Στο αυγουστιάτικο λιοπύρι τα σώματα μουσκεύουν,
τα κορμιά διαγράφονται κόντρα στο φώς του ήλιου
κάτω από λευκά πουκάμισα κι ελαφριά πανιά,
τα διψασμένα βλέμματα γίνονται πιο επίμονα,
χωρίς τη ψευτοντροπή της καθημερινότητας,
οι φωνές της γλύκας των εραστών ξεχύνονται στον ακάλυπτο
και προκαλούν για άλλες.
Σώματα αναδεύονται μέσα στη θερινή ραστώνη,
ξεγελούν τη μεσημβρινή σιέστα.
Οι μισάνοιχτες κουρτίνες μισοκρύβουν - μισοδείχνουν μυστικά περάσματα.
Ανοιχτές μπαλκονόπορτες.
Η κουρτίνα κυματίζει.
Μακρινές φωνές ηδονής μπερδεύονται με τα τζιτζίκια.
Η αυλή βρεγμένη, το νερό εξατμίζεται, υδρατμοί στο κορμί.
Τα κτίρια κόκκινα.
Ο ήλιος καρφωμένος.
Ξέρεις καλά τι λένε και τι δεν λένε
και θέλουν να πουν.
Ένα δωμάτιο.
Ο κόσμος.
«Μεσημέρι του Αυγούστου» του Γιάννη Ρίτσου από το «Μικρό αφιέρωμα»:
«Πίσω απ' τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι./ Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ' ένα κόκκινο/ κάτω απ' το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,/ είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Απο κει/ κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ' ένα άρωμα/ από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο./ Αξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα/ στ' άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου-/ μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.»
Το τραγοδύδι έξοχο. Θα πρότεινα και το «Διαμάντια και μπλουζ» της Ελένης Καραΐνδρου από το ομότιτλο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη (Αύγουστος φώτα στην παραλία/ τα πλοία φεύγουν για τα νησιά/ φεύγουν οι φίλοι φεύγουν τα πλοία/ με ξέχασες και είναι αργά...) αλλά δενξέρω πώς μπορώ να το κατεβάσω (είμαι και φυσική ξανθιά!)