Το πρόσφατο σμίξιμο των γραφίδων μας, των φωνών μας, των συλλογισμών μας ακόμα, άφησε να φανεί, πηγάδι αναβλύζον, μια θέα διαφορετική και καθόλου αδιάφορη.
Θλιβερό το συναπάντημα αν λογαριάσεις την αφορμή του, μα αν παραμερίσεις τις κουρτίνες τις βαριές -αφού κρατήσεις στη καρδιά λευκά κρινάκια να'χουν υγρασία μπόλικη-, θα δεις πως μπορούν και πάλλουν αλλιώτικα αγγίγματα· ίδιες πυγολαμπίδες.
Δεν ξέρω πιά τι να λογαριάσω για παρήγορο, έτσι στραβοπλεγμένοι και στεγνοί που΄ναι οι καιροί. Κι ο καθένας τραβάει μονάχος, το τομάρι του που λένε, μια επαναλαμβανόμενη καταπάτηση του όλου, γιατί τι αξία έχουν τα σύνολα πιά και το λούστρο σε συσκευασία ατομική πωλείται... Με τσαντίζει αυτό που έχω απέναντι, γύρω μου. Ακόμα και στο βάθος του χρόνου, αν καλογυαλίσω τις ελπίδες μου, πάλι το ίδιο θα δω. Το αρθρώνουμε, το συλλαβίζουμε, το ποτίζουμε μελάνι μπας και το ξορκίσουμε, αλλά αυτό ξανά κατάμουτρα μας έρχεται. Ο καθένας και η πάρτη του. Ο,τι και όπως μας βολεύει, όσα και με όποια παραχώρηση, μόνο να χορτάσουν οι καθρέφτες κι οι τσέπες.
Και ευτέλεια και έκπτωση και ξεχείλωμα ή εκμηδένιση αξιών -κατά το δοκούν-, αρκεί να θριαμβεύσει η ικανοποίηση των αναγκών. Των προσωπικών.
Ριπές σποραδικές οι διαφορετικότητες. Σαν ενέδρες που στήνονται ξέταιρα μες στη βουή, για να "κρατούμε τουφέκι το τραγούδι", που λέει κι ο Ποιητής.
Τούτη η ομοιομορφία η απίστευτη στα πάντα, με τσακίζει. Και σαφώς είναι εκ του πονηρού. Ουδείς ανυποψίαστος πλέον. Μα και σπανίως να δεις την οργή να υψώνεται στο φως. Κι εδώ είναι το άλλο, το καινούργιο, το διάφορο.
Μια Αμαλία που βαθιά αγαπήσαμε και ποτέ δεν ακουμπήσαμε ως σάρκα, μας έβρεξε τα μάτια, μας στρίμωξε στα χείλη λόγια οργής που όλο καταπίναμε, μας έδωσε το τράνταγμα ν΄αφουγκραστούμε πέρα και πάνω από στολίσματα καθημερινά, τον Άνθρωπο.
Και το σπουδαίο είναι ότι τον αισθανθήκαμε συντονισμένα.
Και βγάλαμε φωνή εν χορώ.
Δεν είναι ότι δεν ξέραμε. Δεν είναι ότι πρωτόδαμε. Είναι ότι δεν συναντιόμαστε πιά. Μονάχοι τραβάμε. Φωνές τυφλωμένες, που να'βρουν θύρα εξόδου...
Γι αυτήν την έγνοια μιλώ. Που κάποτε είχε αναπνοές να γεμίσει ζωή μέσα στον συνδικαλισμό πες, στη λόξα τη νεανική ίσως, στα οράματα τα πολιτικά σίγουρα, που'χαν χρώματα ζωηρά και πίστη να θρέφουν.
Και ξαναθυμηθήκαμε το μαζί, τις συνέχειες των ονείρων μας, τη μπόρεση που έχουν οι πολλοί, γιατί την έχουν, να πάρει η ευχή, την έχουν.
Ανθίζουν άλλες συλλογικότητες στην εποχή μας. Διαφορετικές απ' ότι σε άλλους καιρούς, παλαιότερους. Σύντηξη με νέα υλικά, με νιόπλαστο πυρήνα. Σε πολλούς χώρους, όχι μονάχα στο διαδικτυακό χωριό, μα και στην τέχνη, σε δημιουργικές ομάδες, σε ανήσυχες γειτονιές.
Υπάρχει το άλλο. Κυρίαρχο δεν είναι, μα έχει θωριά για να σταθεί απέναντι στην άρρητη παραδοχή μιας παγιωμένης, νοσηρής κατάστασης που μια χούφτα ανθρώπους ναι, μας πονάει. Είτε μιλάμε για υγεία, είτε για παιδεία, για κουλτούρα, για πολιτική, για δικαιώματα μειονοτήτων, γι ανθρώπινες σχέσεις. Η στείρα διαιώνιση μιας ανηθικότητας κι αυτή η εξίσου άκαμπτη στάση ζωής που παραπαίει ανάμεσα στη στάσιμη γκρίνια και την -επί της ουσίας- αποδοχή, ε, ας αρχίσει να κλυδωνίζεται. Ν' ανοίγουν οι ρωγμές, σιγά-σιγά, δε λέω, για να'ρθει η στιγμή βάλουμε μπρος και νέα χτισίματα.
Μόνο να βουτάμε σε χρώμα συλλογικό και να κρατάμε μέσα μας φωνή καθαρή, στεντόρεια, το "αντισταθείτε" του Κατσαρού, ε;
Παραθύμωσα μου φαίνεται κι έχω ανάγκη μια εισπνοή φυγής·
ανάσα, ως τ' ακρόνυχα.
Και να φανταστείς πως εκεί έξω, στα πρωτοπερπατήματα του Ιούνη, θωρώ ένα σούρουπο, να γλεντούν οι ρομαντζάδες.
Μα δεν είναι που με φοβίζει μη δε προλάβω να το χαρώ.
Άλλο έχω κατά νου, λυπηρό πολύ.
Την υποψία πως βραδιάζει και στα μυαλά των ανθρώπων.
(Η φωτογραφία είναι του Dave Nitsche)
Όλοι μαζί καπετάνισσά μου θα προσπαθήσουμε να μην βραδυάσουν αυτά τα μυαλά, παρά μόνο για ξεκούραση και για λίγο.
Σε χαζεύω ρε κορίτσι που τα λες τόσο όμορφα και ποιητικά!
Φιλιά πολλά στην Κρήτη και στους Κρητικούς!
Άντε και στις Κρητικές!