Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007
Tableau vivant

“Εγώ φτιάχνω τ’ όνειρο, εγώ και την πραγματικότητα. Και δική μου είναι η ευθύνη.”
Κουβέντα αγριεμένου έφηβου –αντάρα και φευγιό στη θωριά του, θυμός ποταμός-, πίσω από σιδερόφραχτη είσοδο υπό κατάληψη σχολείου. Εξομολόγηση βαριά, παραδοχή πες, διαπίστωση που ακύρωσε την όποια ετοιμότητά μου. Κοκάλωσα. Μια φράση τόση δα, φτωχή από φιοριτούρες, ολοτσίτσιδη, που με βάρεσε στο δόξα πατρί. Τώρα θα μου πεις, για να χωθεί μια σκέψη εντός σου, θα βρει ραγισματιές, ή έστω έδαφος σκαλισμένο, πρόθυμο να καταπιεί σπόρους ετοιμόγεννους που σαλεύουν. Είναι κι αυτό. Ακυρώθηκα, που λες. Αγκυλωμένες σκέψεις, λέξεις, πράξεις εντός μου. Tableau vivant. Μαριονέτα σε σπασμένο χέρι.

“Αν μπορούσα να ρίξω στη φωτιά αυτό που ζω, να ρίξω στην φωτιά τον κόσμο, θα το ’κανα. Να ξεμπερδεύουμε μια καλή. Για να υπάρξει αρχή, πρέπει πρώτα να γραφτεί το τέλος.” Ζεμάτισμα στη ραχοκοκκαλιά. Να που πήρε φόρα ο δεκαεφτάρης, τσιτσιρίζοντας την παγωμάρα μου. Το ’νιωθα, πως πιο πολύ ήθελε να δυναμώσει την παρουσία του, τη λεβεντοσύνη του –νάρκισσος θεός- που ’χε ο ίδιος κι οι τριγύρω του τα θάρρητα να γυρίσουνε το λουκέτο και να πάρουν απάνω τους αρχηγίες.
Η επιλογή του ονείρου, η επιλογή της πραγματικότητας και η πληρωμή άμα τη εμφανίσει. Του ονείρου θα μου πεις, ή της πραγματικότητας;
Μες στα χρέη. Κι απ’ τα δυό.

Έτσι κι αλλιώς ο μύθος του καθενός γίνεται οικείος, τον φοράς στο πετσί σου βελονιά πυρωμένη –που έλεγε κι ένα άσμα της νιότης μας-, όταν αρχίζει να διαστρέφεται. Αναμέτρηση μ’ αυτό που βλέπεις και ζεις. Δοξάρι τεντωμένο εμπρός σου η ζωή κι η θήκη που ’χες φυλαχτό να χάσκει. Κι εσύ, tableau vivant, αγαλμάτινος σχεδόν, ν’ αναρωτιέσαι για κείνο το αδυσώπητο τέρας του μύθου που θριαμβολογεί πάνω στα ψιχία των ονείρων σου… Εδώ οι Δελφοί για τον αμφίσημο χρησμό, εδώ κι ο Οιδίποδας να ξεμπουρδουκλώνει γρίφους: άνθρωπος, ε; Ασέληνος, απρόσβλητος πες από κάθε απώλεια, ωραίος σα θεός, σα νέος δηλαδή.

Δεν ξέρω αν ο πιτσιρικάς καταληψίας λαχταρούσε μια ζωή αλαφρωμένη από μνήμες κι ένα μάτσο σπίρτα για να φουντώσει τ’ όνειρο. Κι αν δεν είναι το παραπάνω απ’ το πολύ, ίδιον της νιότης, ποιανού να ’ναι δηλαδή… Ορμή ίσον ελαφριά χρόνια, ίσον φυγή. Τώρα, θα μου πεις, φεύγουμε, μένοντας αγκιστρωμένοι σ’ αυτό το λίγο, το τόσο δα που νιώσαμε εκείνη τη μαγική στιγμή• π’ αγγίξαμε βέλο μυστηριακό, τάχα μου απόκοσμο. Για το βέλο κείνης της φιλάρεσκης κυράς, της ζωής λέω. Το ανέγγιχτο απ’ τη φθορά.

Το νεανικό πάθος, ανταρσία να σε γραπώνει, βγάζει νύχια μπρος στο τέρας της πραγματικότητας: Αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά, θυμήθηκα τους Φατμέ φεύγοντας απ’ τη φυγή των δεκαεφτάρηδων. Στραβομάρα! Επιτιμητική η μέσα φωνή. Καθρέφτη κοιτάς. Σάμπως έχεις και τα καλύτερα να δείξεις; Κόσμο να παινευτείς πως τον στρογγύλεψες κι άλλο, πως λείανες τις γεωμετρίες του, πως έφτιαξες κορυφογραμμές και καμπυλώματα να ’χει η νιότη να πορεύεται με βήμα που πετά;
Κατεβασμένο το κεφάλι. Καλύτερα.


Κουραφέξαλα, που λες. Σφάλματα ή όχι, βιασύνες ιδιοτελείς, αστοχασιές η ντουμπλ φας φορεμένη αγωνιστικότητα, ό,τι και να ’ναι η πράξη, εδώ έχουμε παιδί της εποχής που χτυπάει τα πόδια και φωνάζει. Και κάτι θέλει να μας πει. Τσιρίζοντας, ο.κ. Αλλά μ’ ένα «σκάσε» δε πρόκειται να σταματήσει.
Βουλοκέρια. Στ΄ αυτιά, στα μάτια. Που καιρός για ανταρσίες ενώ υπάρχουν βολικές, συνομολογούμενες «αλήθειες».

Χώθηκα στα σκοτεινά κανάλια του διαδικτύου για να βρω ένα παλιό άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση, αγαπημένο, δυόμισι χρόνων και βάλε.
Για τ’ ανθρώπινα λάθη όπως σκιαγραφούνται σε μια διαδρομή ζωής, για τους μηχανισμούς και τις συνθήκες που τα κυοφορούν, για τις εποχές που καδράρουν μες σε φόντο χρωματιστό το χρόνο και συνάμα σαρκώνουν συμπεριφορές, γι ανθρώπους και τρόπους και φόβους κι επιθέσεις κι άμυνες και καινούργιες στράτες.
Ασορτί αυτό το θαυμάσιο κείμενο με την εποχή, αποξηραμένο ανθάκι άλλωστε κι αυτή, κομμένο σε βόλτα χλοερή που το ’δωσε χέρι σε χέρι.

Κι ωστόσο, ενώ λίμαρα τη μνήμη να βγάλει στον αφρό το πότε και το πώς του άρθρου, ήρθε κι η είδηση για ένα ακόμη δεκαεφτάρικο –κορίτσι αυτή τη φορά- που παντρολογιέται. Ίδια η κόρη ή η ανιψιά σας που σχεδιάζει να μπει στο Πανεπιστήμιο, μπουμπούκι σκέτο, με νεαρό εικοσάρη, σα να λέμε ο κανακάρης σας που παρουσιάστηκε στο στρατό. Άλλη φυγή ετούτη. Άλλου είδους εννοώ. Στα πόδια πάντως, εν μέσω νεροποντής. Μάλιστα. Τι σπρώχνει δυο άγουρα πλάσματα να στήσουν σπιτικό προτού μάθουν το αλφαβητάρι των ενηλίκων; Πως σμίγουνε δυο ανεργίες για να πλέξουν σταυροβελονιά το όνειρο; Βουλώνω αναπάντητες τις απορίες, τι άλλο… Ήρωες νέοι, με μέλλον παλιό. Δοκιμασμένο δηλαδή.

Αποκοτιές, θα μου πεις. Δικαίωμα και σ’ αυτές. Πάσο.

Αλλά οι απορίες, απορίες. Για όλα.
Ακινητοποιημένες, μαρμαρωμένες.
Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα θα λέγανε τα παιδικά παιχνίδια (τα…ποια;), tableau vivant η εντολή των σκηνοθετών.
Εντάξει δάσκαλε, tableau vivant. Για πόσο αλήθεια;




(Η φωτογραφία είναι του Giovanni Tilotta)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:07 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες
Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007
Κι οι νύχτες, μεγαλώνουνε…

Βαριανασαίνει ο Οκτώβρης έτσι που σέρνεται πάνω σε πεσμένα φύλλα, υγρά. Κι ό,τι σφήνωσε στην άκρη του νου, σαν προσδοκία, αναμονή, σύμβαση ακόμα, μένει μετέωρο, να γεννήσει κι άλλα όνειρα, να θεριέψει μαζί τους, να γίνει τροφή στους επερχόμενους χειμώνες. Καταπίνει σκέψεις τούτη η εποχή, βαραίνει απ’ τις ευωδιές, τσακίζει απ΄ τις επιθυμίες. Κυρίως, κείνες τις ώρες τις θολές• μιλώ για απογεύματα της καθημερινότητας και για το αργοκίνητο χάζι της Κυριακής. Πέρα δηλαδή απ’ τους εξαναγκασμούς των πρωινών, που γίνανε πια αρπαχτικά της καλοδιάθετης θωριάς μας.

Ώρες-ώρες η γραφή, χορεύοντας αυθάδικα μπροστά στα μάτια μας, γίνεται εξάρτηση που μας γαντζώνει. Είτε δρα βγάζοντας γλώσσα στα εφήμερα είτε εμμένει πεισματικά στα της ουσίας, καθηλώνει• δεν υποτάσσεται σε εποχές. Κι έτσι, ίσως και να γίνεται παραπλανητική. Ο νους στην σύνταξη και στα γράμματα κι η ζωή στων χινοπώρων τις σελίδες.

«Κοίτα έξω απ’ το παραθύρι σου», προστάζει ο καιρός. Εραστής θαρρείς που τον μαλώσανε τα νάζια σου κι άνοιξε χούφτες εμπρός ζητώντας ευκαιρίες ακόμα.
Πόσα περνούν απ’ τη ζωή, διαβάτες βρόχινοι, σκιεροί κι ούτε που στρέφουμε το βλέμμα πάνω τους, να φουντώσει η ματιά να πάρει χρώμα…
Πόσες και πόσες μυρουδιές και θάματα!

Ζω σ’ έναν τόπο που τις Κυριακές τα πρωινά ακόμα ανεμίζουν οι κυράδες τα σεντόνια. Τ’ απλώνουνε στα κάγκελα των μπαλκονιών να ρουφήξουν ήλιο κι αγέρα, να ισιωθούν οι τσακίσεις μετά, να τεντωθεί πάνω τους το κορμί εισπνέοντας ζωή.
Βιάζονται να το κάνουν μετά από μέρα βροχερή, τότε που βγαίνει ο ήλιος με λύσσα, πρόθυμος να χυθεί πάνω σε πρόσωπα και πράγματα, να ξαπλώσει σε τοίχους και πεζοδρόμια. Τι εικόνες! Έτοιμες ν’ απελευθερώσουν μνήμες παλαιϊνές ή πιο ώριμες, να γίνουν καταφύγιο για τα τσαλακωμένα μας μάτια, μακριά από τις παραφωνίες των καιρών.


Χθες, έπιασε μπόρα δυνατή κι ήρθε στο νου ένα δώμα από κάτι χρόνια άλλα, όπου στοιβάζονταν βιβλία και βινύλλια. Να βγαίνεις στην ταράτσα, ν’ ανοίγεις χέρια και να κυκλώνεις το κορμί, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, ώσπου να πιουν οι φλέβες σου βροχή, το φαντάζεσαι; Να μυρίζει η βροχή, να μπαίνει εντός σου, να ξαναβαπτίζεσαι θαρρείς, να αναπλάθεσαι στη μήτρα της φύσης…
Μέσα μας, ακόμα χάσκει κείνο το παιδί που’ θελε ν’ ανοιχτεί πέρα απ’ τα σύννεφα… Σκούρα, μεταλλικά, να τα βουτήξει στη θάλασσα ν’ αλλάξουν χρώμα, να πείσει και τον ήλιο να σκάσει μύτη απ’ το θόλο τον κλειστό.

Χαμένος σε τέτοιες σκέψεις, ασκεί κανείς ελευθερίες ξεχασμένες, ανιχνεύει και τις εκδοχές του και τους άλλους και τον αλήτη καιρό. Ονειροπολεί φανατικά γύρω απ’ το τίποτα, με μια στάλα βροχής πάνω στο τζάμι ας πούμε, πλεύση αντισυμβατική αυτή, ατέλειωτη πορεία ή παρατεταμένη στάση• ο νους θα ορίσει.

Χτισμένες πολιτείες, μ’ ανθρώπους ή χωρίς, μ’ όνειρα σα να λες και απουσίες, Οκτώβρη μήνα. «Οχτώβρη», που ‘λεγε η γιαγιά.
Τ’ αποδημητικά πουλιά που ’χουν να μετρούν χιλιόμετρα σ’ αιθέρες αλαργινούς, κάπου εδώ, σ’ ετοιμότητα, δίχως μπαγκάζια. Ο υγιής πόθος της θάλασσας μια ανάσα απ’ το μπαλκόνι μου, έρωτας πιστός.

