Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007
Υπόδηση και Υπόδυση

Λένε κάτι ανατολίτικοι αέρηδες που μεταφέρουν χρώμα βαθύ, στοχαστικό και πρακτικές δοκιμασμένες, πως την ουσία του ο άνθρωπος τη μυρίζεται απαλλαγμένος από ρόλους. Κοινωνικούς. Κι όταν τα πέλματά του γδύνονται την καθημερινή φορεσιά τους κι αφήνονται στα χαϊδέματα και τα γδαρσίματα της μάνας γης, μπορούν ν’ αφουγκραστούν καλύτερα. Την πηγή τους, τη μήτρα τους, τον αρχέγονο φλοιό τους.
Όποιος βρέθηκε σε χώρους μαγικούς –και μύησης μπορεί,- όπου τεχνικές θεάτρου λύνουν ψυχές και μέλη, το ’χει βιωμένο πως πρέπει να ξυποληθεί.
Μακριά απ’ την υπόδηση, θα επιτευχθεί η –των ρόλων- υπόδυση.
Γιατί, αν κάτσεις να συλλογιστείς τα παπούτσια που στριμώχνουνε το είναι σου καθημερινά –άλλα στραβοπατημένα, άλλα μισολιωμένα, μερικά ξεχειλωμένα, να χάσκουνε, κάποια πάλι γάντι στο πόδι, γέννα του πες-, ε, θα’χεις να μετράς για ώρα. Άσε κείνα που θα μπορούσαν να σε χωρέσουν, μα δεν τ’ ακριβοκοίταξες ποτέ. Ή τα άλλα, του διπλανού σου, που δεν μετεωρήθηκε ούτε για μια στιγμή εντός σου η σκέψη να τα δοκιμάσεις.

Μάλλον σε μια τέτοια διαδικασία σε βάζει η θεατρική πράξη.
Έτσι τουλάχιστον, την αφουγκράζεται η δική μου ψυχή. Κι έτσι μορφοποιείται εντός μου το θέατρο. Ως θείο Ιατρείο.
Ξυπόλητος, αν γίνεται και ξεγυμνωμένος, να σκύβεις σε άλλα παπούτσια και να περπατάς μέσα τους. Και συνάμα, να νιώθεις το πέλμα σου γυμνό.
Να υποδύεσαι απεκδυόμενος.

Κοίταζα τις προάλλες τον Δάσκαλό μου στο θέατρο, τον Αντώνη Περαντωνάκη ν’ αλωνίζει ξυπόλητος τη σκηνή, ν’ ανεβοκατεβαίνει σκάλες και θρόνους και συλλογιζόμουν χίλια δυο. Τη δυναμική του θεάτρου, τις ποικίλες φορεσιές μας, την ανάγκη μας για μετουσίωση, τις προσωπικές παραμυθίες μας, τις σκουριές και τα γυαλίσματά μας.
Ήταν μια βραδιά ξεχωριστή. Στη σκηνή, το έργο “Εσκοριάλ” του βέλγου συγγραφέα Μισέλ ντε Γκελντερόντ. Λόγος δυνατός και άγριος, κατάδυση βαθιά στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση που ευτύχησε ν’ αναδυθεί χάρη στην σκηνοθεσία του Αντώνη Διαμαντή. Γυμνή και αυτή απ’ τα περίσσια, αφαιρετική ώστε να συνθέσει ουσία και να δομήσει – και να δαμάσει μαζί- κείνα τα πρώτιστα υλικά της ανθρώπινης ψυχής.
Δ/ντής του Θεάτρου Όμμα Στούντιο ο Αντώνης Διαμαντής, στέρεη φωνή του θεάτρου εδώ, στα εκτός της αττικής γης, ηθοποιός και σκηνοθέτης με βίωμα ισχυρό.
Παράσταση από κείνες τις πολύ ιδιαίτερες, που νιώθεις να σε γραπώνουν με τη δύναμή τους περισσότερο μετά: αφού απομακρυνθείς απ’ την σκηνή και γυρέψεις τα χνάρια σου στους ήχους της πόλης και μπερδευτείς στο ιδρωμένο πλήθος και σωπάσεις μπρος στο βουητό της μνήμης σου. Διεργασία εσώτατη, που δρα εν αγνοία σου, ίδια υπόγεια αρτηρία.
Οι ερμηνείες θαυμάσιες. Συναίσθημα να ρέει μεθυστικό, ζαλιστικό σχεδόν κι ένταση να γαντζώνεται εντός σου και να σε λούζει στο κόκκινο.
Εξαιρετικό το κείμενο, πλούσιο σε υλικό να συλλογιστείς, να μεταφέρεις, να ανασκευάσεις, μα πιο πολύ, να αισθανθείς. Πετριές και λεπίδια ο λόγος, όλα τα κορυφαία σε συμπόρευση, η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, η μοναξιά, η εξουσία, ο παραλογισμός, ο φόβος, το γέλιο και το κλάμα, το εσύ και το εγώ και το εμείς. Η ενδοψυχική και η διαπροσωπική τραγική σύγκρουση να σαρκώνεται, ν’ ακούγεται φωνή δική σου, να νιώθεις πως σε αφορά, να τραυματίζει τη βολή σου, να σε τρομάζει, να επαναπροσδιορίζεται εντός σου.


Η τραγική φιγούρα ενός βασιλιά εκφυλισμένου, τα γύρω λυσσασμένα γαβγίσματα δαίμονες να τον στοιχειώνουν, η βασίλισσα αγκαλιά με το θάνατο, ο γελωτοποιός να ξορκίζει με χαχανητά τα τελώνια των σκοταδιών και ξάφνου, ν’ αλλάζει το σκουφί του με την κορώνα του βασιλιά. Φάρσα, τερτίπι, σκέρτσο, τόλμη; Υπόδηση; Υπόδυση στα του άλλου. Κατάδυση μαζί.

«Τίποτα δεν είναι πιο γκροτέσκο από το τραγικό», έγραφε ο Beckett στον σκηνοθέτη Roger Blin πριν από το ανέβασμα του έργου En attendant Godot.
Κι είναι πολύ τάχα να πει κανείς πως η εποχή μας, τραγική –ή όχι;- καταβροχθίζει κάθε τι που είναι στον πυρήνα του τραγικό; Κάθε συναίσθημα που συνεπάγεται οδύνη και κάθε πράξη ανάλογη όπως ο έρωτας, η ποίηση, η παράταιρη φαντασία… Η ανθρώπινη ψυχή εν τέλει.
Μυθοφάγος εποχή, χασκογελά μες στη μελαγχολία της…
Συλλογίζομαι τα κομμάτια του καθενός μας που κείτονται σε κάποιον βυθό. Μνήμες που γδέρνουνε τη σκέψη, στιγμές θολές που η ζωή κατακρήμνισε να ξεπλυθούνε πες, να επιστρέψουνε μεταμορφωμένες στον τόπο το γενέθλιο.
Να βγούνε ξυπόλητες σε μια ακροθαλασσιά και να μας σπρώξουν ν’ αναπνεύσουμε αέρα πελαγίσιο.

Το ξέρετε, ε;
Και στο θέατρο, πρώτος λόγος είναι:
Εκεί που ανθεί ο πόνος, εκεί φύεται κι η γιατρειά.



(Για τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ να ενημερωθείτε για τη διαδρομή του Θεάτρου Όμμα Στούντιο.
Οι φωτογραφίες είναι του αγαπημένου φίλου κι επίσης συμπορευτή στη σκηνή, Ζαχαρία Κατσακού.)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 23:40 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες
Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007
Θερινό Ηλιοστάσιο

Ο Κύκλος γύρισε
Ο Ήλιος προχώρησε
Η Ώρα δείχνει εσένα συνεχώς




ημερολόγιο


(Η καλλιτεχνική χρονοαπεικόνιση είναι από το άλμπουμ του
"Dark1llusion" στο www.deviantart.com
Στο αγαπημένο Ημερολόγιο βέβαια, οι Συνήθεις Ύποπτοι)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:03 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 29 ανάσες
Τετάρτη, Ιουνίου 20, 2007
Γραφές-ραφές στα ξέφτια του κόσμου


Αν είναι να χαρτογραφήσω τ' άδικο
θα βάλω την υδρόγειο φανάρι

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:24 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 17 ανάσες
Κυριακή, Ιουνίου 17, 2007
Πατρώνυμο

