Θεόξερα τα χείλη μου, το ’χουν ανάγκη μεγάλη. Λαίμαργα γυρεύουνε νερά να ποτιστούν• αλμυρά αν είναι δυνατόν, να μουσκέψουν τις ραγισματιές, να μουλιάσουν κάθε χαρακιά κι ας γίνει αψιά η γεύση.
Άλλα να φοβάσαι σαν σε κερνάνε, όχι τη θάλασσα.
Λαχτάρα λοιπόν για πισωγύρισμα σε ταξιδιάρες στιγμές που βρέχανε τη ψυχή με αγιασμό πελαγίσιο και φουσκώνανε την ανάσα να χωράει μπόλικο θαλασσί, να πάρει και περισσεύματα για την πόλη, να σταλάζει χρώμα στ’ όνειρο το φθινοπωρινό.
Γλιστρώ στα μέσα τα νερά και βλέπω βράχους να ξεπηδούν αποκομμένοι απ’ τη στεριά, πέτρα και χρώμα σίδερου, άνυδρες αγριάδες, λευκότητα που καθαγιάζει.
Λίγο ακόμα, για να βρέξω τα χέρια και το πρόσωπο, να στεγνώσει ο ήλιος το νερό, ν’ απομείνει η αλμύρα να τεντώσει η σάρκα.
Πέλαγο τρελαμένο απ’ την ίδια του τη σμαραγδένια ομορφιά, πικροδάφνες που μαζεύουν γλυκό νερό στις ρίζες, κορμιά που τρίβονται στην άμμο, γλαροπούλια και δελφίνια.
Πράματα και θαύματα. Στην ίδια πατρίδα, την ασυλλόγιστη.
Να λες «θα ζητήσω ισόβια άδεια», να δω να χτυπούν οι αφροί της προπέλας τη γη. Να μείνουν να θυμίζουν πως αυτή τη θάλασσα, την οργώνουν με πανί, με κουπί, με σίδερο, αιώνες τώρα οι άνθρωποι.
Η ράτσα χαρτογραφεί τη ρότα της και στα νερά του Αιγαίου. Αλλιώτικη εκεί. Γυμνή. Σαν το θεό στα ξωκλήσια. Ένας σταυρός, ένα καντήλι, ένα εικόνισμα. Τίποτ’ άλλο.
Μια ντομάτα, δύο παξιμάδια και παγωμένο κρασί. Τα ακριβά. Τα πανάκριβα.
Οι αστερισμοί βολτάρουν πάνω απ’ τα κεφάλια, στεφανώνουν την απόλυτη γαλήνη, τρέφουν τις σκέψεις με ηρεμία που αχόρταγα θησαυρίζει η ψυχή.
Και στα νησιά –το ξέρεις;-, τα νυχτολούλουδα ευωδιάζουν.
Να μπορεί τάχα κανείς να κοιμηθεί αγκαλιά με πικροδάφνες;
Πρόθυμος ο ύπνος και στην αγκάλη τη θαλασσινή.
Καράβι τ’ όνειρο, πανί λευκό το χάδι…
Κι ο Ελύτης γλυκοπαραφυλάει:
Τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο
Τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
Τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
Τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο
Στο Γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα
Έως όλο το μάκρος τους τ’ αφρισμένα
Με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια…
Τώρα, που το φως του καλοκαιριού είναι ακόμα σπλαχνικό κι η ματιά γεμάτη σκιές απ’ όσα γίνανε, αποχαιρετώ το καλοκαίρι. Με τα καλύτερα που έζησα κατά τη ρότα του.
Είναι η πρώτη και η τελευταία παράσταση.
Εντάξει μωρέ Καπετάνιε μου, το’πα. Έπρεπε δηλαδή να κάνουμε σώνει και καλά την παράσταση… «τελευταία»;
Όλα καλά. Και τα όνειρά μας στοιβάζονται αστράγγιστα. Για να’ χουν αλάτι να ποτίζουν τους χειμώνες. Που μοιάζουνε θεριά. Μα αν είναι κάτι να μας κατασπαράξει, ξέρω πιά, είναι της μέσα ξηρασίας τα ρήγματα.
Προχωράμε;
Ναι. Γιατί το τώρα είναι εδώ κι έχει πέλαγο για ποτιστήρι.
Σου λέω, μπορεί ακόμα και ν' ανθίσει.
καχύποπτοι, ανύποπτοι και ύποπτοι,
παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι,
διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι,
μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι…
Κι εγώ; Χμ…
«Τα ναύλα μου δε θ' αγοράσω
γιατί απόμεινα στον άσο»)
Oh Captain my Captain!
Παίρνεις στο μπάρκο σου εποχιακούς λαθρεπιβάτες που τα ρούχα τους μυρίζουν έλατο;
Με κορόϊδεψε η δροσιά του βουνού, με ξεγέλασε και επέστρεψα.....
Ψάχνω γερό σκαρί για κόντρα μπάρκο...
Καμιά ιδέα;
(Καλό Φθινόπωρο να πούμε;;...)