Η σκέψη, καταστρέφει κάθε χαρά στα καθημερινά της ρούχα. Έχει τρόπους. Έχει δαίμονες. Έχει και φωνές. Ανταριασμένες κατά κανόνα.
Και μόνο η σκέψη, καταστρέφει τη χαρά• έτσι έπρεπε να το πω, διορθώνω…
«Μα πως αλλιώς;» θα μου πεις. Μάλλον με λιγότερη σκέψη, λέω να αυτοδασκαλεύομαι. «Όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο λιγότερο νιώθεις», λέει μια μέσα φωνή. «Πως νιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα», τραγουδάει ο Σωκράτης. Αυτό.
Κι αν είναι το συναίσθημα, το πρωτεύον στις πράξεις, στις αποφάσεις, στην ίδια την ύπαρξή μας…

Περνούσα έξω από μια απίστευτη αυλή, σήμερα το πρωί. Με περίτεχνα καμωμένη καγκελόπορτα και χαμηλό τοιχίο, έτσι που να γλυστράνε οι αδιακρισίες στις ξένες πραγματικότητες, να συνοψίζουν των αλλωνών τα ωραία. Από τον ήχο της φωνής που έτρεξε στ’ αυτιά μου, φαντάστηκα το πρόσωπο. Κοτσονάτη κερά, παλιά αριστοκράτισσα, ρωτούσε για την ώρα που θα ’ρθουν τα παιδιά για φαγητό. Πως μου φάνηκε σα να ‘λεγε «πότε θα πάψω να ΄μαι μόνη;» Πως μου φάνηκε σα να φοβότανε το χρόνο μη και νυχτώσει γρήγορα και δε προφτάσει τη χαρά; Αυτή τη χαρά, που καταβροχθίζει η περίσσια σκέψη;

Περπατούσα στην πόλη τη στεγνή που αιφνίδια ερήμωσε –η εξοχή πλανεύτρα, πως να μην πρωταγωνιστεί, μέρα αργίας- και συλλογιζόμουν πόσο μοιάζει το φθινόπωρο με την άνοιξη! Εξαρτάται από τι αφήνεις πίσω βέβαια. Για να χρωματιστεί ανάλογα κι η οπτική σου. Αν βγαίνεις από παγερή εποχή ή από καλοκαιρία. Εξαρτάται και από τι βλέπεις μπροστά. Ανθοφορία ή μαρασμό.
Το νιώθετε όμως, ή όχι;
Πως οι νύχτες ολόγυρα μεγαλώνουν. Συνεχώς.


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 23:15 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 40 ανάσες
Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007
Τα σκουπίδια γεννιούνται από την καλοπέραση
«Το φαΐ δεν είναι για πέταμα», θυμάμαι τη γιαγιά μου μια ζωή να νουθετεί τα επιπόλαια χορτασμένα στομάχια μας και να γκρινιάζει αυστηρά για τις ευκολίες της εποχής και τις ελαστικές μας συνειδήσεις. Κι έπειτα, σαν σε τελετουργία καθαρτική, να κρατά μια μπουκιά ψωμί και να το φέρνει βόλτα με δύναμη στο πιάτο της–κύκλοι συνεχείς λες για να ξορκίσει τη κακιά μοίρα της ανθρωπότητας-… Σέρνοντας σύνδρομα κατοχικά κι αγωνίες χρόνων, μας παρότρυνε να παραβγούμε στο τρίψιμο του πιάτου μας, έτσι, με τη μπουκιά το ψωμί, ώσπου αυτό ν’ αστράψει. Για φαγητό που θα πάει στα σκουπίδια, ούτε λόγος. Ιερό το ψωμί, αγιασμένο απ’ την εργασία και τις στερήσεις, «ο ιδρώτας και το αίμα τ’ ανθρώπου», έλεγε.

Mexico 189,09 $

North Carolina (USA) 341,98 $

Το περιεχόμενο του τραπεζιού μας δηλώνει εκείνο της τσέπης μας και, σίγουρα, το άλλο• της σκέψης μας.
Δείγμα χαρακτηριστικό της στάσης ζωής μας, σημάδι του πολιτισμού μας, σημείο αναφοράς της κουλτούρας μας. Το γεύμα μας. Το δείπνο μας. Το παξιμάδι, ή το παντεσπάνι μας.

Έπεσε το βλέμμα μου σε μια εκπληκτική δουλειά του θαυμάσιου φωτογράφου Peter Menzel που δημοσιεύτηκε στο Time μες στο καλοκαίρι και στο γαλλικό Marie Claire. Εθνολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα βρε αδελφέ, πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη.
Πόσα χρήματα ξοδεύουν για φαγητό διάφορες οικογένειες ανά τον κόσμο, εβδομαδιαίως.
Βιβλιοδετημένο το οδοιπορικό του ως Hungry Planet, (θυμίζω και τις συγκλονιστικές συγκρίσεις κόσμων υλικών, πάνω σ’ αυτόν τον Ένα, τον μικρό και Μέγα)…


Mexico 189,09 $, Ecuador 31,55 $,
China 155,06 $, Japan 317.25 $

Ανατριχίλες. Ο κάτοικος του Kuwait 221,45 $, εκείνος του Ecuador 31,55 $. Ο Καλιφορνέζος 160 $, ο Ιταλός 260 $, ο Αφρικάνος της Chad μόλις 1,23 $!!!
Το εκεί και το εδώ, το τότε και το τώρα. Ξέροντας σαφώς πως, για να κρίνει κανείς μια συμπεριφορά, οφείλει να την τοποθετήσει μέσα στην προοπτική της ιστορίας. Έπειτα, είναι και το άλλο: ποιος κρίνει; Ο Εγγλέζος που ξοδεύει 253$ την εβδομάδα, ή ο Μογγόλος που δαπανά μόλις 40; Μήπως ο Γερμανός που έχει την πρωτιά με 500$;
Θαρρώ πως ακόμα μας προξενεί φρίκη ο αριθμός των συνανθρώπων μας που πεθαίνουν από πείνα
ή κάνω λάθος;
Επίσης, διορθώστε με: 2007 δεν δείχνουν τα ημερολόγια; Θα μου πείτε, ναι, μα η κοινή γνώμη κι η παγκόσμια κοινότητα μαζί, καταδικάζουν αυτήν την θλιβερή πραγματικότητα, όπως και ο,τιδήποτε αντιτίθεται στις πολιτικές και ηθικές κατακτήσεις προηγούμενων χρόνων.

Καλώς.
Να μιλήσουμε τώρα για την απόσταση που κρατάει μακριά το σύστημα αξιών του ανθρώπου από την καθημερινή του πρακτική;


Chad (Africa) 1,23 $


Ως γνωστόν η υποκρισία αφήνει πορτοπαράθυρα ανοιχτά σε συμβιβασμούς ανάμεσα στη θεωρητική αναγνώριση αξιών και στην παραβίασή τους. Αγκιστρωμένοι, υποδουλωμένοι θαρρείς στους υπολογισμούς της εξουσίας, βλέπουμε να πατιούνται κουμπιά και να φεύγουν πύραυλοι στον Άρη και δεν μπορούμε να σώσουμε ένα παιδί που λιμοκτονεί.

Butan 5 $

Germans 500 $

Η φιλευσπλαχνία μας κι οι συνειδήσεις που –περιστασιακά- τρίζουν, δε λέω, μπορεί να σώσουν καμιά ζωή, μα εξαγοράζουν και την εξιλέωση• με άλλα λόγια, μας απαλάσσουν των ευθυνών μας.

Θεωρητικά, είμαστε καλύτεροι λένε από τη γιαγιά που μας μπούκωνε με ψωμιά και μας «συνέτιζε» με αυστηρά μαλώματα, μα… αποδεδειγμένο το’χουμε πως είναι πιο εύκολο να είμαστε κακοί.
Ο Umberto Eco είχε πει πως «τα σκουπίδια γεννιούνται από την καλοπέραση την οποία κανείς δε θέλει να μειώσει».

Εμ, βέβαια. Αυτά κατατρώγουν –άλλωστε- τα σπλάχνα της γης. Τα σκουπίδια ροκανίζουν τον σκελετό της. Κι αυτή ακριβώς η καλοπέραση είναι πια η μεγαλύτερη απειλή: για το σύστημα των αξιών που λέγαμε, για τις ανθρώπινες ψυχές που θαμπές και σκοτεινές πορεύονται, για τις ανάσες μας που βαραίνουν, για την ύπαρξη –και όχι τη μακροζωία πλέον- της ίδιας της μάνας μας: της γης μας.

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:21 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007
Μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη...

Να μάθεις να βουβαίνεσαι, για να μπορείς μετά ν’ αρθρώνεις λόγο, πεισμώνουν κάτι φωνές σοφές. Να παιδευτείς ν΄ ακούς, μπορείς; Να κλείνεσαι, να διπλώνεσαι στα δυο, τόσο που να φτάνουν οι κοχλιδώσεις των αυτιών σου στης καρδιάς το τρέμουλο και, να τα σφαλίζεις όλα τ’ άλλα.

Παραμιλήσαμε.
Σκορπίσαμε, σκορπιστήκαμε, πες το όπως ορίζεις. Ένα το στόμα, δυο τ’ αυτιά. Πάει να πει, η βαρύτητα στα δεύτερα.

Έχει και τις ανάγκες της η ψυχή. Να αποτραβηχτεί, να θωρήσει, να λουφάξει, να κοιτάξει, να δει. Ν’ αφουγκραστεί: το πρώτο.

Ποτίστηκε η σάρκα μας με το θάμπος των καιρών κι έχουνε χαμηλώσει, έχουνε κρεμαστεί τ’ αυτιά βουλωμένα, μόνα, αποκαμωμένα μετά από αλλοπρόσαλλο, θορυβώδικο χορό.
Γυρίζουνε στη σκέψη μου, γαϊτανάκι μονότονο, πλάνο σε σταθερή επανάληψη, οι εικόνες, οι κουβέντες, οι ματιές, οι σαϊτιές οι καθημερινές. Της οθόνης. Της γυάλινης και της σάρκινης. Κι είναι τόση η αντάρα, το μελίσσι το ζαλιστικό, που είπα ν’ ασκητέψω. Για λίγο, να. Το μπορώ και το πολύ;
«Αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία», προειδοποίησαν χρόνια πριν σοφοί ποιητές. Δειλίες τα παραπέρα. Έστω, ξομολογημένες. Απολογίες έναν σάκο να στρώσω στα πατώματα για το παγωμένο μου σπιτικό. Που ερήμωσε για κάποιες μέρες.

Νιώθω σα πιτσιρίκα που έκανε ζαβολιά κι έμεινε με γλυκό κυδώνι στα δάχτυλα, έτσι που γλίστρησα στα σκοτεινά και χάθηκα για λίγο… Ούτε που το λογάριασα. Για σημαδεμένη πορεία ούτε λόγος. Απλά, συνέβη. Ευγνωμοσύνη ποταμός για την έγνοια που'χατε, τα mail, τ' άγγιγμα το ζεματιστό, που το'νιωσα στον καρπό, στον σφυγμό επάνω.

Δες όμως που, καμιά φορά, είναι κι οι λιποταξίες για καλό. Ιδίως όταν ανήξερες ακολουθούνε τίποτα περίεργες συντεταγμένες: τεθλασμένες, καμπυλώματα, αθροίσματα και σημάδια, σε αρμονία αταίριαστη για τον κοινό νου.
Ερημίτισσα η ψυχή –γι αυτό γεννημένη-, ποθεί πότε-πότε να μαθαίνει απ’ τις δικές της φωνές κι απ’ τ’ άψυχα: τις πέτρες και τα χώματα και τα κύματα και τους αιθέρες.
Τι να πρωτολογαριάσεις. Μες στην οχλοβοή της κάθε μέρας, της κάθε εποχής, ξεχνιόμαστε.
Κι είναι η πιο άγρια πληρωμή μας αυτή. Ό,τι χειρότερο, πάει να πει.
Επικεντρωνόμαστε στα ευτελή και τα εφήμερα –αυτό λέω- και θάβουμε μ’ επιπόλαιη λύσσα τις εσωτερικές μας φωνές. Ούτε που νοιαζόμαστε για την ύπαρξή τους. Ακόμα κι όταν εκείνες γιγαντώνονται, κραυγές-ραγισματιές στα τύμπανα, ακόμα και τότε κάνουμε τους αδαείς. Δοκιμάζουμε την παράκαμψη, για να μην ακουμπήσει νύχι την πληγή. Μα κείνες, όλο και στοιχειώνουν. Ξορκίζονται θαρρείς με παιδιαρίσματα;
Ανάγκες είναι, επιθυμίες, όνειρα, λαχτάρες. Αυτά που θέλουμε. Και που συνεχώς αναρωτιόμαστε ποια να ΄ναι. Οι γνωστοί-άγνωστοι. Οι μέσα μας φωνές. Οι αλήθειες μας. Με τα όνειρά μας παρέα. Και πώς να τ’ αφουγκραστούμε έτσι που ’χουμε το βλέμμα στραμμένο στα πολλά, τα γυαλιστερά, τα «των άλλων».

Δυσπιστούν απέναντι σ’ όλα τούτα οι μέσα φωνές. Όχι γιατί μοιάζουν με απαρνητές της ζωής, ίσα-ίσα. Τη ζωή τη δυνατή, την αυθεντική, τη ζεσταμένη από χνώτα ανθρώπων κι από χέρια ιδρωμένα αναζητούν. Την πυρωμένη ζωή. Γύρω από μια θράκα κοκκινισμένη απ’ των ανθρώπων τις μιλιές, φουντωμένη απ’ το αψέντι της καρδιάς και της ματιάς. Μα που ’ναι την…

Προς αυτή τη ζωή παλεύω να ’μαι, να πηγαίνω συνεχώς, να μη πολυλοξοδρομεί το βήμα. Πολύ μ’ έχει καθηλώσει ο καιρός, αλήθεια το λέω. Αυτή η μανία, η αγριάδα του συστήματος πες –πολιτικού, κοινωνικού, ίδιο τ’ όνομα-, να ψαλιδίσει τ’ ανθρώπινα πλάσματα, να τα περιορίσει, να τα κατασ(ν)τήσει μονάδες ανήμπορες (να το νομίζουν δηλαδή), ευνουχισμένες, αποξενωμένες. Καλοσερβιρισμένος ο τρόπος, δελεαστικός, συλλογικός, ώστε… «ο καθείς κι η μοναξιά του».
Φόβητρο πραγματικό για τις εξουσίες, δράκος με πύρινη γλώσσα, οι σχέσεις των ανθρώπων. Η όξυνση του μυαλού και το κέντρισμα της καρδιάς. Οι σχέσεις. Η δυναμική τους. Το πλαίσιό τους. Αυτή είναι η πραγματική απειλή για τους αφεντάδες. Να νιώθεις μέσα σου καλά, να’ χεις ανθρώπους γύρω, να μην παραιτείσαι απ’ τη ζωή, να μη γυρεύεις υποκατάστατα σε γυάλινες οθόνες, σε βιτρίνες, σε καρέκλες ηγετικές, σε ποτήρια γεμάτα, σε δεκαπεντάωρα δουλειάς.

Μεγάλες κουβέντες, ε;
Ξέρω και γω… Την τύφλα μας, σα να λέμε. Από κοντά κι οι ειδικοί. Προσεγγίσεις, αναλύσεις, καταγραφές, διαπιστώσεις. Σε νούμερα. Ποσότητες. Παράγοντες, πες.
Απογοήτευση, παραίτηση, ματαίωση, αδιαφορία, εγωκεντρισμός, έλλειψη συνοχής κι αλληλεγγύης. Συμπεράσματα σε τηλεγραφική μορφή, όπως λέμε «το παιδί έχει χωρισμένους γονείς γι’ αυτό παίρνει κακούς βαθμούς», άρα, βρήκαμε την πηγή του κακού και καθαρίσαμε!

Ναι, αλλά ποιος τα ζει όλα τούτα; Σε ποιόν και γιατί συμβαίνουν; Που είναι η ψυχική επάρκεια του καθενός, η συναισθηματική οχύρωση, εκείνο το υπόβαθρο το πλούσιο, ο παλμός ο εσωτερικός που δυναμώνει κι αντρειεύει τη ψυχή;

Φορέσαμε γυαλιά αποστειρωμένα να θωρούμε τον κόσμο, αντικειμενικές συνθήκες τα είπαμε, όψη της πραγματικότητας τυπική, εκδοχή σε καταγραφές και καταμετρήσεις.
Κάθε τι ποιοτικό στιγματίζεται σαν αιρετικό, για να μην πω γραφικό ολότελα. Και μας παίρνει και μας η μπάλα. Κι εξοικειωνόμαστε με τον τρόπο και μετατρέπουμε τα γυαλιά σε φακούς επαφής να κολλάνε στην ίριδα -αυτή δεν είναι που ρυθμίζει πόσο φως θα χυθεί στην κόρη;-… Και λησμονούμε. Αξιολογώντας τα όσα συμβαίνουν γύρω μας με γνώμονα την ποσότητα, ξεχνάμε κείνη τη σπίθα, άλλοτε ορμή, που ρυθμίζει την ουσιαστική σχέση με τους άλλους και τον εαυτό μας. Τη βαθιά ψυχική σχέση, τη συσχέτιση -ίσως είναι ορθότερα έτσι-, του έξω με το μέσα, του βιώματος με τις ανάγκες της ψυχής• εσωτερικές φωνές, έτσι δεν τις είπα;

«Πολλά αλλαγμένοι είμαστε», μου ’λεγε γέροντας απλός, σε καφενέ χωριού παρακαλώ, που ’χε και αρχηγό κόμματος σε κάδρο, φάτσα-φόρα. (Το "πολλά" λέγεται στην Κρήτη και ως "πολύ".)
«Πιάσε ένα ποτήρι να πιούμε μια ρακή κι άσε γι’ άλλους τα μεγάλα»
, επέμεινε.

Ποια μεγάλα μωρέ παππού, για τα μικρά λέω… Τα δικά μας. Που, πως να γίνει, θεριεύουν κάτω απ’ τη σάρκα. Τι να μου πεις και συ… Αλλοιωμένοι, ναι. Ο τρόπος που βιώνουμε τα πράγματα, ο τρόπος χρήσης του κόσμου, θέλει άλλη ματιά. Κι άλλη φορεσιά.

Οι ίριδες των ανθρώπων γύρω μου το λένε. Έτσι που κλεφτοβουτάω στο χρώμα τους. Παλιό χούι το ταξίδεμα σε βλέμματα και κινήσεις αλλωνών. Να παρατηρείς, να στέκεσαι στα πράγματα, να χυμάς εντός τους αν το αντέχει η ψυχή, να καθρεφτίζεσαι, γιατί αυτό κάνεις, αν δεν το χαμπάριασες ακόμα.

Κείνο που κρατά τον άνθρωπο ζωντανό, εν παλμώ δηλαδή, αγαπησιάρη και δοτικό, είναι η «σπιθίτσα η φουντωμένη» που λέει κι ο Νιόνιος. Η σκέψη για το καλύτερο. Η ελπίδα. Ο αναστεναγμός που ξεκινά απ’ τ’ ακρόνυχα και σκεπάζει τη γης. Το «αχ» που σαρκώνεται σε προσδοκία που φυσάει εντός του μια καλοκαιρία άλλη.
Έτσι και κλέψεις απ’ τον άνθρωπο την ελπίδα, έτσι και του στερήσεις τη γωνίτσα τ’ όνειρο, θάφτηκε.

Είναι πλήρης η λιτότητα της ελπίδας. Σα βαλιτσάκι μικρό που γελοιοποιεί στόχους υλικούς. Κι αυτήν χάνουμε.
Εγώ τουλάχιστον, τη χάνω. Μέσα στο θρίαμβο της φτήνιας, ποια λαμπράδα ν’ αναδυθεί; Ούτε τα πολλά χαρωπά μπορώ πια. Κούφια, ρηχά μοιάζουν εκείνα τα «όλα καλά θα πάνε» και τα άλλα τα συγκρατημένα αισιόδοξα τα γλυκερά, τα σιροπιαστά ευχολόγια... Άσε που που συχνά, είναι πρωτοξάδελφα με υποκρισία κι ανευθυνότητα κι αδιαφορία κι εγωπάθεια.
Μες σε τόση σύγχυση και πλήξη, σε τόση αλαζονεία και μοναξιά, σε τόση αποχαύνωση και βία παντός είδους, τον κακό μας τον καιρό να λέμε.

Κι αν θέλουμε μια θράκα να σταθούμε γύρω της να στρογγυλέψει σχέσεις και μιλιές, να βουτήξουμε χέρια στα κάρβουνα. Να μπούμε στα ζόρικα. Με τους δικούς μας ανθρώπους. Το χώρο μας. Μόνο εκεί το μπορούμε. Το «άλλο» εννοώ. Τον άλλο τρόπο. Δύναμη σημαίνει. Αντισώματα. Ενάντια στην καινούργια νόσο, την υπαρξιακή ανορεξία, αν έχετε ακουστά.



(Τέχνασμα της ψυχής το καταφύγιο της μουσικής. Για να δημιουργεί ανισορροπία, να μπαλαντζάρει πάνω στις πικρίλες και να γλεντίζει. Σαν τον Νιόνιο που'ντυσε κάποτε το λόγο του παππού Αριστοφάνη, κοροϊδεύοντας τους καιρούς:
"Ζει τα ωραία πράγματα μ' αίμα και με θυσίες,
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό..."
Ναι; Ναι.

Η φωτογραφία, του Paul Strand.)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:21 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 33 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape