Αγριεμένοι εφιάλτες με εικόνες αποκρουστικές:
Δωμάτιο τεράστιο, γυμνό. Μαύρο, λεηλατημένο. Στη γωνία εγώ, τιμωρία θα ’λεγες με βάλανε, τραύμα παιδικό που αιμορραγεί, κι ένα σωρό μορφές, που στην αρχή μοιάζουν φωτεινές μα γρήγορα σκοτεινιάζουν, να με κυκλώνουν κι άναρθρα, ασύντακτα να φωνασκούν.
Εύκολα τους διακρίνω. Γνώριμοι παλιοί. Ο Κωστάκης, ο Γιωργάκης, μ΄ ένα σωρό κόλακες κι αυλικούς τριγύρω, μου κάνουν σκέρτσα πονηρά, πεταχτά φιλιά μου τάζουν, που επιμελώς κρύβουνε δόντια καλά λιμαρισμένα.
Ξωπίσω τους οι υπόλοιποι δευτεραγωνιστές ν’ απλώνουν χέρι να με μαγνητίσουν, να με τραβήξουν, να μου κάνουν μάγια πες.
Οι μπροστάρηδες, εκείνοι «της πρώτης γραμμής» λοιπόν, έχουν βλέμμα αγγελικό• στάζει έγνοια και γλυκάδα. Μα παρακάτω, αν δεις τα νύχια τους, είναι μαυριδερά, γαμψά, ακονισμένα. Με πλησιάζουνε με θόρυβο πολύ, μα μένα με πονούν αφόρητα τ’ αυτιά μου! Ρίχνουν και φώτα για να δω, μα ξέρεις, το περίσσιο φως τυφλώνει.
Κι οι δυο τους, με μόνιμα κρεμασμένο το παιδιάστικο μειδίαμα, έχουν ασύμμετρη κορμοστασιά, σχεδόν δανεισμένα μέλη. Κωστάκης και Γιωργάκης, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ. Έρχονται προς εμένα με βήμα συγχρονισμένο και χώνουν το μακρύ χέρι στις τσέπες, στη καρδιά και στο κεφάλι μου. Αρπάζουν πράγματα, εικόνες, βιώματα, σκέψεις, ελπίδες, κέρματα που κουδουνίζουν… Γοργά-γοργά, με το κοντό το χέρι χώνουν μερικά στο κόρφο τους κι άλλα δίνουν σ’ όσους βρίσκονται τριγύρω τους. Τους αυλικούς, τους παρατρεχάμενους.
Στο κεφάλι μου βέβαια, προσπαθούν να στριμώξουν ό,τι σκουπιδαριό έχουν –ήδη- με περισσή επιμέλεια μαζέψει.
Το χειρότερο το κάνουν σε κάτι πολύχρωμες, αιθέριες φιγούρες που ξεπηδούν απ’ το κεφάλι μου• τα όνειρά μου είναι, το καταλαβαίνω αμέσως. Απλώνουν τις μακριές χερούκλες τους, τα σφίγγουν με μανία κι έπειτα τα βάζουνε στο κέντρο του δωματίου, κάθονται σε κύκλο γύρω τους, όλοι, μα όλοι, και τα βγάζουνε σε πλειστηριασμό. Τα διαπραγματεύονται με λύσσα, ώσπου εκείνα, απ’ τον συνεχόμενο στραγγαλισμό, ξεψυχούν.
Τότε, μου φέρνουνε μπαγιάτικη σούπα να με παρηγορήσουν, με ταγκίλα βαριά, κι εγώ, με το άδειο μου στομάχι και το στραγγισμένο μου μυαλό, τους ακούω να μηρυκάζουν λόγια και λόγια και λόγια…
Να ‘μαι… Όλο να χώνομαι στη γωνιά μου, μαργωμένο θεριό η ψυχή μου, να μαζεύεται…
Έπειτα έρχονται ξανά κοντά μου και σκορπούν γύρω μου σωματίδια αιθάλης από λιβάνια και μαντζούνια διάφορα. Αρχίζουν και τρέχουν μανιασμένα, καλπάζουν σχεδόν, παίζοντας κρυφτό. Καμώματα και τούτα! Τρέχουν και κρύβονται ο ένας πίσω απ’ τον άλλον κι όλοι μαζί πίσω από το δάχτυλό τους. «Βρες μας, βρες μας!», μου φωνάζουν.
Μετά πιάνουν τη κολοκυθιά, για ώρα πολλή και με βάζουν με το ζόρι να τους ακούω και να κουνώ κεφάλι συγκαταβατικά. «Όχι εγώ εσύ, όχι εσύ, εγώ».
Το τρίτο παιχνίδι-βασανιστήριο που αναγκάζομαι να υποστώ είναι λέξεις δίχως γράμματα, χωρίς περιεχόμενο, πιο σωστά. Ανοίγουνε τις τεράστιες μπούκες τους, καταπίνουν μπόλικο αέρα και αργά-αργά τον εκπνέουν σε λέξεις. Αλαμπουρνέζικα τα λέγαμε μικροί. Ταιριάζει.
Μετά απ’ όλα τούτα, με ζορισμένες, πεισμωμένες παλάμες, μου βάζουν στη χούφτα μοιρογνωμόνια κι αλφάδια να κάτσω να μετρήσω και να δω ποιος είναι ο λιγότερο χειρότερος απ’ όλους. Έτσι, στρώνονται στις εξισώσεις και στις τετραγωνικές ρίζες και μου τρώνε τ’ αυτιά, «αν δείξεις αυτόν θα πάθει αυτό ο άλλος, ενώ στον επόμενο θα συμβεί αυτό κι ίσως τότε ο προηγούμενος τα κάνει πλακάκια με τον τελευταίο κι έχεις ευθύνη και μπλα, μπλα, μπλα»…
Έχουνε και ζυγαριά μεγάλη, με βαρίδια, όπως τις παλιές που ’χε ο παππούς μου σ΄ εκείνο το μαγαζάκι «εδώδιμα αποικιακά» το έλεγε, και με βάζουνε να τους σηκώσω –κορίτσι λιγνό εγώ- να τους βάλω πάνω να δω λέει ποιος είναι ο λίγος και ποιος ο πολύς.
Κι είναι τότε, η μόνη στιγμή που ο εφιάλτης παγώνει και γλυκαίνεται η νυχτιά γιατί έρχεται θολή η θωριά του παππού να μου πει «ό,τι νιώθεις εγγόνα μου, μόνο αυτό που λέει μέσα η καρδιά, η συνείδηση, μόνο αυτή ξέρει, όχι οι αριθμοί!»
Κι είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκοτεινιάζει τ’ όνειρο κι η κουστωδία, αυτή η χορωδία η παράφωνη, η αιμοπότρα, αρχίζει και γελάει δυνατά, αγριεμένα.
Κι είναι μέσα στο γέλιο αυτό που κοχλάζει, ίδια όπλων κλαγγή, τότε είναι που ξυπνώ. Μες στα χειροκροτήματα της ακολουθίας τους, που ψέλνει την επωδό. Χατζηνικολειάδα ή Τρέμεια την είπανε, κι εγώ θα σας γελάσω…
Και μασάω τη ζέστα του τραγουδιού να φύγει ο πανικός «ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», λέω και ξαναλέω. "Ποιός την κυβερνά", επαναλαμβάνω.
Και την ίδια στιγμή τρέχω με παλμούς π’ αγωνιούν κι ανοίγω τον Ιγνιάτσιο Σιλόνε, τον συγγραφέα, τον στρατευμένο στην πολιτική και διαβάζω:
«H κυβέρνηση έχει ένα χέρι μακρύ κι ένα κοντό. Με το μακρύ παίρνει τα πάντα και φτάνει παντού. Με το κοντό, δίνει, αλλά μόνο σ' εκείνους που βρίσκονται κοντά της»
Κι αλλού:
«Έπειτα από τόσες θλίψεις και τόσα πένθη, τόσα δάκρυα και τόσες πληγές, τόσες αδικίες και τόση απελπισία, τι να κάνουμε, τι να κάνουμε;»
Σταματώ και κοιτάζω γύρω. Μες στη νύχτα, ναι. Στρέφομαι στα φώτα τ΄ ανύπαρκτα, που έτσι, αφού δεν υπάρχουν δηλαδή, δεν δίνουν υπόσταση και μέγεθος στους κούφιους με τη στέρφα καρδιά. Στις μιλιές τις βουβαμένες, που έτσι, αφού δεν ακούγονται, δε μεγεθύνουν αυτό το τίποτα το κυρίαρχο, που μες στη στειρότητά του, γεννά πολλά μικρά «τίποτα», παντού.
Κι εκεί στη σιωπή την άγια, έρχεται στο νου, κουβέντα κρητική, λεβέντικη. Σα να ΄ναι ο παππούς, ξανά.
«Ξα σου». Πάει να πει, εξουσία σου. Εξουσία μου. Κάνε ό,τι θες.
Παίρνω ανάσα βαθιά και δίπλα στην αγρύπνια μου λογαριάζω με ματιά σα σαϊτιά αυτό που λέμε αυτεξούσιο τ’ ανθρώπου.
Μπροστά στο φόβο να ξαναδώ τ’ όνειρο ή να νανουρίσω τη κουτσουρεμένη σκέψη μου, περιμένω το ξημέρωμα. Θα ’ρθει, δε θα ’ρθει;
(Η ζωγραφιά είναι από το deviantart.com)
«ό,τι νιώθεις εγγόνα μου, μόνο αυτό που λέει μέσα η καρδιά, η συνείδηση, μόνο αυτή ξέρει, όχι οι αριθμοί!»
Σοφός ο παππούς σου.
Ακουλούθησε λοιπόν την καρδιά σου που μην ξεχνάς χτυπάει αριστερά στο στήθος σου.