«Να βρεθούμε κάποια στιγμή, ε; Χαθήκαμε βρε παιδί μου, χαθήκαμε... Σήμερα; Μα ναι, αν προλάβουμε• ξέρεις τώρα πόσα τρέχουν… Να σου πω, αν νομίζεις ότι οι συνθήκες θα είναι καλύτερες κάποια άλλη φορά..»
«Για μιαν άλλη φορά, θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά, που θα έχουμε ζήσει
τούτη. Ναι; Ναι.»
Το ’παμε. Δηλαδή το λέμε. Ζωή στον ενεστώτα. Λείπουμε απ’ αυτό που ζούμε το πήρες χαμπάρι; Δεν είμαστε μέσα στο βίωμά μας. Απ’ έξω, παρατηρητές, θεατές, απειλούμε τη στιγμή κυνηγώντας την άλλη• την επόμενη. Βάζουμε τις στιγμές να συνωμοτήσουν -εν γνώσει μας αλίμονο!-, να σμίξουν σ΄ έναν αθέατο χρόνο αφήνοντας ξεκρέμαστο το τώρα, θολώνοντας το κουτσαμένο μετά.
Αν, ίσως, μάλλον, μπορεί, πιθανόν, ποιος ξέρει… Αναβολές, πισωπατήματα, μεταθέσεις, ακυρώσεις, ματαιώσεις. Από κοντά και οι λαχτάρες, τα ταραγμένα βήματα, οι βιαστικές βουτιές μέσα σε βλέμματα που πλέουν. Κι εκείνη η κούραση η βαριά, αρματωσιά ολάκερη από σκέψεις συμπιεσμένες, κινήσεις και πράξεις που «πρέπει», δάχτυλα που χτυπούν ανυπόμονα το τιμόνι, ρολόγια που αγριεύουν, φράσεις ανάπηρες, λαχανιασμένες -«μα που;», «αφού ξέρεις»- και βλέμματα αδειανά.
Που ΄ναι οι ματιές που κοιτάζουν σα να ’ναι να καταπιούν τη ζωή, που ’ναι;
Από το λίγο, προτιμώ το καθόλου, στο ’πα ποτέ;
Έστω, ας έχω τη σιωπή. Κείνη την κυοφορούσα, τη περίλαμπρη που ‘ρχεται σαν πάχνη πρωινού με τις δροσοσταλίδες της να καθίσει πάνω σ’ αυτά που ειπώθηκαν και μη• να τα σπρώξει να ριζοβολήσουν, να γίνουν μιλήματα και συγκινήματα εντός. Θέλει μη λόγο ο λόγος για ν’ ακουστεί, ε; Θέλει.
Έπειτα, το να μην έχει κανείς να πει, δεν σημαίνει πως δεν μπορεί και να ακούσει. Ευπρόσδεκτα των ανθρώπων τα μηνύματα, σαν βρούνε δρόμο μπρος.
Σκέψου όμως ότι υπάρχουνε και λόγια που δεν προσδοκούν απάντηση, λέγονται για να ειπωθούν, γράφονται για να γραφτούν- κάπως σαν τη συγγνώμη που λέγεται για να αλαφρύνει αυτόν που την λέει, όχι για να βαρύνει αυτόν που την ακούει.
Απ’ την άλλη, υπάρχουν κι αυτιά μονάχα για να φοράνε ντύμα εξομολόγου.
Θυμάμαι έναν ταξιδευτή της γης που μου ‘λεγε πόσο τον κουράζει τούτη η τακτική. «Τι να το κάνω το ακροατήριο», απαξίωνε τους γύρω. «Οι πόλεις που γυρνώ είναι γεμάτες μπαρ, στα περισσότερα οι μπάρμεν δεν μιλάνε γρι ελληνικά και είναι εξ αυτού απολύτως εχέμυθοι. Εξάλλου, δεν παραδέχομαι πως μπήκα σε απολογισμούς, σε ηλικίες που γίνεται κανείς λογιστής του παρελθόντος του.»
Στην καταδίκη ζω, να ποθώ αυτό που λεν ζωή, πα’ να ’πει ό,τι γνωρίζω, ό,τι μυρίζω κι ό,τι γεύομαι.
Έρχονται οι γιορτές των παιδιών, το πήρες χαμπάρι;
Κι εκείνες οι θαμπές –από μέσα- φωνές, χτυπάνε κόκκινο, χοροπηδούν, μας επιτρέπουν να μυρίσουμε χαρά, μας επιτρέπουν να δικαιούμαστε τη χαρά.
Τη ξεχασμένη. Τη θυμωμένη. Τη μόνη.
Αξίζουμε ζωή παραπάνω.
Δίχως κορνίζες και περιθώρια και σχήματα και μετρημένες αποστάσεις.
Ζωή για τη στιγμή. Που πίνεται. Που καταβροχθίζεται. Που εσωτερικεύεται.
Τη βιωμένη.
Ζήλια για κείνους που συγκεντρώνονται εκεί που είναι, για όσο είναι, με προσήλωση μοναχού Σαολίν.
Παράπονο πες, τώρα που βαδίζουμε στα στερνά μιας ακόμα χρονιάς. Δύσκολης, όσο να πεις.
Παράπονο για κείνο το ζητούμενο, το λαχταριστό ζαχαρωτό, το βουνό το ολισθηρό, το πετρωμένο που το λεν επικοινωνία.
Μια λέξη, ένα άκουσμα, ένα σύμβολο. Πουθενά. Κι ο ξένος, εδώ. Με τη ξενιτιά του.
Για άκου μια ιστορία απλή, οικεία. Στην τρελούπολη, εντάξει.
Ένας άνδρας και μια γυναίκα φτάνουν συγχρόνως αλλά από κάθετους δρόμους σε μια γωνία.
Κοντοστέκονται. Είναι φανερό ότι ψάχνουν και οι δύο ταξί. Κοιτάζουν ο
ένας τον άλλον σαν να βρίσκουν αλλήλους γοητευτικούς. Ο άνδρας ξεκινά μια κουβέντα για τα ταξί εν γένει - φοβάται λίγο να ρωτήσει τον προορισμό της, μήπως και διαφέρει από τον δικό του. Κουβεντιάζουν για λίγο, για το πόσο δύσκολο είναι να βρεις ταξί, τι συμπεριφορά έχουν οι ταξιτζήδες – τα συνήθη κοινότοπα που θα τους βρουν σύμφωνους. Κατά μίαν έννοια φέρονται σαν ερωτευμένοι, αφού χαμογελούν αναίτια και χαίρονται με την συμφωνία τους στο αυτονόητο. Τολμώ να φανταστώ πως χαίρονται με την χαρά τους. Σαν να τους είχε λείψει. Σαν να μην είναι και συχνό.
Μοιραία, κάποια στιγμή εμφανίζεται ένα ταξί. Εκείνος κοντοστέκεται λίγο, εκείνη ρωτάει: "Παγκράτι;" - δάγκωμα απ΄ τη μεριά του άνδρα, αφού πηγαίνει Μελίσσια. Ο ταξιτζής συγκατανεύει, εκείνη γυρίζει και κοιτάει τον άνδρα λίγο αμήχανα, εκείνος περισσότερο αμήχανα. Δεν λέγεται τίποτα, γιατί τι μπορεί να ειπωθεί; Εκείνη χαμογελά κάπως πιο δύσκολα από πριν, μπαίνει στο ταξί και φεύγει. Εκείνος μένει πίσω, σκέφτεται λίγο (τι θα 'κανε αν είχε έρθει πρώτο ένα ταξί που πήγαινε Μελίσσια;) και σηκώνει το χέρι του βλέποντας κάτι να αχνοφαίνεται στο βάθος, που το φαντάζεται για ταξί.
Εν-ταξί, ε; Μάλιστα. Δηλαδή... εντάξει.
Τώρα, τώρα, αρπάζω, κλέβω την στιγμή για να πω πως θέλω μοναχά καθώς περνά ο καιρός να θέλει όλο και περισσότερο κόπο να θυμηθούμε την τελευταία φορά που ήμασταν θλιμμένοι.
Να ζούμε και να παίζουμε μωρέ. «Τα καλά, είναι πάντα μπροστά», να μου λες.
Να προσβλέπω.
Και να ντύνεσαι ζεστά, ε; Πιάσαν άγρια κρύα.
Το νου σου στους δρόμους μες στη γιορτινή αντάρα. Κι άσε τα τιμόνια.
Και με το ταξί, μια χαρά σου λέω. Μια χαρά.
"Πότε θα φτάσουμε εδώ;
δεν έχει δρόμο πιο σκληρό
πιο δύστροπο απ'αυτό
μία στο μέλλον μας πετάει
μια μας γυρνάει στο παρελθόν.
Πότε θα φτάσουμε εδώ;"
Και την καλησπέρα μου καλή κοπελιά.