
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ άσxημη περιοχή ενός μακρινού βασιλείου, γεμάτη λάσπες που τσαλαβουτούσαν γουρούνια, έφτασε ένας άντρας.
Ήταν ντυμένος πολύ φτωχικά, έσερνε κουρασμένα τα βήματα του, αλλά όταν σήκωνε το κεφάλι και σε κοίταγε είχες την αίσθηση μιας παλιάς και βαθιάς ευγένειας. Εγκαταστάθηκε στο πιο άθλιο σημείο της άσχημης χώρας, ακριβώς πίσω από τον πιο σιχαμερό στάβλο γουρουνιών που βρήκε.
Εκεί τον ακούγανε τα βράδια να τραγουδάει κάτι παράξενες, περίτεχνες μελωδίες με λόγια καυστικά, περίεργα, που περιγελούσαν την ανοησία των ανθρώπων κι έβγαζαν γλώσσα στην αλαζονεία και την έπαρση.
Μέσα στη γενική δυσοσμία, το μελωδικό μα αιχμηρό στο λόγο τραγούδι του, έμοιαζε μπουμπούκι που ροδίζει.
Σιγά-σιγά άρχισαν να τον πλησιάζουν. Με δισταγμό αρχικά, μια και οι άνθρωποι που ζουν με τα γουρούνια, παίρνουν κάτι από τον χαρακτήρα τους. Όταν κάτι μυρίζει όμορφα, επιθυμούν να το ποτίσουν με τα πιο αηδιαστικά αρώματα.
Τον ρώτησαν το όνομά του και τους είπε Πρίγκηπας της Μπλογκοχώρας.
Κανένας τους δεν είχε ακούσει ποτέ αυτή τη χώρα, αλλά και πάλι γουρουνάδες ήτανε. Τι να ήξεραν;
Τον ρώτησαν που βρίσκεται η πατρίδα του και χαμογέλασε.
«Πίσω από τη βαλσατική λάβα, στις γιγάντιες κολώνες της Δύσης, εκεί που ο ουρανός πυρώνει την θάλασσα, μια φορά κάθε δέκα χρόνια και αν η ψυχή σας είναι καθαρή, μπορείτε να δείτε τις Χρυσελεφάντινες Πύλες της Μπλογκοχώρας που είναι πάντα ανοιχτές για τον καθένα σας. Κανένα πλοίο δεν μπορεί να σας πάει εκεί, γιατί οι κυκλώνες - φύλακες της πόλης μου, θα το διαλύσουν σαν τσόφλι από καρύδι. Σας λέω ότι υπάρχει τρόπος. Αλλά θα πρέπει να τον βρείτε μόνοι σας».
Οι ακροατές του άρχισαν να απομακρύνονται. Γιατί, στους γουρουνάδες ποτέ δεν άρεσε ό,τι απαιτεί σκέψη. Καλού κακού, πρόβαλε η χοιρονομία, η χείριστη των χοίρων, με ηγέτη έναν χήρο χοίρο, να τον συνετίσει. Πρόθυμοι κάτι χοιροπαίδες, του πέρασαν τις χείριστες χοιροπέδες. Αυτές δηλαδή, είναι οι χειροπέδες των χοίρων. Τον μπουζουριάσανε λοιπόν, γουρούνι στο σακί. Τον ρώτησαν πολλά για τον τόπο του και για τα σημαίνοντα του τραγουδιού του. Ποιόν εννοούσε, ποιούς διακωμωδούσε, γιατί χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη και την άλλη νότα, τι είπε, τι δεν είπε, πως και γιατί. Κάθε τόσο βέβαια μουρμούριζαν «και… μη χοιρότερα».
«Το μη χοίρων βέλτιστον», σιγοτραγουδούσε αυτός.
Έτσι όπως τραγουδούσε, μερόνυχτα τον ίδιο σκοπό με τον ίδιο τρόπο, εκνευρίστηκαν οι χοιρονόμοι, δεν είχαν και τι να τον κάνουνε, τον άφησαν στον κεντρικό λασπόδρομο.
Οι γουρουνοπολίτες βέβαια, που κάθε βράδυ άκουγαν το τραγούδι του και διασκέδαζαν με τη σάτιρά του, άλλαξαν στάση. Τώρα η καρδιά τους δεν ένοιωθε έκσταση, αλλά κακία, φθόνο και ζήλια για τον νεοφερμένο. Άρχισαν να διαδίδουν φήμες, ότι ήταν τρελλός και επικίνδυνος.
Ένα βράδυ του πετάξανε πέτρες από μακριά, αλλά εκείνος απλώς συνέχιζε το τραγούδι του, που τώρα τους ενοχλούσε αφάνταστα, λες και μέσα σ' αυτό βλέπανε την πραγματική εικόνα του εαυτού τους και μυρίζανε πιο έντονα την βρώμα τους. Την άλλη μέρα πήγανε και του είπανε να φύγει.
Τους κοίταξε με στοργή και οίκτο και τους αποκρίθηκε: «Όλη μου τη ζωή ψάχνω τρόπο να επιστρέψω στη χώρα μου που ’ναι λεύτερη σαν τ’ αετίσιο βλέμμα. Όπου σταθώ με αντιμετωπίζουν σαν ξένο, με διώχνουνε. Δεν έχω πια που να πάω, είμαι διωγμένος από παντού».
«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα», ουρλιάξανε. «Να φύγεις».
Μάζεψε ήρεμα τον κουρελιασμένο του μανδύα, τους χαιρέτησε εγκάρδια και άρχισε να περπατάει προς το βαθύτερο σημείο της λάσπης. Καθώς ο βρωμερός πολτός ανέβαινε στο σώμα του, ήρθε στη μύτη του το άρωμα των ανθισμένων κερασιών της Μπλογκοχώρας, και η ψυχή του τραγούδησε. Για πρώτη φορά στη ζωή του, εκεί στο μέσον της αηδιαστικής μάζας, ήξερε ότι η χώρα του ήταν δίπλα.
Πριν κάνει το τελευταίο βήμα που θα τον σκέπαζε εντελώς, είδε τις βαριές Χρυσελεφάντινες Πύλες ανοιχτές και πίσω τους το παλάτι δαφνοστολισμένο να ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον Πρίγκηπα. Ένα δάκρυ τρεμόπαιξε και λαμπύρισε στο μάγουλό του. Ύστερα σχηματίστηκε ένα ζεστό χαμόγελο, ίδιος ορίζοντας ανοιχτός.
Και έκανε ένα βήμα εμπρός.

Υπέροχο άρωμα παραμυθιού! Όμως... διακρίνω μια πικρία; Σαν πικραμύγδαλο μου φάνηκε! Υπέροχη μυρωδιά, όμως πικρή γεύση.
Ποιοι κακοί άνθρωποι πείραξαν την Καπετάνισσά μου;
Φιλάκι! Και άλλο ένα, για τη βοήθεια ;)