροσπαθεί. Ίσα που του αγγίζει με τ’ ακροδάχτυλα το μπράτσο. Αυτή τη φορά, ο καλός της δεν αντιδρά. Και χάνονται στο πρώτο στενό.


Μένω με συλλογισμούς να συνομολογούν αλήθειες βουτηγμένες σε πικράδας χυμούς. Πόση θλίψη και πόση πλήξη μπορούν να χωρέσουν οι εικόνες του δρόμου…
Μικρόψυχοι καιροί, όχι μόνο στα καθρεφτίσματα του τετράγωνου γυαλιού, μα και σε κείνα που αντανακλούν στάσεις ζωής. Ανθρώπινες. Πορείες μοναχικές μέσα σε σχέσεις, πιασίματα αγκαζέ σε λυμένους δεσμούς.



Πούλμαν τουριστικό φρενάρει εμπρός μου. Χούφτες οι βορειοευρωπαίοι σε μαζικό προσκύνημα της κρητικής ακροθαλασσιάς. Μυρίζουν κύμα και ήλιο χύμα και βοτσαλάκι και ραστώνη πλανεύτρα θερινή και ανταριάζει η ψυχούλα τους. Τους μετρώ με το βλέμμα και ψευτοχαμογελώ. Σορτσάκια ανοιχτόχρωμα, έχουν στην ούγια τους μια προσμονή, ίδιο όνειρο. Τα στίφη των πολιτισμένων, των κρητολάγνων, ρουφάνε θέα με λαιμαργία μπουκωμένου μπόμπιρα. Η ματιά μου στα άκρα. Τα κάτω. Μάλιστα. Πεδιλάκι μια χαρά, με κάλτσα άσπρη.
Αισθητική της συμφοράς θα μου πεις, μα… όπως έχει μάθει και ορίζει ο καθείς, θα επιμείνει η αντίπερα όχθη. Όπως και να ’χει, πάει ασορτί το ποδαράκι με την κάλτσα τη βαμβακερή την πλήρως εκτεθειμένη, με την πλαστική καρέκλα τη λευκή. Την ελληνική. Αυτήν την οποία διαθέτουμε σε πλήρη αφθονία.
Χάβρα οφθαλμών. Και τι ’ναι τώρα χειρότερο; Για τα ματάκια μας λέω, που βάλλονται πανταχόθεν. Και για τη σκέψη, που θέλει ανοιχτάδες να καλπάσει. Ο καλτσοποδεμένος Σουηδός, η πλαστικούρα του ελληνικού παράδεισου, οι συμπεριφορές που ποδοπατούν συναισθήματα, ή ο πολιτισμός μας που μοιάζει να ’χει μετοικήσει;

Εκβράζουνε τα πολυτελή πούλμαν τους τουρίστες σε ακτές «διακοσμημένες» με μπουκάλια και τενεκεδάκια και λογής-λογής πλαστικά και καρπουζόφλουδες, υλικά όλα, τέχνης γνωστής, ελληνικής. Θέαμα οικείο. Πλέον. Δεύτερη φύση σχεδόν. Ζήτημα πολιτισμού θα πουν πολλοί και θα ’χουν δίκια περισσευούμενα.


Και λέω τώρα πως σα να μοιάζει το ένα θέμα με τ’ άλλο. Οι εικόνες τούτες δω που σκάλωσαν στη σκέψη μου για ώρα πολλή. Στάσεις ζωής υποδηλώνουν. Τρόπο να κοιτάζεις. Δρόμο να ζεις. Το ζευγάρι που βουλιάζει σε ανία και μοναξιές και διώχνει αγγίγματα κι οι τουρίστες, που ’χουνε βορινά πατήματα σε νότου χώμα.
Η αισθητική που ’ναι μάλλον ιστορία πολυσύνθετη, με ρίζες στο DNA σχεδόν κι ο πολιτισμός που φεγγίζει πάνω σε κάθε μας πράξη, λαμπύρισμα νοοτροπίας και κουλτούρας και άποψης ζωής. Ιχνογραφία πολιτισμού οι σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, με τους συντρόφους μας, το πώς συλλαβίζουμε τα συναισθήματά μας, το πώς αρθρώνουμε αγγίγματα και βλέμματα και λόγια που δε μπαίνουν σε ήχους ποτέ. Χαρτογράφηση πολιτισμού κι η αντιμετώπιση του ξενόφερτου επισκέπτη, ο σεβασμός και η έγνοια προς τον τόπο σου, η πεποίθηση ότι η καλλιέργεια του μυαλού είναι πράξη πρωτίστως: όχι ανάπηρη, όχι δανεισμένη ή φανφαρόνικη, αλλά πηγαία και στέρεα και πολυδύναμη και βαθιά, ουσιαστικά ανθρώπινη.

Κόσμος που συχνάζει χύμα σε απολίτιστες ακτές, που οδηγάει με τη μουσική στη διαπασών γιατί «τι με νοιάζει ο άλλος», που απομυζά τον τουρίστα στη φτηνή λογική της γρήγορης αρπαχτής, που τσαλακώνει τα συναισθήματα του συνανθρώπου του δίχως την ελάχιστη ψηφίδα ενσυναίσθησης και που, επί της ουσίας, δεν έχει καν επίγνωση της συνεισφοράς του στη δημιουργία αυτού του αχταρμάδικου όλου.
Μόνο σπρώχνει το πόδι του σε σαγιονάρα ολισθηρή, σέρνει τη φτέρνα περπατώντας –ίδια ζωή θα μου πεις- και, δίνοντας ρεσιτάλ γελοιότητας, κανακεύει τον εγωκεντρισμό του.

Δεν ξέρω αν η μετοικεσία του ελληνικού πολιτισμού είναι μόνιμη.
Αναρωτιέμαι.
Με σιγουριά όμως θα πω και με ψυχούλα που ακόμα ανεμίζει τ΄ όνειρο πως, πέρα από τις εσχατιές του κόσμου του καθημερινού, υπάρχει η θάλασσα.




(Οι φωτογραφίες είναι από το photoaddiction.net)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 21:52 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 30 ανάσες
Τετάρτη, Ιουλίου 11, 2007
Η χαρά είναι μόνον αιτία!

Καλοκαιριάτικα, εντοπίζει τόπους και τρόπους κι ανθρώπους να παγιδεύεται η ματιά. Αγκιστρώνεται κατά κει που μυρίζει χαρτί και πάνω του χορεύουν καλοστημένες ιστορίες.
Ωραία να βράζει ο τόπος, μα στη γειτονιά που θωρείς και νιώθεις, να πνέουν άνεμοι λόγου, συλλαβίσματα από συναισθήματα που κρυφογελούν και ψευτοδειλιάζουν, από επιθυμίες που κοχλάζουν.

Σωρείτες, το βιβλίο της Κλαίρης Μιτσοτάκη που μου γνέφει ταξιδιάρικα, σαν τον τίτλο του.
Όπως αυτά τα σύννεφα δηλαδή -οι σωρείτες-, που ολοένα αλλάζουνε μορφή και πορεύονται σχηματίζοντας σωρούς, συμπόρευση ρέουσα, σε κίνηση συνεχώς· μαζί, για όσο υπάρχουμε...
Εξαιρετικό βιβλίο, σμίγει ωραία υλικά και λογισμό και όνειρο και μύθο και μέθη. Υμνωδεί τη ζωή και τις σκιαγραφήσεις της κι έχει ματιά οξυμένη, διεισδυτική, κοινωνική ματιά, πέρα απ' τ΄αυτονόητα.
Ηχεί σε κάθε ξεφύλλισμα ο διάλογος της λογικής με το συναίσθημα, σύζευξη που διεξέρχεται τα αδιέξοδά της και απλά, στέκεται. Δίχως προσπάθεια -ντε και καλά- να ισορροπήσει.

Αγάπησα τα λόγια που ευαγγελίζονται τη χαρά στην πεζότητα της καθημερινότητας.
Ναι, τούτα δω τα λόγια που ξορκίζουν με συναίσθημα απολλώνιο και διονυσιακό μαζί, την εσωτερική μας φτώχεια:

Η χαρά είναι η συνάντηση της επαγγελίας με το απροσδόκητο.
Είναι ο γλιτωμός από την αρπαγή της μοίρας.
Είναι η ευεργεσία του πεπρωμένου.
Είναι αυτό που είναι και το αντίθετό του μαζί.
Είναι το θάρρος της αναμονής. Είναι η αποζημίωση της τόλμης.
Είναι ο επαναπατρισμός σε μια γη που δεν ξανάδες.

Η χαρά είναι κατάπληξη.
Να κοιτάς και να βλέπεις με τα σημερινά σου μάτια.
Η χαρά είναι κάτι σαν ξαφνική μεταμέλεια.
Όταν μετανοεί η διάθεσή σου.

Η χαρά δεν χρειάζεται προηγούμενο.
Δεν έχει ανάγκη από κίνητρο.
Η χαρά είναι αυτό που συμβαίνει επειδή συνέβηκε.
Η χαρά είναι αναιτιολόγητη.
Η χαρά είναι ένα ψέμα που συμβαίνει και σε κάνει αλλιώτικο.

Η χαρά είναι η ακύρωση της ματαιότητας.
Η χαρά είναι να παίρνεις καλά αποτελέσματα
από εξετάσεις που δεν έδωσες.



(Η φωτογραφία από το άλμπουμ του "foureyes" στο www.deviantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:05 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 28 ανάσες
Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007
Πότε θ' ανάψει κόκκινο;

Πες μου μια ιστορία να πω στα παιδιά του δρόμου
Εκείνα των φαναριών
Και της νύχτας
Των διψασμένων ρόδων
Των χαρτομάντηλων που μένουνε στεγνά

Με ρωτάνε που ζω
Τι σημαίνει χθες
Τι συμβαίνει τώρα
Που κοιμούνται τ' άστρα την αυγή
Και πως χορταίνει το φεγγάρι ουρανό
Πόσο πληρώνεται μια σκέπη από φιλιά
Κι αν έχει τόπο ο Θεός τον άνθρωπο να ξενυχτήσει

Πες μου
Εσύ που είδες το χρόνο να έρχεται καταπάνω μας.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 21:27 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 32 ανάσες
Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2007
Πυξίδες κι ανεμόμετρα

Βαριά απόψε η νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο.
Σηκώθηκε ένας άνεμος ζεστός, ογρός, φουσκοδεντρίτης.
Ξεκινούσε απ' την Αραπιά, σβάρνιζε τον κάμπο της Μεσσαράς,
καβαλίκευε τα καστρινά μουράγια
και έπεφτε πάνω στις γυναίκες σαν άντρας
και πάνω στους άντρες σα γυναίκα.
Κι ο καπετάν Μιχάλης περίμενε άγρυπνος να ξημερώσει.


Το ’χε περισσευούμενο το πάθος ο Καζαντζάκης και δίνει χάρη πότε-πότε στον Χάνδακα ραντίζοντάς τον με αγιασμό ερωτικής βλέννης.
Μαζεύουνε τα κύματα για νύχτες υλικό, αχώνευτα κρατούν ζευγαρωμένα λόγια εφήβων αγαπητικών, ώσπου, σαν ορμηνέψει ο άνεμος, χύνονται αλόγιστα στα δώματα τα στεριανά και στους αρμούς της σκέψης.

Κοιτάζω τα μπαλκόνια απέναντι, μικρές, ανήσυχες κινήσεις ψηλαφίζω, ω, σαν ετοιμόγεννες ραφές ξηλώνονται και πέφτουν στις πυρωμένες πλάκες.
Λύνονται τα κορμιά, μες στη σιωπή τη μουσκεμένη και αμήχανη, αρθρώνουνε τα πρώτα. Με τις παλάμες να σφουγγίζουνε ανάστροφα το μέτωπο, με τα δύο γόνατα να μαρτυράνε κάλεσμα στις υγρασίες.


Πως μυρίζει μια αγκαλιά συλλογιέμαι. Της μάνας πρώτα, που ’χει τον ανθό στα στήθια μέσα να πίνουνε οι μοναξιές κι οι αντάρες. Να στάζουνε πρωτόγαλα τα βρεφικά χείλη και να ΄χουνε προικιά μοσχοπλημμύρα πάνω στ’ αυλάκια της γλώσσας. Ένα μωρό με μια θηλή για όνειρο, για σκέπη, για κόσμο ολάκερο. Η ζωή στα πρώτα της εκεί, η ζωή στα πρωτεία της σε αγκαλιές πόθων ερωτομολογημένων.

«Πάνω στις γυναίκες σαν άντρας και πάνω στους άντρες σα γυναίκα»,

η ορμή του νοτιά κατά τον Καζαντζάκη.
Νυχτιά που νιώθεις να σε γραπώνει άνεμος ποθοπλάνταχτος, αγρίμι, θεριό και χάδι απότομο, απαιτητικό, καταπάνω σου να πέφτει σαν ταίρι, μέσα σου να λογαριάζεται σα θεός.
Παραϊδρώνει ο κόσμος στα μπαλκόνια. Κι η ιερότητα της σιγαλιάς, μέσα του. Οσμίζομαι έρωτες να κυοφορούνται, να πρωτανασαίνουνε, να αγγίζονται για πολλοστή φορά, να καταπίνει ο ένας τον άλλον. Να εσωτερικεύει, να καταβροχθίζει, να κατασπαράζει το θηλυκό τ’ αρσενικό κι ανάποδα. Γιατί; Σάμπως υπάρχει κι αλλιώτικα (απο)χρωματισμένος έρωτας;
Ακόμα κι ο Καζαντζάκης, που ΄χε την αντρική ηδονή πρωτεργάτισσα στο σμίξιμο, θέλει την ίδια φόρα κι απ’ τους δυό. Ο ένας, μες στον άλλον. Γυναίκα μες στον άντρα, ναι. Και δυστυχής ο άντρας που δεν το βίωσε έτσι. Αντάρα εντός του.

Κλεφτές ματιές στην άσφαλτο κι ανάσες να πυρπολούν το κράσπεδο, αυλάκια ν’ ανοίγουνε στις πεθυμιές της πόλης.

Εκεί μέσα στάζει ο καιρός. Ο καλοκαιρινός.
Μυρίζουνε οι αγκαλιές κι οι σάρκες. Οσμή χυτή, τα μέλη δοσμένα στη στιγμή, χαραγμένα απ’ τον άνεμο, σκασμένα να ζευγαρώσουν.

Εικόνες καραβιών απ’ τα μπαλκόνια. Σκέψη εν πλω.
Απέναντι, μια θαλασσιά κουρτίνα ανεμίζει και κρυφογελά. Οι δυό κοιτάζονται και δε μιλούν. Σκιές. Μόνο με τα μάτια.

Και ναι, λέει η μια πως "αυτό, είν’ αρκετό. Να βλέπω. Να ορίζω μονάχα, το πεδίο εμπρός σου".
Κι απόκριση από δίπλα: "Αν με περνάς για ξενητιά κι αν με περνάς για πατρίδα, ξέρεις τη ρίζα μου".

Γλιστράνε με τους ανέμους οι πεθυμιές κι αν έχουν και το Λιβυκό για γέννα, δαιμονισμένα τριγυρνούν.
Στη θαλασσιά κουρτίνα πλάι, σαλεύουν ψίθυροι:
"Αν σου δώσω μια άδεια αγκαλιά θα τη γεμίσεις";
Σ’ άλλες συντεταγμένες η απάντηση:
"Λέω να με βαρέσει βαπορίσιος αέρας τα ξημερώματα.
Σαντορίνη. Θα σε ψάξω στην Καλντέρα, εκεί που καίει πιο πολύ από παντού".

Και το γέλιο σιμά:
"Ναι, ε; Να σου πω, έχω τόσο πολύ δουλειά που η μόνη αντίδραση είναι να το σκάσω. Ναι, την κουπαστή θα πιάσω. Και θα σε κοιτώ στη θάλασσα, πώς κάνει ότι παραμερίζει, αλλά στην ουσία εγκολπώνεται το πλοίο".


Ηχόραμα οι ανάσες των ανθρώπων. Και του ανέμου τ’ ανασκαλέματα…
Ερωτική συνεύρεση ιερή. Βαθύ θανατικό στην πόλη. Απ’ αυτά που σε γεμίζουν ζωή. Πόσοι πεθαίνουν απόψε από έρωτα λες;

Ο ένας βυθισμένος στον άλλον.
Την ώρα που τ’ αστέρια γίνονται φεγγάρια πάνω τους. Κι ο αντάρτης άνεμος της Αφρικής σκουπίζει αναστολές και μασημένα λόγια.
Πόσοι εγγίζονται μ’ ανάκατες νυχιές, τη μια λίκνισμα φυλλωσιάς, την άλλη κρατήρας ετοιμόγεννος, δοξαριά που λιγώνεται στα χείλη...


Την τρέλα του έρωτα, την μαθαίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή,
μα ποιος το’πε;
Ξέρω μονάχα ποιος τ’ άκουσε. Παίρνω όρκο και για τη στιγμή: Την ώρα που ο άνεμος θρυψάλιαζε την υγρασία του σε βράχια κοφτερά.





(Βαριά απόψε η νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο:
Μελοποιημένο από το Μάνο Χατζιδάκι.
Τρείς εκδοχές:
Με το
Μανόλη Λιδάκη,
το Γιώργο Ρωμανό,
ή, με τη Φλέρυ Νταντωνάκη
Η φωτογραφία, του Alejandro Osorio)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:22 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 35 ανάσες
Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007
Ο καλός, ο κακός και ο κάκιστος

Σωριάζονται σιγά-σιγά. Με ένα και δύο, καμιά φορά και με παραπάνω «φου».
Οι πολυφροντισμένοι, καλογυαλισμένοι, πατροπαράδοτοι και πλήρως αναλώσιμοι μύθοι μας.
Εκείνοι που συντηρήθηκαν δίχως κόπο περίσσιο και πέρασαν έτσι ατσαλάκωτοι αν και πολυφορεμένοι στις νέες γενιές.
Μέσα στην πορεία μας στο χρόνο, ως ιστορική καταγραφή και συλλογική μνήμη, συλλέξαμε ένα σωρό στοιχεία που λειτούργησαν ευνοϊκά όσον αφορά στην ανάπτυξη μιας τάσης μυθοποίησης όχι απλώς του παρελθόντος μας, αλλά αυτής καθαυτής της ύπαρξής μας.

Εμείς, είμαστε Έλληνες. Άρα, περνάμε καλύτερα απ’ τον κάθε ξερακιανό Ευρωπαίο, ναι, ψιλοτεμπελιάζουμε αλλά ξέρουμε να χαιρόμαστε τη ζωή, διαφέρουμε γιατί έχουμε σέβας σε αξίες πανανθρώπινες και βεβαίως, διατηρούμε ισχυροποιημένο τον κοινωνικό ιστό, με την ανθρωπιά μας, την αλληλεγγύη, τη φροντίδα στον συνάνθρωπο.
Ένας ολόκληρος αμυντικός μηχανισμός (το τέλειο άλλοθι σα να λέμε), ενεργοποιήθηκε –προφανώς με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους- έτσι ώστε να ενισχύει αενάως την αυτοεικόνα μας και να μας βγάζει μονίμως λάδι απέναντι σε κάθε πολιτισμένο γείτονα, τον οποίον –έτερο στοιχείο-, για διάφορους λόγους βιώναμε πάντα ως απειλή.
Εμείς οι καλοί, εσείς οι κακοί, ναι; Ναι.

Το λέει κι ο Φουκώ πως κατασκευάζουμε αρνητικές εικόνες για τους συνανθρώπους μας, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε τη δική μας καλύτερη εικόνα προβάλλοντας τις αδυναμίες μας στους άλλους.

Εκείνοι εκεί, στην Εσπερία, ναι, είναι προγραμματισμένοι και οργανωτικοί, αλλά εμείς, έχουμε ψυχή λιονταρίσια, πέφτουμε στη φωτιά για τον συνάνθρωπο, υψώνουμε ανάστημα για την πατρίδα, αγαπάμε τον τόπο μας βαθιά και βάζουμε μπροστά το κοινό καλό!
Ωραιότατος, περιποιημένος μύθος, καλοσερβιρισμένος, να τον στραβοκαταπίνεις πιά. Γιατί –ω, τι έκπληξη!- οι ξένοι είναι αυτοί που χαμογελούν και λένε τριγύρω καλημέρα κι αγκαλιάζονται και νοιάζονται ουσιωδώς για τη χώρα τους κι έχουν και συναισθήματα, για δες!
Πόσες και πόσες μυθολογίες ηχούν κούφιες στα καθαρά αυτιά…
Πάει κι ο μύθος της καλοπέρασης πλέον, πάει κι ο άλλος περί ανεκτικότητας του νεοέλληνα, μια και οι σύγχρονες δημοσκοπήσεις μιλούν για μια εντεινόμενη ξενοφοβική στάση της ελληνικής κοινωνίας.

Η αγαπημένη Ψιλικατζού, όλα τούτα έχει -λέω- κατά νου, με τα σχετικά περί έλλειψης πολιτισμού που γράφει…
Η κοινωνική μας παρουσία, η ταυτότητά μας μέσα στο κοινωνικό σύνολο –αν θέλετε-, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον άλλον, τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους και το πώς προσλαμβάνουμε την εξουσία, τους θεσμούς.
Η πρόσληψη του «άλλου», όχι μόνο του γείτονα Ευρωπαίου μα πιότερο του συνέλληνα, σημαίνει και δική σου αυτοαναφορά, ε;
«Ποιος είμαι» σημαίνει αναγκαστικά, «σε σχέση με τον άλλον»…

Η ελληνική ζεστασιά κι η φιλοξενία κι η λεβεντιά κι η δήθεν ομοιομορφία στην απλοχεριά και στη γενναιότητα ψυχής, στοιχεία να καμαρώνεις, ναι, πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι παρά κατασκευές. Μυθοπλασίες να νανουρίζουμε την ανάπηρη συλλογική μας συνείδηση. Το πρόσφατο παράδειγμα της καταστροφικής πυρκαγιάς, αυτού του ολέθρου που ξεδιπλώνει την ουσία της νεοελληνικής ταυτότητας, το αποδεικνύει περίτρανα. Αποτελεί πραγματικά ένα σημαντικό κλειδί ανάγνωσης της νοοτροπίας του σύγχρονου έλληνα.
Ο Καιρός γράφει συγκλονιστικά για το πώς αντέδρασαν οι συμπατριώτες μας, για το πώς δηλαδή αντιδράσαμε εμείς, στην πραγματικότητα αυτής της τραγωδίας.
Την ώρα του κακού. Εμείς, οι καλοί.

Πόσο βολικό να κάνεις σαΐτα τις ευθύνες, να στρέφεσαι εναντίον του άλλου και τελικά να οδηγείσαι σε πλάνες;
Δεν είναι βέβαια το ζητούμενο να πάμε στο άκρο και να μυθοποιήσουμε την όποια εθνική ετερότητα, να βουτήξουμε δηλαδή σε μια ξενολαγνεία οικτίροντας το DNA μας. Αλλά κι η απενοχοποίηση είναι γλοιώδες παράσιτο κι η αφαίμαξη που επιτυγχάνει, συνεχής.

Καλώς ή κακώς, οι πράξεις των ανθρώπων τροφοδοτούνται από ιδέες και πεποιθήσεις κι άντε τώρα να φέρεις τούμπα μια ολόκληρη στάση ζωής.
Κοινωνίες της απομόνωσης. Που από τη μια μας εξασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής κι από την άλλη μας υποχρεώνουν σ’ έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης και επιβολής. Άρα, ο καθείς για την πάρτη του, ο καθένας μόνος κι ο καθένας εναντίον του άλλου.


Άνυδρο, ρυτιδιασμένο, καχεκτικό, ξηρό, το φετεινό ελληνικό καλοκαίρι.
Φλόγες να του κατατρώγουν τα σωθικά, να το μετατρέπουν σε γη ολόμαυρη, εικόνα σολωμική, σφήνα στο μπλε της θάλασσας. Και η πεισμωμένη αισιόδοξη ματιά του έλληνα, το δαιμόνιο πνεύμα της φυλής αν θες, ζωγραφιά μακρινή, που τη διασώζουν για λίγο ακόμα, κείμενα περιηγητών.

Θυμίστε μου πως λεγόταν εκείνη η παμπάλαια φυλή που χάθηκε από την ιστορία όταν απώλεσε την πίστη της στον άνθρωπο: εαυτό, συνάνθρωπο, εξουσία, το ίδιο και το αυτό επί της ουσίας…



(Η φωτογραφία -της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι-, βαφτίζεται...
"επίθεση στο πράσινο".
Μπορεί και να φυτρώνουνε χαμόγελα σε ωχρούς και μίζερους καιρούς, ε;)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:41 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape