Σωριάζονται σιγά-σιγά. Με ένα και δύο, καμιά φορά και με παραπάνω «φου».
Οι πολυφροντισμένοι, καλογυαλισμένοι, πατροπαράδοτοι και πλήρως αναλώσιμοι μύθοι μας.
Εκείνοι που συντηρήθηκαν δίχως κόπο περίσσιο και πέρασαν έτσι ατσαλάκωτοι αν και πολυφορεμένοι στις νέες γενιές.
Μέσα στην πορεία μας στο χρόνο, ως ιστορική καταγραφή και συλλογική μνήμη, συλλέξαμε ένα σωρό στοιχεία που λειτούργησαν ευνοϊκά όσον αφορά στην ανάπτυξη μιας τάσης μυθοποίησης όχι απλώς του παρελθόντος μας, αλλά αυτής καθαυτής της ύπαρξής μας.
Εμείς, είμαστε Έλληνες. Άρα, περνάμε καλύτερα απ’ τον κάθε ξερακιανό Ευρωπαίο, ναι, ψιλοτεμπελιάζουμε αλλά ξέρουμε να χαιρόμαστε τη ζωή, διαφέρουμε γιατί έχουμε σέβας σε αξίες πανανθρώπινες και βεβαίως, διατηρούμε ισχυροποιημένο τον κοινωνικό ιστό, με την ανθρωπιά μας, την αλληλεγγύη, τη φροντίδα στον συνάνθρωπο.
Ένας ολόκληρος αμυντικός μηχανισμός (το τέλειο άλλοθι σα να λέμε), ενεργοποιήθηκε –προφανώς με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους- έτσι ώστε να ενισχύει αενάως την αυτοεικόνα μας και να μας βγάζει μονίμως λάδι απέναντι σε κάθε πολιτισμένο γείτονα, τον οποίον –έτερο στοιχείο-, για διάφορους λόγους βιώναμε πάντα ως απειλή.
Εμείς οι καλοί, εσείς οι κακοί, ναι; Ναι.
Το λέει κι ο Φουκώ πως κατασκευάζουμε αρνητικές εικόνες για τους συνανθρώπους μας, προκειμένου να επιβεβαιώσουμε τη δική μας καλύτερη εικόνα προβάλλοντας τις αδυναμίες μας στους άλλους.
Εκείνοι εκεί, στην Εσπερία, ναι, είναι προγραμματισμένοι και οργανωτικοί, αλλά εμείς, έχουμε ψυχή λιονταρίσια, πέφτουμε στη φωτιά για τον συνάνθρωπο, υψώνουμε ανάστημα για την πατρίδα, αγαπάμε τον τόπο μας βαθιά και βάζουμε μπροστά το κοινό καλό!
Ωραιότατος, περιποιημένος μύθος, καλοσερβιρισμένος, να τον στραβοκαταπίνεις πιά. Γιατί –ω, τι έκπληξη!- οι ξένοι είναι αυτοί που χαμογελούν και λένε τριγύρω καλημέρα κι αγκαλιάζονται και νοιάζονται ουσιωδώς για τη χώρα τους κι έχουν και συναισθήματα, για δες!
Πόσες και πόσες μυθολογίες ηχούν κούφιες στα καθαρά αυτιά…
Πάει κι ο μύθος της καλοπέρασης πλέον, πάει κι ο άλλος περί ανεκτικότητας του νεοέλληνα, μια και οι σύγχρονες δημοσκοπήσεις μιλούν για μια εντεινόμενη ξενοφοβική στάση της ελληνικής κοινωνίας.
Η αγαπημένη Ψιλικατζού, όλα τούτα έχει -λέω- κατά νου, με τα σχετικά περί έλλειψης πολιτισμού που γράφει…
Η κοινωνική μας παρουσία, η ταυτότητά μας μέσα στο κοινωνικό σύνολο –αν θέλετε-, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον άλλον, τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους και το πώς προσλαμβάνουμε την εξουσία, τους θεσμούς.
Η πρόσληψη του «άλλου», όχι μόνο του γείτονα Ευρωπαίου μα πιότερο του συνέλληνα, σημαίνει και δική σου αυτοαναφορά, ε;
«Ποιος είμαι» σημαίνει αναγκαστικά, «σε σχέση με τον άλλον»…
Η ελληνική ζεστασιά κι η φιλοξενία κι η λεβεντιά κι η δήθεν ομοιομορφία στην απλοχεριά και στη γενναιότητα ψυχής, στοιχεία να καμαρώνεις, ναι, πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι παρά κατασκευές. Μυθοπλασίες να νανουρίζουμε την ανάπηρη συλλογική μας συνείδηση. Το πρόσφατο παράδειγμα της καταστροφικής πυρκαγιάς, αυτού του ολέθρου που ξεδιπλώνει την ουσία της νεοελληνικής ταυτότητας, το αποδεικνύει περίτρανα. Αποτελεί πραγματικά ένα σημαντικό κλειδί ανάγνωσης της νοοτροπίας του σύγχρονου έλληνα.
Ο Καιρός γράφει συγκλονιστικά για το πώς αντέδρασαν οι συμπατριώτες μας, για το πώς δηλαδή αντιδράσαμε εμείς, στην πραγματικότητα αυτής της τραγωδίας.
Την ώρα του κακού. Εμείς, οι καλοί.
Πόσο βολικό να κάνεις σαΐτα τις ευθύνες, να στρέφεσαι εναντίον του άλλου και τελικά να οδηγείσαι σε πλάνες;
Δεν είναι βέβαια το ζητούμενο να πάμε στο άκρο και να μυθοποιήσουμε την όποια εθνική ετερότητα, να βουτήξουμε δηλαδή σε μια ξενολαγνεία οικτίροντας το DNA μας. Αλλά κι η απενοχοποίηση είναι γλοιώδες παράσιτο κι η αφαίμαξη που επιτυγχάνει, συνεχής.
Καλώς ή κακώς, οι πράξεις των ανθρώπων τροφοδοτούνται από ιδέες και πεποιθήσεις κι άντε τώρα να φέρεις τούμπα μια ολόκληρη στάση ζωής.
Κοινωνίες της απομόνωσης. Που από τη μια μας εξασφαλίζουν ένα υψηλό επίπεδο ζωής κι από την άλλη μας υποχρεώνουν σ’ έναν διαρκή αγώνα επιβίωσης και επιβολής. Άρα, ο καθείς για την πάρτη του, ο καθένας μόνος κι ο καθένας εναντίον του άλλου.
Άνυδρο, ρυτιδιασμένο, καχεκτικό, ξηρό, το φετεινό ελληνικό καλοκαίρι.
Φλόγες να του κατατρώγουν τα σωθικά, να το μετατρέπουν σε γη ολόμαυρη, εικόνα σολωμική, σφήνα στο μπλε της θάλασσας. Και η πεισμωμένη αισιόδοξη ματιά του έλληνα, το δαιμόνιο πνεύμα της φυλής αν θες, ζωγραφιά μακρινή, που τη διασώζουν για λίγο ακόμα, κείμενα περιηγητών.
Θυμίστε μου πως λεγόταν εκείνη η παμπάλαια φυλή που χάθηκε από την ιστορία όταν απώλεσε την πίστη της στον άνθρωπο: εαυτό, συνάνθρωπο, εξουσία, το ίδιο και το αυτό επί της ουσίας…
(Η φωτογραφία -της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι-, βαφτίζεται...
Μπορεί και να φυτρώνουνε χαμόγελα σε ωχρούς και μίζερους καιρούς, ε;)
Μα δεν άλλαξε τίποτα. Ο Έλληνας ανέκαθεν ήταν καλοπερασάκιας, ανεύθυνος, απαισιόδοξος, αφιλόξενος, καχύποπτος, εριστικός και τεμπέλης. Απλά, τώρα το παραδέχεται.