Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007
Ένα σωρό από υπέροχα «τίποτα»

Πήγαμε σπίτι κι όταν κάποιος είπε "Που ήσαστε;" εμείς είπαμε "Έξω" κι όταν κάποιος είπε "Τι κάνατε μέχρι τόσο αργά το βράδυ;" εμείς είπαμε όπως πάντα, "Τίποτα".
Και τι ήταν αυτό το τίποτα: κουνιόμαστε στις κούνιες. Πηγαίναμε βόλτες. Ξαπλώναμε ανάσκελα στις πίσω αυλές και μασούσαμε χορτάρι. Κι όταν τελειώναμε, εκείνος -ο καλύτερός μου φίλος-, με πήγαινε ως το σπίτι μου κι όταν φτάναμε εκεί, τον πήγαινα εγώ πίσω στο δικό του σπίτι και μετά αυτός με ξαναπήγαινε στο δικό μου και... και...

Κοιτούσαμε διάφορα: κοιτούσαμε ανθρώπους να χτίζουν σπίτια, άντρες να διορθώνουν αυτοκίνητα και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον να μπαλώνει τα λάστιχα του ποδηλάτου με λαστιχένιες ταινίες... Κοιτούσαμε τους πατεράδες μας να παίζουν χαρτιά, τις μανάδες μας να φτιάχνουν μαρμελάδα, τις αδελφές μας να παίζουν σχοινάκι, να τυλίγουν τα μαλλιά τους...
Καθόμαστε πάνω σε κουτιά, καθόμαστε κάτω από μπαλκόνια. Καθόμαστε σε στέγες. Καθόμαστε σε κλαδιά δέντρων.
Στεκόμαστε σε σανίδια πάνω από εκσκαφές. Στεκόμαστε πάνω σε σωρούς από φύλλα. Στεκόμαστε στη βροχή που έσταζε από τις μαρκίζες. Στεκόμαστε βουτηγμένοι ως το λαιμό στο χιόνι.
Κοιτούσαμε πράγματα, όπως μαχαίρια και και ακρίδες και σύννεφα και σκυλιά και ανθρώπους.

Αναπηδούσαμε και κάναμε κουτσό και πηδούσαμε. Χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά, μόνο αναπηδούσαμε και κάναμε κουτσό και πηδούσαμε και καλπάζαμε.
Τραγουδούσαμε και σκαλίζαμε και σιγομουρμουρίζαμε και ξεφωνίζαμε.

Αυτό που εννοώ, Τζακ, είναι ότι κάναμε ένα σωρό από τίποτα.

Robert Paul Smith
Where Did You Go? Out.
What Did You Do? Nothing.



( Η φωτογραφία είναι της Linda από το www.flickr.com )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:08 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 32 ανάσες
Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007
Της αγκαλιάς η ξενιτιά είναι η πιο μεγάλη

Λέει ο Σωκράτης, λέει, παραμιλά και τραγουδά μαζί, ρέουνε κι οι στίχοι του ποιηταρά του Άλκη Αλκαίου, κι όλης της γης οι αγριεμένοι και ματωμένοι μαζί ούτε που ξεπλένουν τα βλέφαρα να μπει εντός το φως της μέρας.
Οι μυρωδιές της νυχτιάς εισβολή βάρβαρη στα ρουθούνια, μέθη ανάκατη με σάρκα που κολυμπάει σ' επιθυμίες, τις ρουφάει και τις αναδύει, τις αντιμάχεται και τους παραδίδεται, κυλιέται σ' ό,τι ανώφελα αρνείται.
Νύχτες. Και φεγγάρια μακριά, στο σύμπαν. Και κοντά, σε πρόσωπα. Σε μάτια θολά, σε χείλη που χάνονται στις παλάμες, σε γόνατα που κρατιούνται μη προδοθούν, σε κλειδώσεις που τρίβονται αμήχανα στο τραπέζι.

Για τις αγάπες μας τις φευγαλέες θέλω ν' αρθρώσω εικόνα. Τους έρωτες τους βιαστικούς, τους αγχωμένους, τους αμήχανους, τους εκ των προτέρων τελειωμένους. Της νύχτας σμιξίματα, ν' αναγνωρίσεις, να γευτείς, ν' αρπάξεις. Δίχως χρωστούμενα, χωρίς αναφορές σε χρόνους, σε τόπους, σε μνήμες και σε όρκους.
Λύτρωση. Για της νιότης τη λαιμαργία και τη βιασύνη ν' ανιχνεύσει τη ζωή, τη σάρκα, τη χαρά, το μεγαλείο να 'σαι μες στον άλλον και να καταβροχθίζεις γη και ουρανό, να βουτάς σε θάλασσες πλημμύρα και να ξέρεις πως θα 'ναι για τώρα. Για τη στιγμή. Για το θάμα της.
Πνοή ανεμπόδιστη, κρυστάλλινη και για άλλες ηλικίες. Που θέλουν να δοθούν στην ένταση που'χει ένα άγγιγμα ξένο, στη χαρτογράφηση μιας γης γι αυτούς απάτητης, σε ταξίδεμα άγονης γραμμής, μακρινής, απρόσμενης, φέγγος αχνό στον ορίζοντα.

Νύχτες σ' ανήξερες αγκαλιές. Με ζωώδη ορμή, με λύσσα, που δε χαρίστηκε στις γνώριμες. Και η ανάγκη να ξεγυμνωθείς εντός, να κομματιάσεις σάρκες -τις δικές σου πρώτα-, να φτύσεις κατάμουτρα τον έρωτα εξευτελίζοντας ό,τι άλλοτε σ' άγιασε, να υψωθείς ανατρέποντας γραβατωμένες ηθικές, ν' αφουγκραστείς τ' αμίλητα, ξορκίζοντάς τα.

Ο Διόνυσος να παραμονεύει και συ, ω! Μακροβούτι στη ζωή, να παγιδέψεις το χρόνο μια φορά, έστω, να πυρποληθούν τα κύτταρα, απείθαρχα, άτσαλα, άναρχα, μες σε αρχέγονο λυγμό που απαιτεί, που τρέχει ποτάμι, που γίνεται κραυγή, που ανοίγει τα σωθικά να κοινωνήσουν έρωτα πρωτόγονο, όμοια αλήθεια.

Το εφικτό και το ανέφικτο, τα ανικανοποίητα κι οι ουτοπίες, δειλά ψιθυρίσματα, αλλού ν' αλμυρίζουν. Μες στο δωμάτιο αυτό, το σκοτεινό, δυό πλάσματα, δυό κορμιά, προσφέρονται καννιβαλικά σ' έρωτα παράδοσης κορυφαίας, που 'ναι πιο αληθινός κι από συντροφικές πορείες χρόνων.

Ξένοι και ξεγυμνωμένοι μαζί. Τις ώρες που καταπίνει ο ένας τον άλλον και νιώθεις ότι κάθε ικμάδα της ύπαρξής σου δίδεται στον εραστή, την ερωμένη αντίστοιχα, μες σε μια αφαίμαξη απολαυστική, απογειωτική, παράξενα οικεία.
Και μετά, μες στην αμηχανία ενός τέλους προαναγγελθέντος, παλεύεις να στήσεις τα μέλη σου, να μαζέψεις τα λόγια που αγρίεψε το πάθος και να στρέψεις το βλέμμα από κείνον τον δοξασμένο ορίζοντα των επιθυμιών σου. Λιγότερο ψυχωμένος απ' ότι περίμενες λες να χειριστείς κομψά, άλλοτε άτσαλα κι εγωκεντρικά, το δεδομένο: χαιρετισμός γρήγορος, όχι πολλά-πολλά, ούτε και χοντροκοπιές όμως.

"Οι πιο μεγάλες αγάπες μου είναι της μιας νύχτας", λόγια αιωρούμενα, πλάτωμα να σταθούν τα ξέμπαρκα φιλιά. Γίνεται;

"Πόσες βλακείες είπα για να ξεμπερδέψω", η ομολογία σπαθί του Μίλτου Πασχαλίδη...
Άλλος αγαπημένος δημιουργός να πετάει σαϊτιές θανατηφόρες μες στη νύχτα.

Που λες, μες σ' όλο το προφανές και το ξεκάθαρο του πράγματος (είπαμε, πιό αληθινό κι από τα τάχα μου αληθινά), νιώθεις αξεδίψαστος. Και πετρωμένος. Στεγνός. Απομυζάται τ' όνειρο σε λαχανιασμένες ανάσες και στέρφες αγκαλιές.

Είναι σαν τα "κορίτσια της συγγνώμης" που -χαρακιά κι αυτή!- έβγαλαν τα Κατσιμιχάκια χρόνια πριν, σε μελωδική απολογία. Και τούτος ο στίχος, κομμάτι γης για να μισέψεις:

Ένας γελοίος παρλαπίπας κοκοράκος
που όπου με παίρνει και μένα κοκορεύομαι
Ένας χαζός και ζαλισμένος ανθρωπάκος
μες του φαλλού μου το φολκλόρ να κοροϊδεύομαι...

Τρέχουνε οι μέσα δαίμονες με το ηλιόφως που άγρια τους τυφλώνει. Δρόμο. Μια καλημέρα μέσα από τα δόντια, ούτε καν καφές. Λόγια και ρούχα κουβάρια στο πάτωμα. Σχισμένες στιγμές, ξέφτια μες στη σκόνη. Όχι συνδέσεις, όχι συνομιλίες. Όχι σε όποιο συν.

Μέρα. Οι δρόμοι γέμισαν έξω. Μέσα;

Τσαλακωμένα σεντόνια και μπερδεμένα μαλλιά. Αμυχές στο δέρμα. Νυχιές και χάδια αξεχώριστα. Αέρας να πέσει πάνω. Λίγο. Κι έπειτα κάλμα τα νερά. Να καταπιώ μια ανάσα. Και ν' ακούσω Σωκράτη. Ξανά.
Ψυχή που δεν αμάρτησε, ποτέ της δεν αγιάζει...
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 21:33 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 28 ανάσες
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007
Μέθης μιλήματα

Βρε τι γλέντια έχει η φύση, άμα της κάνεις λίγο χώρο στην καρδιά! Δηλαδή, έτσι κι αλλιώς τα έχει, μα, σαν τεντώσεις σεντονάκι καθάριο τον άλλον, τον από μέσα ουρανό, εκεί να δεις πως χοροπηδούν οι ήλιοι κι αρχίζουν αχτινοχαϊδέματα...
Είχε μια λιακάδα θανατερή σήμερα. Να μη χορταίνεις τη ζωή! Και το Φλεβάρη, που συνήθως βουτάει στις γκριζάδες και μας κρατάει μούτρα που γδέρνουν τα πατώματα.
"Θα 'χει νερά πολλά ο Μάρτης", μαρτύρησε γέροντας σοφός απ' τις παρυφές του Ψηλορείτη.
Να 'χει παπού, να'χει. Να μουσκέψουν τα φυλλοκάρδια γιατί υπολειπόμαστε σε υγρασίες, τι να σου πω.
Ξεφλουδίζουνε στα βλέφαρα οι ξηρασίες, παραλιαστήκανε τα σώψυχα που λες...



Ήπια σήμερα καφέ απολαυστικό στο λιμάνι, με τα υπομονετικά ιστιοφόρα να μπερδεύονται στα μάτια μου κοροϊδεύοντας τη μόνιμη λαχτάρα μου για φυγή και το γαλάζιο του Θεού να σμίγει ουρανούς και θάλασσες.
Μα πόσος κόσμος διψασμένος για ηλιαχτίδες!
Να χάσκει κάτω από τη ζωοδότρα πηγή να πιεί το νερό των αθανάτων.
Κι εγώ να παρακαλώ τους χειμωνιάτικους ήλιους να διαφεντέψουν σε γραφεία, γωνιές και δώματα. Να ρίξουνε στους τοίχους φως, να το σπαταλήσουνε πάνω στα άχαρα.



Δύσκολη τούτη η βδομάδα. Άμα τελειώσω εγκαίρως τις συνταγές που γράφω για προγράμματα και δίκτυα εκπαιδευτικά, λέω να προλάβω να σου μαγειρέψω.

Έχω αφήσει από το πρωί σε στιμμένο λεμόνι μια πρέζα σαφράνι θηλυκό να διαλύεται. Θα περάσω μια φέτα φρέσκο σολωμό στο τηγάνι για κανά δεκάλεπτο, στο λίπος του μονάχα, κι ύστερα θα το ραντίσω με αρωματισμένο λεμόνι και θα ψιλοκόψω λίγο άνιθο στο κέντρο του. Ένα ποτήρι από κείνο το θεϊκό κρασί του Νικολή του Αρχανιώτη, διονυσιακή ευωχία, σπονδή στη ζωή, θα ισοφαρίσει.

Έχω επίσης βράσει κομματάκια κοτόπουλου, κανά εικοσάλεπτο μόνο, με ένα φύλλο δάφνης. Θα περαστούν κι αυτά στο τηγάνι με ξεραμένο κόλιαντρο σε λίγη κρέμα γάλακτος (φυτική, γιατί σε προσέχω) κι όταν πλησιάζει να βράσει η κρέμα θα ρίξω λίγη μαστίχα χιώτικη, να λιώσει για να τη δέσει. Θαρρώ θ' απλώσει όμορφα τούτη η κατασκευή σε έναν πόντο πιλάφι σπυρωτό.

Από χτες περιμένει το μήλο βρασμένο μ΄ένα ξύλο κανέλλας, δύο σταλιές λεμόνι και μια μύτη ζάχαρης για το επιδόρπιό σου.
Ώρα να μπερδευτεί με μασκαρπόνε και να τυλιχτεί σε φύλλο κρούστας, φτιάχνοντας μικρά πιτάκια.
Βουτιά στο καυτό ελαιόλαδο για τρία λεπτά, κανέλλα και μέλι μόλις κρυώσει.
Ένα κοντό ποτήρι Μαλβάζια, στην γλυκιά, ερυθρή οινοποίηση που κάνουν οι Ιταλοί, μπουκέτο γαρύφαλλα, ν΄ αναψοκοκκινίσουνε τα χείλη σου...

Έτσι. Όπως το κρασί που δοκιμάζεις κι αγαπάς στο πάνω χείλι σου να 'μουν κι εγώ να ξάπλωνα...

Ταξίδια, γεύσεις, πιθυμιές...
Ήλιοι και φεγγάρια. Στους ουρανούς και στα ποτήρια.

Όπου κι αν είσαι σ' ακραγγίζω και με το φως του γέλιου σου μεθώ.

Μες στο κόκκινο το βαθύ σε στραγγίζω.
Εβίβα.


[ Goran Bregovic - Ev chistr ´Ta, Laou! (Cider-drinking song)
Οι φωτογραφίες είναι του Dave Nitsche, εκτός από τη δεύτερη,
δημιουργός της οποίας ο Dick Smolinski
]
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 20:30 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 28 ανάσες
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007
Poste Restante

Σκέφτομαι λοιπόν
Να καθομαι τα βράδια να γράφω επιστολές
Να γδύνω τη ψυχή μου και να της μπήγω λέξεις
Κι έπειτα τσίτσιδη, αιμορραγούσα και φλύαρη
Να την στέλνω σε αγνώστους

Να δείχνει πότε με φόβο
Πότε με συστολή
Τις πληγές
Κι άλλοτε με νάζι
Ή αντρειοσύνη

Εικόνα ζοφερή στους παραλήπτες
Κινδύνου μήνυμα δυνατό
Επίμονα χτυπάει στο κόκκινο

Θα κάθονται και θα θωρούν
Μπορεί και να λυπούνται
Θ' ακούν τις ιστορίες της
Και θα μονολογούν:

Μία ψυχή μονάχη αιματοβαμμένη
Μες σε επιστολόχαρτα
Για δες!

Θα την πετούν
Θα της μιλούν
Θα τη φοβούνται

Κι όταν γυρίσει πίσω στον αποστολέα της
Επιστολή κλεισμένη, άγγιχτη
"Άγνωστος παραλήπτης"
Η σημείωση
Θα ξέρω πιά
Πως έφτασε σε σένα.


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 09:02 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 26 ανάσες
Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007
Εξομολογήσεων ανάγνωσμα

Πρόσκληση κατέφθασε, εντυπωσιακή, περιποιημένη, σε αμπαλάζ ξεχωριστό με κορδελίτσες και άλλα πολύχρωμα φτιασιδώματα. Ασθμαίνων ο ταχυδρόμος της Μπλογκοχώρας μου την παρέδωσε, ανακοινώνοντας τους αποστολείς: Kyriaz, Μάρκος, Clowd και Vita Mi Barouak.
Ω, οποία τιμή!
Προκλητική η πρόσκληση, εφόσον απαιτούσε έκδυση πέντε δειγμάτων ρουχισμού -κι αν είναι και κομμάτια απ΄ το δέρμα ακόμα καλύτερα, υπογράμμιζε η σημείωση-, δικής μου επιλογής!
Αντιλαμβάνεσθε τη θέση μου. Εξηγούμαι εξ αρχής, ώστε να μην υπάρξουν παραναγνώσεις.
Δε μένει παρά να μου επιτρέψτε να εκθέσω, είς το όνομα του ταραχώδους βίου μου και του αδαμάντινου μέχρι τούδε χαρακτήρος μου (λαμπρή εξαίρεση η περίπτωση κατά την οποία ο πειρασμός είναι ισχυρότερος του αδάμαντα, όπως η παρούσα), πέντε πλευρές, δαγκωματιές πείτε, της άγνωστης, ανήσυχης, νεφελώδους ύπαρξης που καλείται "εαυτός":

Πρώτο:
"Από πιτσιρίκα με λέγανε μπαμπέσα", αποκαλύπτει το λαϊκόν άσμα, στίχος που έρχεται και κουμπώνει μια χαρά στο παιδικό μου πανωφόρι. Μια σταλιά που λέτε (η άνω φωτογραφία ενδεικτική), έμπαινα σε λεωφορεία με την ταλαίπωρη μαμά και έκανα σώου. Αγαπημένη μου στιγμή να τραγουδώ δυνατά σουξεδάκια της εποχής και να ξεσηκώνω τους επιβάτες ν' ανταποκριθούν χορωδιακώς. Προκειμένου δε, να επιτύχω το επιθυμητό αποτέλεσμα, ή έστω να προκαλέσω μειδίαμα ισχνό, τους πλησίαζα κι έβαζα τα δάχτυλά μου στις άκρες των χειλιών τους, ώστε να πάρουν μια κλίση προς τα πάνω.

Εντάξει, δεν αντιλέγω. Τα συμπτώματα παρατηρούνται νωρίς. Αν δεν τα πολυπροσέξεις, είναι το θέμα...

Δεύτερο:
Το'χω εξομολογημένο, μα θα το ματαπώ: στα χρόνια τα μικράτα μου, ήθελα να γίνω ναυτικός. Το "ταξίδι" κι η "θάλασσα" κρύβανε περιπέτειες σωρό! Εικόνες μαγεμένες. Ξωτικές, αλλόκοτες μυρωδιές. Όπου τολμούσα να το πω, είχα γέλια από απέναντι. "Κορίτσι πράμα, να'χει όνειρα 'σερνικού"! Μα εγώ όλο τριγύριζα στη θάλασσα και της μουρμούριζα λαχτάρες, σχέδια, συναισθήματα, τα πιό κρυφά μου. Την ένιωθα να φουρτουνιάζει μέσα μου, ν' απλώνεται και να με πηγαίνει σ' όλη τη γη. Ήμουν απολύτως βέβαιη ότι δεν θα υπάρξει σπιθαμή της υδρογείου που δεν θα πατήσω, ωκεανός που δεν θα παλέψω να διαβώ.

Εντάξει κι από δω. Της ταξιδιάρας η ταμπέλα μου μοιάζει ταιριαστή.


Τρίτο:
Για χρόνια, υπήρξα παιδί των Μ.Μ.Ε. Μέσων Μαζικής... Εξημέρωσης που λέει κι ο Τζιμάκος.
Δεκαετία στο ραδιόφωνο -αγάπη μεγάλη και βαθιά- και είχα κι ένα πέρασμα τετραετές από την τηλεόραση.
Σημαντικά χρόνια της ζωής μου εκείνα του ραδιοφώνου, ανοίξανε μέσα μου έναν κόσμο έκφρασης και επικοινωνίας που κοινωνάται με άγγιγμα μελωδικό, μα σε ποτίζει μέχρι τα μύχια της ψυχής.
Το μεγαλύτερο κομμάτι του παρόντος, με βρίσκει κοντά σε εφήβους -μαγεία αυτή ηλικία-, στο χώρο της εκπαίδευσης.

Εντάξει, ξανά. Συνηθισμένη στις... λογιών-λογιών εκθέσεις, κάποια στιγμή, θα επανέλθω στα μικρόφωνα.

Τέταρτο:
Μπορεί να ερωτοτροπώ με τις λέξεις διακινδυνεύοντας το αποτέλεσμα (!), μα, για να σας πω την αλήθεια, τις φτύνω κιόλας ωσάν νταλικέρης. Βρίζω αρκετά στην καθημερινή μου ζωή, με άλλα λόγια, ό,τι δεν γράφεται εδώ μέσα, απλά, αρθρώνεται εκεί έξω! Σε γενικές γραμμές είμαι άνθρωπος που χυμάει στα πράγματα και συνάμα ευθύς, πράγμα που συχνά ξενίζει τους άλλους και βέβαια, το'χω "πληρώσει" πολλαπλώς. Έχω συμφιλιωθεί όμως με τούτο το χαρακτηριστικό μου, νιώθοντας πως αυτή είναι η πάστα μου, η γενιά μου, η ενδοχώρα μου.

Εντάξει λοιπόν! Ο καθείς και τα όπλα του, είπεν ο Ποιητής...


Πέμπτο:
Τις μεγαλύτερες συγκινήσεις στη ζωή μου, μου τις έχει χαρίσει ο έρωτας και η τέχνη. Κάλλιο να σταθώ στο δεύτερο... Λέγοντας τέχνη, αναφέρομαι στο ραδιόφωνο που είπα παραπάνω, αλλά και στο θέατρο. Ερασιτεχνικά βέβαια καμώνομαι πως ξεδιπλώνω ρόλους στο σανίδι κι έχω αγάπη ισχυρή πολύ με την σκηνή. Κορυφαία στιγμή σε ένταση, συγκίνηση, μεθύσι, όταν πριν από εφτάμιση χρόνια, παίξαμε τις "Τρωάδες", στη Λευκωσία, στην πράσινη γραμμή.

Εντάξει είπαμε! Να φεύγουνε οι μάσκες! Η φωτογραφία είναι από την παράσταση "Νεράιδα" της
Θ.Ο.Κ.Ν.Η, της θεατρικής ομάδας δηλαδή στην οποία συμμετέχω. Μπόλικοι οι... επί της σκηνής κι άντε τώρα να με βρείς!



Μια και αρχίσαμε να απαλλασσόμαστε ποικίλων φορτίων, να οδηγήσω σε τούτη την αποκαλυπτική διαδικασία, τους εξής πέντε:
Κερασιά, Mindstripper, Βασίλη Ρούβαλη, Χάρυβδη και Λεφτέρη Μπαρδάκο.

Οπότε, δικαιολογημένα, τη διαδρομή συνοδεύει το εξαίσιο Take Five!


 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 20:03 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 46 ανάσες
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 15, 2007
Ο βασιλιάς Ληρ ζει

Εκεί
Στις γωνιές, στις εσοχές, στις κόγχες
Σε κάθε αρμό, σε κάθε σχισμάδα
Κορμιά συμπυκνωμένα, λεηλατημένα κύτταρα
Μάτια κρεμασμένα, θολά
Απόγνωση και παραίτηση
Κραυγή και ήχος βουβός

Κι εμείς
Μηρυκασμοί της αμηχανίας
Του έλλογου, του κοινότοπου
Σωστικό συνεργείο
Σε επιζώντες νεκρούς

Ο Δημήτρης
"Που να το βάλω τόσο κρύο; Πες.
Εσύ, εσύ Μαρία, εσύ
Πάρε στις τσέπες σου το παρελθόν μου
Διώξτο, πέτα το
Άσε με, άσε με
Κοίτα με
Δες
Είμαι διάφανος, δες"

Κι ο Γιάννης
Σπασμένα γράμματα σε λέξεις
Ω, η μελαγχολία των λέξεων
Άνεμος ερείπια
Ρακοσυλλέκτες μιας ζωής
Μιας χαράς
Μουρμουρίσματα
Εμμονές, σχήματα, μορφές, η Θενέϊρα
Επιτύμβιο επίγραμμα
Στη ζωή
"Όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο ζω
Ναι, να γερνάω
Να ζω
Αλλά πως";

Η Αριστέα
Κραυγές, θραύσματα, πληγές
Αίμα στο βλέμμα
Πόνος καρφιά
"Θέλω τη μαμά μου
Τους γονείς μου ξανά
Πίσω στο παιδί
Εμένα"


Η Ευσεβία
Στη σιωπή και στους δαιδάλους της
"Καπνίζω για να'χω παρέα
Φοράω παπούτσια κόκκινα
Πάω
Πετάω
Πατάω
Παραπατάω
Μίλα μου, μίλα μου καμμιά φορά
Γι' αγάπη"

Ο Μανόλης, ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Μιχάλης, η Ελένη
Να αποτάξω, να εξωραΐσω, να τιμήσω
Ό,τι εκρήγνυται
Μέσα
Πυρηνική σχάση

Λόγια στα πόδια τεμαχισμένα
Μαίανδροι στον εγκέφαλο
Χέρια μανταλωμένα
Άλφα στερητικό
Α-συναίσθημα
Φωνές, στεγνές όπως το παρόν
Νύχτες παντού
Διπολικές
Ευνουχισμένες
Ιδέες παραληρητικές
Νευρώνες, συνάψεις, υποδοχείς
Κλοζαπίνη

Κενά σκόρπια
Σκορπίζουν, σκορπίζονται
Καρπίζουν σκότη

Η διαταραχή
Κι η νοηματική της τελεσιδικία
Ο βασιλιάς Ληρ
Ταυτότητα άδεια
Το τραγικό, το μάταιο, το θυμικό
Αντάρα και φευγιό

Κατάδυση
Εντός
Ο μέγας βυθός

Σωσίβια ψυχή
Να ΄ρθείς.




(Η φωτογραφία είναι του andrebernardo από το www.flickr.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 18:57 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 19 ανάσες
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007
Λευκό, ίδιο μαύρο

Περιπλανώμενος
Με κάθε λογής ανέμους να με συνοδεύουν
Ανικανοποίητος
Ως προς το "λογικό" των "θεών"
Γέμισα τη ζωή μου
Μ' ένα σωρό οράματα
Πιστεύοντας
Πως άφηνα το δικό μου αλώβητο
Ίσως και να 'μαθα πολλά
Για να μπορώ να λέω
Ότι τώρα αρχίζω ένα επόμενο ταξίδι
Ταξίδι ας πούμε οριοθετημένο
Ή άβουλο ή χωρίς πυξίδα
Ατέρμονα ρέω
Σε κοάσματα λευκών συνειρμών.


Γιώργος





Ο Γιώργος, ιχνηλατώντας στάλες φως στο λαβύρινθο της ψύχωσης, έφυγε από τη ζωή πριν λίγο καιρό.
Ποίησε ψυχή, το βλέπετε. Διωγμένος απ' τα φυσιολογικά, τα μετρημένα, χλευάζοντας σύνορα και κορυφογραμμές, σήκωσε πόνο βαρύ και πότισε για τα καλά τ' αυλάκια της σάρκας του. Σχοινοβάτης μιας ζωής άλλης, φυγάς και μαζί φυγαδευμένος, διώκτης της ψυχής του και διωγμένος απ' αυτήν, πορεύτηκε σε Πολιτεία ξένη. Για μας.
Αφήνω ρόδα δαγκωμένα τα λόγια του. Τ' απλώνω στις ζωές μας, να κυνηγήσουν σκέψεις, να γυρέψουν τα σωστά, τα υγιή.
Να γαζώσουνε ραφές στα συναισθήματα.
Γιώργο, Ώρα Καλή.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 12:10 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 21 ανάσες
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007
Άστρετ, θα πει Αστάρτη

"Αστέρω θα σε φωνάζουμε, να τελειώνει η ιστορία", ανακοίνωση τελεσίδικη του Νίκου.
"Αστραδενή καλύτερα, που φέρνει στο νού το βιβλίο της Φακίνου. Άσε που στη Σύμη, έχουμε τέτοια ιδιόρρυθμα ονόματα", αντέδρασε η Χρύσα.
"Άστρα μη με μαλώνετε, άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα...", ο σκοπός ο αγαπημένος στα χείλη του Μιχάλη να διασκεδάσει τις περίσσιες ανησυχίες για ταμπέλες σώνει και καλά και να σπρώξει τα κέφια προς τα πάνω...

Η Άστρετ είναι Γερμανίδα. Ζεί στην Κρήτη εδώ και είκοσι χρόνια. Γεννήθηκε σε μια πόλη κοντά στο Ντύσσελντορφ (γλυκοθυμώνει και σκούζει σαν πεισματάρικο θηλυκό σαν της λέω περιπαιχτικά "μα θύμισέ μου πως το λένε το... χωριό σου!") αλλά, του έρωτα η στρουφιχτή στράτα την έφερε σε άλλη Μάνα Γη.

Αγάπη ανυποχώρητη και μονοδρομημένη εκείνη των Γερμανών για την Κρήτη. Τα βήματά τους μπόλικα στη Μεγαλόνησο. Μιλώ για βήματα καθημερινά, αποτύπωμα βαθύ στο χώμα, όχι πατημασιές ευκαιριακές με χρώμα καλοκαιριού μονάχα.
Η Άστρετ, κάνει πράξη στην καθημερινότητά της έναν κόσμο όπου οι πολιτισμοί μπλέκονται μεταξύ τους αρμονικά. Μπολιάζουν ο ένας τον άλλον με ιδέες, έθιμα, παραδόσεις, τέχνη, ομορφιά. Ζωγραφίζει με τον λόγο της, μα πιότερο με την συμπεριφορά της, ένα μωσαϊκό χρωμάτων, τραγουδιών, λέξεων, φωνών, πατρίδων. Πολυπολιτισμικότητα; Αυτό. Ζει βαθιά στον Αποκόρωνα, μόνη πιά, μια και -καθώς γλυκόπικρα διαπιστώνει- δεν είχε την τύχη ν'ανήκει στο μόλις 1% των ευτυχισμένων ζευγαριών.
Ανταμωθήκαμε σε παρέα νταλκαδιάρικη. Του σεβντά και του θανατά, της τέχνης και -τάχα μου- του λόγου. Αφορμές να τα πίνουμε πες, να καθαρίσεις. Στην παρέα κι άλλοι ξενομπάτηδες που λέμε εμείς εδώ, μα όλοι τους, άνθρωποι που απλώνουν βλέμμα μπόλικο να χωρέσει η Κρήτη, να δώσει ματιά βαθιά και διεισδυτική, πέρα και πάνω απ' τα πρόχειρα τ' ανθρώπου.


Καθόμουνα και κοίταζα την Άστρετ. Ίσαμε το ταβάνι έφτανε. Ο λόγος κι ο τρόπος. Και συλλογίστηκα πως η ψυχή αυτού του τόπου, το βάθος του, το μέγεθός του, κοινωνάται σ' ανοιχτή γιορτή. Η λεβετοσύνη κι η καθαρότητα, η ειλικρίνεια, αυτό το έρμο το "έξω". Το έξω της καρδιάς, της σκέψης, της αξίας. Να στέκεσαι ορθός απέναντι στα πράγματα, να'χεις την ίδια αντρειοσύνη να κλάψεις στα πατώματα αν είναι να, να συρθείς για έναν Έρωτα που θαρρείς πως του πρέπει, μα να το κάνεις φλογίζοντας τον ουρανό. Όχι ζαρώνοντας το σώμα.
Πολύ με καίει η έλλειψη τούτης της στάσης ζωής. Πολύ. Η κυριαρχία της μιζέριας, του κακοφορμισμένου μασκαρέματος, του "είπα-ξείπα", νόμιζα αλλά δεν, μ' έχει τσακίσει.

Καμάρωνα τη Γερμανίδα. Κι όταν σηκώθηκε ο Δασκαλογιώργης κι έπιασε τη λύρα κι άρχισε ο Ερωτόκριτος παιχνίδι αιματηρό με το δοξάρι, είπα πως οι φλέβες γίνανε χορδές. Κι άρχισε η Άστρετ το τραγούδι. Να προσκυνήσω, τι άλλο πια; Που το'χω να κοκκορεύομαι πως ξέρω ένα κομμάτι! Κι εκείνη με άριστη προφορά -κρητική παρακαλώ-, να δίνει κέρασμα στο πάθος.
Έβαλα τα κλάμματα, ίδιο παιδί. Τι ταυτότητες και κουραφέξαλα. Εκείνη, πιότερο ντόπια από ένα σωρό νοματαίους.

Τόση χαρά δεν έχει τόπο να σταθεί, να καλμάρει. Ευθύνες και στο κρασί, όσο να πεις...
Θεών πανηγύρι. "Μονάχα όποιος συμμετέχει στο να φτιαχτεί το κρασί, πρέπει να πίνει" υπερβάλλει ο Άρης θέλοντας να δείξει πως κρασί, σημαίνει μέθεξη στην ουσία του ανθρώπου. Κι ο σεβασμός, μέγας.
Ματώσανε τα πέλματα απ' τον πεντοζάλη. Από κοντά κι η Άστρετ. Κορμί-ψυχή, το όλον. Αξεχώριστα. Σε Μάνα Γη ξένος; Ούτε να το λογαριάζεις.
Ο Τσαρούχης έλεγε πως η Κρήτη δεν είναι νησί. Είναι ήπειρος. 'Ιχνος έπαρσης σε τούτον το λόγο για τους μυημένους. Για το βάρος λέμε. Το μέγεθος. Αισθήσεις λεύτερες να'χεις να γραπώνεις εικόνες, γεύσεις, μιλήματα και συγκινήματα. Να σπονδυλώνεις τη ψυχή τ' ανθρώπου.
Να λέω και γω πως έχω γλύψει τα κρητικά χώματα κι έχω αναπνεύσει σε κάθε γωνιά, γυροβολιές και ταξιδέματα κι όλο να φέρνει στον αφρό η Άστρετ ένα ακόμα απάτητο μέρος! Που πήγε κι έκανε ανασκαφή θησαυρού, απορώ...

Καημοί, περιγραφές, πιώματα κι οι μαντινάδες, πάνω-πάνω στα χείλη. Οι σαΐτες που καβαλούν οι λέξεις τους τόσο επιδέξια τοξευμένες! Ζηλεύει ο στόχος τους που δεν τον άγγιξαν, άμα και ξαστοχήσουν.

"Όλοι οι ανθρώποι έχουνε
μια αγάπη απού κλαίνε
και μη θωρείς παλικαριές
και γι' αντριγιές που λένε"...

Κορυφή μωρέ Δασκαλογιώργη. Ν' ακονίζεις το δοξάρι να κόβει πιο βαθιά. Και να χαράζει δρόμους. Διαδρομή μια. Από καρδιά σ' άλλη καρδιά; Μπα... Από Κρήτη σε Γερμανία. Πιο κοντά είναι.


( Σπουδαίος κι αγαπημένος. Πως να τον πω τώρα; Ιρλανδοκρητικό; Κρητικό με το "Κ" του Κύρη. Ο Ross Daly και το Μουσικό του Εργαστήρι «Λαβύρινθος», σ' ένα έξοχο παραδοσιακό του πρωτομάστορα της κρητικής μουσικής Στέλιου Φουσταλιέρη:
Σαν είχες άλλον στην καρδιά, τι μ' ήθελες εμένα...

Οι φωτογραφίες, εκτός την πρώτη, χθεσινές )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:02 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 26 ανάσες
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2007
Νυχτερινή ακρόαση

Πως τάχα να μετρήσω τις νύχτες που περάσανε
Εντός μου
Αυτές που στάθηκαν δίχως ρινίσματα ασημιού
Χωρίς ανοίγματα σελήνης
Ούτε υπόσχεση αυγής

Ξέχασα υπολογισμούς να κάνω
Χάθηκα
Μες στα σκοτάδια δε ψηλαφίζω πιά
Συνηθισμένη τώρα η ματιά
Αναγνωρίζει σχήματα και ντύματα
Του μαύρου αγκαλιάσματα
Οικεία
Μόνο η αγάπη της ξεφεύγει
Στα ξένα από χρόνια
Και
Από χρόνια ξένη

Μες στη νύχτα
Σαν εσένα η αγάπη
Μακρινή
Όσο τα δάχτυλα απ' το στέρνο
Όσο το σκοτάδι απ' το χάραμα
Και κοντινή
Όπως η μνήμη

Κι αν δεν σου χω πει πως σ' αγαπώ
Μες στη νύχτα θα τ' ακούσεις;

Η νύχτα δεν έχει ακροατές
Μόνο επιθυμίες που στάζουν έχει

Τις υγρασίες τις νιώθεις, δεν τις ακούς

Μόνη ελπίδα η βροχή
Κι η νοτισμένη άμμος.





( Η φωτογραφία είναι της Lorin Niculae )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:04 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 20 ανάσες
Δευτέρα, Φεβρουαρίου 05, 2007
Ερωτεύεται ο κόσμος εκεί έξω;

…πικροσάστισμα ο λόγος του Αντώνη, φίλου αδελφικού. Φίλου, μόνο; Πως λέμε ψυχή να πέσει πάνω στην άλλη και να την αλαφρώσει με ζέστα ίδιας μάνας; Αυτό.
«Που εκεί έξω»; το δικό μου, απορημένο παιχνίδισμα. Έλλειψη προσανατολισμού σαν χάνεσαι στους μέσα δρόμους. Και να δεις που μου'πανε πως τοπογραφώντας τα χωράφια τα εντός, κατέχεις καλύτερα τ΄απέξω. Λαθέψανε πάλι οι συμβουλάτορες...
«Εκεί, έξω από το τζάμι. Έξω από μας».
Έμεινα να κοιτάζω τα σκοτάδια, τα ραγισμένα απ' τις λάμπες του δρόμου, τα ραντισμένα απ' την επίμονη βροχή. «Εκεί, στην άκρη της τέντας, που κρέμονται οι στάλες, δες. Ακροβατούν, ανακατεύονται με την παγωνιά, χύνονται στις πλάκες, βουτάνε στα νερά που καταπίνει η γη».

Να ερωτεύονται -τάχα- ακόμα οι άνθρωποι, έμεινα να συλλογιέμαι. Παιδί κι εγώ που τώρα ανιχνεύει τα πράγματα και τα θάματα. Τι παιδί... Χειρότερα ακόμα. Και κρέμασα τη ματιά στην άκρη της τέντας που 'χε μιλητό βαρύ με τον άνεμο και σμίξιμο βαθύ με τη βροχή.
Καταπάνω μας τα κρύα κι οι αγριεμένοι ουρανοί. Από χθες. Λύσσες του Θεού, παλέματα της θάλασσας. Κι η βροχή λαίμαργη, να πάρει και να σηκώσει τ' ανθρώπινα. Με τόνο οξύ, θανατερό, να σκάβει τη σάρκα.

Γλυκοζαλιστήκαμε, δε λέω. Μέθη, όσο ν' αναταράσσεται ο νους, τάχα μου δεκτικός σε αλήθειες. Μα πες μου τώρα. 'Μολόγησε και πείσε με. Αν έχει ο έρωτας τόπο να σταθεί λέω. Εδώ σε θέλω, που μου κάνεις και το μάγκα το βαρύ. Μωρέ εδώ με θέλω κι εγώ, μα που να με βρω...

Κι έτρεξε η σκέψη, κόρη της αναρχίας η δύσμοιρη, σε όσους αγγίζονται αλλά δεν, σ' οσους δεν ακουμπιούνται αλλά ναι. Ο Γιώργος πες, που καταπίνει μια σχέση που του ακρωτηριάζει τ' όνειρο: κάλλιο φαρμάκι. Και σέρνεται, κι απελπίζεται μοναχός και βέβαια παραμένει. Ψίθυρος στο σκιόφως που ψευτολαμπυρίζει στη ζωή του.

Η Εύα πάλι, θυγατέρα της πείρας και της σύνεσης, με τα μούτρα σε μια σχέση που την αποδομεί και την ξεγυμνώνει. Άδεια, στεγνή εντελώς, στο πλάι άντρα που βγάζει νύχια και κυνόδοντες σαν κάνει εκείνη πως διεκδικεί προσωπική ζωή. Βουβαμάρα. Το "γιατρικό".

Κι ο Νίκος, ναι. Άριστα στο κοινωνικό προφίλ. Εντυπωσιάζει ντε και καλά. Κομμάτι της διανόησης του ημίφωτος που ασχολείται γενναιόδωρα με ό,τι ευτελές, απλά, γιατί εκεί ανήκει. Μέχρι το λαιμό σε μια σχέση αδιέξοδη, παντρεμένη εκείνη, γαντζωμένος απ' τα βιαστικά της φιλιά αυτός, αλυσοδένει τα όνειρά του. «Μια έντιμη ομηρία είναι καλύτερη από μια ζωή εν τάφω», ισχυρίζεται. Ποιά είναι η εντιμότητα ακριβώς... Και τι λογαριάζει κανείς για τάφο...

Πιότερο νωθρός αναλυτής παρά δρων ο Κώστας, άλλος ετούτος, κατακρίνει κάθε θηλυκό και μαζί την εποχή, τις διεκδικήσεις, τους κοινωνικούς ρόλους, τα κεκτημένα. Ναι, αλλά επί του θεωρητικού, πολλοί είναι οι προφέσορες. Γυαλί τριγύρω κι ο κριτής μονάχος του.
Σε κάτι άλλες εποχές αγωνιστικών κινητοποιήσεων θα σου 'λεγα για μια μαραζωμένη πνευματική ιντελιγκέντσια που αυνανίζεται αποκλεισμένη σε έναν αυτάρεσκο μικρόσκοσμο. Δίχως χάδι. Χωρίς αγκαλιά.

Άνθρωποι μόνοι κι άνθρωποι σε σχέσεις, αξεδιάλυτα μαζί, ελεύθεροι πολιορκημένοι πάλι, δίχως αναπνιά που'χει άπλωμα να τρέξει.

Κάπου θα ερωτεύεται ο κόσμος μωρέ Αντώνη, δε μπορεί...
Δε γίνεται δηλαδή. Και δε θέλω να γίνεται. Μπορεί ένας αλλιώτικος έρωτας να εκφράζει το πνεύμα των καιρών, ε;
Μπα! Μικρή παραλλαγή στη φορεσιά. Απ' τα ίδια ξαναπερνάμε.
Την τύφλα μας, απλά.

Μπορεί ο έρωτας να ζυγώνει μια τραγική μειοψηφία, ξέρω γω; Μια χούφτα ονειροπόλους, απόμακρους, εμπνευσμένους που εξαιτίας τους ίσως και να μας θυμάται ο χρόνος. Παιδιά μια εποχής γκρινιάρικης, καταθλιπτικής και φοβισμένης.

«Τι να σου λέω τώρα. Και τι να λες κι εσύ... Άστο. Καταλαβαινόμαστε. Και τίποτα να μη πούμε», η σοφία του Αντώνη στον αφρό.
Για κείνους τους ανθρώπους που'χουμε γύρω μας -ίδια αγιογραφία- και που μας νιώθουν χωρίς μια λέξη κι εμείς έτσι όμοια τους αφουγκραζόμαστε, ανοίγω αμπέλι ξέφραγο τη καρδιά. Μεγάλη ιστορία. Κατάκτηση, ε; Να'χεις τριφτεί σε σκέψεις και μιλήματα και να φτάνεις εκεί. Σπουδαίο.


Πήρα μελωδία ζεστή στ' αυτιά τον στίχο της Λίνας
...θέλει θάρρος ν' αγαπάς
θάρρος θέλει στ' άγνωστο να πας
μέλι, μέλι, και κρασί
πίστη θέλει
σαν τον Μωυσή κι εσύ...
...με το φορητό τον ουρανό μου
στα μισά και κάτι αυτού του δρόμου
έχω ένα σκοπό να πω στο χρόνο
όσο σ' αγαπώ σ' ελευθερώνω,
πήρα και τον Αντώνη αγκαζέ και βγήκα έξω, στο Ηράκλειο που στέγνωνε.


(Η φωτογραφία είναι του jerven από το www.deviantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 17:13 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 29 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape