Λένε κάτι ανατολίτικοι αέρηδες που μεταφέρουν χρώμα βαθύ, στοχαστικό και πρακτικές δοκιμασμένες, πως την ουσία του ο άνθρωπος τη μυρίζεται απαλλαγμένος από ρόλους. Κοινωνικούς. Κι όταν τα πέλματά του γδύνονται την καθημερινή φορεσιά τους κι αφήνονται στα χαϊδέματα και τα γδαρσίματα της μάνας γης, μπορούν ν’ αφουγκραστούν καλύτερα. Την πηγή τους, τη μήτρα τους, τον αρχέγονο φλοιό τους.
Όποιος βρέθηκε σε χώρους μαγικούς –και μύησης μπορεί,- όπου τεχνικές θεάτρου λύνουν ψυχές και μέλη, το ’χει βιωμένο πως πρέπει να ξυποληθεί.
Μακριά απ’ την υπόδηση, θα επιτευχθεί η –των ρόλων- υπόδυση.
Γιατί, αν κάτσεις να συλλογιστείς τα παπούτσια που στριμώχνουνε το είναι σου καθημερινά –άλλα στραβοπατημένα, άλλα μισολιωμένα, μερικά ξεχειλωμένα, να χάσκουνε, κάποια πάλι γάντι στο πόδι, γέννα του πες-, ε, θα’χεις να μετράς για ώρα. Άσε κείνα που θα μπορούσαν να σε χωρέσουν, μα δεν τ’ ακριβοκοίταξες ποτέ. Ή τα άλλα, του διπλανού σου, που δεν μετεωρήθηκε ούτε για μια στιγμή εντός σου η σκέψη να τα δοκιμάσεις.
Μάλλον σε μια τέτοια διαδικασία σε βάζει η θεατρική πράξη.
Να υποδύεσαι απεκδυόμενος.
Κοίταζα τις προάλλες τον Δάσκαλό μου στο θέατρο, τον Αντώνη Περαντωνάκη ν’ αλωνίζει ξυπόλητος τη σκηνή, ν’ ανεβοκατεβαίνει σκάλες και θρόνους και συλλογιζόμουν χίλια δυο. Τη δυναμική του θεάτρου, τις ποικίλες φορεσιές μας, την ανάγκη μας για μετουσίωση, τις προσωπικές παραμυθίες μας, τις σκουριές και τα γυαλίσματά μας.
Παράσταση από κείνες τις πολύ ιδιαίτερες, που νιώθεις να σε γραπώνουν με τη δύναμή τους περισσότερο μετά: αφού απομακρυνθείς απ’ την σκηνή και γυρέψεις τα χνάρια σου στους ήχους της πόλης και μπερδευτείς στο ιδρωμένο πλήθος και σωπάσεις μπρος στο βουητό της μνήμης σου. Διεργασία εσώτατη, που δρα εν αγνοία σου, ίδια υπόγεια αρτηρία.
Οι ερμηνείες θαυμάσιες. Συναίσθημα να ρέει μεθυστικό, ζαλιστικό σχεδόν κι ένταση να γαντζώνεται εντός σου και να σε λούζει στο κόκκινο.
Εξαιρετικό το κείμενο, πλούσιο σε υλικό να συλλογιστείς, να μεταφέρεις, να ανασκευάσεις, μα πιο πολύ, να αισθανθείς. Πετριές και λεπίδια ο λόγος, όλα τα κορυφαία σε συμπόρευση, η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, η μοναξιά, η εξουσία, ο παραλογισμός, ο φόβος, το γέλιο και το κλάμα, το εσύ και το εγώ και το εμείς. Η ενδοψυχική και η διαπροσωπική τραγική σύγκρουση να σαρκώνεται, ν’ ακούγεται φωνή δική σου, να νιώθεις πως σε αφορά, να τραυματίζει τη βολή σου, να σε τρομάζει, να επαναπροσδιορίζεται εντός σου.
Η τραγική φιγούρα ενός βασιλιά εκφυλισμένου, τα γύρω λυσσασμένα γαβγίσματα δαίμονες να τον στοιχειώνουν, η βασίλισσα αγκαλιά με το θάνατο, ο γελωτοποιός να ξορκίζει με χαχανητά τα τελώνια των σκοταδιών και ξάφνου, ν’ αλλάζει το σκουφί του με την κορώνα του βασιλιά. Φάρσα, τερτίπι, σκέρτσο, τόλμη; Υπόδηση; Υπόδυση στα του άλλου. Κατάδυση μαζί.
«Τίποτα δεν είναι πιο γκροτέσκο από το τραγικό», έγραφε ο Beckett στον σκηνοθέτη Roger Blin πριν από το ανέβασμα του έργου En attendant Godot.
Κι είναι πολύ τάχα να πει κανείς πως η εποχή μας, τραγική –ή όχι;- καταβροχθίζει κάθε τι που είναι στον πυρήνα του τραγικό; Κάθε συναίσθημα που συνεπάγεται οδύνη και κάθε πράξη ανάλογη όπως ο έρωτας, η ποίηση, η παράταιρη φαντασία… Η ανθρώπινη ψυχή εν τέλει.
Μυθοφάγος εποχή, χασκογελά μες στη μελαγχολία της…
Και στο θέατρο, πρώτος λόγος είναι:
Εκεί που ανθεί ο πόνος, εκεί φύεται κι η γιατρειά.
(Για τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης μπορείτε να διαβάσετε εδώ κι εδώ να ενημερωθείτε για τη διαδρομή του Θεάτρου Όμμα Στούντιο.
Έτσι μαγική είναι η θεατρική λειτουργία, χαίρομαι που σου δίνεται η ευκαιρία να τη βιώσεις σε τόσο προσωπικό επίπεδο, επίπεδο ψυχής.
Χασκογελάνε μόνον όσοι φοβούνται να αγγίξουν το σφυγμό των πιο βαθιών συναισθημάτων τους, αλλά γιατί άραγε;
Αποφάσισα από παλιά ν’ αρνηθώ να τους καταλάβω, να ασχοληθώ περισσότερο μαζί τους, ούτε ένα στιγμιαίο αίσθημα, ούτε μια φευγαλέα κίνηση του βλέμματός μου…
Γιατί το θέατρο σε διδάσκει κάτι αληθινά μεγαλειώδες:
σε μαθαίνει να χαμηλώνεις στο μηδέν, να ξεκινάς ξανά την αναζήτηση μέσα από ένα έργο, έναν ρόλο, που μόνο καλύτερο μπορεί να σε κάνει.
Επιδοκιμασία και φιλί,
ο Γιάννης…