Έχεις να λες πως με ‘μαθες τρόπο καλλιγραφικό να στήνω τα γράμματα και να τους δίνω ζωή με το μολύβι. Να καμαρώνεις, για τα γραφτά και τα προφορικά, για όλες τις ανηφόρες που δεν αναβάλλανε το σκαρφάλωμα, μα κάνανε τα πόδια να λογαριάζουνε το χώμα για ουρανό. Μιλάς σταθερά, καθαρά, με δύναμη κι ορμή για τα όσα κέρδισες με μουτζούρες και στουπιά στα χέρια και μες απ’ τη διδαχή και τη σπουδή τα κληροδότησες σε μένα. Ακούω περιγραφές για χρόνια σκληράδας, χρόνια νηστικά, λειψά, αγριεμένα. Που στάθηκες άτριχο παιδαρέλι να φροντίζεις, να κουβαλάς χρέη κι ευθύνες και να ΄χεις τη ματιά τιθασευμένη στο αύριο.
Λες για τότε, για τώρα, συνταιριάζεις απολογισμούς, μετάνοιες και πείσματα, καταδίκες και μυθοπλασίες.
Και σιωπώ.
Όχι πως δεν ακούω, μα λαχταρώ άλλα ν’ αγκιστρώνονται στα τύμπανα.

Δες. Μεγαλώσανε τα χρόνια, δες.
Πώς να νανουρίσεις τον καιρό να γλυκαθούν οι νύχτες, πως;


Κείνο το τραγούδισμα τ’ ανέμου μέσα απ’ τα φύλλα του ευκαλύπτου τότε, τα βράδια της Κυριακής που περνούσαμε από δίπλα, θυμάσαι;
Γι αυτά θέλω να μου πεις. Όχι για τα κατορθώματα τα έντιμα.
Ούτε για τα χαμένες σελίδες απ’ τα ημερολόγια.
Κι ας την ηθική να παραστέκει για λίγο, να θωρεί.

Άσε να σου πω εγώ, άσε.
Για κείνη η φλέβα στο μέτωπο, κλωστή και συρματόσχοινο, αντάρα μαζί κι απανεμιά, τη φλέβα σου, ναι, λαχτάρα στα κοριτσίστικά μου μάτια, πως στάζουν, δες τα.
Πόσο ανέλπιδα διψούν για την αποδοχή σου.
Όχι έτσι, όχι. Όχι με υπογραμμίσεις και με πίνακες λογιστικούς.
Να ’χα να λέω κι εγώ πως κάποτε με κράτησες αγκαλιά, να αυτό.
Δεν είναι πως δεν το ξέρω.
Δεν είναι η γνώση, τ’ ακούς; Το συναίσθημα είναι.

Δεν είναι για να την ξέρεις την αγάπη. Για να την κοινωνείς είναι.

Με χάδια, ναι. Αν θα καθόμουνα στα γόνατά σου λες; Ναι, θα το ’κανα, στ’ ορκίζομαι. Να ’χα τα δάχτυλά σου στα μαλλιά, γίνεται; Κι ένα χαμόγελο που δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν διαπιστώνει, δεν νουθετεί, δεν κρίνει.
Υπάρχει, έτσι, για να ξοδεύεται. Χαζολόγημα πες, πες το έτσι.
Κι εγώ θα βγάλω απ ΄την ντουλάπα τη καρυδένια –στο βάθος είναι, το ξέρω-, κείνη τη φούστα την πλισέ, την κόκκινη. Φλόγα παιδιού να τρέξει εντός. Όχι για να ξεπληρώσω, μη θαρρείς. Έτσι, για να ξαπλώσει η ψυχή μια στάλα, να χασκογελάσει κι αυτή, να κυλιστεί στις πιέτες.

Πατέρας για όλους εσύ, στήριγμα και βουνό θεόρατο, η Κρήτη όλη.
Μου ’λειψες. Μέσα σ΄ αυτό, σ’ έχασα θαρρώ.
Το χάδι, το «ησύχασε», το «όλα θα πάνε καλά», γίνεται να τ ΄ακούσω;


Λέω πως αν ήταν χειμώνας, μπορεί κι όλο ετούτο να ταίριαζε, να, αυτό το παραμιλητό μου. Θα ’χα να συμπράττουν κρύσταλλα του καιρού και αναπνιές μολύβι· συνενοχή, όσο να πεις.
Έπειτα θα ΄χα δυο λεμονανθούς πικρούς, λευκά πανιά στο νερό να ταξιδεύουνε τα λόγια, να ξεμπλέκουνε τ’ αμήχανα σκαλώματα.
Τώρα, βρες μια δικαιολογία, ένα άλλοθι, κάτι· συμπόρευση να βαφτιστεί στ' ανήμπορα.
Να λέω χρόνε σε χαϊδεύω, σε κερδίζω ξανά μέσα από μια δειλή λαλιά και δυο πυρωμένα μάτια.

Είναι καλοκαίρι πατέρα, καλοκαίρι.
Ν' απλώνεις χέρι, να σφουγγίζεις τη ζωή, αυτή που στην ατίθαση χαρά της δε γεύτηκες ποτέ. Έτσι, χυμένη στο σήμερα, με στήθια να κραδαίνουνε στο φως και πέλματα γυμνά και δάχτυλα στο μέλι.
(Παιδιών χαχανητά και ποδοβολητά ακούω;)

Πώς να στα δώσω πίσω όλα τούτα και πως εσύ να φέρεις εμπρός μου τα χρωστούμενα…
Σε βλέπω που ’σουνα μια ζωή θεριό, να λυγάς, να αποχαιρετάς το χρόνο.
Σε χάνω. Άνθισμα του καιρού, μπορεί να γεννηθεί;
Να καταπιεί τη κούραση των τόσων χρόνων, να μελώσει τη φωνή σου, να μερέψει το τρέμουλο των χεριών, την έγνοια σου για τα ανολοκλήρωτα.
Να σ’ αλαφρώσει απ’ τη σκέψη της δύσης που σε τρομάζει και δε ‘μολόγησες ποτέ, τη ζυγαριά που σέρνεις και σου γδέρνει τα πόδια, την αίσθηση ότι τα λίγα είναι μπροστά κι όλο και τσιγγουνεύονται.

Κοίτα με.
Αυτά τα μάτια, που σου μοιάζουν τόσο, σκαλώνουν σ' ένα σ' αγαπώ που ποτέ δεν κρέμασαν για σένα.
Το σπρώχνουνε να τρέξει κι αυτό κουτρουβαλάει στο χρέος και την ευθύνη, στις αξίες, την ηθική, το σεβασμό και τους πληθυντικούς, τα χάρτινα πρέπει και τις τόσες αγκυλώσεις…

Κι είσαι ίδιο παιδί εσύ, το ξέρω. Από πάντα μεγαλωμένο.
Με τα παράπονα να γίνονται ατσάλι κι αντρειά.
Φιλί απ' τον αφρό ωκεανών να θρέψω, να ταξιδέψω τα όνειρά σου όσο είσαι εδώ.

Πατέρα μου εσύ.
Να ’χα τη δύναμη να σου το πω το σ' αγαπώ πριν φύγεις...
Να το βουτήξω στο αίμα μου, να ’χει δρόμο για τα χείλη. Να το πω.
Μετά απ' το φοβάμαι.


(Η φωτογραφία είναι της "coda67" από το www.flickr.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:50 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 44 ανάσες
Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007
Η απουσία έχει ήχο

Οι εφημερίδες αναγγέλουν το θάνατό μου
Λεν όμως, από "αμεροληψία"
πως μπορεί να μην πέθανα ακόμη
Κι ακόμη, από εξυπνάδα, πως ίσως γλιτώσω οριστικά
Αποσιωπούν όμως την αλήθεια
Ότι ποτέ μου δεν υπήρξα άρρωστος
Κι ότι θα ζήσω στους αιώνες.

Μάνος Χατζιδάκις, Μυθολογία Δεύτερη


Πείτε μου πως να παλέψω με την ανάγνωση και τη γραφή.
Ποιά η χρησιμότητά τους που μου 'ρχονται κατάφατσα και καμώνονται πως θα με βοηθήσουν να εκφράσω συναισθήματα. Και μ' ακυρώνουν με την πρώτη.
Τι λόγο να ψελλίσω τώρα και σε ποιά συλλαβίσματα να κρεμάσω τα όσα νιώθω για το Μάνο Χατζιδάκι. Το θρύλο, το Δάσκαλο, το στοχαστή, τον προικισμένο με θεία χάρη. Με αρετή σπουδαία. Πάει να πει, Ερωτικός.

Και να'μαι να χτυπώ ακροδάχτυλα για κείνον που έχυσε μέσα στο μυαλό μου τις νότες του, παιδί ακόμα και λες πως μ' ακούμπησε θαυματοποιός. Γίνεται κανείς να μεθάει με ακούσματα μοναχά; Γίνεται. Ύμνος και θρήνος μαζί για ο,τι χώνεται μέσα στις χούφτες κι από κει μέσα χάνεται κι έρχεται πίσω πάλι και ορμάει μες στους πόρους σου να σε ποτίσει ζωή, να μυρίσεις.

Λοιπόν; Ποιός έχει το θράσος σήμερα ν' αφηγηθεί μύθους; Ν' απεκδυθεί κάθε φτηνό θόρυβο που χαράζει το πετσί του και να σταθεί τσίτσιδος στα ωραία και σπουδαία κι ακριβά. Πιότερη λεβεντιά θέλει να βουτήξεις στ' όμορφο.
Κι αντρειοσύνη μέγιστη, να το υπηρετήσεις.

Ένας Μάνος, ταξιδευτής ονείρων μακρινών από τις 15 Ιουνίου του 1994, υπάρχει εδώ και τροφοδοτεί ακόμα τις ευαισθησίες μας.

Η απουσία, ξέρετε, έχει ήχο. Κι αν κάποιοι τολμούν να βγάλουν μπροστά φωνή, ανατρέποντας και σκορπώντας φως, είναι οι άνθρωποι της τέχνης. Πρωτεργάτες, οι τραγουδιστές.

Έχω χαρά να γλυκοτσιμπάει τη ψυχή μου γιατί ο αγαπημένος μου φίλος Ιωάννης Ιδομενέως -για τον οποίο σας έχω ξαναμιλήσει- και η Ελένη Μιχαλοπούλου, εξαίρετοι μουσικοί και οι δύο, συνταιριάζουν χορδές φωνής και οργάνων, με το "παιδί" του Μάνου, την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Την Πέμπτη 14 Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Φίλων της Μουσικής), παρουσιάζουν συναυλία-αφιέρωμα στο Μάνο Χατζιδάκι.

"Να πάρετε από τη μουσική μου όλη τη ζαχαρένια γεύση", έλεγε ο Χατζιδάκις. Κι ο Γιάννης με την Ελένη, έχουν συλλέξει μέλι για να σας το προσφέρουν. Εσείς οι "της αττικής γης", να πάτε. Να παραγλυκαθείτε και να 'ρθετε να μου πείτε μετά. Για τα ωραία και τα μαγικά. Και να΄χετε κι ακριβοστόλιστα στη σκέψη, τα λόγια του Μάνου:

Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως. Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών. Είναι μια σχέση υπεύθυνη, μια πράξη ερωτική ανάμεσά μας, που μας αποκαλύπτει. Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σάς όσο κι από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας, αποκαλύψεως και ανιχνεύσεως, μνήμης και προφητείας [...]. Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ' ένα μύθο κοινό. Κι όπως στο χορό ενώνουμε τα χέρια μας για ν' ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας, για ν' ακολουθήσουμε μαζί τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο, που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούργιο κι από την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε.


Αγάπη θα στείλω στον αγαπημένο μου Ιωάννη Ιδομενέως και την Ελένη Μιχαλοπούλου για τη συναυλία της Πέμπτης. Και θ' αφήσω χάδι πάνω μας τα λόγια του Ποιητή Μάνου πάλι, από τη "Μυθολογία Δεύτερη":


Μην αποφεύγεις τους ανέμους.
Περιέχουν αποκαλυπτικά μηνύματα φίλων νεκρών και συγγενών.


Καταπάνω τους Δάσκαλε. Μες στην αντάρα και στο φευγιό. Ξέχειλα τα πορτοπαράθυρα της ψυχής να καίγονται και να λυσσομανάνε αέρηδες. Να'χουν τα μ(η)νύματα, πέρασμα στο φως.


(Η φωτογραφία, είναι επίσης του Ιωάννη Ιδομενέως)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:10 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 36 ανάσες
Σάββατο, Ιουνίου 09, 2007
Ακούσατε, ακούσατε!
Απόψε στην πλατεία μας, παράσταση Καραγκιόζη!

Γιατί η χαρά φοράει καλοκαιρινά και αλητεύει τα βράδια
μες σε αλάνες και πλατείες σαν σκιά.
Και ξελογιάζει τα όνειρα που'ναι αφώτιστα κι αφρόντιστα
πίσω απ' τον μπερντέ,
προσμένοντας εκείνον τον καραγκιοζοπαίχτη
που θα φυσήξει την μαγική λέξη.

Πρώτη ύλη για τη ζωή, το γέλιο.
Και πόση λαιμαργία στη ψυχή!
Αβάντι μαέστρο!



Χαΐνηδες- Καραγκιόζης



(Η φωτογραφία, που εκτίθεται στα μάτια σας ως κειμήλιο πολύτιμο αλλοτινών καιρών, είναι από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.
Φιγούρα που έμεινε μονάχη να τελειώσει το παραμύθι στη σκηνή
και που δεν έχει να κάνει με τη μουσική μας παράσταση.
Έχει όμως πολλά να κάνει με τη μυθολογία μιας ξεγυμνωμένης,
αλλά και τόσο ακριβής εποχής...)

 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 21:04 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 27 ανάσες
Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2007
Η δ’ αρετή πάσης τέχνης ακριβεστέρα

Τέχνη είναι ο βαθύς πόνος.
Τέχνη είναι ο βαθύς έρωτας.
Τέχνη είναι το προθανάτιο γέλιο.
Τέχνη είμαστε ε μ ε ί ς
μ΄όλα τα ελαττώματα και τα πάθη.
Δεν υπάρχει προτέρημα στην Τέχνη.




Αλέξης Ακριθάκης
(Στη φωτογραφία, δικό του έργο)




["Η δ’ αρετή πάσης τέχνης ακριβεστέρα": Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια]
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 15:56 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 42 ανάσες
Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007
Οι άλλες συλλογικότητες

Το πρόσφατο σμίξιμο των γραφίδων μας, των φωνών μας, των συλλογισμών μας ακόμα, άφησε να φανεί, πηγάδι αναβλύζον, μια θέα διαφορετική και καθόλου αδιάφορη.
Θλιβερό το συναπάντημα αν λογαριάσεις την αφορμή του, μα αν παραμερίσεις τις κουρτίνες τις βαριές -αφού κρατήσεις στη καρδιά λευκά κρινάκια να'χουν υγρασία μπόλικη-, θα δεις πως μπορούν και πάλλουν αλλιώτικα αγγίγματα· ίδιες πυγολαμπίδες.


Δεν ξέρω πιά τι να λογαριάσω για παρήγορο, έτσι στραβοπλεγμένοι και στεγνοί που΄ναι οι καιροί. Κι ο καθένας τραβάει μονάχος, το τομάρι του που λένε, μια επαναλαμβανόμενη καταπάτηση του όλου, γιατί τι αξία έχουν τα σύνολα πιά και το λούστρο σε συσκευασία ατομική πωλείται... Με τσαντίζει αυτό που έχω απέναντι, γύρω μου. Ακόμα και στο βάθος του χρόνου, αν καλογυαλίσω τις ελπίδες μου, πάλι το ίδιο θα δω. Το αρθρώνουμε, το συλλαβίζουμε, το ποτίζουμε μελάνι μπας και το ξορκίσουμε, αλλά αυτό ξανά κατάμουτρα μας έρχεται. Ο καθένας και η πάρτη του. Ο,τι και όπως μας βολεύει, όσα και με όποια παραχώρηση, μόνο να χορτάσουν οι καθρέφτες κι οι τσέπες.
Και ευτέλεια και έκπτωση και ξεχείλωμα ή εκμηδένιση αξιών -κατά το δοκούν-, αρκεί να θριαμβεύσει η ικανοποίηση των αναγκών. Των προσωπικών.
Ριπές σποραδικές οι διαφορετικότητες. Σαν ενέδρες που στήνονται ξέταιρα μες στη βουή, για να "κρατούμε τουφέκι το τραγούδι", που λέει κι ο Ποιητής.


Τούτη η ομοιομορφία η απίστευτη στα πάντα, με τσακίζει. Και σαφώς είναι εκ του πονηρού. Ουδείς ανυποψίαστος πλέον. Μα και σπανίως να δεις την οργή να υψώνεται στο φως. Κι εδώ είναι το άλλο, το καινούργιο, το διάφορο.
Μια Αμαλία που βαθιά αγαπήσαμε και ποτέ δεν ακουμπήσαμε ως σάρκα, μας έβρεξε τα μάτια, μας στρίμωξε στα χείλη λόγια οργής που όλο καταπίναμε, μας έδωσε το τράνταγμα ν΄αφουγκραστούμε πέρα και πάνω από στολίσματα καθημερινά, τον Άνθρωπο.
Και το σπουδαίο είναι ότι τον αισθανθήκαμε συντονισμένα.
Και βγάλαμε φωνή εν χορώ.

Δεν είναι ότι δεν ξέραμε. Δεν είναι ότι πρωτόδαμε. Είναι ότι δεν συναντιόμαστε πιά. Μονάχοι τραβάμε. Φωνές τυφλωμένες, που να'βρουν θύρα εξόδου...

Γι αυτήν την έγνοια μιλώ. Που κάποτε είχε αναπνοές να γεμίσει ζωή μέσα στον συνδικαλισμό πες, στη λόξα τη νεανική ίσως, στα οράματα τα πολιτικά σίγουρα, που'χαν χρώματα ζωηρά και πίστη να θρέφουν.

Και ξαναθυμηθήκαμε το μαζί, τις συνέχειες των ονείρων μας, τη μπόρεση που έχουν οι πολλοί, γιατί την έχουν, να πάρει η ευχή, την έχουν.

Ανθίζουν άλλες συλλογικότητες στην εποχή μας. Διαφορετικές απ' ότι σε άλλους καιρούς, παλαιότερους. Σύντηξη με νέα υλικά, με νιόπλαστο πυρήνα. Σε πολλούς χώρους, όχι μονάχα στο διαδικτυακό χωριό, μα και στην τέχνη, σε δημιουργικές ομάδες, σε ανήσυχες γειτονιές.
Υπάρχει το άλλο. Κυρίαρχο δεν είναι, μα έχει θωριά για να σταθεί απέναντι στην άρρητη παραδοχή μιας παγιωμένης, νοσηρής κατάστασης που μια χούφτα ανθρώπους ναι, μας πονάει. Είτε μιλάμε για υγεία, είτε για παιδεία, για κουλτούρα, για πολιτική, για δικαιώματα μειονοτήτων, γι ανθρώπινες σχέσεις. Η στείρα διαιώνιση μιας ανηθικότητας κι αυτή η εξίσου άκαμπτη στάση ζωής που παραπαίει ανάμεσα στη στάσιμη γκρίνια και την -επί της ουσίας- αποδοχή, ε, ας αρχίσει να κλυδωνίζεται. Ν' ανοίγουν οι ρωγμές, σιγά-σιγά, δε λέω, για να'ρθει η στιγμή βάλουμε μπρος και νέα χτισίματα.
Μόνο να βουτάμε σε χρώμα συλλογικό και να κρατάμε μέσα μας φωνή καθαρή, στεντόρεια, το "αντισταθείτε" του Κατσαρού, ε;


Παραθύμωσα μου φαίνεται κι έχω ανάγκη μια εισπνοή φυγής·
ανάσα, ως τ' ακρόνυχα.
Και να φανταστείς πως εκεί έξω, στα πρωτοπερπατήματα του Ιούνη, θωρώ ένα σούρουπο, να γλεντούν οι ρομαντζάδες.
Μα δεν είναι που με φοβίζει μη δε προλάβω να το χαρώ.
Άλλο έχω κατά νου, λυπηρό πολύ.
Την υποψία πως βραδιάζει και στα μυαλά των ανθρώπων
.




(Η φωτογραφία είναι του Dave Nitsche)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 20:34 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 30 ανάσες
Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007
Για την Αμαλία
Μην πάρεις φακελάκι - Μην δώσεις φακελάκι
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 14:50 | Πανάκι ξεδιπλωμένο |


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape