Έχεις να λες πως με ‘μαθες τρόπο καλλιγραφικό να στήνω τα γράμματα και να τους δίνω ζωή με το μολύβι. Να καμαρώνεις, για τα γραφτά και τα προφορικά, για όλες τις ανηφόρες που δεν αναβάλλανε το σκαρφάλωμα, μα κάνανε τα πόδια να λογαριάζουνε το χώμα για ουρανό. Μιλάς σταθερά, καθαρά, με δύναμη κι ορμή για τα όσα κέρδισες με μουτζούρες και στουπιά στα χέρια και μες απ’ τη διδαχή και τη σπουδή τα κληροδότησες σε μένα. Ακούω περιγραφές για χρόνια σκληράδας, χρόνια νηστικά, λειψά, αγριεμένα. Που στάθηκες άτριχο παιδαρέλι να φροντίζεις, να κουβαλάς χρέη κι ευθύνες και να ΄χεις τη ματιά τιθασευμένη στο αύριο.
Λες για τότε, για τώρα, συνταιριάζεις απολογισμούς, μετάνοιες και πείσματα, καταδίκες και μυθοπλασίες.
Και σιωπώ.
Όχι πως δεν ακούω, μα λαχταρώ άλλα ν’ αγκιστρώνονται στα τύμπανα.
Δες. Μεγαλώσανε τα χρόνια, δες.
Πώς να νανουρίσεις τον καιρό να γλυκαθούν οι νύχτες, πως;
Κείνο το τραγούδισμα τ’ ανέμου μέσα απ’ τα φύλλα του ευκαλύπτου τότε, τα βράδια της Κυριακής που περνούσαμε από δίπλα, θυμάσαι;
Γι αυτά θέλω να μου πεις. Όχι για τα κατορθώματα τα έντιμα.
Ούτε για τα χαμένες σελίδες απ’ τα ημερολόγια.
Κι ας την ηθική να παραστέκει για λίγο, να θωρεί.
Άσε να σου πω εγώ, άσε.
Για κείνη η φλέβα στο μέτωπο, κλωστή και συρματόσχοινο, αντάρα μαζί κι απανεμιά, τη φλέβα σου, ναι, λαχτάρα στα κοριτσίστικά μου μάτια, πως στάζουν, δες τα.
Πόσο ανέλπιδα διψούν για την αποδοχή σου.
Όχι έτσι, όχι. Όχι με υπογραμμίσεις και με πίνακες λογιστικούς.
Να ’χα να λέω κι εγώ πως κάποτε με κράτησες αγκαλιά, να αυτό.
Δεν είναι πως δεν το ξέρω.
Δεν είναι η γνώση, τ’ ακούς; Το συναίσθημα είναι.
Δεν είναι για να την ξέρεις την αγάπη. Για να την κοινωνείς είναι.
Με χάδια, ναι. Αν θα καθόμουνα στα γόνατά σου λες; Ναι, θα το ’κανα, στ’ ορκίζομαι. Να ’χα τα δάχτυλά σου στα μαλλιά, γίνεται; Κι ένα χαμόγελο που δεν εξηγεί, δεν ερμηνεύει, δεν διαπιστώνει, δεν νουθετεί, δεν κρίνει.
Υπάρχει, έτσι, για να ξοδεύεται. Χαζολόγημα πες, πες το έτσι.
Κι εγώ θα βγάλω απ ΄την ντουλάπα τη καρυδένια –στο βάθος είναι, το ξέρω-, κείνη τη φούστα την πλισέ, την κόκκινη. Φλόγα παιδιού να τρέξει εντός. Όχι για να ξεπληρώσω, μη θαρρείς. Έτσι, για να ξαπλώσει η ψυχή μια στάλα, να χασκογελάσει κι αυτή, να κυλιστεί στις πιέτες.
Πατέρας για όλους εσύ, στήριγμα και βουνό θεόρατο, η Κρήτη όλη.
Μου ’λειψες. Μέσα σ΄ αυτό, σ’ έχασα θαρρώ.
Το χάδι, το «ησύχασε», το «όλα θα πάνε καλά», γίνεται να τ ΄ακούσω;
Λέω πως αν ήταν χειμώνας, μπορεί κι όλο ετούτο να ταίριαζε, να, αυτό το παραμιλητό μου. Θα ’χα να συμπράττουν κρύσταλλα του καιρού και αναπνιές μολύβι· συνενοχή, όσο να πεις.
Έπειτα θα ΄χα δυο λεμονανθούς πικρούς, λευκά πανιά στο νερό να ταξιδεύουνε τα λόγια, να ξεμπλέκουνε τ’ αμήχανα σκαλώματα.
Τώρα, βρες μια δικαιολογία, ένα άλλοθι, κάτι· συμπόρευση να βαφτιστεί στ' ανήμπορα.
Να λέω χρόνε σε χαϊδεύω, σε κερδίζω ξανά μέσα από μια δειλή λαλιά και δυο πυρωμένα μάτια.
Είναι καλοκαίρι πατέρα, καλοκαίρι.
Ν' απλώνεις χέρι, να σφουγγίζεις τη ζωή, αυτή που στην ατίθαση χαρά της δε γεύτηκες ποτέ. Έτσι, χυμένη στο σήμερα, με στήθια να κραδαίνουνε στο φως και πέλματα γυμνά και δάχτυλα στο μέλι.
(Παιδιών χαχανητά και ποδοβολητά ακούω;)
Πώς να στα δώσω πίσω όλα τούτα και πως εσύ να φέρεις εμπρός μου τα χρωστούμενα…
Σε βλέπω που ’σουνα μια ζωή θεριό, να λυγάς, να αποχαιρετάς το χρόνο.
Σε χάνω. Άνθισμα του καιρού, μπορεί να γεννηθεί;
Να καταπιεί τη κούραση των τόσων χρόνων, να μελώσει τη φωνή σου, να μερέψει το τρέμουλο των χεριών, την έγνοια σου για τα ανολοκλήρωτα.
Να σ’ αλαφρώσει απ’ τη σκέψη της δύσης που σε τρομάζει και δε ‘μολόγησες ποτέ, τη ζυγαριά που σέρνεις και σου γδέρνει τα πόδια, την αίσθηση ότι τα λίγα είναι μπροστά κι όλο και τσιγγουνεύονται.
Κοίτα με.
Αυτά τα μάτια, που σου μοιάζουν τόσο, σκαλώνουν σ' ένα σ' αγαπώ που ποτέ δεν κρέμασαν για σένα.
Το σπρώχνουνε να τρέξει κι αυτό κουτρουβαλάει στο χρέος και την ευθύνη, στις αξίες, την ηθική, το σεβασμό και τους πληθυντικούς, τα χάρτινα πρέπει και τις τόσες αγκυλώσεις…
Κι είσαι ίδιο παιδί εσύ, το ξέρω. Από πάντα μεγαλωμένο.
Με τα παράπονα να γίνονται ατσάλι κι αντρειά.
Φιλί απ' τον αφρό ωκεανών να θρέψω, να ταξιδέψω τα όνειρά σου όσο είσαι εδώ.
Πατέρα μου εσύ.
Να ’χα τη δύναμη να σου το πω το σ' αγαπώ πριν φύγεις...
Να το βουτήξω στο αίμα μου, να ’χει δρόμο για τα χείλη. Να το πω.
Μετά απ' το φοβάμαι.
(Η φωτογραφία είναι της "coda67" από το www.flickr.com)
Μας παιδεύουν τα σ' αγαπώ μας. Όσα είπαμε κι όσα δεν είπαμε.