Πήγαμε σπίτι κι όταν κάποιος είπε "Που ήσαστε;" εμείς είπαμε "Έξω" κι όταν κάποιος είπε "Τι κάνατε μέχρι τόσο αργά το βράδυ;" εμείς είπαμε όπως πάντα, "Τίποτα".
Και τι ήταν αυτό το τίποτα: κουνιόμαστε στις κούνιες. Πηγαίναμε βόλτες. Ξαπλώναμε ανάσκελα στις πίσω αυλές και μασούσαμε χορτάρι. Κι όταν τελειώναμε, εκείνος -ο καλύτερός μου φίλος-, με πήγαινε ως το σπίτι μου κι όταν φτάναμε εκεί, τον πήγαινα εγώ πίσω στο δικό του σπίτι και μετά αυτός με ξαναπήγαινε στο δικό μου και... και...
Κοιτούσαμε διάφορα: κοιτούσαμε ανθρώπους να χτίζουν σπίτια, άντρες να διορθώνουν αυτοκίνητα και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον να μπαλώνει τα λάστιχα του ποδηλάτου με λαστιχένιες ταινίες... Κοιτούσαμε τους πατεράδες μας να παίζουν χαρτιά, τις μανάδες μας να φτιάχνουν μαρμελάδα, τις αδελφές μας να παίζουν σχοινάκι, να τυλίγουν τα μαλλιά τους...
Καθόμαστε πάνω σε κουτιά, καθόμαστε κάτω από μπαλκόνια. Καθόμαστε σε στέγες. Καθόμαστε σε κλαδιά δέντρων.
Στεκόμαστε σε σανίδια πάνω από εκσκαφές. Στεκόμαστε πάνω σε σωρούς από φύλλα. Στεκόμαστε στη βροχή που έσταζε από τις μαρκίζες. Στεκόμαστε βουτηγμένοι ως το λαιμό στο χιόνι.
Κοιτούσαμε πράγματα, όπως μαχαίρια και και ακρίδες και σύννεφα και σκυλιά και ανθρώπους.
Αναπηδούσαμε και κάναμε κουτσό και πηδούσαμε. Χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά, μόνο αναπηδούσαμε και κάναμε κουτσό και πηδούσαμε και καλπάζαμε.
Τραγουδούσαμε και σκαλίζαμε και σιγομουρμουρίζαμε και ξεφωνίζαμε.
Αυτό που εννοώ, Τζακ, είναι ότι κάναμε ένα σωρό από τίποτα.
Where Did You Go? Out.
What Did You Do? Nothing.
τίποτα..;
μα είναι "τόσα πολλά" αυτό το "τίποτα".