Θυμάσαι τι έλεγαν οι Οχτώ Τειρεσίες;
......................................................................................................................
- Κι ουδέ που μάθαμε τι να 'ναι εκείνο που τ' ανθρώπου το πρόσωπο τελειώνει.
- Η υποταγή του τάχα στην πεθύμια του;
- Η αντίστασή του τάχα στην πεθύμια του;
( Γιάννης Ρίτσος)
Επιθυμίες. Δυνατές. Πύρινες. Όπως η ανάσα που σε τριγυρίζει, σχεδόν πνίγει τη δική σου κι εσύ, σαν να ζείς μες στην απατηλή, την πανούργα ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου.
Λοιπόν; Σου λέει... Θαρρείς πως μπορείς να ορίσεις τα πράγματα;
Σε φαντάζομαι -εσένα, ναι, ναι, που σφαλίζεις τώρα δα τα μάτια-, σε λογαριάζω που λες να καμώνεσαι τον άφθαστο, τον μεθυστή της μοίρας, κείνον που θα την πλανέψει και θα της αλλαξει ρότα.
Ζεις στα διαλείμματα της ζωής, κάτω απ' την δροσερή σκιά ενός κλαδιού που'χεις κρατήσει χρόνια τώρα ακλάδευτο, ατόφιο, πάνω απ' όλα τα πρέπει και τα ίσως της καθημερινότητας.
Ωραία! Και; Σαν τα παιδιά που ματώνουνε τα γόνατα και λεν πως φταίει το χώμα, έτσι πιθανόν να γελιέσαι. Το νιώθω πως γεύεσαι μόνος, χαίρεσαι και πικραίνεσαι μόνος. Απαράβατο το τίμημα. Κι οι ριπές της ανθρώπινης παρουσίας, σποραδικές.
Ο κόσμος είναι απλός, λέει ο Ποιητής, η άλλη πολυαγαπημένη φωνή...
Τραγικά απλή και η αλήθεια μας, σαν φτερούγισμα περιστεριού, που πέταξε ξαφνικά από μια φυλλωσιά βιαστικό, χωρίς να το περιμένει κανείς και κανείς να του το ζητήσει.
Από μέσα μου στριφογυρίζει η επιθυμία, φτεροκόπημα σε δεύτερο τόνο κι απέναντι της η ηχώ μιας απίστευτης, ανείπωτης -που λέει κι ο Ρίτσος-, μοναξιάς.
Σαν να όπλισε κάποιος ένα όπλο, ακούστηκε αυτή η ηχώ στη σιωπή μου.
Να σου πω τι ψάχνω. Την ένταση μιας επιθυμίας χαρτογραφώ, αυτήν γυρεύω. Το πολύ και το λίγο. Αυτό που λέμε "θέλω". Όχι πράγματα μετρημένα, συμφωνώ. Την επιθυμία, την σύμφωνη αμαρτία κατά πως λεν, την συνομολογία, την ομόφωνη σιωπή, σε ακροβασίες θα την βρείς. Στην κόψη του ξυραφιού, εκεί που -εν τέλει- μετριέται ο καθείς.
Κάτσε λοιπόν τώρα και συλλάβισε την αλήθεια κατά πως ορίζει ο ποιητής. Που'ναι και φορτωμένη με απίστευτα επίθετα.
Όταν πρωταντίκρυσα ετούτον τον ποιητικό λόγο, μέσα δεκαετίας του '80, στάθηκα με παραπανίσια ερωτηματικά στη λέξη γαμησιάρα. Δηλαδή;
Μια α λ ή θ ε ι α ολόγυμνη, πάναγνη -λέει ο Ρίτσος- και μαζί ασυμμάζευτα ερωτική. "Μα πως ονοματίζεται έτσι", αναρωτιόμουν. Γαμημένη θα το καταλάβω, εντάξει, οι περισσότεροι να σου πω, έτσι την έχουν την αλήθεια τους. Και την επιθυμία τους δηλαδή. Όμως, γαμησιάρα, σημαίνει εν δυνάμει ερωτική. Επιθυμία δοτική. Απλόχερα δοσμένη, ρόδι γλυκό, υπόξινο, αρωματικό, ηλιολουσμένο, προσφερόμενο. Να στάζει τους χυμούς του, να προκαλεί τις υπερώριμες αναστολές με τη γλύκα του.
Σαν πολιτισμική αξία καθαγιασμένη μες στο χρόνο που συνταιριάζει θαυμάσια το ερωτικό στοιχείο με την πρόκληση της επιθυμίας.
Λοιπόν; Ποιός θα μαντέψει και ποιός θα ξορκίσει; Τειρεσίες και Πυθίες, ελάτε κοντά. Ξόρκια στις αλήθειες μας, μαντέματα στις πεθυμιές μας.
Γιατί, αν η αντίστασή μας στα "θέλω" μας, ορίζει τον στοχασμό μας, που να'βρει η ψυχή καταφύγιο για να στεγάσει ηδονές μισοσκεπασμένες κι έρωτες που τραυλίζουνε κι αλήθειες γαμησιάρες που σαλεύουνε ανυπάκουες, τσίτσιδες, λουσμένες θράσος και λεμονανθούς;
Σχεδόν 12 χρόνια στο ταξίδι της αναζήτησης, δεν είχα μάθει ποτέ να είμαι πραγματικά μόνος μου. Τώρα λέω να το πάρω εκείνο το πτυχίο που άφησα στη μέση. Θα 'ναι κι αυτό αλήθεια, 10 φορές πιο γαμησιάρα από αυτή του ποιητή. Έχει και μια ροδιά κάτω από το μπαλκόνι μου.