Σηκώθηκε ένας άνεμος ζεστός, ογρός, φουσκοδεντρίτης.
Ξεκινούσε απ' την Αραπιά, σβάρνιζε τον κάμπο της Μεσσαράς,
καβαλίκευε τα καστρινά μουράγια
και έπεφτε πάνω στις γυναίκες σαν άντρας
και πάνω στους άντρες σα γυναίκα.
Κι ο καπετάν Μιχάλης περίμενε άγρυπνος να ξημερώσει.
Το ’χε περισσευούμενο το πάθος ο Καζαντζάκης και δίνει χάρη πότε-πότε στον Χάνδακα ραντίζοντάς τον με αγιασμό ερωτικής βλέννης.
Μαζεύουνε τα κύματα για νύχτες υλικό, αχώνευτα κρατούν ζευγαρωμένα λόγια εφήβων αγαπητικών, ώσπου, σαν ορμηνέψει ο άνεμος, χύνονται αλόγιστα στα δώματα τα στεριανά και στους αρμούς της σκέψης.
Κοιτάζω τα μπαλκόνια απέναντι, μικρές, ανήσυχες κινήσεις ψηλαφίζω, ω, σαν ετοιμόγεννες ραφές ξηλώνονται και πέφτουν στις πυρωμένες πλάκες.
Λύνονται τα κορμιά, μες στη σιωπή τη μουσκεμένη και αμήχανη, αρθρώνουνε τα πρώτα. Με τις παλάμες να σφουγγίζουνε ανάστροφα το μέτωπο, με τα δύο γόνατα να μαρτυράνε κάλεσμα στις υγρασίες.
Πως μυρίζει μια αγκαλιά συλλογιέμαι. Της μάνας πρώτα, που ’χει τον ανθό στα στήθια μέσα να πίνουνε οι μοναξιές κι οι αντάρες. Να στάζουνε πρωτόγαλα τα βρεφικά χείλη και να ΄χουνε προικιά μοσχοπλημμύρα πάνω στ’ αυλάκια της γλώσσας. Ένα μωρό με μια θηλή για όνειρο, για σκέπη, για κόσμο ολάκερο. Η ζωή στα πρώτα της εκεί, η ζωή στα πρωτεία της σε αγκαλιές πόθων ερωτομολογημένων.
«Πάνω στις γυναίκες σαν άντρας και πάνω στους άντρες σα γυναίκα»,
η ορμή του νοτιά κατά τον Καζαντζάκη.
Νυχτιά που νιώθεις να σε γραπώνει άνεμος ποθοπλάνταχτος, αγρίμι, θεριό και χάδι απότομο, απαιτητικό, καταπάνω σου να πέφτει σαν ταίρι, μέσα σου να λογαριάζεται σα θεός.
Παραϊδρώνει ο κόσμος στα μπαλκόνια. Κι η ιερότητα της σιγαλιάς, μέσα του. Οσμίζομαι έρωτες να κυοφορούνται, να πρωτανασαίνουνε, να αγγίζονται για πολλοστή φορά, να καταπίνει ο ένας τον άλλον. Να εσωτερικεύει, να καταβροχθίζει, να κατασπαράζει το θηλυκό τ’ αρσενικό κι ανάποδα. Γιατί; Σάμπως υπάρχει κι αλλιώτικα (απο)χρωματισμένος έρωτας;
Ακόμα κι ο Καζαντζάκης, που ΄χε την αντρική ηδονή πρωτεργάτισσα στο σμίξιμο, θέλει την ίδια φόρα κι απ’ τους δυό. Ο ένας, μες στον άλλον. Γυναίκα μες στον άντρα, ναι. Και δυστυχής ο άντρας που δεν το βίωσε έτσι. Αντάρα εντός του.
Κλεφτές ματιές στην άσφαλτο κι ανάσες να πυρπολούν το κράσπεδο, αυλάκια ν’ ανοίγουνε στις πεθυμιές της πόλης.
Εκεί μέσα στάζει ο καιρός. Ο καλοκαιρινός.
Μυρίζουνε οι αγκαλιές κι οι σάρκες. Οσμή χυτή, τα μέλη δοσμένα στη στιγμή, χαραγμένα απ’ τον άνεμο, σκασμένα να ζευγαρώσουν.
Εικόνες καραβιών απ’ τα μπαλκόνια. Σκέψη εν πλω.
Απέναντι, μια θαλασσιά κουρτίνα ανεμίζει και κρυφογελά. Οι δυό κοιτάζονται και δε μιλούν. Σκιές. Μόνο με τα μάτια.
Και ναι, λέει η μια πως "αυτό, είν’ αρκετό. Να βλέπω. Να ορίζω μονάχα, το πεδίο εμπρός σου".
Κι απόκριση από δίπλα: "Αν με περνάς για ξενητιά κι αν με περνάς για πατρίδα, ξέρεις τη ρίζα μου".
Γλιστράνε με τους ανέμους οι πεθυμιές κι αν έχουν και το Λιβυκό για γέννα, δαιμονισμένα τριγυρνούν.
Στη θαλασσιά κουρτίνα πλάι, σαλεύουν ψίθυροι:
"Αν σου δώσω μια άδεια αγκαλιά θα τη γεμίσεις";
Σ’ άλλες συντεταγμένες η απάντηση:
"Λέω να με βαρέσει βαπορίσιος αέρας τα ξημερώματα.
Σαντορίνη. Θα σε ψάξω στην Καλντέρα, εκεί που καίει πιο πολύ από παντού".
Και το γέλιο σιμά:
"Ναι, ε; Να σου πω, έχω τόσο πολύ δουλειά που η μόνη αντίδραση είναι να το σκάσω. Ναι, την κουπαστή θα πιάσω. Και θα σε κοιτώ στη θάλασσα, πώς κάνει ότι παραμερίζει, αλλά στην ουσία εγκολπώνεται το πλοίο".
Ηχόραμα οι ανάσες των ανθρώπων. Και του ανέμου τ’ ανασκαλέματα…
Ερωτική συνεύρεση ιερή. Βαθύ θανατικό στην πόλη. Απ’ αυτά που σε γεμίζουν ζωή. Πόσοι πεθαίνουν απόψε από έρωτα λες;
Ο ένας βυθισμένος στον άλλον.
Την ώρα που τ’ αστέρια γίνονται φεγγάρια πάνω τους. Κι ο αντάρτης άνεμος της Αφρικής σκουπίζει αναστολές και μασημένα λόγια.
Πόσοι εγγίζονται μ’ ανάκατες νυχιές, τη μια λίκνισμα φυλλωσιάς, την άλλη κρατήρας ετοιμόγεννος, δοξαριά που λιγώνεται στα χείλη...
Την τρέλα του έρωτα, την μαθαίνει κανείς μέσα σε μια στιγμή,
Ξέρω μονάχα ποιος τ’ άκουσε. Παίρνω όρκο και για τη στιγμή: Την ώρα που ο άνεμος θρυψάλιαζε την υγρασία του σε βράχια κοφτερά.
(Βαριά απόψε η νύχτα στο Μεγάλο Κάστρο:
Ν' αρχίσω να μιλώ για τα υπόγεια ρεύματα που ενώνουν τους ανθρώπους; Να, τον τελευταίο καιρό τον κυρ Καζαντζάκη διάβαζα ξανά και τον (αν)αιρετικό τον Μπόρχες και πάνω κάτω οι ίδιες ιδέες με σένα τριβέλιζαν το μυαλό μου, γι' αυτό και τα νέα μου γραφτά είναι για του έρωτα το μεγάλο ΑΧ.
"Βαθύ θανατικό στην πόλη. Απ’ αυτά που σε γεμίζουν ζωή. Πόσοι πεθαίνουν απόψε από έρωτα λες;" Πάλι τα είπες όλα:)