Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007
Φυλαχτό

Όπου αγαπάς, μην πολυπάς
Κι αν πολυπάς, μην πολυκάτσεις
Κι αν πολυκάτσεις, να μην πολυμιλείς
Κι αν πολυμιλείς, να κατέχεις ίντα λες.




(Κρητική μιλιά προικισμένη σοφία, εδώ από τον Λουδοβίκο

Η φωτογραφία είναι της Barbara Heide)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:24 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Κυριακή, Μαΐου 27, 2007
Cuba, Patria Obstinada
«Η Επανάστασή μας είναι τόσο κουβανική όσο η μουσική μας. Μπορείτε να φανταστείτε όλους τους λαούς ν ΄ακούνε την ίδια μουσική;»

Λόγια του Φιντέλ Κάστρο, που μαζί με τα παρακάτω τ’ ανέμισε σημαία μανιασμένη, αγέρωχη, φλογισμένη απ’ το θυμό και τους αγώνες στην Πλατεία της Επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1967:

«Αν αναρωτιόμασταν πως θα θέλαμε να είναι τα παιδιά μας, απ΄ τη καρδιά μας θα λέγαμε: να είναι σαν τον Τσε!»

Εικόνες δύναμης και φράσεις παθιασμένες και μορφές ιστορικές, βλέμματα παλικαροσύνης, αντρειάς που λέμε στην Κρήτη, βαροπατούν τη σκέψη μου.
Τη σκέψη που, ίδιο παιδί σκαρφαλώνει σε σκαλωσιές κι αντικρίζοντας ουρανούς ζυμώνει ονείρατα για δίκαιους κόσμους, γι ανθρώπους άλλους που, χαμηλά πατάνε και ψηλά κοιτάνε.

Με τέτοιες αναζητήσεις, προίκα νιότης πεισματάρας πρωτοπερπάτησα στην Κούβα, αλλά, αλλά… τ’ αγριεμένο παρόν λίμαρε τη σκέψη μου να οξύνει, να γίνει περισσότερο αιχμηρή και μάλλον, πιο ενήλικη.

Γδάρσιμο πρώτο η κουβέντα του Όσκαρ, φέρελπι δικηγόρου που λαχταρά να χυθεί στη ζωή, μα τα απαγορευτικά πολλά.
«Δεν μπορώ να εκφραστώ, να πω ανοιχτά όσα με πνίγουν, να κάνω αυτά που σχεδιάζω, να λειτουργήσω ελεύθερα. Υπάρχουν περιορισμοί. Την λατρεύω την πατρίδα μου, θαυμάζω απεριόριστα την πορεία του Τσε, το σύστημα εδώ όμως, το θέλω αλλιώτικο. Δεύτερη μπλούζα δεν έχω, παίρνω ελάχιστα χρήματα και, ο μόνος τρόπος να ζήσω λίγο καλύτερα είναι να αποκτήσω παραπάνω χρήματα παράνομα. Όλοι αυτό κάνουν. Δεν ξέρω, νομίζω πρέπει να γίνουν κάποιες αλλαγές».

Οι σύγχρονοι Κουβανοί μοιάζουν σαστισμένοι, διχασμένοι και δίχως άλλο, ανήξεροι για το μπροστά, το παραδίπλα. Ούτε να μαντέψουν τα μελλούμενα δύνανται, ούτε να βολέψουν τις ελλείψεις τους που χάσκουν θορυβώντας.

Από τη μια, περήφανοι για την ιστορία τους, που ύψωσε μπέτι (=έτσι αρθρώνεται ο θώρακας στη Κρήτη) και φωνή ενάντια σε επεκτατισμούς και αδικίες, αγκαλιάζουν το παρελθόν τους και φουντώνουν το λόγο στην αναφορά του. Ωκεανοί αντιαμερικανισμού στα χείλη τους.



Από την άλλη, ανήμποροι να ορίσουν τη μοίρα τους κατά πως ονειρεύονται, στέκονται αμήχανα μπρος σ’ ένα κόσμο που ταχύτατα αλλάζει, μπρος σε συστήματα που΄χουν περίσσιες φορεσιές για αλλαξιά και σιγά-σιγά μπαίνουν στη λογική «όπως και όσο αρπάξουμε».
Όλη η Αβάνα –αλλά και η Κούβα γενικά, στην ενδοχώρα της- βροντοφωνάζει τη σημασία των λόγων και των έργων των ηρώων της, που πάλεψαν για την ανεξαρτησία της.


Ο Χοσέ Μαρτί, αρχιτέκτονας της επανάστασης και σημαντικός ποιητής, γεννά σεβασμό πιότερο ίσως κι απ’ τον Τσε κι απ’ τον Κάστρο.

Εκατό και βάλε χρόνια πριν είπε πως «η Πατρίδα είναι βωμός, όχι βάθρο» και οι Κουβανοί, ακόμα γράφουν στους τοίχους τα αποφθέγματά του.

Το κύρος του Φιντέλ δεν είναι κενό γράμμα στην Κούβα, έχουν πίστη στον μπροστάρη τους οι ντόπιοι αλλά, σου δημιουργείται η εντύπωση πως έτσι είναι γιατί δεν μπορεί να ΄ναι αλλιώς. Τον τιμούν για τους αγώνες του εναντίον του Μπατίστα, όμως, δίχως άλλο, δεν είναι ευχαριστημένοι με την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση.

Ακινητοποιημένοι θαρρείς, δεν έχουν κάτι να αντιπροτείνουν.
Θα σου μιλήσουν με θέρμη ζηλευτή για τους μπαρμπούδος (=γενειοφόροι) αντάρτες των Υψίπεδων της Σιέρα Μαέστρα, θα σου δείξουν με καμάρι το Μουσείο της Επανάστασης –έξω από την είσοδο του οποίου σε υποδέχεται το τανκ που χρησιμοποίησε ο Φιντέλ κατά τη Μάχη του Κόλπου των Χοίρων το ’61-, όμως, θ' απλώσουν και παράπονα.

Αναφορές σε κείνα που βλέπουν στις τηλεοράσεις και τους παραγλυκαίνουν, τα αγαθά τα μπόλικα, που λαχταρούν μα μένουν με τη γεύση ξινή γιατί τούτος ο κόσμος είναι άλλος, λιτός κι ας έχει δοξασίες σωρό για να χορτάσει.

Φυτώριο επαναστατικού πάθους η Κούβα, αδέσμευτη, αντάρτισσα πραγματική, προπαγανδίζει αυτόν της το ρόλο σε κάθε πέτρα της.
Μπόλικες κουβανέζικες φωνές, με τις οποίες μπλέξαμε ομορφοκουβέντες, καμαρώνουν για την παιδεία που είναι πρώτη προτεραιότητα, την τέχνη, την περίθαλψη, την ανθρωπιά –εν τέλει- που αναδύεται θριαμβεύουσα.
Και -ιδού οι αντιθέσεις!- συνάμα, αναζητούν πέσος τουριστικά που’ναι διαφορετικά και πολύ μεγαλύτερης αξίας από τα δικά τους (χρήματα δύο ταχυτήτων, ναι) για να προμηθευτούν λίγα παραπάνω, ν’ ανασάνει το σπιτικό.
Χμ! Από το ΄91 που ο Κάστρο εξήγγειλε πρόγραμμα λιτότητας (με επιπτώσεις αρνητικές στην ηλεκτρική ενέργεια και το πετρέλαιο), ο τουρισμός θεωρείται η πλέον κερδοφόρα επένδυση.
Δεν είναι ψέμα ότι συχνά, με μια σχεδία ή μια σαμπρέλα και μόνο, αφήνονται στα κύματα οι Κουβανοί προκειμένου να φτάσουν στο Μαϊάμι, αναζητώντας αλλιώτικες αναπνοές. Είναι οι λεγόμενοι μπαλσέρο (μπάλσα=σχεδία).

Το εμπάργκο της Αμερικής, από το 1960, που είχε βέβαια σκοπό να στερήσει το νησί από κάθε μέσο ανεφοδιασμού με προϊόντα αμερικάνικης προέλευσης, κρατάει την Κούβα μακριά από… άραγε τι; Απ’ το παζάρι της εμπορευματοποίησης; Ε, όχι δα! Όπου σκαλώσει το βλέμμα, φιγουράρει ο Τσε. Όπως τον ζωγραφίζουν πλέον οι καιροί. Κι οι πονηράδες των ανθρώπων. Πως τον είπαν οι δυτικοί; Α, ναι! Καταναλωτισμό. Μορφή ηρωϊκή -ήθος και σέβας στην άκρη- σε μπλουζάκια, καπέλα, αναπτήρες, λογής-λογής μικροαντικείμενα. Στη Βολιβία κυκλοφορεί μέχρι και μάρκα τσιγάρων Che!
Μάλιστα. Πάντως, αν βοήθησε σε κάτι η στρατηγική της απομόνωσης, είναι στο ότι ενίσχυσε την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Λατινικής Αμερικής.

Η Σύλβια, στην Plaza de Armas, μιλά με πάθος ζηλευτό για τον Che. Απλώνει μπρος στα μάτια μου βιβλία και φωτογραφίες του τα οποία πουλάει και ακτινοβολεί η ζουμερή θωριά της . Μου διαβάζει μήνυμα του Che από το 1967.
«Πλησιάζουμε στο λαμπρότερο μέλλον κι ας υπάρχουν ακόμη στον κόσμο δύο ή τρία ή πάμπολλα Βιετνάμ». Της ζητώ να μου πει αν το μέλλον της Κούβας, το βλέπει λαμπρό.

Σταματά να συλλογιστεί κι η σιωπή της μου πέφτει παράταιρη σ ΄αυτόν τον ηλιοφορεμένο τόπο του κεφιού και της καρδιάς που γδύνεται τα χρώματα και σε στροβιλίζει με μια ρούμπα μεθυστική.
«Πονεμένη η χώρα μου. Δεν ξέρω τι να σου πω. Πιστεύω πως ο Ραούλ είναι καλός, όταν φύγει ο Φιντέλ θα καταφέρει κάποια πράγματα. Μας λείπουν πολλά, αλλά έχουμε δικά μας που εσείς δεν έχετε, έτσι δεν είναι;»

Τη ρωτώ τι εννοεί. Γελά κυματιστά, ανεμπόδιστα.
Μου φτάνει το γέλιο της. Την απάντηση την έχω.


Γράφει ο Ποιητής Ρομπέρτο Ροδρίγες για τον Τσε:

Από που αρχίζει Τσε το όνομά σου
τ' όνομά σου από αίμα και ανήφορο
με ήλιο ανάμεσα στα χορτάρια
ποτάμι που στραφταλίζει
που να σ' ανακαλύψουμε αν όχι
στ' όνομά σου στα δέντρα
ή στο βιβλίο στο προσκεφάλι
με μικρές λεπτομέρειες της φωτιάς
που ευωδιάζει για πάντα
από που ν' αρχίσουμε
για την νικηφόρα πορεία σου
ή για τις εναγώνιες νύχτες
με την αγνή δονκιχωτική καρδιά
..................................................
και που να σ' αναζητήσουμε Τσε
που αν όχι σ' αυτόν τον αιώνα
αν όχι στους αιώνες που θα'ρθούν
...................................................
υπάρχει εδώ ο άνθρωπος
αναδεύεται η ζωή
συναθροίζονται τα σημάδια
η σκόνη ακτινοβολεί
τα λουλούδια στάζουν επανάσταση...

(Ποιητική απόδοση Αντώνη Σεμνή,
26 Κουβανοί Ποιητές,
εκδόσεις Αντιπαράλληλα, 1982)



Τέσσερις διαφορετικές εκτελέσεις–όλες εξαιρετικές, σας διαβεβαιώ-
του περίφημου Hasta Siempre:


Άνεμος παραδοσιακός, εσπερινή αύρα θαρρείς, που μ' ένα φύσημα όμως,
μια πνοή, μετουσιώνεται σε λίβα μαζί και τραμουντάνα και
σαρώνει τόπους και ανθρώπους.

Φλόγα αγριεμένη η άλλη εκδοχή, να στενάζουν οι ηλεκτρικές κιθάρες, να φεγγοβολούν με δύναμη οι διαθέσεις, να μοιάζει μέσα τους αντάρτης ο καιρός.


Αγαπημένο και οικείο εδώ, τεχνίτες όσο να πείς
ο Νταλάρας & ο Al Di Meola...


Ελληνικά φτιασιδώματα, να τα χαίρεσαι όμως και να τα στολίζεσαι στα χείλη, από τους Apurimac, με παρέα εκλεκτή τους: Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Αλκίνοο Ιωαννίδη, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Χρήστο Θηβαίο και Μίλτο Πασχαλίδη.



 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:25 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 20 ανάσες
Τρίτη, Μαΐου 22, 2007
Μουσική, η ξαστερόγλωσση

Ακροβατώντας πάνω σε μουσικές που συμπορεύονται με στιγμές διάφανες, ανόθευτες στο χρόνο, κρατάω υποσχέσεις κι ισορροπία μαζί. Δεν είπα πως πέρα από τα ελληνόφωνα ταιριάσματα θα ξύσω τη μνήμη να βγάλει στο φως και τ' άλλα, που συλλαβίζονται από διαφορετικά λεξικά; Το'πα. Στ΄ανοιχτά λοιπόν. Να βγούμε στους καιρούς τους αλλοτινούς, εκεί που τραγούδια ζωής γλιστρούν πάνω και στα σάρκινα και στ' αέρινα, μαζί στη λήθη μαζί και στη θύμηση, καταβροχθίζουν όνειρα, γραπώνονται απ' τις φλέβες και κυλούν εντός.
Λόγια μετά μουσικής, άγκυρες στιγμών που ανεμοδέρνονται μ' ένα μόνο φύσημα, τόσο ευάλωτες, τόσο ανάλαφρες και συνάμα τόσο βαριά γραμμένες στη ψυχή.
Τ' αγαπώ όλα τούτα τα τραγούδια που θα 'μολογήσω, άλλα ίσως περισσότερο, ναι, δεν είναι σώνει και καλά τα μοσχαγαπημένα μου, όμως, έχουνε πρωτιά γιατί σκάνε στη μνήμη και της αφήνουν ραγισματιές. Μήτε ανεμόμετρο δεν κοτάει ν΄αφουγκραστεί το χαλασμό τους. Τόση φασαρία στ' ακουσμά τους, φαντάσου.



Σχοινοβασίες του καλού καιρού, μετεωρισμοί και τραμπαλίσματα, για να'ρθει να σωριαστεί η σκέψη σε χρόνια που ο χρόνος κι ο κόσμος κι η παρέα κι ο έρωτας είχανε μιά μορφή: στρογγυλεμένη σίγουρα, δίχως γωνίες κι απότομα γυρίσματα και πισωπατήματα. Σαν μπαλόνι, σαν αερόστατο που δεν ευθυγραμμίζεται με καμμιά τρέχουσα λογική μα, το μόνο που ζητά είναι ουρανούς να πηγαίνει. Ανέφελους και μη, ουρανούς πάντως. Έτσι η σκέψη, έτσι και η θέα στης εφηβείας την τροχιά. Από κει λοιπόν τα περισσότερα, για τούτο, φου πάνω τους, να σκορπιστεί η μπόλικη σκόνη.
Του καιρού, όχι της λήθης.

Πρώτο-πρώτο -μπορεί και γιατί έγινε κουβέντα τις τελευταίες μέρες- το
Protest Song, λιωμένο στα χείλη κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι, εικοσαετία και βάλε πίσω, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Μια χούφτα μαθητούδια λοιπόν, που... (φυσικό κοκκινάδι στα μάγουλα για να το πω) το σκάσανε από εκδρομή πενθήμερη με σκοπό να "χαθούν", να βαλθούν να τους ψάχνουν οι υπεύθυνοι, άρα να καθυστερήσουν τα πούλμαν, έτσι να μην προλάβουν το πλοίο από τον Πειραιά για το Ηράκλειο κι εν τέλει, να παρατείνουν τη διαμονή τους για μιά μέρα ακόμη. Ω, ναι! Το κάναμε κι αυτό. Και βρεθήκαμε να αλητεύουμε πλάι στις ράγες τραγουδώντας κείνα που ζέσταιναν την παιδικότητά μας και τ' άλλα, που τρόμαζαν τον ανομολόγητο φόβο μας μη μείνουμε μόνοι, μη στοιχειώσει η νύχτα και ξεχρεώσουμε άσχημα την αγριεμένη, τσάμπα μαγκιά μας.

Δε γίνεται δηλαδή, μα ναι, πως αλλιώς... Δε γίνεται λέω, να μη κουτουλώ σ' εκείνους τους καιρούς τους κατάλευκους και κατάμαυρους μαζί κι αναψοκοκκινισμένους. Ούτε σπρωξιά δε χρειάζομαι, ούτε κάλεσμα φωναχτό, μινύρισμα μόνο να γνέψω στο χθές να φύγει πνοή, να σαρκωθεί το σήμερα. Ακίνητη σελίδα μια στιγμή βουτηγμένη σε γέλια κατακλυσμός και φουσκοθαλασσιά μαζί, σε αίθουσα σχολείου που λες, η πρώτη μας θεατρική performance -την τύφλα μας είναι το σωστό-, tableau vivant παρακαλώ τραγούδι μυθικό που βγάζει δυό μέτρα γλώσσα στις καλοσυντηρημένες ηθικές, τις αποστειρωμένες.
Έτσι και κυρίως, έτσι.

Μνήμη-μπαλόνι που φουσκώνει κι άλλο και λίγο ακόμη και σκάει στο "φτάνει πιά" και σπάει στη μούρη σου πάνω και κολλάει στα βλέφαρα ίδια τσιχλόφουσκα θαρρείς, να σφαλίζουν τα σκοτάδια με γεύση κεράσι! Αχ και ξάφνου, να σου οι σκιές: μια βραδιά σε ντίσκο θρυλική του τόπου μου, Piper για τα γειτονάκια με το γερό μνημονικό, όπου... περάσαμε στην παρανομία. Εξηγούμαι το λοιπόν.



Μια φορά κι έναν καιρό κάτι καταγώγεια ονόματι ντισκοτέκ ήταν απαγορευτικά ακριβοπεράσματα για τους κάτω των δεκαεπτά. Που σημαίνει, γλιστρούσαμε στα κλεφτά -συχνά με το μαθητικό πάσο "πειραγμένο"-, μια και τα χορευτικά ξεβιδώματα, τα ερωτοχτυπήματα κι οι συνωμοτικές ματιές ήταν πολύ σημαντικότερα από τα "μη" της όποιας άμουσης κι ανέραστης εξουσίας. Ο Σταύρος στην κονσόλα -τον οποίον παράφτυσαν οι μοίρες στην πορεία της ζωής του, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία- να παίζει παραγγελιές. Κυρίως
doors με τους οποίους στήνανε γλέντι οι φλέβες αλλά και beatles που ο ίδιος προσκυνούσε.



Κι ενώ η βραδιά φορούσε τα γέλια μας γιρλάντα, ξαφνικά, βουβαίνονται τα φωτορυθμικά, σημάδι πως είχαμε "επισκέψεις". Με πολιτικά οι αστυνομικοί να ζητάνε ταυτότητες -ντου κι αυτό!- ε, όσοι πρόλαβαν κουβαριάστηκαν κάτω απ' τα μπαρ, ενώ οι υπόλοιποι τσουβαλιάστηκαν ως... τι άραγε; Ταραξίες, ατίθασοι ροκάδες, ανυπάκουοι ανήλικοι, τι στο καλό... Βουρ για την ασφάλεια, τρέμαμε φυλλαράκια δεκαεξάχρονα εμείς, όπου αρχίσανε και τα όργανα. Κηρύγματα απανωτά στους... μελλοντικούς εγκληματίες και ολίγη φασαριόζικη ατμόσφαιρα μια και τα βάλαμε και μεταξύ μας. Οι ροκάδες με τους καρεκλάδες -φορεμένη ετικέτα για όσους άκουγαν ντίσκο-, με άλλα λόγια. Ε, για ν' αγνοήσουμε το τρέμουλο της ψυχούλας μας καμωθήκαμε τους παλικαράδες με σφύριγμα κλέφτικο και βρήκαμε και παραπανίσιο μπελά. Η υπόθεση έληξε μετά από κανένα τρίωρο, ειδοποιήθηκαν βέβαια οι γονείς μας για τα φοβερά και τρομερά καμώματα των βλασταριών τους από τον Επιμελητή ανιλήκων(!), ο οποίος -αξιέπαινος γνώστης της παιδαγωγικής, λαμπρό πνεύμα ο άνθρωπος- φρόντισε να μας "στολίσει" για τα καλά στους επίσης έντρομους μπαμπάδες μας.
(Νομίζω μετά από κάποιες μέρες άλλαξε λάστιχα στο αυτοκίνητό του).

Φυλλομετρώντας λατρεμένα, κιτρινισμένα τεράδια εκείνων των χρόνων -στα μάτια σας η εφηβική γραφή μου- συναντώ τραγούδι που μούσκεψε το κοριτσίστικο μαξιλάρι μου. Ο δεύτερος δίσκος-απόκτημα εκείνος των Pink Floyd. Σπαραγμός για έναν έρωτα μαθητικό που θρεφόταν από το θρανίο και το παγκάκι του πάρκου και μια βραδιά ξεψύχησε πάλι μ' αγαπημένο τραγούδι στα χείλη. (Άλλο κόλλημα πάλι με τους Styx, κλάμα και χτύπημα...)

Αργότερα, πρωτογεννήματα καλοκαιριού -καλή ώρα-, σε κατάστρωμα πλοίου που'χαμε τ' αστέρια για πανωφόρι και τη νυχτιά για σύμμαχο, βρεθήκαμε να τραγουδάμε γνωστοί κι άγνωστοι, μια παρέα όλοι, για τη ράδα που τραβάει στο πουθενά. Ορκίζομαι, η πιο ωραία διαδρομή στο σύμπαν. Κι έπειτα, πιασμένοι απ' την κουπαστή, ουρλιάζαμε στα κύματα την ανάγκη μας να σπάσουμε δεσμά που, αφελείς κι αστοχασιάρηδες, θαρρούσαμε πως είχαμε. Μεγαλύτερη ελευθερία από κείνη, δεν έχω ξανανιώσει. Κι η φωνή, μιά σε πολλές μαζί, κυματοθραύστης.

Άλλη στιγμή, βουβή και μόνη, πιο μαύρη κι από σκαρί βυθισμένο, όταν φίλη ψυχής λύγισε από αρρώστια κι εμείς μάσκα φορώντας χαράς, της κρατούσαμε το χέρι και σκορπίζαμε
χρυσόσκονη σαν ευχή τραγουδιστή.

Πετράδι π' αστράφτει στο χρόνο άλλη ώρα, σπουδαία και τούτη δω, που΄χαμε τους έρωτες ως μόνη έγνοια -όπως τους πρέπει δηλαδή- και μετρούσαμε το βάρος του φιλιού με τη διάρκειά του. Αντίμαχος το τικ-τακ του ρολογιού -μα πόσο να κρατήσει η αναπνοή!- μα εμείς στο πείσμα: να ξεπεράσουμε τα προηγούμενα, να χωρέσουμε πιο πολύ χρόνο στα χείλη! Και τελικά, να΄χουμε για σημείο αναφοράς ένα
λατρεμένο τραγούδι, που όφειλε να καλύπτει τη διαδρομή ενός φιλιού!

Ξάγρυπνα ξημερώματα που μοιάζανε ξοδέματα μα ήταν θεία δώρα, έρχονται στο νου μαζί με καμώματα νιότης πάλι. Νιότης πάντα. Θάρρος ή αλήθεια το γνώριμο παιχνίδι και, να΄μαι λίγο πριν την αυγή σε μπαλκόνι έκτου ορόφου -τέρμα Μιχαλακοπούλου- να τραγουδάω πιο δυνατά και όλο πιο δυνατά, το boxer ώσπου να βγει στο παράθυρο ο απέναντι μορφονιός που΄χε κρεμασμένη με σπάγγο μια κιθάρα μινιατούρα στο λαιμό, χύμα εντελώς και τρέλαινε όλα τα κοριτσόπουλα της παρέας. Θάρρος μου ήθελες; Παρ'τα θάρρητα και τράβα.


Μία και μοναδική φορά έπαιξα μουσική νύχτα σε μπαρ. Στην ουσία αντικαθιστούσα έναν φίλο. Το συγκεκριμένο μαγαζί έχει κατεβάσει ρολά πιά και, να πω και την αλήθεια μου, ποτέ δεν το συμπαθούσα. Από κείνη τη βραδιά, η οποία ήταν άκρως διασκεδαστική στην εξέλιξή της, θυμάμαι το
The River Of Dreams, γλυκερό, μα συνήθως μου φώτιζε τη διάθεση, που, με το που ακούστηκε, μια παρέα Γερμανών -νομίζω- άρχισε να χοροπηδά και να λούζεται τις μπύρες. Όλο το βράδυ κάνανε τούμπες με το συγκεκριμένο και με το In The Dutch Mountains και στο τέλος, ξημερώθηκαν στην πόρτα του μπαρ, έχοντας πιεί το Αιγαίο Πέλαγο και το Κρητικό μαζί.

Πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90, παρέα του γλεντιού με κοπελιά εγκυμονούσα ανάμεσά μας, φρενάρουμε στην εθνική κοντά στο Ηράκλειο, γυρεύοντας πορτοκάλια να ξεδιψάσει η λαχτάρα. Χανόμαστε σε πορτοκαλεώνα κοντά στο Φόδελε (=γενέτειρα του El Greco), έχοντας στη διαπασών REM
ξανά και ξανά. Ούτε πιτσιρικαρία στη κλεψιά και τη κουζουλάδα, να σου ξαφνικά ο ιδιοκτήτης φωνασκώντας και απειλώντας. Στη θέα όμως της ζωής που σάλευε κάτω από την κοιλιά, μερεύει και μας καλεί στο σπιτικό του όπου όχι μόνο πορτοκάλια γευτήκαμε, μα, φαγοπότι ολονύχτιο σχεδόν και ξεχωριστό στην ένταση και την απόλαυσή του.

Παραμύθι αλλόκοτο, άρα παραμύθι, νεραϊδένιο κι απόκοσμα τρυφερό μου θυμίζει την Τζένη, φίλη μουσικό που ζει στην Αγγλία και το
τραγουδούσε στα εδώ ραδιόφωνα. Ομορφιά που δεν αντέχεις ο λόγος ο μελωδικός, αλλά κι ο θρύλος ο ίδιος όπως ανασαίνει και κρατιέται -κλωστή κόκκινη πλεγμένη φυλαχτό- στους αιώνες.
Και το
on the border που της χάριζα να στολίζει τ΄αυτιά και να κάνει λόγο για τα σύνορα που βάζουν οι άνθρωποι στις καρδιές πρωτίστως.

Λέω να ράψω γερά τις στιγμές που ξεχειλώσανε το λόγο, μα όλο έρχονται και με τραβολογούν να πω λίγα ακόμα. Για κείνη την αποκριάτικη παρέα -οι"γυναίκες με τα μαύρα" λέει- που παραπατώντας σύρθηκαμε σε αυτοσχέδια πίστα και βρεθήκαμε να χορεύουμε το
addicted to love, μίμηση πιστή ήταν το κάλεσμα, του video clip.

Κουβέντα τελευταία για δυό τραγούδια τώρα, πρόσφατα -αστροφωτισμοί και
το'να και τ' άλλο-, που ταιριάξαν με ταξιδέματα νου και σάρκας την ώρα που η ψυχή συναντούσε φυρονεριά κι οι απολογισμοί αλαφροκάτσανε στον πάτο, λες να αγαντάρουνε το όνειρο.


Στιγμές και μουσικές, άγκυρες και γεφύρια, περάσματα και πατήματα μαζί. Μπαλόνια χρωματιστά που σας πετώ να παίξετε, πίσω από τις χρωματιστές λέξεις. Εκεί είναι που παραμονεύουν τα τραγούδια:

Astronauts-Protest Song, Τρίφωνο-Scarborough Fair, Joan Baez-Diamonds & Rust, Pink Floyd-Hey You, The Nits-In The Dutch Mountains, Queen-I Want To Break Free, Creedence Clearwater Revival-Bad Moon Rising, Robert Palmer-Addicted To Love, Stranglers-Golden Brown, The Cure-Lovesong, Simon & Garfunkel-The Boxer, Al Stewart-On The Border, Talking Heads-Road To Nowhere, Radiohead-Fake Plastic Trees, The Beatles-Yesterday, The Doors-Hello I Love You, REM-The One I Love, REM-Losing My Religion, The Sex Pistols-God Save The Quee(σε δύο εκτελέσεις, η μία θεατρική), Swati-Stay, Styx-Βoat on the river & Billy Joel-The River Of Dreams
(In the middle of the night)



(Οι φωτογραφίες -πέρα από τα σκαναρίσματα της εφηβικής μου ανταρσίας-
είναι από το www.deviantart.com.
Τα γραφτά κι οι μουσικές χαρίζονται στην Αγγελική μου, φίλη απ' τα θρανία, συγκάτοικο στα χρόνια τα φοιτητικά, που κρατά ακόμα στα χέρια της το πιο βαθύ ρογδί της ψυχής μου)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:10 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 22 ανάσες
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007
Αχ, τα τραγούδια ειν' ευχή...
...και πάρε την μαζί σου...


Το κάλεσμα ήρθε -μέρες πριν, είναι η αλήθεια- από τη γειτονοπούλα με τις εμπνεύσεις που'ναι μπόλικες και ξέχειλες φως· ώστε ν' ανοίγουν τόπους και δρόμους κι ουρανούς.
Να σμίξω -ζήτησε- μουσικές που 'χουν χαρτογραφημένα σημάδια προσωπικά από στιγμές ιδιαίτερες, φεγγαριών και μέρας, μεθυσμένων τραπεζιών και μοναξιάς. Το παράκανα Οίστρε μου με το "περίμενε", δικαίωμα που λένε κι απολογισμοί ίσαμε δυό βουνά γιατί ο καιρός ετούτος μ' έχει τσιμπήσει απ' τ' αυτί και με σέρνει κατά τα γούστα του. Λέω λοιπόν να πιάσω γαϊτανάκι με κορδέλες κόκκινες και θαλασσιές και αχτινοχαϊδεμένες, να χορεύω γύρω του, να χαζογελώ κι έτσι με το τίποτα, εύκολα-εύκολα να δακρύζω, βουτώντας συνάμα τα δάχτυλα σε μουσικές. Όχι με το ζόρι στις μόνες που αγαπώ (ω, πόσα και πόσα: στεριές να μετράς και πέλαγα τα τραγούδια που σφιχτοφιλάνε τη ψυχή μου), αλλά σε κείνες που κουβαλάνε μεταφράσεις. Πάει να πει: Συλλογίζομαι τραγούδια με το πρώτο όμως, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, που'ναι αγκαλιασμένα με καταδικές μου στιγμές. Βιώματα, αγγίγματα, ψίθυροι, γέλια να φωτίζεται ο χρόνος, κλάμματα να΄ρχεται η πρώτη νιότη ξανά.
Λέγε με ζωή δηλαδή.
Παιχνιδίζω με νότες και λέξεις λοιπόν και μισοκλείνω για λίγο το άλμπουμ της Κούβας, για την οποία θα΄χω κι άλλα αχνομουρμουρίσματα
.


Ερωτικό. Το πρώτο. Κατάδυση σε βυθούς μακρινούς, να λαμπυρίζουν ήλιοι. Κοράλλια κι αστερίες. Ρεμπελιό και μπουσούλημα σ' αγάπες. Αέρας ξενοιασιάς. Ο μόνος. Φοιτητικά χρόνια δηλαδή, έρωτας μεγάλος, σελήνη και νύχτα μαζί, κόσμος άλλος. Ο κόσμος όλος, είναι το σωστό. Αναρωτιέμαι φορές-φορές που έτρεξε και κρύφτηκε κείνη η παιδούλα η χαζοχαρά, η θεία ανεμελιά που'χαμε τότε. Κι είναι τώρα, αν μας καλοκοιτάξεις, σαν να μη τη ζήσαμε ποτέ.
Τέτοια αφυδάτωση.
Που λες, έρχονται και με γλυκοστοιχειώνουνε κάτι Κυριακάτικα ξυπνήματα με χουζούρεμα απίστευτο μεσημέρι και βάλε και με ντουέτο παράφωνο, να πισωπατούν οι τοίχοι. Το τραγούδι μας. Αυτό. Και το μάλωμα μόνιμο: λέει "εδώ είναι Αττικής φαιό νταμάρι, ή θεών νταμάρι"; Μούτρα πάντα. Και γκρίνιες. Ποιός στα δίκια και ποιός στα άδικα. Να σου πω τώρα. Όχι βέβαια ο ποιηταράς ο Άλκης Αλκαίος, μα ο χρόνος. Που τέτοιες αγάπες, τις τσιγγουνεύεται.

Παρακάτω.
Ριζίτικο των χαρακιών, μωρέ να χαρακώνεσαι.
Σχεδόν δέκα χρόνια πίσω, άστρο μεθυσμένο στη μνήμη μια βραδιά στ' Ανώγεια. Απίστευτη. Κι η γλεντοπαρέα κι η νυχτιά. Σταυρακάκηδες, Χαιρέτηδες, ποιόν να πρωτομετρήσω κι η Αννούλα, φίλη αγαπημένη που τότε, είχε στη καρδιά νωπό θανατικό, πιάνει το συγκεκριμένο τραγούδι. Άστα να πάνε. Ποτέ δε θα ξεχάσω. Ποτέ. Τη δύναμη της στιγμής, των ανθρώπων, του Ψηλορείτη, της λύρας που έπαψε να κελαηδά να γυμνωθεί περισσότερο η φωνή, τον Δία που κατέβηκε απο' τη κορφή και γύρεψε καρέκλα. Άστα λέμε. Και μετά ένα δεκαεξάρικο κοπελλούδι αρχινά το
ήτανε μια φορά και, σχεδόν ξημερώματα διπλωθήκαν τα σεντόνια κι ανοίξανε τα γύρω σπίτια και δυνάμωσε το τραγούδι σε ψυχή και φωνές κι ένας ντελικανής αμίλητος για ώρες, δίνει μέλι στο χείλι το σφαλιστό κι αρχίζει τα λόγια και τα χρόνια, με πάθος ανήξερο, παιδιού που πρωτοκλαίει.
Τι να πεις και τι να μαρτυρήσεις. Να μη στερεύει η ρακή, να ζαχαρώνει η σάρκα με κείνο το απίστευτο γαλακτομπούρεκο, να τρέχει ξωπίσω κι η ψυχή να κλέψει γλύκες. Έτσι σκάλωσε στη μνήμη. Σαν κλάμα σιροπιαστό.


Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν ήταν το πρώτο τραγούδι που έπαιξα στο ραδιόφωνο, ήταν όμως σίγουρα στην πρώτη εκπομπή. Η Φάτα Μοργκάνα, η λατρεμένη, που φυσούσε για χρόνια μέσα στο μυαλό μου και μ'έσπρωχνε σε ό,τι μένει ακόμα αταξίδευτο... Εκεί, στα Ραδιοκύματα Κρήτης -στη Δημοκρατίας για τους συντοπίτες-, στον πρώτο ιδιωτικό σταθμό στην Κρήτη με την ανατολή της ελεύθερης ραδιοφωνίας, στάθηκα θυμάμαι με την νιότη των εικοσιπέντε παραμάσχαλα κι έναν πάκο βινύλλια, να μαστορεύω μελωδικά γεφυρώματα. Εποχή, που'χω φυλαχτό· πέτρα γαλάζια στο στέρνο. Και λίγο αργότερα, καλοκαιράκι στο Κηποθέατρο να παίρνω συνέντευξη από τη Χαρούλα Αλεξίου, με κασετοφωνάκι σαραβαλιασμένο κι εκείνη να μου τραγουδάει θεόξερα μα απογειωτικά το πρωινό τσιγάρο και να ριγώ και να τρέμω απ' τη χαρά μου και να τρέχω να το παίξω -Κυριακή μεσημέρι θυμάμαι- και να σκαλώνει η κασέτα και να μασάει την ταινία και να βράζω ίδιο καλοκαίρι κι εγώ κι έπειτα σαν ξέμπαρκο σκαρί να σωπαίνω. Τι χρόνια! Ξενύχτια ξοδεμένα δίχως μέτρο -ευτυχώς-, όπως μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που σταματήσαμε την κυκλοφορία πέντε θεόμουρλα παιδαρέλια και μοιράζαμε μπουγάτσα στους οδηγούς και ουρλιάζοντας τραγουδούσαμε "δε μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές..."
Πρωτοχορευτής στη μνήμη και τούτος εδώ ο σκοπός, σήμα για χρόνια εκπομπής στο Ράδιο Κρήτη, δεύτερο σπίτι μου κι αυτό, κάθε γωνιά του και ξεφύλλισμα στη θύμηση.

Ανάσα να'χουν αποκούμπι τα σωθικά και βουρ για το τραγούδι που, σε στιγμή που οι αποφάσεις στέκονταν μετέωρες ακούστηκε όπως αεράκι λυτρωτικό που καθαρίζει ορίζοντες. Κάτω απ' τη μαρκίζα ναι κι ο Μάνος Ελευθερίου λευτερώνει αλήθειες γράφοντας "εσύ όπου να πας, σ' όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς"...
Πως λέγανε παλιά οι παθιασμένοι ραδιοπειρατές; Σπέσιαλ αφιερωμένο; Αυτό.

Βαθούλωμα στη μνήμη, ρυάκι να περάσει το χθες και τα ήσυχα βράδια, τραγούδι που συνόδευσε αποχαιρετισμό προσώπου αγαπημένου. Κι έγιναν τα δύσκολα, δυσκολότερα. Και με τον καιρό, ακατόρθωτα.

Εικόνα και χάδι και κραυγή, από άλλη στιγμή όμως, που φάνηκε σαν μόλις να ξεκινούσε να γιορτάζει η χαρά μα, ο καιρός μαρτύρησε πως ήταν απλώς, πριν το τέλος.



Σκιές και καπνοί στη σκέψη που μπήγει νύχια σε αμμουδιές να βρει πετράδια κι όστρακα, να συλλέξει κουφάρια μνήμης, απολιθώματα, φύκια ξερά, μαρτυρίες ζωής.
Κι έρχεται ο χρόνος σε χθες μακρινό, εκεί, στο Ελαφονήσι -ή στη Σούγια ήταν;- μια νύχτα φεγγαρόπηχτη, με παρέα παιδιών στις πράξεις, με κιθάρα και φλογέρα δανεική να φέρνουμε στα χείλη τον
Αύγουστο και να ταράσσονται τα μεσοδόκια του μυαλού. Στίχος κορυφαίος "μα θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". (Ίδιο το χρώμα στη φωνή της Γιώτας Λύδια: "μα θα μείνω και ότι θέλει ας γίνει").
Πήγα. Πηγαίνω. Και το κακό, μόνιμη απειλή. Να καιροφυλαχτεί.

Ιχνηλατώ μνήμη καλοκαιριού τρία χρόνια πίσω. Μια δρασκελιά φτάνει για να βρεθώ σε ιστιοφόρο, πλεύση προς την Ντία -νησάκι κοντά στο Ηράκλειο- κι επιστροφή μετά το δείλι. Εκεί, στο "έλα", θες οι λάθος χειρισμοί των καπεταναίων, θες τα μάτια που κοιτούσαν ομορφιές κι όχι βυθόμετρα, όπως και να'χει βρίσκει πάτο το σκαρί κι αρχίζουνε οι περιπέτειες. Κι εκεί που βουτηχτές γυρεύανε πιθανές ζημιές στο πλεούμενο, να σου γέλια με το "εφτά σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις"...
Πέρα από την έντονη στιγμή, οι
εφτά νάνοι μου θυμίζουν πολλά. Μαχαιριά εκείνο το "μάνα θα πάω στα καράβια".

Γαϊδουρονήσι -απέναντι απ' την Ιεράπετρα-, πολύ παλαιότερα. Και μια απελέκητη φωνή μες στη νύχτα πιάνει το μακό και φιλούν τ' αστέρια τη ροζ αμμουδιά και γεννούν κοχύλια. Κι ανοίγονται στο μαγεμένο κάλεσμα μία-μία οι σκηνές κι αρχίζουν οι ξαγρύπνιες και το ξεκίνημα μιας σπουδαίας φιλίας μ' εκείνη την ατίθαση φωνή, που όταν πιάνει το δίχτυ, μας κομποδένει τα σωθικά δίχως οίκτο.


Σαν όνειρο που τρέχει με λύσσα να σταματήσει την νύχτα και μαζί και το παρόν, τούτες οι θύμησες τραγουδιών. Και στιγμών και χιλιοπατημένων τόπων που πάλι παρθένοι μοιάζουν. Τόση η λαχτάρα της ψυχής, φαντάσου. Παιδαρέλι μια σταλιά ν' ακούω τ' απογεύματα, με το ραδιόφωνο σε μουρμουρητό, τον μύθο. Και να συγκλονίζομαι. Να τρέχω στο δωμάτιο, να'μαι μόνη, να κουλουριάζομαι στο κρεβάτι, να΄χω ησυχία. Να προσπαθώ να καταλάβω. Το πως και το γιατί εκείνου που μισούσε τις γυναίκες. Απίστευτα βυθίσματα στο άγραφο μυαλό. Να κολλάω, να βασανίζομαι. Γιατί;

Επαναφορά του ίδιου συναισθήματος, απορία ανάκατη με πικρή στιφάδα, όταν αργότερα με πήγε και με γλυκοβασάνισε η
σκόνη. Μωρέ χάνεται η αγάπη μες στη σκόνη; Η Αγάπη λες; Η ολόφωτη, η ξάστερη, που'ναι δύναμη και ζωή; Χάνεται. Όσο η σκόνη φυσά μέσα στα μάτια.

Τούτος εδώ ο νωχελικός ρυθμός του Αχαλινωτόπουλου, γράφει εντός μου σελίδες πολλές.
Πρωτάρικα σανιδοπερπατήματα, "Τρωάδες" η παράσταση, Λευκωσία, εφταετία πίσω, πράσινη γραμμή, ανάσες ξυραφιασμένες από κάτω, συγκίνηση σε τρελλή ροή. Εμπειρία που δεν έχει μέτρημα ανάλογο. Είσοδος χορού με τούτον τον σκοπό κι η φωνή μαγκωμένη. Πως αλλιώς. Οι κάνες απέναντι. Έτοιμες. Σε περίπτωση που.
Και μετά, για λυτρωμό, στο τραπέζι της αποφόρτισης, τραγούδια χαρισμένα να γλεντάνε τα χατίρια: Της ξενιτιάς και ο γκρεμός.
Εννιά όγδοα σε δόξες. Τα κορμιά πιο βαριά, ή τα καρδιοχτύπια;


Σκόρπιες κουβέντες μιας Χανιώτισσας τσιγγάνας, που κάτεχε -λέει- ανάγνωση παλάμης άρα και ψυχής κι είχε άγγιγμα θεϊκό στα χείλη, ήρθαν και φορέθηκαν ασορτί με τις δυό μέρες της αγαπημένης μου Γαλάνη. Πάλι καλοκαιριάσματα, πέντε-έξι χρόνια πριν, διχάλα περισωσμένη στη μνήμη ναι, σα δυό μέρες χαλαλισμένες. Δε βαριέσαι. Έρωτας αιτούμενος γίνεται;
Έρωτας πετούμενος, ναι. Αυτό ναι.
Καλά που έχουμε μια ζωή. Τι να σου κάνουν και δυό μερόνυχτα...

Εκεί ακριβώς είναι που έρχεται και κάθεται ζωγραφιά απαραίτητη η στιχάρα της Λίνας: "Κι οι δυναμίτες της ψυχής μου σπαν' την πέτρα"... Το δι' ευχών, σαν πάτημα παλικαρίσιο, μου θυμίζει μεσοδιάστημα δύσκολο πολύ, λίγο πριν την αυγή σα να λέμε, που το τραγουδούσα συνεχώς. Να με πάει στο φως.
Και να με λούσει.

Ρώμη, Piazza Navona, ξημερώματα Φώτων και δυό ζαλισμένες Ελληνίδες να χαχανίζουν με αλλόκοτη μουσική. (Από δω και ο στίχος του τίτλου). Άντε τώρα να βουτάς στην ομίχλη του Τίβερη, να νιώθεις ευτυχία, ναι και να τραγουδάς "αχ στην αρχή των τραγουδιών, το αχ είναι γραμμένο"! Χαρμολύπη; Ξόρκισε το δάκρυ να γίνει φιλί. Έτσι, ναι. Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Στην αγαπημένη μου πόλη, σε φίλης αγκαλιά. Ευλογημένη ώρα.

Νωπή μνήμη ο άλλος, που δεν είμαι από στιγμή υπέροχης πολυφωνίας. Ένα μάτσο, ένα κουβάρι με δεκαεφτάρικα, σε πούλμαν μέσα, εκδρομή πολυήμερη (πηγαίνω ακόμα, ναι!) κι όλα μαζί ανάκατα. Ψίθυροι, κραυγές, ουρλιαχτά, σιωπές, κλάμματα και παιχνίδια.
Άντε να πάει σ' ευθεία στράτα κι άλλη αφιέρωση. Κι ας χαλαλίζεται μωρέ.
Και τα σπουργίτια κι οι αητοί στον ίδιο ουρανό πετάνε. Τελικά.


Με φύλλα κανέλλας και θαλάσσιες ανεμώνες να τα στολίσω όλα τούτα και να τα προσφέρω δώρα κρεμασμένα στις κοχλιδώσεις των αυτιών και στα κλαράκια της καρδιάς, τα μόνα.
Επήκοη η μουσική μπρος στα παράπονά μας κι έτσι στ' αλήθεια τη ζητώ.
Ελληνική και ξενόφερτη. Για τη δεύτερη, τα επόμενα γραφτά. Να βγάλουν στον αφρό στιγμές (κι) άλλες. Σύντομα. Είπε πως θα με χαϊδέψει ο χρόνος, δεν είπε;


(Οι φωτογραφίες είναι της Coda67 από το www.flickr.com
Κλικ στις έντονα χρωματισμένες λέξεις, για να'χουμε ακρ-οάσεις κοινές)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 11:01 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 33 ανάσες
Τετάρτη, Μαΐου 02, 2007
Cuba de la Vitalidad

Αν είχα αναπνοές να τρέχουνε κυματιστές από τα χείλη και πλεξούδες από σύμφωνα και φωνήεντα να ανεμίζουνε στη γλώσσα την ορφανή, θα μιλούσα παντοτινά για τόπους. Και γι ανθρώπους που σταυρώνουν όνειρα στα δάχτυλα κι έπειτα ξεπλέκουνε τη σάρκα απ’ τον αιθέρα γυρεύοντας την πρωταρχή και ξαναρχίζουνε με ζέση να σφυροκοπούν ίδιο ελπίδας υλικό με φύσημα καινούργιο και μουρμούρισμα παράδοσης ανίκητης.
Μίκρυνε ο χρόνος μου, σε στενά ανοιξιάτικα παντελόνια ζορίζομαι να τον χωρέσω, του δίνω σπρωξιά, τον τσαλακώνω να διπλωθεί, να φτάσει σε μέτρα μαγιάτικα πιά (ω, να ’ναι μήνας λιακάδας και ανθοβολιάς, λέω…), μα εκείνος μου μουτρώνει.
Κι έχω κι εγώ εκδίκηση γερή στα σπλάχνα, πισωγύρισμα του ίδιου του φταίχτη, του χρόνου, που μ’ έχει ξυπόλητη διαβάτισσα έξω απ’ του Μαγιού την πόρτα να τρέμω μπρος σε θύμησες, να βαριαναστενάζω μπρος σε παρόντα.
Να πω ξανά για την ομορφάδα του ταξιδιού, ε;
Κι ας μοιάζω αργοπορημένη.


Να τινάξω από πάνω σκόνες δρόμων καθημερινών, γκριζάδες από φωνές βιασύνης που με παίρνουν στο κατόπι μέρες τώρα και να χωθώ σε πολυθρόνα κουνιστή. Να χαθώ.
Να βρεθώ στη Malecon, την πλατιά παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας και να χαζολογώ τριγύρω. Ν’ ακουμπήσω βλέμμα κι ευχή στις παρέες και στα ερωτοχυμένα ζευγάρια που ολημερίς κι ολονυχτίς γελάνε τη ζωή πάνω σ΄ ένα μπεντένι –που λέμε και στην Κρήτη-, σ’ ένα τοιχίο που λες, μουσκεμένο απ’ τη θάλασσα.
Μα όποια ώρα, όποια στιγμή, κρεμασμένα πόδια να χαΐδεύουν τον αφρό, όμοια όπως ακραγγίζονται τα χείλη.
Να περπατώ τις ώρες μου, τις σκέψεις μου τις λιγωμένες απ’ του Μαγιού την αλαφράδα και να συλλογιέμαι πως μεγαλώνει η ψυχή τ’ ανθρώπου με τα λίγα. Κοίτα τώρα να δεις, να προκαλώ το λογισμό. Τούτοι οι άνθρωπο οι θεόφτωχοι, που ούτε δέκα ευρώ δε βγάζουν το μήνα (ω, ναι!), αμολιούνται στους δρόμους και στα χωρίσματα και χαίρονται. Απλά. Αυτό που υπάρχει. Πες το και ζωή. Αν το ‘νιωσες ποτέ.

Να χάνομαι, βύθισμα καιρού, μυαλού, όπως το καλεί η ώρα, στη Havana Vieja, να μυρίζω το χρόνο όχι στη κλεισούρα του αλλά στο άνοιγμά του, στη λιτή του αρχοντιά κι έπειτα γύρισμα αλλιώτικο στη Prado να χαζεύω φωτοσκιάσεις να μεθώ και μετά γραμμή για το Vedado, αύρα να γυρεύω πίσω από γρίλιες κι αγκαλιές…

Ποιά να’ναι τα μάτια του ταξιδευτή και πόσες οι περιγραφές του. Οι εξιστορήσεις βιωμάτων, περασμάτων και αξεθώριαστης σιγής. Τι να πεις και που να σωπάσεις. Πόσα βλέπουν όσοι θωρούν, λοιπόν. Πόσα. Την ξεσκέπαστη κοκεταρία της Plaza de Armas της πλατείας της πιο όμορφης, ή την εργατιά της Habana del Este που τσαλακώνεται μες σε ζαρωμένα συγκροτήματα κατοικιών – στοίχημα με το χρόνο πως θα ζήσουν όσο η γη…
Βλέπουν τα προγραμματισμένα μάτια των επισκεπτών της αγέλης «τα που πρέπει» για τη λουστραρισμένη τους ματιά. Την καλοφροντισμένη γωνιά εκεί, στη Plaza de Armas με τα πανέμορφα κτίρια που βουτήξανε σε νέο χρώμα, λόγω τιμής, ίδιο δυτικό. Μα τα άλλα, τα μάτια της ατίθασης βλέψης, στέκονται σε αλλιώτικα αχτινοχαϊδέματα. Πιο θαμπά, ναι, αν φοράς στη κόρη χρώμα γυαλιού. Μα πιο καθαρά, αν ξεγυμνωθείς γιατί εκεί, ναι, ναι, στις λάσπες και στο τσάκισμα της τραγουδιστής φωνής είναι οι μεγάλες, οι μόνες αλήθειες.

Χυμάνε καταπάνω μας οι καιροί κι οι άνθρωποι μιμούνται. Όπου φύγει-φύγει η ψυχή. Για λύτρωση την έχω, αμ για σκλαβιά θαρρείς; Τρεχάλα για τη Bodeguita del Medio ν΄αντιγράψουμε πατημασιές σπουδαίων γραφιάδων. "Το μοχίτο μου στο Bodeguita, το ντακίρι μου στο Floridita" έλεγε ο Χεμινγουαίη κι όλα τα δίκια μαζί του θα΄ναι. Κι απ' τα δυό να ξαναγευτώ.
Και να κοκκορεύομαι στους γύρω κουβανούς, στα ισπανάκια που σερνότανε μες στο καταμεσήμερο και σ' εκείνον τον βολιβιανό τον μοναχικό πως έμαθα να φτιάχνω μοχίτο σα διαμάντι ακριβό.
Στη φροντίδα του.

Ω, να γελώ πιότερο κι απ' τον ήλιο και να βουτώ ματιές στα φανερά στα χέρια του μπάρμαν να μάθω ποσότητες, μετρήματα, διαδικασία.

Να΄χα τώρα μια στάλα γουαράπο (χυμό ζαχαροκάλαμου, ναι), δυόσμο μοσχομύριστο απ' τη γλάστρα μου και τ' άλλα γνώριμα υλικά, μαζί και το χάρισμα του διψασμένου ταξιδευτή, να 'βλεπες εσύ... Της μέθης το ρυθμό, τον ξέρεις;
Πες με και τρέλα, θα σ΄ακούσω.

Αχ και ποιός είναι κείνος που χυμάει ξαρμάτωτος στα πράγματα και στους ανθρώπους και στους έρωτες, να'ξερα... Να'ξερα αν έχει μείνει έστω κι ένας (ακόμα) πάνω στο στέρφο χώμα της εποχής...


Να'ναι -λέει- παιδί της μουσικής (τούτος ο θεοκούζουλος λέω, που δε θα νοιαστεί για άλλο παρά για της καρδιάς το χτύπο, ίσως και του μπονγκό του) και να μιλά για τίμπα, όχι για σάλσα κουμπάνα, γιατί λέει η τίμπα προκαλεί χορό βαθιά ερωτικό, αδόμητο, λεύτερο, όπως η ψυχή, όπως όλα εδώ γύρω. Εκεί γύρω δηλαδή...

Γράφει ο Λουίς Λορέντε, κουβανός ποιητής:

Με κάποια πρόφαση θα καλύψει τ' ώριμο δέρμα της
με ρόδο και χαμομήλι που φτιάχνουν δροσιά
στη ρίζα του πάθους δοσμένη σ' αυτόν τον έρωτα.

Θα φρεσκάρει τη φωνή της
θα ΄ναι νομεολβίδες αυτά που θα σκεπάσουν τη γύμνια της,
που επιδέξια βοηθά στο λευκό σεντόνι όπου ξανανιώνουμε
και το αίμα μας ξεχύνεται
για κεί που αρχίζει η χλόη της αρένας,

πεύκο και θάλασσα αυτή η γυναίκα
η μελαμψή που δικαιώνει πατρίδα και προγόνους.


Άνεμοι, καρύδες, γύμνια και μεθιά αυτή η πατρίδα.
Δικαιώνει τη ζωή, σαρκώνει έρωτες. Την άλλη φορά, θα το γράψω με μεγαλύτερα γράμματα. Αν βρω χώρο... Στον τοίχο, γιατί στη καρδιά, αλάνα, ε; Να ματώνεις (και) γόνατα.





Conjunto campesino cuyaguateje
Yo Sigo Siendo Cubano
Marc Antoine – Cubanova
Afro Cuban All Stars – Amor Verdadero

Και, απ’ αλλού, γι’ αλλού…

Γιώργος Νταλάρας & Dulce Pontes - Havana
Vanessa Mae - The Havana Slide
Jim Morrison - Latino Chrome
Dragon - April Sun In Cuba
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 02:33 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 42 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape