Τετάρτη, Ιανουαρίου 31, 2007
Λοιπόν, τι ξέρεις εσύ από ταξίδια;

Τέλος ο Γενάρης, αρχή ταξιδιού σε χώρους και χρόνους αλλοτινούς.
Γύρω ανάσες που κοπιάζουν τον καιρό και μας φέρνουν στο διάβα του βράχου. Αγιασμένος απ’ τα νερά, δαιμονισμένος απ’ τα κορμιά π’ αντήχησαν στα σπλάχνα του.

Κρεμασμένο πάνω μου το βλέμμα σου να με τρυπά, να μ’ ακολουθεί καθώς περνώ τη μικρή λουρίδα στεριάς κι ανηφορίζω στο γλείψιμο της θάλασσας προς τη πύλη. Ανάκατη, υγρή στιγμή, να σαλιώνω τον καιρό με το διάβα του ανέμου. Όλα τα στοιχειά καταπάνω μας κι η νύχτα μέγας δικαστής. Ωκεανοί στους ουρανούς, σύννεφα στα χώματα. Εσύ, εγώ κι η φουσκοθαλασσιά.

Ο βράχος της Μονεμβασιάς μισάνοιχτο κοχύλι που αφορίζει τους καιρούς στο πέρασμα της θάλασσας, τα τείχη ξέχειλο παράθυρο του Μεσαίωνα στα μάτια σου. Αφήνεις με το δάκρυσμα του ανέμου παλιές αναμνήσεις να στάξουνε θολά χρώματα στην αγριάδα της πέτρας. Συναπαντάς τη ματιά μου πριν από εμένα. Μυρίζεις γογγύζοντας τη γυναίκα που φαντάστηκες μέσα από το βλέμμα μου. Το βήμα της σάρκας υπαρκτό, λεπίδα στο σεληνόφως, αστράφτει και διεκδικεί. Σκάβει η αγωνία τη σάρκα, νοτίζονται τα χείλη μ’ εκείνη την αλμυρή, βαριά γεύση, ίδια θάλασσα που θρυμματίζει την υγρασία της πάνω σε προαιώνιους βράχους.

Πρώτο φιλί απ’ τα πρώτα. Βαθιά συναπαντήματα στοματικής βλέννης. Τα χέρια πασχίζουν να κουρσέψουν τα κορμιά. Λαίμαργα πρωταγγίγματα κι ο χρόνος δεσμεύει. Σιωπή. Χωρίζουμε με τα μάτια. Διαγράφεις ακροθωρίζοντας τους γοφούς μου, τα τόξα της παλιάς πύλης συνένοχοι. Οσμίζεσαι τους βαρθολίνιους μου μες τον άνεμο.
Αισθήσεις, πιο καθαρές κι απ’ τον ανοιχτό ορίζοντα, αναγνωριστικές κι ανέλπιστα σίγουρες.

Ένα κερασμένο κρασί στο βυζαντινό δρομάκι ενώ τα μάτια σου εκλιπαρούν τους ρώθωνες να σμιλεύσουν με την οσμή τους βοστρύχους μου.
Ένα και μόνο βράδυ στα Κελάρια, πάνω από τη θάλασσα, στα τείχη. Κι η πανσέληνος πληροί με φως το μοναστηρίσιο φεγγίτη.
Εδώ αρχίζει ο κόσμος; Πες. Εδώ τελειώνει, ακούω το μουρμούρισμά σου.


Τα χείλη καταπίνουν δίψα. Το απαστράπτον ροδάλισμά τους σκανδαλίζει το γιόμα του φεγγαριού και το δικό μας τρέμουλο. Ρουφά τις αλήθειες μας ο βοριάς, τις μπασταρδεύει το ανεμόνερο της θάλασσας.
Κατάφωρα ευάλωτοι στη γύμνια μας, σπαρταράμε εντός μας. Σμίξιμο με κάθε σάρκινο τσαλάκωμα, κάθε αρμό και συνάμα γλίστρημα μακριά, μέσα στο έρεβος.
Ακραγγίγματα με χείλη και δάχτυλα μέχρι την ανελέητη κατάρρευση του πόθου μας. Κι ώσπου να μας απηυδήσουν οι σπασμοί της σάρκας, εξαγριώνουμε τα υπολείμματα της ερωτικής μέθης ξανά και ξανά. Μετρώ, ξαναμετρώ, χιλιόμετρα αφής, ίδια πορεία θανάτου. Απ’ το φίλτρο του έρωτα πάντα περνά ο θάνατος, ούτως η άλλως.

Πάνω στα τείχη, πάλεμα με τους καιρούς. Αφουγκράζεται τ’ άστρα η ψυχή και στραγγίζει στον άνεμο. Τρυπώνουμε στο παλιό μοναστηρίσιο δώμα κι ανοίγουμε δρόμο σ’ ό,τι λογίζεται για χάδι και στεναγμό, ατελείωτα, τυραννικά έως το χάραμα, δίχως δικαίωμα εισχώρησης, μέχρι το λύτρωμα της αυγής.
Ο έρωτας τότε αρχίζει.

Θρηνεί η αντάρα της θάλασσας όσες ψυχές αγίασαν και κολάστηκαν εκεί. Μνημονικό της η ορμή της φωτιάς που χυμάει εντός μας.
Απάνεμο όνειρο τα φιλιά μας, ωκεανός δίχως υπόσχεση στεριάς.



Amos Lee - Arms of a woman
Michal Pavlicek - Teskliva
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:48 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Πέμπτη, Ιανουαρίου 25, 2007
...Τα θαύματα που πίστεψα
τα χρόνια μου π' αχρήστεψα...


Ημίψηλο καπέλο και μπέρτα μαύρη, ανοιχτή όσο ο κόσμος. Μουσάκι λεπτό, περιποιημένο και ύφος σοφιστικέ, ανθρώπου που κοιτάζει τα πράγματα με ψυχραιμία και απάθεια, με την απόσταση και τη ματιά μιας ελίτ.
Όχι, όχι. Δεν σκιαγραφείται έτσι ένας θαυματοποιός...
Τούτη η εικόνα φλερτάρει πιότερο τους ταχυδακτυλουργούς με τα ψευτομαγ(κ)ικά τερτίπια που'χουν έτοιμα στο τσεπάκι . Τους λογής-λογής τσαρλατάνους που με τους εξυπνακίστικους εντυπωσιασμούς τους λένε πως θα χορτάσουν τα μάτια των αφελών θνητών.

Οι θαυματοποιοί είναι αλλιώς. Υπάρχουν, ε; Υπάρχουν λέει!

