…πικροσάστισμα ο λόγος του Αντώνη, φίλου αδελφικού. Φίλου, μόνο; Πως λέμε ψυχή να πέσει πάνω στην άλλη και να την αλαφρώσει με ζέστα ίδιας μάνας; Αυτό.
«Που εκεί έξω»; το δικό μου, απορημένο παιχνίδισμα. Έλλειψη προσανατολισμού σαν χάνεσαι στους μέσα δρόμους. Και να δεις που μου'πανε πως τοπογραφώντας τα χωράφια τα εντός, κατέχεις καλύτερα τ΄απέξω. Λαθέψανε πάλι οι συμβουλάτορες...
«Εκεί, έξω από το τζάμι. Έξω από μας».
Έμεινα να κοιτάζω τα σκοτάδια, τα ραγισμένα απ' τις λάμπες του δρόμου, τα ραντισμένα απ' την επίμονη βροχή. «Εκεί, στην άκρη της τέντας, που κρέμονται οι στάλες, δες. Ακροβατούν, ανακατεύονται με την παγωνιά, χύνονται στις πλάκες, βουτάνε στα νερά που καταπίνει η γη».
Να ερωτεύονται -τάχα- ακόμα οι άνθρωποι, έμεινα να συλλογιέμαι. Παιδί κι εγώ που τώρα ανιχνεύει τα πράγματα και τα θάματα. Τι παιδί... Χειρότερα ακόμα. Και κρέμασα τη ματιά στην άκρη της τέντας που 'χε μιλητό βαρύ με τον άνεμο και σμίξιμο βαθύ με τη βροχή.
Καταπάνω μας τα κρύα κι οι αγριεμένοι ουρανοί. Από χθες. Λύσσες του Θεού, παλέματα της θάλασσας. Κι η βροχή λαίμαργη, να πάρει και να σηκώσει τ' ανθρώπινα. Με τόνο οξύ, θανατερό, να σκάβει τη σάρκα.
Γλυκοζαλιστήκαμε, δε λέω. Μέθη, όσο ν' αναταράσσεται ο νους, τάχα μου δεκτικός σε αλήθειες. Μα πες μου τώρα. 'Μολόγησε και πείσε με. Αν έχει ο έρωτας τόπο να σταθεί λέω. Εδώ σε θέλω, που μου κάνεις και το μάγκα το βαρύ. Μωρέ εδώ με θέλω κι εγώ, μα που να με βρω...
Κι έτρεξε η σκέψη, κόρη της αναρχίας η δύσμοιρη, σε όσους αγγίζονται αλλά δεν, σ' οσους δεν ακουμπιούνται αλλά ναι. Ο Γιώργος πες, που καταπίνει μια σχέση που του ακρωτηριάζει τ' όνειρο: κάλλιο φαρμάκι. Και σέρνεται, κι απελπίζεται μοναχός και βέβαια παραμένει. Ψίθυρος στο σκιόφως που ψευτολαμπυρίζει στη ζωή του.
Η Εύα πάλι, θυγατέρα της πείρας και της σύνεσης, με τα μούτρα σε μια σχέση που την αποδομεί και την ξεγυμνώνει. Άδεια, στεγνή εντελώς, στο πλάι άντρα που βγάζει νύχια και κυνόδοντες σαν κάνει εκείνη πως διεκδικεί προσωπική ζωή. Βουβαμάρα. Το "γιατρικό".
Κι ο Νίκος, ναι. Άριστα στο κοινωνικό προφίλ. Εντυπωσιάζει ντε και καλά. Κομμάτι της διανόησης του ημίφωτος που ασχολείται γενναιόδωρα με ό,τι ευτελές, απλά, γιατί εκεί ανήκει. Μέχρι το λαιμό σε μια σχέση αδιέξοδη, παντρεμένη εκείνη, γαντζωμένος απ' τα βιαστικά της φιλιά αυτός, αλυσοδένει τα όνειρά του. «Μια έντιμη ομηρία είναι καλύτερη από μια ζωή εν τάφω», ισχυρίζεται. Ποιά είναι η εντιμότητα ακριβώς... Και τι λογαριάζει κανείς για τάφο...
Πιότερο νωθρός αναλυτής παρά δρων ο Κώστας, άλλος ετούτος, κατακρίνει κάθε θηλυκό και μαζί την εποχή, τις διεκδικήσεις, τους κοινωνικούς ρόλους, τα κεκτημένα. Ναι, αλλά επί του θεωρητικού, πολλοί είναι οι προφέσορες. Γυαλί τριγύρω κι ο κριτής μονάχος του.
Σε κάτι άλλες εποχές αγωνιστικών κινητοποιήσεων θα σου 'λεγα για μια μαραζωμένη πνευματική ιντελιγκέντσια που αυνανίζεται αποκλεισμένη σε έναν αυτάρεσκο μικρόσκοσμο. Δίχως χάδι. Χωρίς αγκαλιά.
Άνθρωποι μόνοι κι άνθρωποι σε σχέσεις, αξεδιάλυτα μαζί, ελεύθεροι πολιορκημένοι πάλι, δίχως αναπνιά που'χει άπλωμα να τρέξει.
Κάπου θα ερωτεύεται ο κόσμος μωρέ Αντώνη, δε μπορεί...
Δε γίνεται δηλαδή. Και δε θέλω να γίνεται. Μπορεί ένας αλλιώτικος έρωτας να εκφράζει το πνεύμα των καιρών, ε;
Μπα! Μικρή παραλλαγή στη φορεσιά. Απ' τα ίδια ξαναπερνάμε.
Την τύφλα μας, απλά.
Μπορεί ο έρωτας να ζυγώνει μια τραγική μειοψηφία, ξέρω γω; Μια χούφτα ονειροπόλους, απόμακρους, εμπνευσμένους που εξαιτίας τους ίσως και να μας θυμάται ο χρόνος. Παιδιά μια εποχής γκρινιάρικης, καταθλιπτικής και φοβισμένης.
«Τι να σου λέω τώρα. Και τι να λες κι εσύ... Άστο. Καταλαβαινόμαστε. Και τίποτα να μη πούμε», η σοφία του Αντώνη στον αφρό.
Για κείνους τους ανθρώπους που'χουμε γύρω μας -ίδια αγιογραφία- και που μας νιώθουν χωρίς μια λέξη κι εμείς έτσι όμοια τους αφουγκραζόμαστε, ανοίγω αμπέλι ξέφραγο τη καρδιά. Μεγάλη ιστορία. Κατάκτηση, ε; Να'χεις τριφτεί σε σκέψεις και μιλήματα και να φτάνεις εκεί. Σπουδαίο.
Πήρα μελωδία ζεστή στ' αυτιά τον στίχο της Λίνας
θάρρος θέλει στ' άγνωστο να πας
μέλι, μέλι, και κρασί
πίστη θέλει
σαν τον Μωυσή κι εσύ...
...με το φορητό τον ουρανό μου
στα μισά και κάτι αυτού του δρόμου
έχω ένα σκοπό να πω στο χρόνο
όσο σ' αγαπώ σ' ελευθερώνω,
Πως κάναμε το "μαζί" μας να μην χωρά πουθενά? Ανώφελα ερωτευμένοι με τους εαυτούς μας.
Λίγο το χιόνι μας σήμερα Καπετάνισσα.
Δεν πρόλαβε να ασπρίσει ούτε το έξω ούτε το μέσα μας ;)