Ονειρευόμουνα προχτές -στ’ αλήθεια δε θυμάμαι αν ήτανε στον ύπνο ή στο ξύπνιο μου που τα ‘χω μπουρδουκλώσει τον τελευταίο καιρό-, πως πήγαμε στο Παρίσι. Ξανά. Και χασκογελούσαμε πάνω σ’ εκείνη τη γέφυρα, τη Saint Michel κι είχαμε και μια γλύκα στο στόμα να μας παιδεύει, να γαργαλάει σα φιλί. Κι ήσουνα ίδιο παιδί και με κρατούσες σφιχτά κι όλο έλεγες θα μετοικήσεις, θα με πάρεις απ’ τη ξελογιάστρα Κρήτη να με πας για πάντα στο Παρίσι του φωτός. Να ’μαστε ρέμπελοι ολημερίς, να λιαζόμαστε και να τριβόμαστε σα γάτες εκεί στη Μονμάρτη, τη ψηλομύτα πριγκηπέσα που κοκορεύεται• ωραία ως είναι. Και θα το ’κανες που λες, θα ’κανες μια χαψιά τα πέλαγα και τα χιλιόμετρα, και θα το ’κανες.
Το ‘δα όνειρο –σκέψη αγκιστρωμένη εντός, έτσι δε λένε οι γνώστες;- πως ήμασταν λοιπόν στην πόλη που μυρίζει έρωτα και τρέλα κι αλητεύαμε δίχως σταματημό, και χοροπηδούσα σα παιδούλα και κρυβόμουνα στις γωνιές των δρόμων κι εσύ περνούσες τάχα μου αμέριμνος κι είχα έγνοια να σε τρομάξω, να πρωτοπρολάβω, μη φοβηθείς την αγάπη, μην τη φοβηθείς…
Λοιπόν, πέρα απ’ τα όνειρα που ’ναι μεγάλα για μας τους μικρούς, σα φορέματα φαρδιά, ξεχειλωμένα που μόνο για να κρύβεσαι κάνουν, θέλω να με ξαναπάς. Ν’ ανεμίζει η φούστα μου στα σκαλιά της Basilique du Sacré-Cœur κι εσύ να καθυστερείς ν’ ανέβεις, να κάνεις πως σκοντάφτεις κι έπειτα να λες πως βλέπεις κάτι να σαλεύει εκεί στα πόδια μου, στη φούστα από κάτω και να κολλάς το γέλιο σου στ’ αυτί μου και να νιώθω την επιθυμία σου να θυμώνει, ν’ αγριεύει, να με πιάνεις απ’ τη μέση και να βογκάει η ψυχή σου, ψυχή ανάλαφρη, γυμνή, εντελώς.
Θα πάμε, ναι; Θα πάμε και θα αλωνίζουμε την πόλη, μέρα – νύχτα, θα μπαινοβγαίνουμε στους σταθμούς του μετρό και θα χωνόμαστε στο βαγόνι την τελευταία στιγμή, τρέχοντας και χασκογελώντας. Και θα καθόμαστε σ’ αυτά τα μικρά καθίσματα που κλείνουνε μπροστά, που ’ναι μια σταλίτσα και θα σκύβω στ’ αυτί να σου γοργομιλώ να γίνεται η ανάσα μου μικρή ψιχάλα από φιλιά κι από παράπονα. Κι έπειτα θα σου τραγουδώ ριζίτικα έτσι χαμηλά, στ’ αυτί, μες στο βαγόνι, ναι, έξω απ’ τον σταθμό του Saint-Jacques Rochereau και θα χώνεσαι μες στα μαλλιά μου να λες «θεοκούζουλη κρητικιά, αντάρτικα μες στα παρίσια;»
Και θα χωνόμαστε βιαστικά σε κάποιο από κείνα τα υπέροχα καφέ στη Βαστίλη και θ’ ακούω τη λαχτάρα να ρέει στα σπλάχνα σου, να καίει τη ματιά σου και θα κάνω την αμέριμνη και θα σου δείχνω τα ζευγαράκια που κολλάνε τα κορμιά και φιλιούνται βασανιστικά στο δρόμο και θα λέω «εσύ δε με φιλάς ποτέ! Δε με λυπάσαι;» Και θα γέρνεις πίσω το κεφάλι και θα κουνάς το ποτήρι με τα παγάκια να μπερδευτεί ο ήχος με το γέλιο σου και θα με πλανεύεις «εγώ; Ποτέ, ποτέ, ποτέ!»
Κι έπειτα θα κατηφορίσουμε την Montparnasse, μ’ εκείνες τις λιχουδιές τις κολασμένες, ω, θεοί! Και θα μπουκώνεις το στόμα λαίμαργα κι εγώ θα σου κάνω γκριμάτσες να γελάς και θα λέω «πες, πες μου πως περνάς, πες…» Κι εσύ θα καμώνεσαι ψυχράδες και θα σοβαροφέρνεις. «Δεν έχω τίποτα να πω, παρά το όνομα μίας Μαρίας… Τι άλλο να πω;»
Ξανά πίσω νύχτα στη les Champs-Élysées να φτάσουμε στην Αψίδα του Θριάμβου και να ψιλοβρέχει και να στραγγίζεις τα χείλη σου στα μαλλιά μου κι όλη η ζωή μου να φεγγίζει στα μάτια σου. Κι εκεί, σ΄ αυτό το δρόμο τον αγαπημένο να δώσω στα νερά να ξεπλύνουν όλα τ’ άσχημα, κείνα τα βαριά τα μιλήματα και τις σιωπές τις τυραννικές και να συρθούν σ΄ έναν άλλον ουρανό οι λαχτάρες μας, αργά, σαν δυό κορμιά που πρωτομπαίνουν το ένα στ’ άλλο κι αναδεύονται δειλά πάνω σε σεντόνια ανακατεμένα, μαλακά, σαν σύννεφα…
Να σταματήσω τη ζωή εκεί, στη πόλη π’ αγαπήσαμε τόσο και που σημαίνει φως, να σταματήσω σ’ έναν παλμό μετέωρο, ν’ ακροβατήσω σ’ έναν στεναγμό, στη θύελλα και στην απανεμιά, σ’ ό,τι αγγίζει τη λαχτάρα μας.
Να βρώ θέλω τον ήλιο που κοιμίζουμε εντός μας σε τούτες τις ζωές τις μαραμένες, τις κουτσές κι ευνουχισμένες.
Σ’ ένα Παρίσι θα τον βρω, σ’ ένα βαγόνι, εκεί, κάτω απ’ τη γη, σ΄ ένα φιλί που θα μου κρεμάσεις στα μαλλιά, σε μια ματιά μου που θα χαϊδέψει το λαιμό σου.
Ήθελα να πω πως φεύγει η ζωή, μην το ξεχάσεις, ε; Της λέμε γειά καθημερινά, κι αυτή όλο στη τσίτα, στην εξώπορτα, τράβα τη μέσα, λίγο ακόμα να κάτσει εδώ, να μας θυμίζει όσα ξεχνάμε, όλα αυτά τα δεν και τα μπορεί και τα όταν και τα εάν και τα ίσως και τα θα δούμε…
Λοιπόν εντάξει, τέλειωσα. Ανοίγω τα μάτια. Εσύ δεν τα’ άκουσες όλα αυτά, ε; Δεν τα άκουσες. Στα ψέματα ήτανε! Η συμφωνία μας... Τώρα είσαι εδώ, έτσι; Είσαι εδώ…
Θα αλωνίζουμε πόλεις. Τι όνειρο υπέροχο κι αυτό. Ένα ζευγάρι πόδια και αχόρταγα μάτια θέλει μόνο.
Μαράκι μου αγαπημένο.