Δίχως κανένα πρόσχημα μπερδεύτηκε στο διάβα μου λεβένταρος θαυματοποιός, βλοσυρός μια στάλα, απόμακρος στην κορμοστασιά, μα όχι και στο λόγο:

"Με περνάς για τέτοιον εμένα; Χα! Οι θαυματοποιοί συνήθως ξεγελάνε. Δεν κάνουν αληθινά θαύματα. Οπότε, πρόσεξε τι θα πιστέψεις", ακούστηκαν τα βαριά πατήματα της ογκώδους φωνής του.
Κι ήταν τάχα στον ύπνο, ή στον ξύπνιο μου, που τα 'χω και τα δυό κουβαριασμένα; Εδώ σε θέλω! Όπως και να 'ταν, όπου κι αν ήταν, ατσάλωσε το τρέμουλό μου:
"Έτσι συστήνεσαι εσύ;
Έρχεσαι εμπρός μου και διαπραγματεύεσαι την αλήθεια των θαυμάτων μ' εκείνη της ζωής; Μα τα θαύματα γι αυτό υπάρχουν! Και γι αυτό τα λένε έτσι! Γιατί είναι θαύματα! Μη εξηγήσιμα, είναι παιδιά της ανταρσίας των παραμυθιών".
"Χαζομάρες. Οι διαπραγματεύσεις είναι υπαρκτές, κρατάνε χρόνια. Στην πράξη ποτέ δεν τελειώνουν. Εγώ έχω δοχεία διάφορα, υλικά σωρό, αναμιγνύω ουσίες, συνθέτω πρώτη ύλη, δημιουργώ τη βάση για να φεγγοβολήσουν θαύματα! Εσύ όμως, λαχταράς να τα δεις στο φως! Άρα, τα παζαρεύεις με τη ζωή... Και δεν το ξέρεις ότι από μόνη σου μπορείς να τα γεννήσεις"!

"Η γέννα θέλει σπόρο να βρεθεί. Όταν βρίσκεται, γεννοβολώ", αντέδρασα.
"Και; Μπορείς από χώμα να πλάσεις;" η δική του πρόκληση.
"Πρέπει να φτύσω! Ή, να κατέβω στην ακροθαλασσιά".
"Πως το ξέρεις; Μπορεί το χώμα του φεγγαριού σου του καθημερινού να μην το χρειάζεται"!
"Τα φεγγάρια μου είναι από αστερόσκονη!" θύμωσα. "Κι αυτή είναι πρώτης τάξεως υλικό! Τα δικά σου δοχεία";
"Από πόνους", έσταξε ο βαθύς του λόγος.
"Και η γέννα χρειάζεται τους πόνους", βγήκα στην αντεπίθεση.
"Όμως γέννα πάει να πει ζωή. Θα μου πεις βέβαια κι ο θάνατος με τους πόνους τραβολογιέται. Άλλο πράγμα όμως..."

"Ωραία!" διαπίστωσε ο θαυματοποιός κι άρχισε να απομακρύνεται.
"Εγώ βάζω τα δοχεία, η Μαρία την σκόνη των καθημερινών της φεγγαριών.
Αυτών που περνάνε απαρατήρητα και σβήνουν κάθε πρωί.
Και η Μαρία τρέχει τα χαράματα, πριν σβήσουν και μαζεύει λίγη σκόνη.
Κάθε μέρα, μα κάθε μέρα...
Κι ελπίζει η Μαρία πως κάποια μέρα θα έχει μαζέψει τόσο πολύ σκόνη που θα καταφέρει να φτιάξει το δικό της, κατάδικό της φεγγάρι που κανείς άλλος να μην το βλέπει, κανενός άλλου να μη φωτίζει το δρόμο. Και τότε πια η Μαρία, θα γυρίσει και θα μου πει:
Θαυματοποιέ, μάταια μάζευα τη σκόνη των καθημερινών μου φεγγαριών.
Μάταια ξύπναγα χαράματα και έτρεχα να προλάβω τα φεγγάρια.
Μάταια ξόδεψα τη ζωή μου.
Το φεγγάρι μου, το κατάδικό μου φεγγάρι, δεν φωτίζει το δρόμο κανενός άλλου. Κι είμαι ακόμα πιο μόνη.
Αυτή τη Μαρία τη γνωρίζεις";

"Άντε κι εσύ με τους εξυπνακισμούς σου! Ούτε ταχυδακτυλουργός!
Ξεχνάς πως η φεγγαρόσκονη, χωρίς δοχεία σκορπίζει! Τι λες; Θα βάλεις ένα χεράκι";

"Θα φωνάξω το Μορφέα, να σε κρατήσει σε αγκάλες τρυφερές!
Να κοιμηθείς νωρίς για να σηκωθείς πρωί να μαζέψεις την σκόνη των φεγγαριών", άκουσα τη μακρινή -πιά- φωνή του, που μου φάνηκε τόσο απειλητική...




( Ο τίτλος απ' το Ταξίδι του Σωκράτη Μάλαμα.
Η φωτογραφία είναι του αγαπημένου φίλου Ιωάννη Ιδομενέως,

τραβηγμένη σε εκκλησάκι της Μυκόνου.
Όλα τα λόγια, βροχή από γράμματα, κώδικες και στρογγυλέματα,
λέω πως ακούγονται αλλιώτικα από έναν
Παραμυθά )

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 16:55 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007
Δίχως παλτό

Φίλη χιλιοαγαπημένη. Στην απέναντι άκρη του κόσμου.
Τούμπα την Υδρόγειο. Φωνή που με ορμή αποδεικνύει πως οι στεριανές αποστάσεις λογαριάζονται έτσι με τις μεζούρες του μυαλού. Μόνο. Ξεκάθαρο αυτό. Φιγούρα δυνατή, καταγραφή χαραγμένη εντός για την ουσία της, για την σκέψη που ανασκαλεύει κοινή οπτική, για τα χείλη που μιλάνε δίχως ν' ανοίξουνε, για την αναγνώριση της ανάσας στο τηλέφωνο.

Εδώ και τρία χρόνια, η Κωνσταντίνα ζει στο Μαϊάμι. Με τα αεράκι το ελληνικό να θροΐζει φυλλοκάρδια, νιώθει τα βήματά της να βαραίνουν στη ξένη γη, να καταβροχθίζουν καθημερινά χιλιόμετρα, παραβγαίνοντας τη σκέψη που μένει σκαλωμένη σε χάρτη θαλασσί.
Δε στεριώνει στη "Γη της Επαγγελίας", το'χει χωνέψει καλά. Περαστική απ' τον αλλιώτικο ουρανό άλλωστε, το καλοκαίρι επιστρέφει.
Χαρά λοιπόν. Μα πιότερο γνώση.
Λόγος που κουβάριαζε και ξεμπλεκόταν απ' τα δικά της και τα δικά μου χείλη, σήμερα. Σε τηλεφώνημα τεμπέλικο, ξεχασμένο απ' τα ρολόγια.
Μου' λεγε η αγαπημένη φίλη για το χρόνο, που εισχωρεί κάτω απ' τη σάρκα, στο πετσί μέσα, στα κύτταρα κι αναποδογυρίζει τον τρόπο που βλέπει κανείς τη ζωή. Το πως την αντιμετωπίζει, πως στέκεται στα δύσκολα και στα τραχιά. Μιλούσε γι' αυτό που λέμε ωρίμανση.
Που έρχεται με τον καιρό, με τα βιώματα, κυρίως με τον πόνο και κλέβει μπόλικη φλόγα και καταπίνει ποταμούς κι αποδυναμώνει το γέλιο που πηγάζει ανεμπόδιστο, την αγκαλιά που ανοίγει, πατρίδα παντοτινή. Χάνουμε δηλαδή τ' αυθόρμητα, εκείνη τη ζεστή αστοχασιά, μα κατακάθεται μέσα μας η γνώση. Του εαυτού μας, της πορείας μας.

Δεν έχω ιδέα αν αυτό είναι για καλό. Ξέρω απλά ότι συμβαίνει.
Κι ότι πονάει επίσης.

Ιδέα δεν έχω κι αν, μεγαλώνοντας, γίνομαι γίγαντας ανίκητος, ή σπουργιτάκι που τρέμει απ' το κρύο και λουφάζει στη γωνιά.

Σκληραίνουμε; Μαλακώνουμε;

Αλλάζουμε, να, αυτό, καταλήξαμε με την Κωνσταντίνα. Εικόνα καθαρή στα μάτια τα δικά μου, τώρα που αγωνίζομαι να ξανασυναρμολογηθώ.

Μεγαλύτερος ο πόνος γιατί αγαπούσα ό,τι υπήρχε εντός μου πριν. Ως σκέψη, ως άποψη, ως άνοιγμα στους ανθρώπους. Ως πίστη.
Η φίλη, καταλύτης: "Δεν είσαι συ αυτή. Εσύ φοράς ένα φουστανάκι λεπτό, λευκό, μια χούφτα ύφασμα και τρέχεις στους καιρούς. Και πας.
Χειμώνες, ανθοφορίες, όλο τρέχεις και τραγουδάς τη ζωή και γελάς στους ανθρώπους και δίνεις δύναμη και είσαι δύναμη και κρέμονται πάντα λόγια ζεστά απ' τα χείλη κι ο ήλιος πάντα πάνω σου και τρέχεις, τρέχεις. Και δεν χρειάζεσαι ούτε παλτό, ούτε αδιάβροχο, ούτε παπούτσια καν".

Μιλούσε η Κωνσταντίνα κι η θάλασσα είχε καβαλήσει την στεριά κι είχε μπει στα μάτια μου μέσα. Κι έτρεχε κι έτρεχε...

Αλλάζω να πάρει η ευχή. Και τρέμω μπροστά στο χρόνο. Στην απώλεια. Της πίστης μου στους ανθρώπους πρωτίστως. Που νιώθω να τη χάνω.
Και βγάζω νύχια και κρατιέμαι απ' του βράχου τη σχισμάδα. Κι όλο γλιστρώ.

Ξαναντύνομαι, Κωνσταντίνα αγαπημένη. Κι η ματιά μου, βαθαίνει κι άλλο. Και τα χείλη, μένουν συχνότερα σφαλιστά. Κι ο ουρανός, αναποφάσιστος, χάσκει απ' το κλειστό παράθυρο. Πάει να τρυπήσει τα κουφώματα και πισωγυρίζει.

Αλλάζω. Μα στ' ορκίζομαι, λόγω τιμής σου δίνω -και το ξέρεις, πως τέτοια έχω-, στ' ορκίζομαι λέω, πως δεν θα βάλω ποτέ μου παλτό...



( Οι φωτογραφίες από το Μαϊάμι, μυρίζουν ξένοιαστες στιγμές με τη γλυκιά φιλενάδα και μια χαχανοπαρέα έλληνες & λατίνους, την Πρωτοχρονιά του 2005. Στην πρώτη, βόλτα εν πλω και στην δεύτερη το hard rock cafe πριν από ελαφριά μέθη...

Κάτι τέτοιο πάντως, μας έκανε/κάνει κομμάτια:
Leonard Cohen - Famous Blue Raincoat )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 19:58 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 32 ανάσες
Παρασκευή, Ιανουαρίου 19, 2007
Σιγά! Το συναίσθημα κοιμάται...

Αν είναι να μιλήσω,
Να βάλω γράμματα να παρελάσουν
Θέα κοινή
Θέα γυμνή
Θα πάρω για αμόνι
Λόγο βουβό
Που μήτε να αρθρώνεται
Μήτε να ορθώνεται έμαθε ποτέ

Θα 'χω για πέλεκυ
Την ομιλούσα σιωπή
Από σκόρπιους ήχους πεταμένους καταγής
Από βλέμματα πυρακτωμένα
-καίνε ή κλαίνε;-
Από κινήσεις ράφτρας αδέξιας
Που ξηλώνει γαζιά
Ξανά και ξανά
Σφιγμένοι καρποί
Λυμένα γόνατα
Λιασμένα, στεγνωμένα χείλη

Θ' ακούσω τα ζευγάρια
Συμπλέοντα σκάφη
Ποτέ τους δεν πορεύτηκαν
Στην ίδια ρότα
Κι όμως
Ίδια τα δώματα
Που σκοντάφτουν μια ζωή

Και τ' άλλα
Που σπάσανε τη μέσα σιωπή
Στη σιωπηλότερη ερωτική συνεύρεση
Με ηχόραμα τις ανάσες

Κι εκείνα
Ζευγάρια που δεν κοιτούν μη δουν
Ω, πως μείνανε στη σιωπή των άσκοπων φλυαριών!
Συγγνωστό φιλί
Δίχως νοστιμάδα

Εκεί
Παρούσα η σιωπή
Αδιάφορο αν γεμίζει από ήχους
Σιωπή μοναχική, στείρα, σφαλιστή
Κι ας επικοινωνείς
Σιωπή μεγαλειώδης
Πως επικοινωνείς
Πως;
Επικοινωνείς;


Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα
Θυμάσαι;


Σιωπή εγκυμονούσα
Η δική μου
Πότε περιμένω;

Εσύ θα μου πείς
Εσύ έχεις τον τίτλο
Δημοσιευμένο
Μεταφραστής σιωπής
Copyright.


( Secret Garden - Silent Wings
Η πρώτη φωτογραφία είναι του Jim Kramer
και η δεύτερη του andi2's από το www.flickr.com
)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:56 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 31 ανάσες
Τρίτη, Ιανουαρίου 16, 2007
Μάθε με να πεθαίνω
Είναι από κείνες τις φορές που έρχονται τα πράγματα ασορτί, κομμένα από πατρόν προσχεδιασμένο λες κι απορείς μάλιστα πως κι έγινε το θάμα.
Έπεσε στα χέρια μου συμπτωματικά, μα σάστισα, λες κι η στιγμή είχε όσφρηση κυνηγόσκυλου που ιχνηλάτησε πάνω σε στόχο λαχταριστό και φέρμαρε σταθερά και αποφασισμένα. Η τύχη λοιπόν που θελε αρμονία -καθώς φαίνεται- με το γύρω σκηνικό, μ' έβαλε να ξεφυλλίσω τα "εκατό ερωτικά σονέτα" του Πάμπλο Νερούδα. Και να γυρίσω "έτσι, για το παιχνίδι του τι θα βγει" μια σελίδα για να σταθώ εδώ:

Πεινώ για την φωνή σου, το στόμα σου, το δέρμα
και στους δρόμους γυρνώ νηστικός, βουβαμένος
δε με κρατάει πια το ψωμί κι η αυγή μ' αναστατώνει
γυρεύω των ποδιών σου τον υγρό ήχο στη μέρα.
.......................................................
Κι έρχομαι πεινασμένος κι οσφραίνομαι το σούρουπο
γυρεύοντας σε
τη ζεστή γυρεύοντας καρδιά σου
σαν ένα πούμα στη μοναξιά του Κιτρατούε.

Κι ένιωσα ξαφνικά, τόσο απόλυτα, τόσο σκληρά, λεπίδα και χιονόνερο, πως (και πόσο) καθυστέρησε ο χειμώνας. Και βάλθηκα να κρυώνω με το ζόρι. Και να λιμάζω της πείνας, σχεδόν να λιμοκτονώ. Ήρθε κι ο Οκτάβιο Παζ κι έκατσε σε καρέκλα αδειανή να μου θυμίζει. Να με διδάσκει ξανά. Τι γοητευτική σκέψη! Πόσο βαθιά αντίληψη! Πως συνδυάστηκαν τώρα η πείνα του έρωτα κι η μοναξιά, νηστική μονίμως, μες σ' ένα σατανικό -για με- πάρε-δώσε...


Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι,
λέει ο Παζ στη Διαλεκτική της Μοναξιάς.
Η ζωή μας είναι καθημερινή μαθητεία θανάτου. Περισσότερο παρά να ζούμε, μας μαθαίνουν να πεθαίνουμε. Και δε μας το μαθαίνουν καλά.
Ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο κυλά ο βίος μας. Και ζητάμε στον έρωτα, ένα κομμάτι αυθεντικής ζωής, αυθεντικού θανάτου. Μια στιγμή πλήρους ζωής όπου να συγχωνευτούν τ' αντίθετα και ο θάνατος κι η ζωή, ο χρόνος κι η αιωνιότητα να συμμαχήσουν... Οι καημοί του έρωτα, είναι και καημοί της μοναξιάς. Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μόνοι, αλλά επίσης, είμαστε καταδικασμένοι να υπερβούμε τη μοναξιά μας.

Κι ήρθανε οι αλήθειες, νυχιές κοντά στα βλέφαρα, ν' ανοίξουνε την όραση, που λαίμαργα καταπίνει μύθους. Αδειάσανε τα σώματα, κείνα που να καταβροχθίζουν τον έρωτα, ναι, ακριβώς αυτό καλογνωρίζουν. Κανιβαλλικά θαρρείς, αφού αν δεν εσωτερικεύσεις τον άλλον, αν δεν τον δεχθείς εντός σου, όλον, μετάληψη κανονική, πως να μιλήσεις για έρωτα που'ναι βίωμα ζωής και θανάτου μαζί...

Δε μας μαθαίνουν καλά το θάνατο λέει ο Παζ. Χίλια δίκια. Κοίτα πως θρηνούμε μια ζωή για τα χαμένα. Την ίδια τη ζωή πενθούμε στην ουσία. Προετοιμασία τέλους. Πρόβα τζενεράλε πες. Σέρνοντας ενοχές, σκοτάδια, ελλείψεις που χάσκουνε, φαντάσματα-ουρλιαχτά, κλαίμε για ό,τι ήρθε, για ό,τι δεν έφτασε, για ό,τι τώρα βιώνουμε, για ό,τι με το τέρμα θα'ρθει. Κοντολογίς, για όλα. Απώλειες διαρκείας. Στον έρωτα, η κορύφωση. Δημιουργία και καταστροφή -πως το'πα στην αρχή;- πράγματα ασορτί.

Κι εγώ που μια ζωή νοιαζόμουνα να ζω και να ξηλώνω ραφές που γδέρνουνε το δέρμα, ήρθα για χάρη σου να αφουγκράζομαι βρόγχο θανάτου. Τουλάχιστον, να μου το μάθεις καλά. Για να μπορώ να συναντήσω στην επόμενη στροφή την αναγέννηση, ε; Άνοιξης σπαρτάρισμα, έστω και στα θολά του. Ναι, μα για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να'ρθει βαρύς χειμώνας.



( Στιγμή τυχαία, ίδια με το ξεφύλισμα των σονέτων, μ' έφερε μπρος σε τραγούδι ευχή μαζί και μοιρολόι:


Να 'χα δυο ζωές, απ' την αρχή να ξαναρχίσω
Αχ, καημέ, κι όλα μου τα λάθη να τα σβήσω

Να 'χα δυο ζωές, όλα μου τα πάθη να τα ζήσω
Αχ, καημέ, κι από την αρχή να ξαναρχίσω

Ο Γιάννης Κότσιρας σε ποίηση Μιχάλη Γκανά. Μιχάλης Καλαντζόπουλος, μουσική.
Η φωτογραφία είναι του/της Galeota από το www.trekearth.com )


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:29 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2007
Χρονικό μιας άφεγγης νυχτιάς
Τις έρημες νύχτες βγάζω βόλτα τη θλίψη μου.
Την τραβώ απ' το χέρι, της φορώ φορεσιά χρωματιστή και την περιφέρω στην υγρή πόλη.
Τη βλέπουν οι αγύρτες των δρόμων κι οι ξέμπαρκοι στο λιμάνι."Για δέστε την πως πάει και κουνιέται", φωνάζουν.
Βρέχουνε τα χείλη τους και της φτύνουνε αλμύρα κι έπειτα της δείχνουνε μια πέτρα τραχιά, σκαμμένη απ' το Θεό, με λίμνες βροχόνερα εντός της αρχόντισσα να κάτσει , να τη θωρούν και να γελούν.

Την σπρώχνω σε καφενέδες που στάζουνε αιθάλη και δυσώδεις βρισιές ν' αφουγκραστεί το βάρος της λησμονιάς όταν ζυγίζεται παρέα με τον πόνο.
Στέκει χαμένη μπρος σε ταβλαδόρους π' ακονίζουνε λόγο και μυαλό και χύνουνε στα ζάρια λογιών παλικαριές.
Της χώνω τη γλώσσα μες σε κανάτια ρακή να ξαπλώσει πάνω της τ' απόσταγμα απ' τη στιμμένη ζωή, απ' τα κλάμματα που δεν τρέξανε ποτέ μόνο κατεβαίνουνε στο λαρύγγι και πνίγουνε τον ουρανίσκο.
Τη βάζω να σταθεί πάνω στη κάφτρα του άφιλτρου που καίει και σβήνει, καταδίκη θανάτου που εκκρεμεί, για να σιμώνει όλο και πιο πολύ σε χείλη ξεραμένα, αφίλητα, ασπρισμένα απ' το αίμα.

Την αφήνω τσίτσιδη στη σκοτεινιά, να'χει ο βοριάς κορμί ν' αγκαλιάζει, να βλέπουνε τ' αγόρια εκεί, στο πάρκο, που γυρίζουνε ανάποδα τις τσέπες τους να πέσει η αγάπη. Να τους τη γυρίσει πίσω εραστής περαστικός, χορτάτος απ' τη ζωή, που ταΐζει το χρόνο με χάδια περιόδου εκπτώσεων.

Της δείχνω μετά την κατηφόρα προς τους σταθμούς του ΚΤΕΛ να μυρίσει σιωπή ευνουχισμένη, κορμιά παρατημένα σα κουβέρτες στις γωνιές, έμβρυα που κρατιούνται απελπισμένα απ' τη μήτρα. Συνομιλεί βουβά με μετανάστες που μασουλούν παστέλια κι έχουνε για όνειρο τη κόλαση του σταθμάρχη. Τρίβεται πάνω στα βρώμικα μπαγάζια των τσιγγάνων και κοιτάζει με δέος τα μαύρα δάχτυλα που σκάβουν πόθους κι ενοχές κι έχουν για στέγη μια τέντα στημμένη εδώ, έπειτα αλλού και ξανά στο πουθενά ν' αλητεύει.
Χασκογελάει η θλίψη μου μαζί με το φοιτηταριό που ξενυχτά με μάτια κόκκινα από του έρωτα του ζάλη πιότερο, παρά απ' τον ξεχασμένο Μορφέα.
Κοιτάζει τη κιθάρα να ζεσταίνει τη ζωή, εστία κι αγκάλη και σκαρφαλώνει στο μπράτσο να νιώσει τον ήχο, τελετουργία ιερή στον έρωτα, σ' αυτό που άλλοι λεν αγγέλου φως κι άλλοι μέγα κολαστήριο.

Στους δρόμους μιας πόλης γονατισμένης απ' τους καιρούς, περπατώ τη θλίψη μου. Της ανοίγω χαραμάδα να γλυστρήσει σε μοναχικά, μουσκεμένα προσκέφαλα, να χωθεί κάτω από σεντόνια τσαλακωμένα, να ταράξει ζευγάρια που κοιμούνται με τις πλάτες σε διάλογο, να ξυπνήσει εντός τους της κάψας το ρυθμό, να χρωματίσει στο φιλί με τις βαφές της ανατολής, με της αυγής το τάμα.

Την οδηγώ μετά σε χαμαιτυπεία και συνοικιακά υπόγεια -σκυλάδικα πες- να δει της καλογερικής την στραπατσαρισμένη όψη.
Να πενθήσει την ερημιά ενός κορμιού στις γυροβολιές ενός ζεϊμπέκικου κι έπειτα να φέρει βόλτες στο χείλος του ποτηριού που καταπίνει φόβους.

Διαβάτης πιστός η θλίψη μου, μ' ακολουθεί κάτω από μπαλκόνια, σπονδή στο μετέωρο και στήνει καντάδες να ραγίσει η σκοτεινιά.
"Έχω τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων σου: του οργασμού, της πείνας σου, της μάρκας των τσιγάρων σου"...
Λέω πως.

Δαίμονας καθρέφτης, προσευχή και ουρανός η θλίψη μου, με το που σκίζει το ξημέρωμα τη νυχτιά, τη βάζω να σκαρφαλώσει στο οροπέδιο.
Να διώξει της κοιλάδας το βόλεμα και να σταθεί απορημένη στην ποδιά μιας νιοξυπνημένης λασιθιώτισσας γριάς. Κι έπειτα να κρεμαστεί στο βλέμμα της που κολυμπούν όλα τα κρίματα των θηλυκών. Ν' αρχίσει να μετρά ρυτίδες, χαράδρες και φαράγγια, αλήθειες που λιμάρουνε θωριά κι ανάστημα.

Τρέχω μετά, να δείξω στη θλίψη μου τη μεθυσμένη θάλασσα. Της χώνω στην παλάμη ένα κομμάτι ξεφτισμένη λαμαρίνα, την ξεναγώ στο καρνάγιο και τη δένω σε άγκυρας βαριάς κορμί. Να ταξιδέψει εφτά νερά, να γυρίσει τούμπα τη ζήση, να βρεί τ' αντίθετό της.
Να πιάσει αριθμολόγιο ξύλινο, ν' αρχίσει να μετρά αλλιώς.
Να φτιάξει με πιο πρώτα υλικά, την απαρχή του κόσμου.


( Οι δύο πρώτες φωτογραφίες είναι του Craig Persel
και η τελευταία του dulcelife από το www.flickr.com )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:14 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 40 ανάσες
Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007
Πως γίνεται και η ζωή
τ' όνειρο απατάει...

Ήταν μια εποχή παλιά, αλλιώτικη κι αλλόκοτη, που ένα όνειρο, άρχισε να ρουφά ζωή. Δε μπουσουλούσε στη μαγική Ονειροχώρα, αλλά εδώ. Στη γη των ανθρώπων. Είχε γεννηθεί από άνθρωπο, παράξενο, ε;
Από έναν άντρα μάλιστα, που είχε μεγάλη συγγένεια με τα όνειρα. Μες στη ζωή του είχε γεννήσει μπόλικα. Τα περισσότερα μόλις τα έπαιρνε στην αγκαλιά του έμοιαζαν ασθενικά, ανήμπορα. Διατηρούσαν βέβαια το σχήμα και την μορφή τους για κάποιον καιρό, μα μετά διαλυόντουσαν στον αέρα, πάχνη του πρωινού θαρρείς. Καπνός που όταν πρωτοβγαίνει ορμητικός έχει σχήμα, υφή και μορφή. Στο πρώτο όμως ασθενές αεράκι που συναντά τρεμοπαίζει, απλώνεται στα ουράνια κι όσο κι αν μοιάζει ν’ ανασαίνει λίγο, σκορπίζεται, τυλίγει το φως και σβήνει στους μακρινούς ορίζοντες.
Έτσι και τόσο ζουν τα ασθενικά όνειρα, φόβος για τους πολλούς.

Το όνειρο όμως που μνημονεύουμε, εκτός από δυνατό, ήταν και πολύ έξυπνο και ζωτικό. Μόλις δημιουργήθηκε δεν απομακρύνθηκε για να διαλυθεί στον αέρα, αλλά κόλλησε επάνω στον γεννήτορά του, ενσωματώθηκε μαζί του σε σημείο που ο άντρας έγινε τ' όνειρό του. Μετουσιώθηκε. Το βαρύ, βαθύ, απόλυτο, γιγαντωμένο και μοναχικό όνειρο, μετέδιδε τις ιδιότητές του στον γεννήτορά του και εκείνος σε αντάλλαγμα το κρατούσε στην ζεστασιά της ψυχής του πολύ μακριά από οποιοδήποτε αεράκι που θα μπορούσε να το σκορπίσει.

Ήταν ένα όνειρο συντροφικότητας…
"Ένας κόσμος για δύο", ήταν τα λόγια εκείνου που το γεννοβόλησε και το σχηματοποίησε πιότερο στην καρδιά, παρά στην σκέψη. Γνωστό: Η ευτυχία στον κόσμο, είναι κάτι απολύτως σχετικό, που ο καθένας το εννοεί διαφορετικά και μάχεται γ' αυτό με άλλους τρόπους. Όπως ένας καλόγερος αγαπώντας βαθιά τους ανθρώπους ξεκόβει απ' αυτούς κι αφιερώνεται στο Θεό γι αυτούς, έτσι κι εκείνος ο άντρας, επειδή δεν είχε τίποτα ιερότερο από τις γυναίκες, απομακρυνόταν από αυτές γυρεύοντας τη μία, στην οποία αν αφιερωνόταν, θα ήταν σαν να είχε αφιερωθεί στις γυναίκες όλου του κόσμου. Αυτό φυσικά τον οδηγούσε σε μοναξιά, αλλά... θα μου πεις, αυτή είναι η έννοια της αφοσίωσης.

Το όνειρο σεργιάνισε τον κόσμο, μπήκε σε πολλές ψυχές, φιλικές και εχθρικές, ζεστές και κρύες, παραδείσιες και κολασμένες. Και δεν βρήκε μέρος να σταθεί, παρά μονάχα σαν αγαθός αλαφροΐσκιωτος, προσκεκλημένος για λίγο, που τον αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση και τυπική ευγένεια, ενώ μέσα τους βιάζονται να έρθει η ώρα που θα τον συνοδεύσουν στην εξώπορτα.

Είχε πάρει βέβαια, πολλά στοιχεία από τον γεννήτορά του. Ήταν εξαιρετικά περήφανο. Ή θα γινόταν πλήρως αποδεκτό, ή θα έφευγε.
Έτσι, δραπέτευε από παντού κι όλο αλήτευε και κούρνιαζε σε σκοτεινές, άνευρες αγκαλιές.
Όταν κουράστηκε απ' την αναζήτησή του, επέστρεψε πίσω στον άντρα. Όσο και να χτυπούσε όμως, εκείνος δεν του άνοιγε.

"Φύγε, είσαι γιος μου και ήρθε η στιγμή σου," του φώναζε αυστηρά. "Μη γυρεύεις να ζήσεις κι άλλο, πορεύσου θαρραλέα προς τους αέρηδες που θα σε διαλύσουν. Μη με ντροπιάσεις τώρα, μετά από μια ζωή ολόκληρη".

Το όνειρο ύψωσε τα χέρια του και κάλεσε τον αέρα.
Κι ο άντρας, στεκόταν και το έβλεπε να διαλύεται μπροστά του κομμάτι κομμάτι και να χάνεται σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σωριασμένος ο κόσμος του, τεμαχισμένη η ψυχή του.

Κανένας πια στον κόσμο των ανθρώπων δεν ξανασυνάντησε αυτόν τον άντρα.

Τ΄όνειρο όμως, αν και κουρελιασμένο, βούϊζε τις νύχτες μες στ' ανθρώπινα μυαλά. Δυό-τρείς τρελοί το βάλανε μέσα στα τραγούδια και στα ποτήρια τους και σιγά-σιγά, ξαναπήρε την αντρίκια του μορφή. Το μυρώσανε και κάτι νεράϊδες του φεγγαριού, του πετάξανε και μια χούφτα άστρα να χορεύουνε γύρω του, ε, βάλθηκαν να εξαφανιστούν οι αέρηδες μπρος στα αερικά!

Φαίνεται πως καμιά φορά, για να πραγματοποιηθεί ένα όνειρο αρκεί να το σκοτώσουμε. Ε, λοιπόν, αν μετά τον θάνατό του διατηρήσουμε την μνήμη του ζωντανή, αυτό σίγουρα θα αναστηθεί ξανά.





( Ο τίτλος είναι από τις Νεράϊδες του Δημήτρη Ζερβουδάκη.
Η φωτογραφία είναι του Scott VanderStouw )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:05 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 23 ανάσες
Σάββατο, Ιανουαρίου 06, 2007
Εντιμότητα, αυτή η πόρνη
Είκοσι, να χάσκουνε. Για τα χρόνια λέω. Με το ζόρι να'χε πατήσει δυό δεκαετίες. Πιανότανε κι αυτός, απ' τα γλυκοτερτίπια της νιότης. Ε, στο εφτά βαδίζουμε πλέον, άρα, κλείσαμε-δε κλείσαμε τα χρόνια που ορίζει η γενέθλια ημέρα, σκαρφαλώσαμε μια χρονιά κατά τα τυπικά. Να ξεχειλίζει το κύρος απ' τις τσέπες, να΄ναι και για καμάρι η ταυτότητα!

Ενήλικος σε μικρογραφία, ή, μεγέθυνση παιδιού. Ίδιο το αποτέλεσμα. Μιλούσε για τον εαυτό του ακατάπαυστα. Το άλλοθι της νιότης. Συγχωροχάρτι σίγουρο.
Γνώρισε -λέει- τον έρωτα μέσα από μια γρήγορη, φοβισμένη και φτηνή επαφή, σε πορνείο βήτα κατηγορίας. Είχε για ουρανό μια γυμνή λάμπα, βαμμένη κόκκινη στα βιαστικά, περιέγραφε τους τοίχους να ξερνούν λαδομπογιά, θυμότανε τη βρώμα να έχει ποτίσει τα κακόγουστα καθίσματα. Λες και μιλούσε στον εαυτό του -μα ναι, τον άκουγε κανείς;- και σα να ήταν εκεί, να υψώνει το δάχτυλο προς τα φώτα, πάντοτε χαμηλωμένα.

Μες στην αμηχανία μου, φαντάστηκα σκιές να μετατρέπονται σε ανθρώπους και αντιστρόφως. Είσοδος, έξοδος...
Τη μαντάμ να χτυπάει τη πόρτα εκνευριστικά τη στιγμή που μια ταλαιπωρημένη στύση εναγωνίως προσπαθεί να αποδείξει το καταρριφθέν.
Έξω, το "βαρύ αρσενικό" να περιμένει ν' αποκτήσει τη νόμιμη μοίρα.

"Και ξαφνικά δεν είσαι εκεί", χαθήκανε στο λόγο τους τα είκοσι-πλην- χρόνια.
"Είσαι ο Ιούλιος Καίσαρας, καθισμένος αυτοκρατορικά στον χρυσαφένιο θρόνο σου. Μ' ένα «Να προσέχεις αγόρι», παραδίνεσαι καθάριος στον έξω κόσμο".

Μιλούσε μόνος του σίγουρα. Κι ένιωθα τόσο αλλόκοτα μέσα σ' όλο αυτό.
Περιέγραφε ημίγυμνες γυναίκες, με φόντο τροπικά δέντρα.
Από εκείνα που στήνουν τις αιώρες τους καθώς απολαμβάνουν καλοκαιρινές διακοπές, οι καλοταϊσμένοι δημόσιοι υπάλληλοι.
Έμοιαζε να μη λυπάται στιγμή για τον πληρωμένο πόθο.
Ανίερα αγγίγματα σε σκοτεινά σοκάκια, που τον οδήγησαν σε υπόγεια μυστήρια και μαγικά. Αρτίστες ταριχευμένων καμπαρέ του έμαθαν ερωτικά στιχάκια που απέμεινε παράτονα να ψελλίζει.

Φτιασιδωμένα πρόσωπα και το φτηνό, κατακόκκινο κραγιόν, μια στάμπα αίματος πάνω στο παντελόνι. Και να μην έχεις άλλο να φορέσεις, ε; Τίποτ' άλλο...

Άκουγα υπνωτισμένη σχεδόν, για μοναξιές που ικετεύουν την ατίμωσή τους, για θανάτους ανάμεσα σε τριαντάφυλλα και ωσαννά. Γερασμένη ζωή, σάρκα και αίμα βήτα διαλογής και τ' όνειρο να γλιστράει απ' τα σκέλια και να κουτρουβαλάει τα λασπωμένα σκαλιά.

"Ξέρεις τι με πρωτοέφερε εκεί; Όχι η σπρωξιά των φίλων, ούτε τα πειραχτικά τους γέλια", στάθηκε μπρος στο λιγόπιοτο παρελθόν του ο είκοσι-πλην-. "Όχι όλα αυτά. Μα το ότι είχε η γλώσσα μου ν' αγγίξει τρυφερά θηλή, από τότε που η ζωή κρεμότανε από αυτή την επαφή. Αυτό ζητούσα".

Κουβέντα ιερή. Κι εγώ στάθηκα με τον συλλογισμό μετέωρο.
Εμείς τα θηλυκά, που 'μαστε έξω απ' όλο αυτό, δεν νομίζω ότι πραγματικά τ' αντιμετωπίζουμε με τον σεβασμό που του πρέπει. Αλλά και τ' αρσενικά, απ' τα ίδια. Και δεν αναφέρομαι βέβαια στο "λειτούργημα", στο "κοινωνικό έργο" που επιτελείται και σε λοιπές σαχλαμάρες. Έργα να δουν τα μάτια σου στην κοινωνία, σ' όλους τους χώρους και τους χρόνους.

Αν μπορούσε ν' αποτιναχτεί το ζήτημα της πορνείας από το περίβλημα της εκάστοτε ηθικής, να σταθεί απογυμνωμένο από τις ενοχές της γενετήσιας λειτουργίας, θα γινόταν ευκολότερα αντιληπτό το θέμα της εντιμότητας που, έστω και μασκαρεμένη, τριγυρίζει σε ημιφωτισμένες γειτονιές παραβγαίνοντας σε οξύτητα, την υγρασία της βραδιάς.

Πιο έντιμη συναλλαγή, δεν έχω ματακούσει. Τόσα θέλω, αυτό δίνω. Ξεκάθαρο αλισβερίσι. Ούτε παραπάνω υποσχέσεις, ούτε ξεγλιστρήματα, ούτε χτυπήματα κάτω από το τραπέζι.
Γιατί οι πόρνες θεωρούνται ανέντιμες και άλλοι και άλλες -αποδεκτοί/ές κοινωνικά- που ξεπουλάνε συνειδήσεις και αξίες και αρχές και όνειρα, θεωρούνται έντιμοι/ες, είναι λυπηρό. Να μην πω νοσηρό.

Αλλά και πέρα από συγκρίσεις -ξέρουμε δα τι γίνεται σε δρόμους καθημερινούς-, από μόνο του το ζήτημα του πάρε χρήματα-δώσε σάρκα, έχει μια εντιμότητα χαρακτηριστική.
Δεν έχω ιδέα βέβαια αν τα είκοσι-πλην- χρόνια, το 'χουνε αντιληφθεί.

Φοβάμαι πως όχι.
Το ίδιο ακριβώς όμως φοβάμαι και για τα διπλάσια-συν-.
Τα σαράντα, τα πενήντα τόσα...

Όσο για τα δύο χιλιάδες επτά -νιογέννητα-, είμαι απολύτως βέβαιη.




( Η φωτογραφία, από το www.pau.pwp.blueyonder.co.uk )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:05 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 36 ανάσες
Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2007
Κατακαημένε η θάλασσα μισάει την προδοσία

Ξημερωθήκαμε. Λέξεις και γουλιές, σπινθήρες και τσουγκρίσματα, λιχουδιές στο τραπέζι και μοιράσματα στις ματιές. Πέφτανε κι οι νότες πάνω στα γέλια, θέριευε κι η κουβέντα εκεί κοντά στου έρωτα τη σκοτεινή τη στράτα, ε, πως ν' αφήσεις την παρέα με κουτσουρεμένη τη φωνή... Ταξιδιάρα στο λόγο η συντροφιά, να τρίβεται με απόλαυση στις λέξεις.
Ήταν κι οι καναπέδες αναπαυτικοί, όσο να πεις... Έκανε κύκλους η κουβέντα, βόλταρε σε διαδρομές χαρτογραφημένες από χέρι κοινό, ώσπου, αγκυροβόλησε σε λιμάνι στενόχωρο κι ακουμαντάριστο. Και μαστοριά και τέχνη και γνώση και μαχητική κοψιά να'χεις, πάλι στα σίγουρα δεν πας. Προδοσία η κυρά. Πολλοί την είδανε λέει, τους σφιχταγκάλιασε με θέρμη κι ας σπαρταρούσε η καρδιά να απαγκιστρωθεί. Μάλιστα. Που πάει να πεί; Ποιός πρόδωσε ποιόν και πάνω σε ποιά αξία προσυμφωνημένη στραβοπάτησε;

"Μ' αγαπούσε έλεγε, με λάτρευε για την ακρίβεια και ξαφνικά, είπε πως θέλει να μείνει μόνος", απεφάνθη η νέα.
"Πότε σου είπε πως σ' αγαπούσε"; έριξα την πρώτη σαϊτιά, επιμένοντας σε απάντηση.
"Ε, τελευταία φορά, μου το είπε ένα μήνα πριν", πείσμωσε η νεαρά.
"Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το ισχυριζόταν στις 3 του Δεκέμβρη του 2006, στις 2 η ώρα τη νύχτα. Ε, την συγκεκριμένη ώρα και ημέρα και στιγμή, σαφώς το ένιωθε και το είπε. Αυτό σημαίνει τάχα, πως οφείλει να σ' αγαπάει και ένα μήνα μετά"; η δική μου, αιρετική παρέμβαση.
Κι άρχισε λοιπόν ένα παιχνίδισμα στο λόγο, αναφορικά με το χρόνο και τα συναισθήματα. Στις 03.42 βγάζει ραπόρτο το αίσθημα ότι μας αγαπά; Ε, στις 03.42, το νιώθει, για τις 03.43, άγνωσται αι βουλαί του Έρωτος! Και να διασταυρούμενα ευφυολογήματα από τα μέλη της συντροφιάς και να γλυκαναστατώσεις από τα ζευγαράκια που ανασκουμπώθηκαν.

Δε λέω... Είναι μέρες που λες "καλύτερα να είχα σκουπιστεί με γυαλόχαρτο το πρωί που νίφτηκα" - έχει βλέπεις τον τρόπο της η πραγματικότητα, να τρίβεται στα μούτρα μας όταν δεν το περιμένουμε. Η ρευστότητα των πραγμάτων -και των συναισθημάτων σαφώς-, είναι δομική αλήθεια της ζωής. Άλλο αν στήνουμε σκηνικά σταθερότητας ως άνθρωποι και ως κοινωνίες με δεσμούς, θεσμούς κ.λ.π, για να έχουμε σημεία αναφοράς και να μη λολαθεί η σκέψη. Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Κι ας καίγεται στην αναφορά τους η έρμη η ψυχή. Και βαφτίζουμε -που λες- προδοσία, το ότι το έτερον ήμισυ έπαψε να μας αγαπά. Και μας το είπε. Ή, τέλος πάντων, το έδειξε. Και δεν είναι προδοσία το να μείνει κοντά μας δίχως να΄χει την αγάπη για οδηγό; Μα αυτή κι αν είναι προδοσία, προς τον εαυτό του πρωτίστως!

Αν βάλει κανείς στην άκρη τις προδοσίες που έχουν να κάνουν με έλλειψη αφοσίωσης, με αποκάλυψη μυστικών, με λιποψυχία, με ανατροπή αξιών, με διαστρέβλωση του αισθήματος περί δικαίου, αντιλαμβάνεται το εξής:
Εισπράττουμε ως προδοσία στον έρωτα, ό,τι τραυματίζει ή και λαβώνει θανάσιμα, τις δικές μας προσδοκίες. Ό,τι ευχόμαστε, ό,τι βαθιά επιθυμούμε και, ως αντανάκλαση, περιμένουμε από τον άλλον. Η προσδοκία, ως γνωστόν, μπορεί (δυνητικά) να είναι καλύτερη από την πραγματικότητα, ίσως γιατί περιέχει ικανή ποσότητα επενδύσεων που οδηγούν σε ωραιοποιήσεις.
Σα να'ναι κοντά η προσ-δοκία με την προ-δοσία, ε;


Ρυάκι ο λόγος, γλυκύς στο γέλιο του, με την αψάδα της ρακής να μαρτυρά μικρές, προσωπικές ξενιτιές, τσιμπήματα με μελανιές ακόμα... Κι η κουβέντα πήρε δρόμο κι έτρεξε. Στην εντιμότητα του να λες αυτό που αισθάνεσαι. Αφού το αναγνωρίσεις πρώτα! Άλλος Ψηλορείτης... Στη γενναιότητα του να μη ζητάς, για να σου δίνει ο άλλος λεύτερα, άρα γνήσια. Στη μεγαλοσύνη του να του ανοίγεις χώρο για να ορίσει τη ζωή του όπως εκείνος συλλογάται.

Και μετά, θυμηθήκαμε πως είμαστε άνθρωποι. Κι όταν ο άλλος σταματήσει να μας αγαπά -δικαίωμά του, πως αλλιώς-, πονάμε.
Κι έπειτα, είπαμε πως το παιδί μέσα μας, είναι μονίμως παραπονεμένο. Για κείνη, την στερημένη αγκαλιά. Που συνεχώς την αναπλάθουμε και σε άλλα χέρια. Ενίοτε, μαχαίρια.

Ξημερωθήκαμε. Βελόνες στο κορμί το πρωινό αγιάζι. Ή να'ταν η ψυχή που τρεμούλιαζε; Στάθηκε η κουβέντα μετέωρη να τραμπαλίζει στον καθένα μας. Αναπνοή να πάρει.
Πως στέγνωσε μεμιάς το λαρύγγι! Έκανα να καταπιώ. Τείχος θεριό η προδοσία σου, να βάζει φρένο. Το 'μαθα, μη θαρρείς. Έτσι καταπίνονται τα λάθη. Αμάσητα.

Προχώρησα για ώρα. Να δεις που ο δρόμος, μ' έβγαλε στο λιμάνι.



(Ο τίτλος, στίχος του Νίκου Καββαδία
Η φωτογραφία, της Claire Ward-Thornton)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:50 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Δευτέρα, Ιανουαρίου 01, 2007
Τα σχέδιά μας για το 2007,
ας είναι... κινούμενα!

Να'χει όνειρα που πάλλονται η νέα χρονιά, κύματα θεριά, να μη βαλτώσει η ψυχή. Να σαλεύει η φαντασία στις καθημερινές διαδρομές, να αλητεύει το μυαλό σε ό,τι μυρίζει περιπέτεια ζωής, σε ό,τι σχηματοποιεί το σήμερα σαν μέγιστη, μοναδική, ιερή χαρά. Σπάνια, ακριβή και αναντικατάστατη. Η κάθε στιγμή. Η κάθε μια ξεχωριστά. Πολύτιμη μες στην αλήθεια και στο φευγιό της. Όπως οι άνθρωποι. Κινούμενοι κι αυτοί. Μοναδικοί στο κάθε κύτταρό τους. Μιλούνια, ψηφίδες τόσες δα κι όμως ο καθείς κι ένας κόσμος άλλος.

Για τους ανθρώπους θα ευχηθώ. Που'ναι κύματα. Κι όσα σχέδια κι αν γενούν μες στους δαιδάλους του μυαλού, μες στους βυθούς τους μαγικούς, έρχεται η ζωή να τους βάλει τρικλοποδιά. Να'χουμε ανθρώπους δίπλα μας π' αναγνωρίζουν την αναπνιά μας. Το γέλιο, το καρδιοχτύπι, την αγωνία, τη λαχτάρα και το δάκρυ μας. Και το εκτιμούν. Να'χουμε καθαρή ματιά, διάφανη, ορίζοντας ανοιχτός να'ναι, ν' αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους που επέλεξαν να΄ναι δω, δίπλα μας. Και τους άλλους, που'ρχονται να κουρσέψουν τη γη και πέλαγο μαζί που ανταριεύει εντός μας.

Εκεί να επικεντρώνεται η... κινησιολογία των σχεδίων μας, λέω. Στον Άνθρωπο. Ως αξία. Και συνάμα, ως δυνατότητα -και δεξιότητα και γνώση-, επιλογής. Ο καθείς κι η αξία του, αλλά και ο καθείς και τα όπλα του. Κοντά μας, ν'αναγνωρίζεται όχι απαραίτητα ο ομοϊδεάτης, αλλά ο συνένοχος. Και συμμέτοχος στο πάρε-δώσε της αλήθειας, του ατόφιου συναισθήματος, του παιχνιδιού -εν τέλει- που λέγεται ζωή. Να είναι αναγνωρίσιμος αυτός ο "κάποιος", αυτό λέω. Ως φίλος, ως σύντροφος, ως... ως... Και να'ναι σύντομα αναγνωρίσιμος. Γιατί χρόνος σημαίνει ζωή. Χρόνος επίσης, σημαίνει και πόνος. Ίδιο θέμα, με φόδρα γυρισμένη.


Στο παραπάνω "Μίκυ Μάους", ο Μίκυ μας, πουλάει τον αγαπημένο του Πλούτο σε πλουσιόσπιτο, προκειμένου ν' αγοράσει δώρα στα φτωχά μικρά του. Παρά τις ανατροπές και το αίσιον τέλος (ποιός αντέχει για πολύ τον σκανταλιάρη Πλούτο), ευχής έργον θα ήταν να μείνουν στην άκρη -για μας-, οι συνεχείς πωλήσεις: Του εαυτού μας, των ονείρων μας, των επιθυμιών μας, των βαθύτερων αναγκών μας. Όσων πραγματικά αξίζουν δηλαδή. Κι όσων από καρδιάς ζητώ να βγάλει στον αφρό των πραγμάτων, το 2007...


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 13:17 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape