
Υπάρχουν πράγματα μέσα μου που δεν μπορώ να τα βολέψω. Δε γίνεται δηλαδή. Προτιμώ να κάθομαι τιμωρία στη γωνιά, σαν παραπονεμένο κοπελλούδι που μυξοκλαίει, ζητώντας ανώφελα απαντήσεις σε ερωτηματικά που χάσκουνε και που φαντάζει μικρό και κακοτερένιο το μυαλό τ’ ανθρώπου για να τα φέρει βόλτα.
Δεν δύναμαι. Και δεν έχω και ιδέα. Έρχονται καταπάνω μου ραπίσματα ηχηρά, ανήσυχα ξενύχτια με κουβεντολόι βασανιστικό για το τέρμα τ’ ανθρώπου και την ουσία του, για το θάνατο σαν γέννα άλλη ή σαν ωμέγα τελειωτικό, μα έλα που δε γύρισε κανείς να μαρτυρήσει… Κι έπειτα με ζώνουνε μορφές· μαυροντυμένες κυράδες κρητικές, που μοιρολογούν μερόνυχτα πάνω από αγάπες και πλέκουνε στιχάκια του πόνου στο λεπτό και τρέχουν απ’ τα σπλάχνα δάκρυα και αίματα κι ένα γιατί –πάλι γιατί- που τρίβεται στην αγκάλη κάποιου παντογνώστη θεού για να παρηγοριέται.
Έχει σοφία ο θρήνος του λαού, σύνεση, γνώση βαθιά να μαλακώνει τον πόνο να τον διπλογαζώνει μαζί με την καθημερινότητα, να τον κάνει ραφή γερή στο ντύμα της ψυχής ώστε να σμίγει με την αναπνιά της ζωής, να γίνεται αποδοχή της μοίρας, συντρόφιασμα αστεριού άσβηστου στο φως και στα σκοτάδια.
Που να’ βρω εγώ τώρα τέτοια μεγαλοσύνη να’ χω να λέω πως κουλαντρίζω τα σπουδαία κι ιερά της ζωής.
Η αλήθεια είναι πως δεν έχω χάσει άνθρωπο κοντινό πολύ. Χορτάτη απ’ των ζωντανών τον πόνο ξέρω να μιλώ γι απώλειες, καλοχωνεμένες τις έχω, μα μπρος σ ’ ένα κορμί παγωμένο ακυρώνω κάθε βίωμα.
Τρεμοπαίζουνε τα χείλη μπρος στους βαλαντωμένους«δικούς», σφιχτοζορίζεται η φωνή, τ’ ανήμπορα καθρεφτίζουνε τα μάτια. Κι έπειτα, τρέμω για την ώρα που θα βάλω μαύρο στη σάρκα και θα σηκώνω εγώ το βλέμμα να κοιτάζω τον άλλον που θ’ ασπάζεται και θα επικαλείται τη δύναμη τ’ ανθρώπου και τη βούληση του θεού.
«Ο καθείς κλαίει για τη ζωή του», κυρά Μαριωρή, πεισμώνει το παιδί της λογικής εντός μου. Για τα δικά του τα χαμένα, τα όνειρα και τις προσμονές, τις ελπίδες που βγάλανε νύχια, τις απουσίες που δεν έχουν μέτρημα, το χρόνο που αλαφιασμένος πάει, κωλόπαιδο του κερατά, φτύνοντας τις πεθυμιές μας, ποδοπατώντας τις λαχτάρες μας. Ναι, ο καθείς για τη ζωή του.
Μα η ζωή που έχει φύγει, πώς να μην είναι το πρώτο μέλημα... Πως;
Δυό μέρες τώρα, κολλημένη η σκέψη στην Πηγή.
Από τα πρώτα διαδικτυακά ανταμώματα. Την γνώρισα αρχικά ως Ανδρομέδα, έπειτα με φορεσιά άλλη, ως Πυθία. Περιβόλι ψυχή, φάνηκε αμέσως.
Άνθρωπος αγάπης, μεγαλόκαρδος, πόσο ευαίσθητος και γεμάτος ζωντάνια! Η χαρά η ίδια! Πραγματική Πηγή πλούσιων συναισθημάτων.
«Αλιενοφιλιά» μου ’γραφε στα σχόλια και «σμακ», για ν΄αγγίξει μαγουλάκι.
Και γελούσα δυνατά. Δεν της μίλησα ποτέ διά ζώσης. Αναγνώριζα τη γραφή της, τα παραμύθια, τους στίχους, τις ιστορίες της. Ξέρω ότι τραγουδούσε υπέροχα, ότι έχουν μελοποιηθεί κι έχουν δημοσιευθεί δημιουργίες της. Ξέρω ακόμα ότι ήταν νέα πολύ. Και φτερούγισε αναπάντεχα. Και τι πως δεν άγγιξα ποτέ φλέβα που πάλλει; Δεν ένιωσα μήπως; Ποιο το κριτήριο για ν’ αγαπήσεις ανθρώπους δηλαδή;
Παραπονιέμαι μωρέ. Για τη ζωή που ’ναι μια χούφτα, για τα γερά χαστούκια που ’ρχονται στον ύπνο μας, για την αγάπη και την καλοσύνη που βαραίνουν το ίδιο στη βρωμοζυγαριά του Χάροντα. Και για την ακύρωση των ζωντανών, που κι αυτή, χαμός είναι.
Δεν έχω να κάνω πολλά. Μπορώ μόνο να κάτσω τώρα εδώ, να σκεπάσω με τα χέρια το πρόσωπο και να ρωτώ σαν χαζοπαίδι: γιατί φεύγουν τόσο εξαιρετικοί άνθρωποι, γιατί πληθαίνουν τ’ αστέρια εκεί πάνω και φαίνονται μονάχα από μέρη γυμνά, γιατί σέρνουμε πολλούς θανάτους μέσα μας, γιατί τα πράγματα είναι «έτσι» κι όχι «αλλιώς».
Θα διαβάζω ξανά και ξανά το ποίημα του Σωκράτη, που σμίλεψε για σε, Πηγιώ.
Κι έπειτα, θα καμωθώ πως είμαι δυναμωμένη κρητικοπούλα που φοβερίζει τ’ άπιαστα και ατσαλώνει ψυχή πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα και βγάζει το τραγούδι να συντροφεύσει τη φυγή. Την Πηγή.
Αντίο κοκκινοβαμμένο αστράλι, θα σταθώ πλάι και θα μουρμουρίζω τα λόγια του Παλαμά, εκείνα που ‘βγαλε ο πόνος του για τον νεκρό του γιό. Εκείνα, που ’καμε μοιρολόι ο Λουδοβίκος. Ώρα καλή Πηγή μου. Στερνά αλιενοφιλιά.
'Αφκιαστο κι αστόλιστο
του Χάρου δε σε δίνω.
Στάσου με τ' ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσά τα χτένια,
πάρτε απ' τη μανούλα σας,
μαλλάκια μεταξένια.
Μήπως και του Χάροντα,
καθώς θα σε κοιτάξει,
να του φανείς αχάϊδευτο
και σε παραπετάξει!
Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ' το χέρι του
τίποτε να μη πάρεις.
Κι αν διψάσεις μη το πιεις
απο τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μη το πιεις κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις,
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μη χάσεις
κι όπως είσ' ανάλαφρο,
μικρό σα χελιδόνι
κι άρματα δε σου βροντάν
παληκαριού στη ζώνη,
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το Σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά-κρυφά
και πέταξ' εδώ πάνω
και στο σπίτι τ' άραχνο,
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίν' αεροφύσημα
και γλυκοφίλησε μας!
(Η φωτογραφία είναι από το άλμπουμ του "Gazza_NZ", στο deviantart.com)
Στο θάνατο, όπως και στη ζωή άλλωστε, δεν υπάρχει γιατί. Δεν γλιτώνουμε ούτε από το ένα ούτε κι από το άλλο. Το ζήτημα είναι με τι μάτια θ’ αντικρίσουμε τη ζωή και με τι αυτιά θ’ ακούσουμε τα ψιθυρίσματα του θανάτου.
Παράπονο γιατί η ζωή είναι λίγη; Όχι, φτάνει να ‘ναι ζωή καλή. Δεκτά ακόμα και τα χαστούκια της, που δώρα είναι όταν έρχονται ώρα νυχτερινή.
Τι είπε η Πηγή...; "να μείνουν χνάρια από τα γέλια μου πυξίδα των απελπισμένων"