«Μας στέργει ο Θεός θυγατέρα μου, μη παρασυλλογάσαι…»
Η κουβέντα της μαυροντυμένης κυράς, κίνηση μάνας που μεσονυχτίς τραβά στρωσίδι σε ξεσκέπαστη πλάτη παιδιού, κράτησε μετέωρη τη σκέψη. Για λίγο. Φαντάσου τι ύφος έχω, σκέφτηκα. Τέτοιο βύθισμα πια… Χαμογέλασα αμήχανα, σα να μου ’ρθε δώρο από συγγενή ξενιτεμένο, έφτυσα ένα «το ελπίζω» κι άνοιξα το βήμα.
Πρώτη φορά τόση πικράδα ν’ αχνίζει απ’ τους πόρους. Σχεδόν σύρθηκα στο εκλογικό τμήμα, εντίμως μιλώ. Στο πεισμωμένο μου χείλι το χρωστώ, που ανταρτεύει και δεν καταπίνει μονοκοπανιά τους ποταμούς των ταξιμάτων και των ανώφελων προσδοκιών.
Πήρα τη χαρτούρα και χώθηκα πίσω απ ΄την κουρτίνα. Η μοναξιά της απόφασης. Και της ευθύνης το βάρος. Φαντάσου, σκέφτηκα, αντί για παραβάν να υπήρχανε γρίλιες. Και μάτια πολλά να τις ανοιγοκλείνανε. Παιδικά, ανήξερα και σαστισμένα, γέρικα, απελπισμένα και μόνα, νεανικά, θυμωμένα κι αποφασιστικά.
Μάτια που δεν θα κρυφοκοιτούσανε το στυλό, να δουν που παν τα δάχτυλα, μα, θα γινότανε καρφιά να πελεκήσουν τα δικά μου μάτια. Θα γινότανε θύμησες, χρέη, οφειλές, κουβέντες μισοτελειωμένες, πράξεις τσαλαπατημένες, συμβόλαια κακογραμμένα, προδοσίες που βαφτίζονται νέα δεδομένα, αξιοπρέπειες τσαλακωμένες, ερωτηματικά π’ ακροβατούν, που δεν αρθρώθηκαν ποτέ γιατί «ο χρόνος μας πιέζει»…
Φαντάσου να ’χαμε καμπανάκια να χτυπούν εκείνη την ιερή -για τους πολιτικούς θεσμούς- ώρα. Τριγύρω φωνές συνταιριασμένες, να μας λέγανε για το Σάμινα και τη Ρικομέξ, το χρηματιστήριο, τα Ίμια, τα πάμπερς και τους κουμπάρους, τις πλημμύρες και τις φωτιές, τα Τέμπη και το Σινούκ, τη μαραζωμένη Πελοπόννησο, την τσακισμένη παιδεία, τον κλινήρη πολιτισμό, τον ανάπηρο κρατικό μηχανισμό.
Να μας έδειχναν με το δάχτυλο, υπενθυμίζοντάς μας το πελατειακό αλισβερίσι που ’χει γεμίσει βαθιές κακώσεις το κοινωνικό σώμα.
Ορυμαγδός φωνών, καταπόνηση της λήθης, της συνείδησης ξύπνημα.
Θα ’τανε –λέω- αλλιώτικος ο διαλεώνας για την κνισάρα της μνήμης.
Δε θα ’τανε η κρούστα μόνο ορατή, μα και το κατακάθι.
Τώρα θα μου πεις, μα πρέπει να ’μαι ελεύθερος να ψηφίζω, χωρίς επιδράσεις και παρεμβάσεις, ειδικά την τελευταία στιγμή. Χε! Ναι, ε; Το αίτημα για Ελευθερία είναι βίωμα συνειδησιακό κι εκεί μέσα, στη συνείδηση εννοώ, θαρρώ πως δεν έχουμε παρά μόρια σκόνης αιωρούμενα κι αόρατα σχεδόν.
Μόνο ελεύθεροι που δεν είμαστε μέσα στη χαύνωση της κριτικής στάσης ζωής. Που θα ΄πρεπε να ’ναι και κριτική ορμής, και κριτική εγρήγορσης, με αντανακλαστικά γερά κι αστραπιαία. Ελεύθεροι που; Σ΄ αυτήν την προπαγάνδα που φοράει το κοστούμι «λέγε με επικοινωνιακή πολιτική;»
Ελεύθεροι, εντάξει. Στις επιλογές μας. Στην καπήλευση των ονείρων μας, στο να κρατιόμαστε μακριά από τα ουσιώδη της ζωής, στο να βγάζουμε σε πάγκους προς πώληση την ποιότητα της ζωής μας, στο να εθιζόμαστε για τα καλά στη θρασύτητα της εξουσίας.
Ένα… ξυπνητήρι μνήμης, ένας ήχος υπενθύμισης συνείδησης, καλό θα ΄κανε θαρρώ.
Κόντρα στη κακόνοια και τη μικρόνοια που μας ταλανίζουν, ενάντια σ΄ εκείνη την τακτική εξαγοράς της ζωής μας, των ονείρων μας, της σκέψης μας.
Έκλεισα το φάκελο και τον έριξα στην κάλπη νιώθοντας ξενιτεμένη, στην ίδια την πατρώα γη μου. Μια βαθιά, μια άγρια μοναξιά μέσα μου.
Άστα να πάνε στην ευχή. Καλύτερα να ήμουνα σαν τη μαυροφορεμένη κυρά κι εγώ. Να ΄χα θεό να με βλέπει, να ’χα και την κακοδαιμονία μου για φταίχτρα, να ΄χα κι ένα «δε βαριέσαι» στην άκρη των χειλιών.
Λειψή όμως είν’ η πίστη μου κι όλα τα περί κακών γενικώς και αορίστως, δύσκολα τα βολεύω. Κι η ελπίδα μου, ένα βήμα μπρος και δύο πίσω πάει. Σαν τους πολιτικούς κι αυτή. Καμώνεται πως επικοινωνεί με τον απέναντι και τον δίπλα, οπουδήποτε κι οποτεδήποτε, μόνο και μόνο για να μην επικοινωνεί με κανέναν, ποτέ και πουθενά, στ’ αλήθεια.
(Η φωτογραφία είναι της Zehra Gurcan)
Τις ίδιες σκέψεις και την ίδια πικρή γεύση στο στόμα άφησε η σημερινή μέρα και σε εμένα. Να σαι καλά