Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2007
Πίσω απ' τις γρίλιες

«Μας στέργει ο Θεός θυγατέρα μου, μη παρασυλλογάσαι…»
Η κουβέντα της μαυροντυμένης κυράς, κίνηση μάνας που μεσονυχτίς τραβά στρωσίδι σε ξεσκέπαστη πλάτη παιδιού, κράτησε μετέωρη τη σκέψη. Για λίγο. Φαντάσου τι ύφος έχω, σκέφτηκα. Τέτοιο βύθισμα πια… Χαμογέλασα αμήχανα, σα να μου ’ρθε δώρο από συγγενή ξενιτεμένο, έφτυσα ένα «το ελπίζω» κι άνοιξα το βήμα.

Πρώτη φορά τόση πικράδα ν’ αχνίζει απ’ τους πόρους. Σχεδόν σύρθηκα στο εκλογικό τμήμα, εντίμως μιλώ. Στο πεισμωμένο μου χείλι το χρωστώ, που ανταρτεύει και δεν καταπίνει μονοκοπανιά τους ποταμούς των ταξιμάτων και των ανώφελων προσδοκιών.


Πήρα τη χαρτούρα και χώθηκα πίσω απ ΄την κουρτίνα. Η μοναξιά της απόφασης. Και της ευθύνης το βάρος. Φαντάσου, σκέφτηκα, αντί για παραβάν να υπήρχανε γρίλιες. Και μάτια πολλά να τις ανοιγοκλείνανε. Παιδικά, ανήξερα και σαστισμένα, γέρικα, απελπισμένα και μόνα, νεανικά, θυμωμένα κι αποφασιστικά.
Μάτια που δεν θα κρυφοκοιτούσανε το στυλό, να δουν που παν τα δάχτυλα, μα, θα γινότανε καρφιά να πελεκήσουν τα δικά μου μάτια. Θα γινότανε θύμησες, χρέη, οφειλές, κουβέντες μισοτελειωμένες, πράξεις τσαλαπατημένες, συμβόλαια κακογραμμένα, προδοσίες που βαφτίζονται νέα δεδομένα, αξιοπρέπειες τσαλακωμένες, ερωτηματικά π’ ακροβατούν, που δεν αρθρώθηκαν ποτέ γιατί «ο χρόνος μας πιέζει»…


Φαντάσου να ’χαμε καμπανάκια να χτυπούν εκείνη την ιερή -για τους πολιτικούς θεσμούς- ώρα. Τριγύρω φωνές συνταιριασμένες, να μας λέγανε για το Σάμινα και τη Ρικομέξ, το χρηματιστήριο, τα Ίμια, τα πάμπερς και τους κουμπάρους, τις πλημμύρες και τις φωτιές, τα Τέμπη και το Σινούκ, τη μαραζωμένη Πελοπόννησο, την τσακισμένη παιδεία, τον κλινήρη πολιτισμό, τον ανάπηρο κρατικό μηχανισμό.
Να μας έδειχναν με το δάχτυλο, υπενθυμίζοντάς μας το πελατειακό αλισβερίσι που ’χει γεμίσει βαθιές κακώσεις το κοινωνικό σώμα.
Ορυμαγδός φωνών, καταπόνηση της λήθης, της συνείδησης ξύπνημα.
Θα ’τανε –λέω- αλλιώτικος ο διαλεώνας για την κνισάρα της μνήμης.
Δε θα ’τανε η κρούστα μόνο ορατή, μα και το κατακάθι.

Τώρα θα μου πεις, μα πρέπει να ’μαι ελεύθερος να ψηφίζω, χωρίς επιδράσεις και παρεμβάσεις, ειδικά την τελευταία στιγμή. Χε! Ναι, ε; Το αίτημα για Ελευθερία είναι βίωμα συνειδησιακό κι εκεί μέσα, στη συνείδηση εννοώ, θαρρώ πως δεν έχουμε παρά μόρια σκόνης αιωρούμενα κι αόρατα σχεδόν.
Μόνο ελεύθεροι που δεν είμαστε μέσα στη χαύνωση της κριτικής στάσης ζωής. Που θα ΄πρεπε να ’ναι και κριτική ορμής, και κριτική εγρήγορσης, με αντανακλαστικά γερά κι αστραπιαία. Ελεύθεροι που; Σ΄ αυτήν την προπαγάνδα που φοράει το κοστούμι «λέγε με επικοινωνιακή πολιτική;»
Ελεύθεροι, εντάξει. Στις επιλογές μας. Στην καπήλευση των ονείρων μας, στο να κρατιόμαστε μακριά από τα ουσιώδη της ζωής, στο να βγάζουμε σε πάγκους προς πώληση την ποιότητα της ζωής μας, στο να εθιζόμαστε για τα καλά στη θρασύτητα της εξουσίας.

Ένα… ξυπνητήρι μνήμης, ένας ήχος υπενθύμισης συνείδησης, καλό θα ΄κανε θαρρώ.
Κόντρα στη κακόνοια και τη μικρόνοια που μας ταλανίζουν, ενάντια σ΄ εκείνη την τακτική εξαγοράς της ζωής μας, των ονείρων μας, της σκέψης μας.


Έκλεισα το φάκελο και τον έριξα στην κάλπη νιώθοντας ξενιτεμένη, στην ίδια την πατρώα γη μου. Μια βαθιά, μια άγρια μοναξιά μέσα μου.
Άστα να πάνε στην ευχή. Καλύτερα να ήμουνα σαν τη μαυροφορεμένη κυρά κι εγώ. Να ΄χα θεό να με βλέπει, να ’χα και την κακοδαιμονία μου για φταίχτρα, να ΄χα κι ένα «δε βαριέσαι» στην άκρη των χειλιών.

Λειψή όμως είν’ η πίστη μου κι όλα τα περί κακών γενικώς και αορίστως, δύσκολα τα βολεύω. Κι η ελπίδα μου, ένα βήμα μπρος και δύο πίσω πάει. Σαν τους πολιτικούς κι αυτή. Καμώνεται πως επικοινωνεί με τον απέναντι και τον δίπλα, οπουδήποτε κι οποτεδήποτε, μόνο και μόνο για να μην επικοινωνεί με κανέναν, ποτέ και πουθενά, στ’ αλήθεια.




(Η φωτογραφία είναι της Zehra Gurcan)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 16:32 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 52 ανάσες
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2007
Ποιός τη ζωή μου, ποιός την κυνηγά;

Τις τελευταίες νύχτες έχω εφιάλτες. Κάθιδρη ξυπνώ μες στα σκοτάδια, σκιές αναδεύουν τα σεντόνια μου και σιχαμερά δαιμόνια αργοσαλεύουν με τις κροταλίζουσες ουρές τους. Έρχονται που λες, την ώρα που αγκάλες με κρατούν –για κείνες του Μορφέα λέω-, έρχονται και με ζώνουνε μορφές οικείες, δε μπορώ να πω, μα… πως μοιάζουνε μ’ αρπαχτικά, πως μοιάζουν! Κι όταν ο δικός σου άνθρωπος γίνεται απειλή, είναι βαρύς ο πόνος.

Αγριεμένοι εφιάλτες με εικόνες αποκρουστικές:
Δωμάτιο τεράστιο, γυμνό. Μαύρο, λεηλατημένο. Στη γωνία εγώ, τιμωρία θα ’λεγες με βάλανε, τραύμα παιδικό που αιμορραγεί, κι ένα σωρό μορφές, που στην αρχή μοιάζουν φωτεινές μα γρήγορα σκοτεινιάζουν, να με κυκλώνουν κι άναρθρα, ασύντακτα να φωνασκούν.
Εύκολα τους διακρίνω. Γνώριμοι παλιοί. Ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης, μ΄ ένα σωρό κόλακες κι αυλικούς τριγύρω, μου κάνουν σκέρτσα πονηρά, πεταχτά φιλιά μου τάζουν, που επιμελώς κρύβουνε δόντια καλά λιμαρισμένα.
Ξωπίσω τους οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστές ν’ απλώνουν χέρι να με μαγνητίσουν, να με τραβήξουν, να μου κάνουν μάγια πες.

Οι μπροστάρηδες, εκείνοι «της πρώτης γραμμής» λοιπόν, έχουν βλέμμα αγγελικό• στάζει έγνοια και γλυκάδα. Μα παρακάτω, αν δεις τα νύχια τους, είναι μαυριδερά, γαμψά, ακονισμένα. Με πλησιάζουνε με θόρυβο πολύ, μα μένα με πονούν αφόρητα τ’ αυτιά μου! Ρίχνουν και φώτα για να δω, μα ξέρεις, το περίσσιο φως τυφλώνει.
Κι οι δυο τους, με μόνιμα κρεμασμένο το παιδιάστικο μειδίαμα, έχουν ασύμμετρη κορμοστασιά, σχεδόν δανεισμένα μέλη. Κωστάκης και Γιωργάκης, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ. Έρχονται προς εμένα με βήμα συγχρονισμένο και χώνουν το μακρύ χέρι στις τσέπες, στη καρδιά και στο κεφάλι μου. Αρπάζουν πράγματα, εικόνες, βιώματα, σκέψεις, ελπίδες, κέρματα που κουδουνίζουν… Γοργά-γοργά, με το κοντό το χέρι χώνουν μερικά στο κόρφο τους κι άλλα δίνουν σ’ όσους βρίσκονται τριγύρω τους. Τους αυλικούς, τους παρατρεχάμενους.
Στο κεφάλι μου βέβαια, προσπαθούν να στριμώξουν ό,τι σκουπιδαριό έχουν –ήδη- με περισσή επιμέλεια μαζέψει.

Το χειρότερο το κάνουν σε κάτι πολύχρωμες, αιθέριες φιγούρες που ξεπηδούν απ’ το κεφάλι μου• τα όνειρά μου είναι, το καταλαβαίνω αμέσως. Απλώνουν τις μακριές χερούκλες τους, τα σφίγγουν με μανία κι έπειτα τα βάζουνε στο κέντρο του δωματίου, κάθονται σε κύκλο γύρω τους, όλοι, μα όλοι, και τα βγάζουνε σε πλειστηριασμό. Τα διαπραγματεύονται με λύσσα, ώσπου εκείνα, απ’ τον συνεχόμενο στραγγαλισμό, ξεψυχούν.

Τότε, μου φέρνουνε μπαγιάτικη σούπα να με παρηγορήσουν, με ταγκίλα βαριά, κι εγώ, με το άδειο μου στομάχι και το στραγγισμένο μου μυαλό, τους ακούω να μηρυκάζουν λόγια και λόγια και λόγια…

Να ‘μαι… Όλο να χώνομαι στη γωνιά μου, μαργωμένο θεριό η ψυχή μου, να μαζεύεται…

Έπειτα έρχονται ξανά κοντά μου και σκορπούν γύρω μου σωματίδια αιθάλης από λιβάνια και μαντζούνια διάφορα. Αρχίζουν και τρέχουν μανιασμένα, καλπάζουν σχεδόν, παίζοντας κρυφτό. Καμώματα και τούτα! Τρέχουν και κρύβονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κι όλοι μαζί πίσω από το δάχτυλό τους. «Βρες μας, βρες μας!», μου φωνάζουν.
Μετά πιάνουν τη κολοκυθιά, για ώρα πολλή και με βάζουν με το ζόρι να τους ακούω και να κουνώ κεφάλι συγκαταβατικά. «Όχι εγώ εσύ, όχι εσύ, εγώ».

Το τρίτο παιχνίδι-βασανιστήριο που αναγκάζομαι να υποστώ είναι λέξεις δίχως γράμματα, χωρίς περιεχόμενο, πιο σωστά. Ανοίγουνε τις τεράστιες μπούκες τους, καταπίνουν μπόλικο αέρα και αργά-αργά τον εκπνέουν σε λέξεις. Αλαμπουρνέζικα τα λέγαμε μικροί. Ταιριάζει.

Μετά απ’ όλα τούτα, με ζορισμένες, πεισμωμένες παλάμες, μου βάζουν στη χούφτα μοιρογνωμόνια κι αλφάδια να κάτσω να μετρήσω και να δω ποιος είναι ο λιγότερο χειρότερος απ’ όλους. Έτσι, στρώνονται στις εξισώσεις και στις τετραγωνικές ρίζες και μου τρώνε τ’ αυτιά, «αν δείξεις αυτόν θα πάθει αυτό ο άλλος, ενώ στον επόμενο θα συμβεί αυτό κι ίσως τότε ο προηγούμενος τα κάνει πλακάκια με τον τελευταίο κι έχεις ευθύνη και μπλα, μπλα, μπλα»…
Έχουνε και ζυγαριά μεγάλη, με βαρίδια, όπως τις παλιές που ’χε ο παππούς μου σ΄ εκείνο το μαγαζάκι «εδώδιμα αποικιακά» το έλεγε, και με βάζουνε να τους σηκώσω –κορίτσι λιγνό εγώ- να τους βάλω πάνω να δω λέει ποιος είναι ο λίγος και ποιος ο πολύς.

Κι είναι τότε, η μόνη στιγμή που ο εφιάλτης παγώνει και γλυκαίνεται η νυχτιά γιατί έρχεται θολή η θωριά του παππού να μου πει «ό,τι νιώθεις εγγόνα μου, μόνο αυτό που λέει μέσα η καρδιά, η συνείδηση, μόνο αυτή ξέρει, όχι οι αριθμοί!»
Κι είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκοτεινιάζει τ’ όνειρο κι η κουστωδία, αυτή η χορωδία η παράφωνη, η αιμοπότρα, αρχίζει και γελάει δυνατά, αγριεμένα.

Κι είναι μέσα στο γέλιο αυτό που κοχλάζει, ίδια όπλων κλαγγή, τότε είναι που ξυπνώ. Μες στα χειροκροτήματα της ακολουθίας τους, που ψέλνει την επωδό. Χατζηνικολειάδα ή Τρέμεια την είπανε, κι εγώ θα σας γελάσω…

Και μασάω τη ζέστα του τραγουδιού να φύγει ο πανικός
«ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», λέω και ξαναλέω. "Ποιός την κυβερνά", επαναλαμβάνω.
Και την ίδια στιγμή τρέχω με παλμούς π’ αγωνιούν κι ανοίγω τον Ιγνιάτσιο Σιλόνε, τον συγγραφέα, τον στρατευμένο στην πολιτική και διαβάζω:

«H κυβέρνηση έχει ένα χέρι μακρύ κι ένα κοντό. Με το μακρύ παίρνει τα πάντα και φτάνει παντού. Με το κοντό, δίνει, αλλά μόνο σ' εκείνους που βρίσκονται κοντά της»

Κι αλλού:
«Έπειτα από τόσες θλίψεις και τόσα πένθη, τόσα δάκρυα και τόσες πληγές, τόσες αδικίες και τόση απελπισία, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;»

Σταματώ και κοιτάζω γύρω. Μες στη νύχτα, ναι. Στρέφομαι στα φώτα τ΄ ανύπαρκτα, που έτσι, αφού δεν υπάρχουν δηλαδή, δεν δίνουν υπόσταση και μέγεθος στους κούφιους με τη στέρφα καρδιά. Στις μιλιές τις βουβαμένες, που έτσι, αφού δεν ακούγονται, δε μεγεθύνουν αυτό το τίποτα το κυρίαρχο, που μες στη στειρότητά του, γεννά πολλά μικρά «τίποτα», παντού.

Κι εκεί στη σιωπή την άγια, έρχεται στο νου, κουβέντα κρητική, λεβέντικη. Σα να ΄ναι ο παππούς, ξανά.
«Ξα σου». Πάει να πει, εξουσία σου. Εξουσία μου. Κάνε ό,τι θες.

Παίρνω ανάσα βαθιά και δίπλα στην αγρύπνια μου λογαριάζω με ματιά σα σαϊτιά αυτό που λέμε αυτεξούσιο τ’ ανθρώπου.
Μπροστά στο φόβο να ξαναδώ τ’ όνειρο ή να νανουρίσω τη κουτσουρεμένη σκέψη μου, περιμένω το ξημέρωμα. Θα ’ρθει, δε θα ’ρθει;


(Η ζωγραφιά είναι από το deviantart.com)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:40 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 24 ανάσες
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007
Οι μνηστήρες της εξουσίας

Ξεφυλλίζω διάφορα πολύχρωμα, γυαλιστερά έντυπα –ακαλαίσθητα τα περισσότερα-, όπου φιγουράρουν οι "καλλιτεχνικές" φωτογραφίες των επίδοξων Πατέρων και Μητέρων (ξενίζει ο όρος μα πως αλλιώς;) του Έθνους. Σκαλώνει η ματιά σε βιογραφικά σημειώματα, σοβαντισμένα με προσοχή, περασμένα με βερνίκι εντυπωσιακό, ώστε να κερδίζουν τον αναγνώστη• κυρίως τον βιαστικό, τον τρεχάτο. Να κοντοσταθεί, να καμαρώσει, να χειροκροτήσει, που ο επίδοξος εκπρόσωπός του έχει ένα σακί προεδρικούς τίτλους, που υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο στρατό ή που τεκνοποίησε τρις και τα καμάρια του έχουν διακρίσεις σε σχολικά πρωταθλήματα.
Και να λοιπόν οι βαρύγδουπες ετικέτες, οι χαρακτηρισμοί οι φανφαρόνικοι, οι κουβέντες οι βαρυφορτωμένες, οι παρακεντημένες, που –το νιώθεις και αγανακτείς!- βγάζουν με θράσος τη γλώσσα στην στοιχειώδη κρίση που, εν πάση περιπτώσει, οφείλει να έχει κάθε ορθώς σκεπτόμενος άνθρωπος.
Στρωμένος ο δρόμος της εξουσίας με ρόδα, -τι δρόμος… αυτή η φωταγωγημένη, ολόλαμπρη λεωφόρος- γιατί το απολυτήριο Λυκείου ήταν με «άριστα», ή ο τάδε σύλλογος έδωσε διάκριση ζηλευτή.
Δηλαδή… πως κατακτάται η εύνοια της κοινής γνώμης;
Με ποια στρατηγική, με ποια βαθυστόχαστη τακτική φλερτάρουν με τη ψήφο μας;
Τι να προσμένει κανείς ως ελπίδας αχτίδα, έστω θαμπή, και τι είδους προσδοκίες να υφαίνει εντός του;
Όταν απ’ το στόμα του επίδοξου βουλευτή εξέρχονται τόσες πομφόλυγες και «άλλα ηχηρά παρόμοια» που λέει κι ο Καβάφης δίχως ανατριχίλα καμιά, κοκκίνισμα ελαφρύ, έστω, τι να διαφανεί στον ορίζοντα τον μελλοντικό…

Οι κυράδες οι δημοφιλείς και πολυγυρίστρες, η Οίηση και η Έπαρση, είναι εντελώς σιχαμερές στα καθημερινά πρόσωπα και στα ιδιωτικά δώματα.
Στα δημόσια σκαλιά όμως, είναι όχι απλά κατάπτυστες, αλλά και επικίνδυνα χυδαίες.

Τώρα θα μου πεις, εδώ σουλατσάρει στο πολιτικό σκηνικό τρισάθλια «τραγουδιάρα» που λέει κι ο νταλκαδιάρης λαός, και μάλιστα με αναιδές ύφος, προσβλητικό, υβριστικό πιο σωστά, για κάθε κοινό νου. Λες και με βαλαντωμένα γρυλίσματα, έχει πιθανότητες να εισβάλλει στον «Ναό της Δημοκρατίας».

Ντρέπομαι για πολλά δημόσια πρόσωπα που μας κυκλώνουν και γυρεύω απεγνωσμένα μια σανιδούλα να πιαστώ. Βρεγμένη ίσως να ήταν πιο αποτελεσματική, θα μου πεις…

Η θεοποίηση της γελοιότητας και της κακογουστιάς μέσα από εξευτελιστικές μουσικές που συνοδεύουν υποψηφιότητες βουλευτών! Πανηγυριώτικες κορώνες θριάμβου που ούτε διαδρομές μεθυσμένες δεν παρηγορούν…

Ωραία, υπάρχει και η λούμπεν οπτική, σαφώς, αλλά να εισβάλλει κι εκεί που νομοθετεί ο λαός; Ήμαρτον!

Από την άλλη, ο λαός έχει (και οφείλει να έχει) πολύπλευρη εκπροσώπηση.
Για να είναι εκεί κάμποσοι υποψήφιοι -που μόνο βίο «έντιμου ανδρός» δεν έχουν-, πάει να πει ότι κάποιοι τους στηρίζουν. Και ίσως, αρκετοί να τους ψηφίσουν.
Άρα, είναι κομμάτι της κοινωνίας. Και δείγμα κοινωνικής παθογένειας, σαφώς, αλλά η δημοκρατία δεν έχει ελιτίστικη οπτική. Ούτε απαιτεί περγαμηνές από τους εκπροσώπους του λαού. Και ορθώς. Τουναντίον, δέχεται στους κόλπους της, ακόμα και κείνους που ενδέχεται να την ανατρέψουν. Κι εδώ αναδεικνύεται η δύναμη του λαού, η εσωτερική ορμή κι η συνοχή του: στον περιορισμό όλων αυτών των δυσωδών φαινομένων.
Εύκολο το ΄χεις; Άρα…
Για να μην πω ότι αυτά που φαίνονται διά γυμνού οφθαλμού είναι τα λιγότερο επικίνδυνα… Τα άλλα, τα λουστραρισμένα, είναι και τα περισσότερα.

Αχ, αυτές οι ακριβοθυγατέρες της Αρετής, η Αιδώς και η Σεμνότητα, πόσο ακριβοθώρητες είναι!
Παρηγοριά ισχνή, ίσα που αναπνέει, η σκέψη πως αρκετοί –ο περισσότεροι εύχομαι- από τους αλαζόνες ανόητους υποψήφιους… γαμπρούς της εξουσίας, θα φάνε ωραιότατη χυλόπιτα. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τις νύφες, που συναγωνίζονται τους άντρες συνυποψηφίους τους, σε μηρυκασμούς αναίσχυντων φληναφημάτων.

Να επιστρέψουν λοιπόν, εύχομαι από καρδιάς, όλοι ετούτοι οι μασκοφόροι δημαγωγοί με τα cool-wool ταγεράκια και τις γραβατωμένες α-συνειδητότητες, να γυρίσουν λέω, εκεί που ανήκουν.
Στη χορεία των ανέραστων μνηστήρων της εξουσίας. Των ευνουχισμένων στη ψυχή, στη θέληση και στη μπόρεση, στο ανάστημα και στη μέσα θωριά.

Αν και εδώ που τα λέμε, θαρρώ πως όσο φυλαμμένα και να’ χει τα νώτα της η εξουσία, δεν αποφεύγεται με τίποτα ο βιασμός της.

Κι εδώ μάλιστα, θα είναι και δημόσιος.



( Η φωτογραφία είναι του Derek Ρidgers )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 23:32 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007
Το Εκλογικό Σώμα.
Εναλλακτικά, ο Κυρίαρχος Λαός
"Α! Να ένας υπήκοος!",
φώναξε ο βασιλιάς μόλις είδε τον μικρό πρίγκιπα.

Κι ο μικρός πρίγκιπας αναρωτήθηκε:
"Πως μπορεί να με αναγνωρίζει,
αφού ποτέ μέχρι τώρα δεν με είδε;"

Δεν ήξερε ότι για έναν βασιλιά ο κόσμος είναι πολύ απλοποιημένος.
Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι!


Antoine de Saint-Exupery, Ο μικρός πρίγκιπας




(Η δημιουργική εικονογράφηση είναι του Dick Smolinski )
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:34 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 37 ανάσες
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007
Σε παίρνει για ταξίδι μια Σειρήνα...


Θεόξερα τα χείλη μου, το ’χουν ανάγκη μεγάλη. Λαίμαργα γυρεύουνε νερά να ποτιστούν• αλμυρά αν είναι δυνατόν, να μουσκέψουν τις ραγισματιές, να μουλιάσουν κάθε χαρακιά κι ας γίνει αψιά η γεύση.
Άλλα
να φοβάσαι σαν σε κερνάνε, όχι τη θάλασσα.
Λαχτάρα λοιπόν για πισωγύρισμα σε ταξιδιάρες στιγμές που βρέχανε τη ψυχή με αγιασμό πελαγίσιο και φουσκώνανε την ανάσα να χωράει μπόλικο θαλασσί, να πάρει και περισσεύματα για την πόλη, να σταλάζει χρώμα στ’ όνειρο το φθινοπωρινό.

Γλιστρώ στα μέσα τα νερά και βλέπω βράχους να ξεπηδούν αποκομμένοι απ’ τη στεριά, πέτρα και χρώμα σίδερου, άνυδρες αγριάδες, λευκότητα που καθαγιάζει.
Λίγο ακόμα, για να βρέξω τα χέρια και το πρόσωπο, να στεγνώσει ο ήλιος το νερό, ν’ απομείνει η αλμύρα να τεντώσει η σάρκα.
Πέλαγο τρελαμένο απ’ την ίδια του τη σμαραγδένια ομορφιά, πικροδάφνες που μαζεύουν γλυκό νερό στις ρίζες, κορμιά που τρίβονται στην άμμο, γλαροπούλια και δελφίνια.

Πράματα και θαύματα. Στην ίδια πατρίδα, την ασυλλόγιστη.
Να λες «θα ζητήσω ισόβια άδεια», να δω να χτυπούν οι αφροί της προπέλας τη γη. Να μείνουν να θυμίζουν πως αυτή τη θάλασσα, την οργώνουν με πανί, με κουπί, με σίδερο, αιώνες τώρα οι άνθρωποι.

Η ράτσα χαρτογραφεί τη ρότα της και στα νερά του Αιγαίου. Αλλιώτικη εκεί. Γυμνή. Σαν το θεό στα ξωκλήσια. Ένας σταυρός, ένα καντήλι, ένα εικόνισμα. Τίποτ’ άλλο.

Μια ντομάτα, δύο παξιμάδια και παγωμένο κρασί. Τα ακριβά. Τα πανάκριβα.
Οι αστερισμοί βολτάρουν πάνω απ’ τα κεφάλια, στεφανώνουν την απόλυτη γαλήνη, τρέφουν τις σκέψεις με ηρεμία που αχόρταγα θησαυρίζει η ψυχή.

Και στα νησιά –το ξέρεις;-, τα νυχτολούλουδα ευωδιάζουν.
Να μπορεί τάχα κανείς να κοιμηθεί αγκαλιά με πικροδάφνες;
Πρόθυμος ο ύπνος και στην αγκάλη τη θαλασσινή.
Καράβι τ’ όνειρο, πανί λευκό το χάδι…
Κι ο Ελύτης γλυκοπαραφυλάει:


Τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο
Τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
Τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
Τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο
Στο Γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα
Έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
Με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια…


Τώρα, που το φως του καλοκαιριού είναι ακόμα σπλαχνικό κι η ματιά γεμάτη σκιές απ’ όσα γίνανε, αποχαιρετώ το καλοκαίρι. Με τα καλύτερα που έζησα κατά τη ρότα του.
Γράφω σήμερα για τον Καπετάνιο που μ’ έριξε στα εννιά μποφώρ (μη γυρεύετε φωτογραφίες, που να βγουν μες στη θαλασσοταραχή!) για να δει αν αντέχω το βίωμα κείνης της κουβέντας που ξεστόμισα φτηνοφιλοσοφώντας:
Αυτό (η ζωή του καθενός), δεν είναι πρόβα.
Είναι η πρώτη και η τελευταία παράσταση.

Εντάξει μωρέ Καπετάνιε μου, το’πα. Έπρεπε δηλαδή να κάνουμε σώνει και καλά την παράσταση… «τελευταία»;

Όλα καλά. Και τα όνειρά μας στοιβάζονται αστράγγιστα. Για να’ χουν αλάτι να ποτίζουν τους χειμώνες. Που μοιάζουνε θεριά. Μα αν είναι κάτι να μας κατασπαράξει, ξέρω πιά, είναι της μέσα ξηρασίας τα ρήγματα.
Προχωράμε;
Ναι. Γιατί το τώρα είναι εδώ κι έχει πέλαγο για ποτιστήρι.
Σου λέω, μπορεί ακόμα και ν' ανθίσει.




(Maria Muldaur - I am sailing

Ο τίτλος είναι από το Κακοήθες Μελάνωμα
που έγραψε η πένα η δυνατή του Άλκη Αλκαίου, στην μνήμη του Νίκου Πουλαντζά. Μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος. Μου’χε κολλήσει όλη μέρα κι είπα να το βγάλω στο φως να ξορκιστεί. Είναι που τελευταία, όλο και μπερδεύονται στα πόδια μας
καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι,
παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι,
διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι,
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι…

Κι εγώ; Χμ…
«Τα ναύλα μου δε θ' αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσο
»)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 02:18 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 23 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape