
Μάλλον ροκάνιζα το χρόνο χαζολογώντας· ξέρεις τώρα, από κείνες τις ζηλευτές πολυτέλειες του καλοκαιριού: ν’ απλώνεται η ματιά γλιστρώντας στο ραχάτι της κι έτσι ξεγυμνωμένη να καταβροχθίζει εικόνες.
Παρατηρούσα τον οδηγό που, φορτωμένος παραπανίσια κιλά, κάθιδρος και εμφανώς εκνευρισμένος προσπαθούσε να παρκάρει. Φτύνοντας μπόλικα «κοσμητικά» για τη στενοκοπιά του δρόμου και τραυματίζοντας ανελέητα την αισθητική μου με το φανελάκι του που αφειδώς αποκάλυπτε στέρνο δασύτριχο κι ηλιοκαμένο, έστριβε το τιμόνι, έστυβε τη ζέστα που κυλούσε πάνω του και στραβοκατάπινε την σαρανταπεντάχρονη –τολμάω μαντεψιά,- ζωή του. Δίπλα του, η μοναξιά μιας γυναίκας που δίνει τόπο στην «κακιά στιγμή» σφαλίζοντας τα χείλη και τεντώνοντας τη ματιά να καβαλήσει σύνορα, να πατήσει ορίζοντες. Να δει αλλού, για να κοιτάξει αλλιώς. Στο πίσω κάθισμα, δυο κουτσούβελα νυσταγμένα, βαριεστημένα, διψασμένα μάλλον και νηστικά. Τσάντες έτοιμες να σκάσουν δίπλα τους. Βγάλε τώρα λογαριασμό για το πως αναπνέουν…
Κρεμασμένη πάνω τους η ματιά μου καθώς περπατούν. Σέρνονται, είναι το ακριβές.
Εκείνη κρατά με το χέρι το ένα πιτσιρίκι και με το άλλο, προσπαθεί να τον πιάσει αγκαζέ. Παράταιρη κίνηση. Ο φουρκισμένος σύζυγος μοιάζει να μην μπορεί να ανεχτεί ούτε ψιθύρισμα. Διώχνει το χέρι της ενοχλημένος, λες και τον τριγύρισε έντομο βασανιστικό. Η κακή του διάθεση μοιάζει να του ’χει ξεράνει το κορμί. Ξέχειλη η σάρκα μαρτυρά μπύρες αφρισμένες και παϊδάκια ζουμερά πλάι στο κύμα. Κοντοστέκεται βαριανασαίνοντας. Τον στενεύει η ζώνη, τον στενεύει η ζωή του, τον βαραίνει η καλοφαγία του, τον βαραίνει η απελπισία του. Δίχως λέξη, εκείνη ξαναπροσπαθεί. Ίσα που του αγγίζει με τ’ ακροδάχτυλα το μπράτσο. Αυτή τη φορά, ο καλός της δεν αντιδρά. Και χάνονται στο πρώτο στενό.
Μένω με συλλογισμούς να συνομολογούν αλήθειες βουτηγμένες σε πικράδας χυμούς. Πόση θλίψη και πόση πλήξη μπορούν να χωρέσουν οι εικόνες του δρόμου…
Μικρόψυχοι καιροί, όχι μόνο στα καθρεφτίσματα του τετράγωνου γυαλιού, μα και σε κείνα που αντανακλούν στάσεις ζωής. Ανθρώπινες. Πορείες μοναχικές μέσα σε σχέσεις, πιασίματα αγκαζέ σε λυμένους δεσμούς.

Πούλμαν τουριστικό φρενάρει εμπρός μου. Χούφτες οι βορειοευρωπαίοι σε μαζικό προσκύνημα της κρητικής ακροθαλασσιάς. Μυρίζουν κύμα και ήλιο χύμα και βοτσαλάκι και ραστώνη πλανεύτρα θερινή και ανταριάζει η ψυχούλα τους. Τους μετρώ με το βλέμμα και ψευτοχαμογελώ. Σορτσάκια ανοιχτόχρωμα, έχουν στην ούγια τους μια προσμονή, ίδιο όνειρο. Τα στίφη των πολιτισμένων, των κρητολάγνων, ρουφάνε θέα με λαιμαργία μπουκωμένου μπόμπιρα. Η ματιά μου στα άκρα. Τα κάτω. Μάλιστα. Πεδιλάκι μια χαρά, με κάλτσα άσπρη.
Αισθητική της συμφοράς θα μου πεις, μα… όπως έχει μάθει και ορίζει ο καθείς, θα επιμείνει η αντίπερα όχθη. Όπως και να ’χει, πάει ασορτί το ποδαράκι με την κάλτσα τη βαμβακερή την πλήρως εκτεθειμένη, με την πλαστική καρέκλα τη λευκή. Την ελληνική. Αυτήν την οποία διαθέτουμε σε πλήρη αφθονία.
Χάβρα οφθαλμών. Και τι ’ναι τώρα χειρότερο; Για τα ματάκια μας λέω, που βάλλονται πανταχόθεν. Και για τη σκέψη, που θέλει ανοιχτάδες να καλπάσει. Ο καλτσοποδεμένος Σουηδός, η πλαστικούρα του ελληνικού παράδεισου, οι συμπεριφορές που ποδοπατούν συναισθήματα, ή ο πολιτισμός μας που μοιάζει να ’χει μετοικήσει;
Εκβράζουνε τα πολυτελή πούλμαν τους τουρίστες σε ακτές «διακοσμημένες» με μπουκάλια και τενεκεδάκια και λογής-λογής πλαστικά και καρπουζόφλουδες, υλικά όλα, τέχνης γνωστής, ελληνικής. Θέαμα οικείο. Πλέον. Δεύτερη φύση σχεδόν. Ζήτημα πολιτισμού θα πουν πολλοί και θα ’χουν δίκια περισσευούμενα.

Και λέω τώρα πως σα να μοιάζει το ένα θέμα με τ’ άλλο. Οι εικόνες τούτες δω που σκάλωσαν στη σκέψη μου για ώρα πολλή. Στάσεις ζωής υποδηλώνουν. Τρόπο να κοιτάζεις. Δρόμο να ζεις. Το ζευγάρι που βουλιάζει σε ανία και μοναξιές και διώχνει αγγίγματα κι οι τουρίστες, που ’χουνε βορινά πατήματα σε νότου χώμα.
Η αισθητική που ’ναι μάλλον ιστορία πολυσύνθετη, με ρίζες στο DNA σχεδόν κι ο πολιτισμός που φεγγίζει πάνω σε κάθε μας πράξη, λαμπύρισμα νοοτροπίας και κουλτούρας και άποψης ζωής. Ιχνογραφία πολιτισμού οι σχέσεις με τους συνανθρώπους μας, με τους συντρόφους μας, το πώς συλλαβίζουμε τα συναισθήματά μας, το πώς αρθρώνουμε αγγίγματα και βλέμματα και λόγια που δε μπαίνουν σε ήχους ποτέ. Χαρτογράφηση πολιτισμού κι η αντιμετώπιση του ξενόφερτου επισκέπτη, ο σεβασμός και η έγνοια προς τον τόπο σου, η πεποίθηση ότι η καλλιέργεια του μυαλού είναι πράξη πρωτίστως: όχι ανάπηρη, όχι δανεισμένη ή φανφαρόνικη, αλλά πηγαία και στέρεα και πολυδύναμη και βαθιά, ουσιαστικά ανθρώπινη.
Κόσμος που συχνάζει χύμα σε απολίτιστες ακτές, που οδηγάει με τη μουσική στη διαπασών γιατί «τι με νοιάζει ο άλλος», που απομυζά τον τουρίστα στη φτηνή λογική της γρήγορης αρπαχτής, που τσαλακώνει τα συναισθήματα του συνανθρώπου του δίχως την ελάχιστη ψηφίδα ενσυναίσθησης και που, επί της ουσίας, δεν έχει καν επίγνωση της συνεισφοράς του στη δημιουργία αυτού του αχταρμάδικου όλου.
Μόνο σπρώχνει το πόδι του σε σαγιονάρα ολισθηρή, σέρνει τη φτέρνα περπατώντας –ίδια ζωή θα μου πεις- και, δίνοντας ρεσιτάλ γελοιότητας, κανακεύει τον εγωκεντρισμό του.
Δεν ξέρω αν η μετοικεσία του ελληνικού πολιτισμού είναι μόνιμη.
Αναρωτιέμαι.
Με σιγουριά όμως θα πω και με ψυχούλα που ακόμα ανεμίζει τ΄ όνειρο πως, πέρα από τις εσχατιές του κόσμου του καθημερινού, υπάρχει η θάλασσα.

Ευτυχώς που υπάρχει η θάλασσα και καθαρίζει το ματι μας από τις γλαφυρές καλοκαιρινές εικόνες που μας έδωσες.