Ξημερωθήκαμε. Λέξεις και γουλιές, σπινθήρες και τσουγκρίσματα, λιχουδιές στο τραπέζι και μοιράσματα στις ματιές. Πέφτανε κι οι νότες πάνω στα γέλια, θέριευε κι η κουβέντα εκεί κοντά στου έρωτα τη σκοτεινή τη στράτα, ε, πως ν' αφήσεις την παρέα με κουτσουρεμένη τη φωνή... Ταξιδιάρα στο λόγο η συντροφιά, να τρίβεται με απόλαυση στις λέξεις.
Ήταν κι οι καναπέδες αναπαυτικοί, όσο να πεις... Έκανε κύκλους η κουβέντα, βόλταρε σε διαδρομές χαρτογραφημένες από χέρι κοινό, ώσπου, αγκυροβόλησε σε λιμάνι στενόχωρο κι ακουμαντάριστο. Και μαστοριά και τέχνη και γνώση και μαχητική κοψιά να'χεις, πάλι στα σίγουρα δεν πας. Προδοσία η κυρά. Πολλοί την είδανε λέει, τους σφιχταγκάλιασε με θέρμη κι ας σπαρταρούσε η καρδιά να απαγκιστρωθεί. Μάλιστα. Που πάει να πεί; Ποιός πρόδωσε ποιόν και πάνω σε ποιά αξία προσυμφωνημένη στραβοπάτησε;
"Μ' αγαπούσε έλεγε, με λάτρευε για την ακρίβεια και ξαφνικά, είπε πως θέλει να μείνει μόνος", απεφάνθη η νέα.
"Πότε σου είπε πως σ' αγαπούσε"; έριξα την πρώτη σαϊτιά, επιμένοντας σε απάντηση.
"Ε, τελευταία φορά, μου το είπε ένα μήνα πριν", πείσμωσε η νεαρά.
"Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το ισχυριζόταν στις 3 του Δεκέμβρη του 2006, στις 2 η ώρα τη νύχτα. Ε, την συγκεκριμένη ώρα και ημέρα και στιγμή, σαφώς το ένιωθε και το είπε. Αυτό σημαίνει τάχα, πως οφείλει να σ' αγαπάει και ένα μήνα μετά"; η δική μου, αιρετική παρέμβαση.
Κι άρχισε λοιπόν ένα παιχνίδισμα στο λόγο, αναφορικά με το χρόνο και τα συναισθήματα. Στις 03.42 βγάζει ραπόρτο το αίσθημα ότι μας αγαπά; Ε, στις 03.42, το νιώθει, για τις 03.43, άγνωσται αι βουλαί του Έρωτος! Και να διασταυρούμενα ευφυολογήματα από τα μέλη της συντροφιάς και να γλυκαναστατώσεις από τα ζευγαράκια που ανασκουμπώθηκαν.
Δε λέω... Είναι μέρες που λες "καλύτερα να είχα σκουπιστεί με γυαλόχαρτο το πρωί που νίφτηκα" - έχει βλέπεις τον τρόπο της η πραγματικότητα, να τρίβεται στα μούτρα μας όταν δεν το περιμένουμε. Η ρευστότητα των πραγμάτων -και των συναισθημάτων σαφώς-, είναι δομική αλήθεια της ζωής. Άλλο αν στήνουμε σκηνικά σταθερότητας ως άνθρωποι και ως κοινωνίες με δεσμούς, θεσμούς κ.λ.π, για να έχουμε σημεία αναφοράς και να μη λολαθεί η σκέψη. Το βέβαιο είναι πως δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Κι ας καίγεται στην αναφορά τους η έρμη η ψυχή. Και βαφτίζουμε -που λες- προδοσία, το ότι το έτερον ήμισυ έπαψε να μας αγαπά. Και μας το είπε. Ή, τέλος πάντων, το έδειξε. Και δεν είναι προδοσία το να μείνει κοντά μας δίχως να΄χει την αγάπη για οδηγό; Μα αυτή κι αν είναι προδοσία, προς τον εαυτό του πρωτίστως!
Αν βάλει κανείς στην άκρη τις προδοσίες που έχουν να κάνουν με έλλειψη αφοσίωσης, με αποκάλυψη μυστικών, με λιποψυχία, με ανατροπή αξιών, με διαστρέβλωση του αισθήματος περί δικαίου, αντιλαμβάνεται το εξής:
Εισπράττουμε ως προδοσία στον έρωτα, ό,τι τραυματίζει ή και λαβώνει θανάσιμα, τις δικές μας προσδοκίες. Ό,τι ευχόμαστε, ό,τι βαθιά επιθυμούμε και, ως αντανάκλαση, περιμένουμε από τον άλλον. Η προσδοκία, ως γνωστόν, μπορεί (δυνητικά) να είναι καλύτερη από την πραγματικότητα, ίσως γιατί περιέχει ικανή ποσότητα επενδύσεων που οδηγούν σε ωραιοποιήσεις.
Σα να'ναι κοντά η προσ-δοκία με την προ-δοσία, ε;
Ρυάκι ο λόγος, γλυκύς στο γέλιο του, με την αψάδα της ρακής να μαρτυρά μικρές, προσωπικές ξενιτιές, τσιμπήματα με μελανιές ακόμα... Κι η κουβέντα πήρε δρόμο κι έτρεξε. Στην εντιμότητα του να λες αυτό που αισθάνεσαι. Αφού το αναγνωρίσεις πρώτα! Άλλος Ψηλορείτης... Στη γενναιότητα του να μη ζητάς, για να σου δίνει ο άλλος λεύτερα, άρα γνήσια. Στη μεγαλοσύνη του να του ανοίγεις χώρο για να ορίσει τη ζωή του όπως εκείνος συλλογάται.
Και μετά, θυμηθήκαμε πως είμαστε άνθρωποι. Κι όταν ο άλλος σταματήσει να μας αγαπά -δικαίωμά του, πως αλλιώς-, πονάμε.
Κι έπειτα, είπαμε πως το παιδί μέσα μας, είναι μονίμως παραπονεμένο. Για κείνη, την στερημένη αγκαλιά. Που συνεχώς την αναπλάθουμε και σε άλλα χέρια. Ενίοτε, μαχαίρια.
Ξημερωθήκαμε. Βελόνες στο κορμί το πρωινό αγιάζι. Ή να'ταν η ψυχή που τρεμούλιαζε; Στάθηκε η κουβέντα μετέωρη να τραμπαλίζει στον καθένα μας. Αναπνοή να πάρει.
Πως στέγνωσε μεμιάς το λαρύγγι! Έκανα να καταπιώ. Τείχος θεριό η προδοσία σου, να βάζει φρένο. Το 'μαθα, μη θαρρείς. Έτσι καταπίνονται τα λάθη. Αμάσητα.
Προχώρησα για ώρα. Να δεις που ο δρόμος, μ' έβγαλε στο λιμάνι.
τελικά το 'τώρα' μετράει... όσο και αν πονάει, αφού εμείς ζητάμε το 'πάντα'...
αφού το μόνο που ορίζουμε είναι το 'τώρα'... η στιγμή που μπορεί να κρατά και αιώνια μέσα μας...
μια στιγμή μπορεί να στοιχειώσει την ύπαρξή μας για πάντα.
ο θνητός ευατός μας πάντα θα ζητά περισσότερα.