Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007
Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού…

Έχει και συνέχεια, το ξέρεις. Πάμε -που λες- στο παρακάτω:
…που σαν το ρούχο η αγάπη μας παλιώνει
κι είναι σαν ήχος χαλασμένου πιστολιού…

Πέντε, δέκα, εκατό, ούτε που ξέρω πόσοι οι στίχοι που σταθήκανε πάνω στ’ αμόνι και σφυρηλατήθηκαν με λύσσα να ’ναι αιχμηροί να μπήγονται έτσι, γλιστεροί και πυρωμένοι στο δέρμα από κάτω, να συναντιούνται με το αίμα, να κυλάνε ζευγαρωτά, να κρατιούνται απ’ τη ζωή τ’ ανθρώπου. Και να την πίνουν, στεγνή και ξεραμένη.

Δεν ξέρω πόσες φορές. Δεν υπολογίζεται δηλαδή. Άκουσα ξανά και ξανά και πάλι τούτο τον στίχο-λυγμό (και κραυγή θαρρώ), με μάτια να θολώνουν, να υγραίνονται κι έπειτα να προσπερνούν. Όποιος κι αν είναι ο χώρος κι ο χρόνος• στη σιγουριά της μοναξιάς ή στο ξεγύμνωμα της πολυφωνίας. Κι ό,τι ήθελε να βαφτιστεί ως συνενοχή, γύρισε πίσω στην πηγή του. Ούτε δάκρυ, που λες. Έτοιμο, ολόγιομο, στο «τσακ» να πισωγυρνά. Καρφιά ολόγυρα, και στ’ αυτιά και στη καρδιά, μα τρύπες να χυθεί, σφήνες να χωθεί, ούτε μία. Στο λόγο μου.

Από νέα, άλλο τίποτα. Κι από παλιά, μια απ’ τα ίδια.
Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, στα τριανταπέντε τώρα, αλλάζουνε πορείες. Μετά από είκοσι χρόνια, θα μου πεις; Με θρανία στη διαδρομή και έδρανα πανεπιστημίων και σκοπιές και νοσοκομεία –νόσος σοβαρή εκείνης- και χέρια σφιχτοπλεγμένα κι αγκαλιές και βέρες και παπάδες και ξενύχτια πάνω από πυρετούς –πότε ο ένας πότε ο άλλος- και μ’ ένα «το νιώθω όταν δεν είσαι καλά» που άλλοι γδέρνουνε πέλματα και ψυχή μια ζωή να το ανταμώσουνε, να τ ΄ακούσουνε και εάν…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, κλασικό ζευγάρι πες, τραβάνε μονάχοι τώρα. Θυμωμένες τελεσιδικίες.
Δικηγορίστικα γραφεία, τα «μου» και τα «σου» σε λίστες, ξηγημένα πράγματα μην έχουμε άλλα ντράβαρα, νύχια που μπαινοβγαίνουνε ακονισμένα και λόγια, λόγια στοιχειά, σκιάχτρα οι φόβοι, οι ιδιοκτησίες, συλλαβισμοί αγριεμένοι απ’ τις μαμάδες, όχι το αυτοκίνητο ποιος, όχι το διαμέρισμα μοιρασμένο…

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, είχανε μια βιτρίνα; Λέω τώρα. Λέω για να λέω δηλαδή. Γιατί το ’χω καλοχωνεμένο πως οι αγάπες έχουνε σάρκα τρυφερή, μωρού που κατουριέται πάνω του και θέλει να τ’ αλλάζεις, να το γλυκονανουρίζεις, να τ’ αναθρέφεις να μαθαίνει κι έπειτα να διδάσκεσαι απ’ αυτό, ω, πόσο κόπο θέλει ν’ αγαπάς, ποιος μας το’ πε, ποιος;
Ποια θρανία ζεστάναμε, ποια μολύβια μπήξαμε στα δάχτυλα, σε ποια χαρτιά σύρθηκε το χέρι να μάθει, να παιδευτεί, να προχωρήσει, πότε προακτέοι και πότε μετεξεταστέοι, αμάθητοι πάντα, πάντα διψασμένοι, πάντα στη δική της ζήτηση. Της αγάπης. Να υπάρχει. Να ’ναι εδώ. Έστω και ξένη.

Ο Νίκος κι η Ελένη, απ’ το Γυμνάσιο μαζί, δυο κόκκινοι χιτώνες τώρα, δυο δώματα, δυο στρώματα, δυο κλειδιά, δυο μοναξιές σ’ αριθμητήριο ένα.

Πολύ με πείραξε. Πολύ. Σα κυκλαδίτικη αμμουδιά που ερημώνει μες σε Νοέμβρηδες ανεμόδαρτους. Και σέρνει φύκια ξερά στη ράχη. Νησί στο καταχείμωνο; Αυτό.
Καλά, ότι είναι πένθος το χώρια, είναι. Κι ότι ο καθείς τα δικά του μνημονεύει και σ’ εκείνα κολυμπά, γνωστό. Ωραία, και; Δείξε τον έναν με το στεγνό μαξιλάρι. Το μονό.

Μέλι στις αγάπες που φοράνε μαντήλι πορτοκαλί στα μαλλιά ήλιοι κι άστρα φουντωμένα. Και το ίδιο ισιώνουν σε βοριάδες και κατακλυσμούς.
Μέλι, ακόμα κι όταν η μελαγχολία των λέξεων στέκεται αμήχανη ή στοχαστική.
Και γυροφέρνει τα εδώ. Τα δικά μας. Ή, το εκεί. Που μπορεί να ’ναι πολύ «εδώ». Πολύ περισσότερο δηλαδή.

Πώς να θυμώσεις με το χώρια τ’ αλλουνού, σφαλίζοντας τ’ αυτιά σου στα ουρλιαχτά του δικού σου; Εύκολα αναγνωρίζεις το οξύμωρον μέσα σου: Και αγάπη και φόβος τ’ αντίθετό της δηλαδή. Αδύνατον να οργιστείς με τον όντως εχθρό σου. Τον συναντάς στα δικά σου λημέρια. Σου ανήκει και του ανήκεις.

Ίδια η νύχτα, που λέγαμε τις προάλλες. Του έρωτα κι αυτή. Να την ευγνωμονείς –που όμως; στη φύση εντός, στις πόλεις μακριά-, γιατί είναι η μόνη αφή, που αγρυπνεί για τον άνθρωπο.

Κι ήτανε που λες εκεί, στον Αποκόρωνα, σε χωράφι ξέφραγο, ν’ αλαργιεύεις, να κουτρουβαλάς, να καβαλικεύει η σκέψη ανοιχτάδες, εκεί ήταν που ένιωσα το δείλι να πνέει ελεύθερο, ψυχρούλα γλυκιά, που νικά τον όποιο φόβο.
Πέντε αλητήριοι άνεμοι τριγύρω κι η νύχτα στην προετοιμασία της.
Φως κανένα. Τίποτα. Μηδέν. Μη την προσβάλλουμε. Μη τραυματίσουμε τον ερχομό της. Μα, παρατηρείς πως στραγγαλίζουμε την πρώτη κιόλας ανάσα της με φώτα; Ορμάμε μες στη βαρβαρότητα του πολιτισμού να καταπιούμε το «έλα» της.
Έρχεται κάτι να μας πει. Να δηλώσει παρουσία. Να μας δείξει. Να μας μάθει. Να μας κάνει κοινωνούς πραγμάτων άγιων και μυστικών.
Στο θάμπος της μέρας εξοικειωμένοι, ξεχνάμε. Ξεχνιόμαστε. Και τις ξεσκίζουμε τις σάρκες. Αίμα το φως. Παγωμένο, κίτρινο. Ίδια ακριβώς, όπως κάνουμε με την αγάπη.

Εκεί που λες, στους αμπελώνες μέσα, παραμερίσαμε. Βουβαθήκαμε ν΄ αφουγκραστούμε τη στιγμή, σπάσαμε λάμπες για την υποδοχή της. Ούτε σπίθα, αλήθεια. Ούτε καν αναπτήρας.
Φύλλα να τρέμουνε στα μάτια και τ’ άστρα σε περιπολία συνωμοτική. Τα χώματα, οι μυρωδιές, τα όνειρα που σαλεύουνε, οι φόβοι που κροταλίζουν στα πόδια σου, θειάφι κι ανάγκης πύρωμα μαζί.
Ποτέ μου δεν είχα αισθανθεί σε τόση ένταση, ότι το σκοτάδι μπορεί να είναι ιερό κι ελεύθερο. Ικανό να σε κάνει μες στην άφθαρτη αγριάδα της ομορφιάς να θες να αναμετρηθείς μαζί του. Να κλέψεις. Να γίνεις όμοιός του. Να του μοιάσεις.

Μακριά ακόμα απ’ τα φώτα τα πλούσια, τα τραυματικά, οδηγώντας πια, έκανα στην άκρη, έσβησα τα φώτα κι έβαλα το τραγούδι.
«Κι εγώ πενθώ την ερημιά ενός φιλιού», ήρθε ο στίχος.
Μπούκωσα. Φρέναρα το πισωγύρισμα κι άφησα το δάκρυ να κατηφορίσει στο μάγουλο και να αρπαχτεί απ’ το χείλι, για να το πιω• να το χορτάσω.


(Ο στίχος είναι του Μάνου Ελευθερίου.
Θάνος Μικρούτσικος στη μουσική,
Χρήστος Θηβαίος στην ερμηνεία.


Η φωτογραφία είναι του Beat A. von Weissenfluh)
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 00:19 | Πανάκι ξεδιπλωμένο |


43 Ανάσες:


  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 9:22:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Ανοιξα τα μάτια, πότε τα είχα κλείσει άλλωστε; και είδα. Και το είπα. Μια μέρα μιας επαιτείου. Μιας ιστορικής επαιτείου. Αντε έτσι να φτιάξεις δική σου ιστορία...
    Και μετά; Και μετά εδώ. Τα ονόματα αλλάζουν - καθε ομοιότητα με αληθινά γεγονότα..., λέει στο τέλος - εδώ γράφει τι γίνεται. Τι έγινε και τι θα γίνει.
    Οταν θάχω ξεπεράσει το φόβο των πέντε αλητήριων ανέμων, θάρθω και 'γω σε χωράφια ξέφραγα να νοιώσω ξανά το δείλι. Οσο μένει ακόμη, μέχρι τη νύχτα!

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 9:37:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Πόσες φορές στο παρελθόν ξέσκισα την ψυχή μου....
    Θα ναι καλά καπετάνισσα, με τον καιρό, θα 'ναι καλά!
    Καλό μήνα και καλή σου μέρα!

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 2:15:00 μ.μ., Blogger the muppet show girls

    Γδύσου και από τα μάτια μου
    πάρε νερό και πλύσου
    ο χωρισμός θυμήσου
    είναι χειμωνανθός...
    Τα δάκρυα έχουν τρέξει καυτά, σα ρυάκια σε αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Μονοπάτια που θυμήθηκαν ξανά στιγμές. Έτρεξαν σε χρόνια ξένοιαστα. Λέξεις με δέρμα και μαλλιά, γραμματικές για την αφή, χέρια μπλεγμένα.
    Τουλάχιστον εκείνος μου χαμογελούσε. Τώρα σε παράλληλο δρόμο ανεβαίνουμε το βουνό...τη δική μας κορυφή να σιγώσουμε.
    Με πόνο που μας λευτερώνει.

    Φιλιά πολλά

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 6:02:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    phivo,
    καλέ μου... Αλλάζουν τα ονόματα κι οι ζωές κι οι καταγραφές. Αλλάζουν κι οι πορείες, πότε μοναχικές, πότε ζευγαρωμένες, τραβάνε τα σημάδια τους στο χάρτη.
    Κι οι ιστορίες; Όμοιες και συνάμα άλλες. Στήσε αυτί κι άκου. Ίδιος ο χτύπος. Κι οι αγωνίες κι οι πόθοι κι οι φόβοι. Η μοίρα τ' ανθρώπου μιά, που λες.
    Ξεκάθαρη η όψη της εκεί. Εκεί που ο ανοιχτός ορίζοντας σκουραίνει και βαθαίνει.
    Σε φιλώ.


    stalagmatia,
    δείξε μου τον τον άδολο, τον κάτασπρο σα χιόνι! Όλοι ματωμένοι εκεί, στα στήθια βαθιά. Λίγο-πολύ τις σαϊτιές του έρωτα τρίβουμε κάτι περίεργες στιγμές... Να: όταν αλλάζει ο καιρός και χειμωνιάζει κι όλο κάποιο τσίμπημα δυναμώνει.


    the muppet show girls!
    Μόνος δρόμος για τη γέννα, η μήτρα. Το σκοτάδι. Ο πόνος. Εκεί που τα δαιμόνια του κόσμου συνωστίζονται να ξεσκίσουνε σάρκες εραστών, να φυτέψουν χειμώνες, να ποτίσουνε λυγμούς. Από εκεί περνάμε όλοι μας. Και θα περνάμε και θα ξαναπερνάμε. Ώσπου να γεννηθούμε πραγματικά.

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 6:46:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Δεν ξέρω αν τελικά βγαίνουμε από το σκοτάδι ή αν κάθε φορά κουβαλάμε και ένα μικρό κομμάτι του μαζί μας..
    Καλό μήνα Καπετάνισσα.

    Συνεχίζοντας με κάτι που είπε πάλι ο Θηβαίος

    "αιώνια θα το τραγουδώ
    κι εσύ δε θα το μάθεις,
    πως οι στιγμές που μου 'δωσες
    αξίζουν μια ζωή"

    (καλύτερα να μην το μάθει.. αν δεν το ξέρει ήδη:)

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 10:45:00 μ.μ., Blogger Desposini Savio

    αν αγαπάς η νύχτες είναι ανοιξιάτικες.
    ίσα να νιώθεις μιαν ανατριχίλα από το αγεράκι στο γυμνό κορμί.
    εγώ το δεν το θυμάμαι πως είναι και στεναχωριέμαι τελευταία.
    ξεχνάς άραγε πως είναι να αγαπάς..;

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007 11:59:00 μ.μ., Blogger Tamara de Lempicka

    δυστυχως
    οσο χιλιομετρα διανυουμε
    τοσο πιο ευκολο μας γινεται να ξεχναμε
    παρα να θυμομαστε να βαζουμε το χερι
    για προστασια στη φλογα
    απ'του ανεμου την απειλη...

    φιλια πολλα

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 1:10:00 π.μ., Blogger Ελπίδα

    Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει, καπετάνισσά μου!
    Θέλει τελικά κόπο ν' αγαπάς και μάλιστα μεγάλο! Θέλει υπομονή για να μην κουραστείς να αγαπάς...
    Συμβαίνει κορίτσι μου, ειδικά στην εποχή μας.
    Φιλάκια πολλά και μην στεναχωριέσαι.
    Θα βρουν τον δρόμο τους. Ίσως να μην ήταν μεγάλη αγάπη.

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 4:02:00 π.μ., Blogger anthrakoryxos

    Θα μείνω κι εγώ στο: Πόσο κόπο θέλει ν' αγαπάς.
    Πόσο το ΕΓΩ κουράζεται. Κι εκεί που ροβολούσε, σαν αυτή την κυλιόμενη πέτρα, που χορτάρι δεν πιάνει, ξάφνου ανακάλυψε την ανηφόρα.
    Και σε κάθε βήμα, πιάνει και χορτάρι και αράχνες και σκουριά και ξεφυσάει -ένα βήμα ακόμα- και ότι κουβαλάει ανεβαίνοντας, βαραίνει.
    Εκεί που ένα φιλί, εξαφάνιζε την κούραση, τώρα μοιάζει με φτυαράκι, που μεγαλώνει και είναι έτοιμο να θάψει, ότι μας αναγέννησε.
    Το ΕΓΩ, τα βαριά πόδια του και ότι χάνεται, πίσω μας στις κατηφόρες.
    ΕΜΕΙΣ που είμαστε;
    Εφιαλτικά υπέροχο το κείμενο!

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 2:52:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Αχ...

    Φοβάμαι (και θ' ακουστώ κυνικός) ότι είναι θέμα ηλικίας και (άρα) θέμα φάσης ζωής. Πώς πηγαίναμε συνέχεια σε γάμους πριν 3-5 χρόνια; Ε, τώρα αρχίζουν να σκάνε οι χωρισμοί... :^(

    Κι εμείς μέσα σε 10 μήνες έχουμε μάθει όχι για ένα αλλά για τέσσερα διαζύγια στο φιλικό μας κύκλο. Ζευγάρια που έλεγες ότι γεννήθηκαν για να είναι μαζί. Και σε έναν από αυτούς τους γάμους υπάρχει και παιδί - εκεί είναι τα πραγματικά δύσκολα...

    Σημάδια των καιρών; Τρέχα γύρευε. Κρατάω την παρομοίωση της αγάπης μας με μωρό που χρειάζεται συνεχώς στοργή και προσπάθεια. Πολύ αληθινή.

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 7:29:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Μπορώ να καταλάβω πως χωρίζεις ένα κρεβάτι στα δύο. Πως όμως είναι δυνατόν να αποξενωθείς απ' αυτόν που αγαπάς ή έστω που αγαπούσες? Δεν μπόρεσε ποτέ να το χωρέσει το μυαλό μου!

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 9:29:00 μ.μ., Blogger Aντώνης

    :(

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 9:46:00 μ.μ., Blogger γιάννης φιλιππίδης

    Οι άνθρωποι προχωράνε… προχωράνε… προς τα πού, πώς γίνονται οι δυο αγαπημένοι ξένοι; Τα χρόνια περνούν, οι στόχοι αλλάζουν, δύνανται ν’ αλλάξουν κι οι αγάπες που φώλιασαν κάποτε μέσα τους; ή μήπως δεν ήταν αρκετές, να σκεπάσουν την ολότητα της ύπαρξής τους… κι ύστερα ακολουθούν οι αλλεπάλληλοι χωρισμοί δύο μονάχα ανθρώπων, τα σπίτια, τα κρεβάτια, η μέρα και η νύχτα τους… και βασιλεύουν οι αβάσταχτες σιωπές…

    Απίστευτα βαθύ κείμενο, το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω και νιώθω τον ήχο των λέξεών του, σπάνιο αυτό, χρειάζεται ένα υπέρ κείμενο για να συμβεί, αλλά εγώ το φαντάζομαι με φωνή ανθρώπινη, φωνή μοναχική, φωνή με πρόσωπο σμιλεμένο σ’ ανάλογη ένταση, απογοήτευση… και θλίψη… και θα μπορούσε λέω, να ‘ναι μονόπρακτο για ένα πρόσωπο σ’ ένα χώρο θεάτρου, όπου η σιωπή στους θεατές θα επιβάλλεται από μόνη της… σα την αβάσταχτη μοναξιά μιας νύχτας.

    καλό μας βράδυ,
    καπετάνισσά μου.

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 10:17:00 μ.μ., Blogger marilia

    ...αχ! :(

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007 11:44:00 μ.μ., Blogger Σπύρος Σεραφείμ

    κι ο χωρισμός, ανάσα είναι, όμως, κάποιες φορές, ε, καπετάνισσά μου;

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 12:53:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Ξέρεις τί λέω, καπετάνισσα; Ότι οι αγάπες ζουν όταν οι άνθρωποι στέκονται ο ένας στον άλλο απέναντι γυμνοί και παρθένοι. Χωρίς τίποτα ν' αφήσουν να παρεμβάλλεται στο σύννεφο που τους τυλίγει. Την αγάπη την τραυματίζουν τα φώτα. Όπως ακριβώς και τη νύχτα που περιγράφεις.
    Φιλώ σε

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 10:50:00 π.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Citronella μου,
    δίκιο και στα δυό.
    Σκότος και ξημέρωμα εντός μας. Έτσι, μ' έναν τρόπο αρχέγονο, καταλυτικό. Να βάφονται τα σκοτάδια λευκά και συνάμα να σκοτεινιάζει η μέρα. Και στιγμές και ζωές και συναισθήματα σε μια αιώνια τροχιά.
    Αν δύναται ο άνθρωπος να μιλήσει για αιωνιότητα.


    Desposini Savio,
    ούτε το'να, ούτε τ' άλλο ξεχνάς. Ο πόνος κι αν είναι αυτός που σε χαράσει βαθιά, σαν ενόχληση που κάθε π' αλλάζει ο καιρός τσιμπάει. Από την άλλη, σαν καταλαγιάσει η θύελλα, το τοπίο αστράφτει στον ήλιο. Και μοιάζει παρθένο, ανήξερο και δεκτικό.
    Απ' όλα ο άνθρωπος. Απ' όλα.


    Tamara de Lempicka...
    Μαθαίνουμε μωρέ. Δηλαδή σπάμε ξανά και ξανά τα μούτρα μας μέχρι που ισορροπούμε στο βάδισμα.
    Κι εκεί που παίρνουμε ανάσα και λέμε πως ναι, τώρα βουλιάζουμε μ' ασφάλεια, έρχεται η κατραπακιά να μας θυμίσει πως... "την τύφλα μας." Κυρίως.

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 1:22:00 μ.μ., Blogger Roadartist

    Δεν μπορώ άλλους χωρισμούς!! Θέλω αληθινό συναίσθημα!! Καμ του μαι μπλογκ πλιζζ.ζ.ζ.ζ...

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 4:38:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    ανάσα ελπίδας,
    ναι, καλή μου. Το χώρια είναι το εύκολο. Και αν θες, σε μια διαδρομή ζωής, το ανώδυνο. Το μαζί είναι που θέλει πάλεμα με τα κομματάκια που συνθέτουν το "εγώ" μας και σκαρφάλωμα συνεχές και κατρακύλισμα και... και... και...


    anthrakoryxe.
    Όμορφος λόγος ο δικός σου, ν' ακούγεται μέσα μου σαν ήχος από βάδισμα γνώριμο, πάνω σε ξύλο πολυκαιρισμένο.
    Να΄χεις τον νου σου συνεχώς, πέρα απ' τον ώμο, πίσω στον καιρό και συνάμα να υψώνεις τη ματιά εκεί που ανοίγεται ο κόσμος κι απλώνεται ο καιρός. Ακροβασίες σ' ότι μένει μετέωρο• για τούτο άλλωστε ορίζεται ως ζωή ή, ως έρωτας: το ίδιο κάνει.
    Καρδιές ανοιχτές για τα "ευχαριστώ" και τα χαμόγελα, αντιγυρίσματα στα γλυκόλογά σου.


    mpampaki,
    ένας ο κόσμος, το μεγάλο μας σπιτικό. Τα ίδια ολόγυρα. Μια ψυχή που τρέμει το ζευγάρωμα, εύθραυστο, τρυφερούδι γεμάτο γκρίνιες και παράπονα.
    Δες το: μονίμως παλεύει να κρατηθεί με τραύματα που ρέουν.
    Αγκιστρώνεται από ένα βλέμμα ζεστό, από ένα πλέξιμο χεριών και, αν αξίζει, κρατιέται. Λέω πως τότε ναι, δυναμώνει και μένει σταθερό.

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 4:51:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Ανώνυμε/η,
    κρατιέσαι μακριά απ' ό,τι τώρα ονομάζεις ξένο (κι ας ήταν κάποτε το πιο οικείο κομμάτι στη ζωή σου) για να τ΄αντέξεις.
    Να αντέξεις δηλαδή το "χώρια".
    Δεν είναι εύκολοι χειρισμοί αυτοί.
    Να συνεχίσεις να έχεις στη ζωή σου σε διαφορετικό ρόλο πιά, εκείνον/η με τον/την οποίο/α μοιραζόσουνα όνειρα και καθημερινότητα και ψυχή.
    Η αποξένωση δείχνει και τη δύναμη των συναισθημάτων που δεν μπορείς πια να "βολέψεις".

    Αν πρωτοπερνάς απ' τα μέρη μας, να σε καλωσορίσω.


    Aντώνη μου,
    έρωτας δίχως φαρμάκια, δε λογάται. Από τούτα εδώ, μας ποτίζει σίγουρα. Αργά ή γρήγορα.
    Κερασμένα μας τα φέρνει.


    Γιάννη,
    αγαπημένε, το ξέρεις κι εσύ. Ζωή το λένε. Αναποδογυρίζει το "μαζί", λίγο να τρέμει φτάνει, μια σταλιά να χάσκει ειν' αρκετό για να ορμήσουν αέρηδες και να λυσσάξουν.
    Μοναξιές σκορπισμένες στα πατώματα, φωτογραφίες τσαλακωμένες στα σκουπίδια.
    Κι έπειτα, οξυγόνο. Και πάλι από την αρχή.

    Σου'χω και το μονόπρακτο.
    Λατρεμένο. Το'χω παίξει μάλιστα σε "αναλόγιο", ίσως κάποτε αξιωθώ να ψυχωθώ στη δυνατή ροή του.
    Κοκτώ. Ανθρώπινη φωνή.

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 5:03:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    marilia,
    μικρή μου! Αναστεναγμός βαθύς, ε;
    Εκπνοή για τ' άσχημα, εισπνοή για ό,τι βαφτίζεται όνειρο.


    Σπύρο...
    Είναι κι αυτό. Λύτρωση, άνοιγμα ξαστεριάς ελπιδοφόρας.
    Στο κάτω-κάτω, αν είναι να είναι κανείς χειρότερα με ταίρι, κάλλιο μονάχος να προχωρά.

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 5:04:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Νεφελόεσσα,
    σε καμαρώνω. Μπορώ ν' αναγνωρίζω μια χούφτα πράγματα στους ανθρώπους και σε σένα τα θωρώ.
    Όπως ακριβώς το λες. Ταυτίζομαι απολύτως. Μα είναι οι γύμνιες βαριές σαν αλήθειες κι εμείς πουπουλένια κοκκοράκια που κρώζουν και κρώζουν αγριεμένες ψευτιές.
    Τουμπάρονται αυτά έτσι απλά; Αμ, δε... Τακτικές ζωής.


    Roadartist!
    Καλώς την ομορφονιά. Να σε τρατάρουμε, μια και είσαι νιοφερμένη. Χαμόγελα μπόλικα πρώτα-πρώτα.
    Στα λόγια σου τώρα: Αληθινό είναι και το συναίσθημα που φέρνει το χωρισμό, δεν είναι μύθευμα.
    Κι εκείνο που κρατά μαζί τους ανθρώπους, αληθινό είναι.
    Εγγυήσεις μη ζητάς, Ότι θα μείνει το ίδιο δηλαδή μια ζωή.
    Γι' αυτό θέλει φροντίδα. Για να πλουτίζει, όχι να σβήνει.

    Όσο για την πρόσκληση, ο.κ.! Αν είσαι νέα στο μπλογκοχωριό, ξέρεις, έχουμε ρυθμούς χαλαρούς εδώ.
    Και απρογραμμάτιστους. Σα να λέμε, ό,τι μας λείπει απ' τη πραγματικότητα.
    Ανοιχτό το σπιτικό σου και θα περνάμε...

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 6:27:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Δεν συντηρείς την αγάπη μονάχος καπετάνισσα, γιατί έχει λόγο κι αφορμή η ζήση της.
    Κι αν δεν ποτίζεις το γεράνι, πόσες μοσχοβολιές θα σου δώσει;
    δεν θ' αντέξει στο βοριά.
    Θέλει μι' αγκαλία, κι ένα βλέμμα γιομάτο,προσυλωμένο, όχι κενό απ' την συνήθεια του χρόνου.
    Άχ!!! καπετάνισσα, πονά - πονά πολύ..

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007 7:02:00 μ.μ., Blogger Roadartist

    Ψηφίζω υπέρ της χαλαρότητας .. :)Θα σας μάθω που θα πάει!.. Ευχαριστώ για τα χαμόγελα και το καλοσώρισμα..

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007 12:51:00 μ.μ., Blogger NinaC

    Χίλια σχόλια πέρασαν από το μυαλό μου να σου αφήσω, όταν το διάβασα.
    Τελικά, δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Δεν είναι ίδιοι όλοι οι χωρισμοί, όμως, κάποιους, τους πληγώνουν το ίδιο.

    Φιλί και αγκαλιά, Καπετάνισσα.

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007 7:33:00 μ.μ., Blogger Suspect

    Αν κατηγορείς τους άλλους για τις κακοτυχίες σου, δείχνει έλλειψη παιδείας.Αν κατηγορείς τον εαυτό σου δείχνει ότι η εκπαίδευσή σου έχει ξεκινήσει.Αν δεν κατηγορείς ούτε τους άλλους ούτε τον εαυτό σου, η εκπαίδευσή σου έχει ολοκληρωθεί.

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007 7:57:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Mist,
    αλήθειες απ' τα χείλη σου κι απ' τα γραφτά σου.
    Η παραμελημμένη αγάπη σβήνει στις γωνιές κι ούτε λέξη για γιατρειά δεν αρθρώνει.
    Σπαρταρά και χάνεται, αν δεν τη μουσκέψεις με φιλιά.

    ...θέλει θάρρος ν' αγαπάς
    θάρρος θέλει στ' άγνωστο να πας
    μέλι, μέλι, και κρασί
    πίστη θέλει
    σαν τον Μωυσή κι εσύ...



    Roadartist,
    πάντα σ' ανοιχτές στράτες να πορεύεσαι!


    Composition Doll,
    μέλι και κρασί που λέει κι ο στίχος της Λίνας που έγραψα παραπάνω. Φιλί κι αγκαλιά, το ίδιο κάνει.
    Το καλύτερο που θα μπορούσες, σα να λέμε.
    Μα τι'ναι τάχα τ' ανθρώπου ο δρόμος παρά μια ακροβασία ανάμεσα στο δίπολο το καθοριστικό:
    ζωή και θάνατος, χαρά και πόνος, έρωτας και χωρισμός, μαζί και χώρια.

    Μέλι να σε γλυκαίνει καλή μου.



    Suspect,
    σε τι αναφέρεσαι ακριβώς δεν ξέρω βέβαια... Τι σου γέννησε εννοώ, μέσα από το κείμενο, αυτά τα συμπεράσματα.
    Εν πάση περιπτώσει, μακριά οι ενοχές. Οι σκέψεις οι υπεύθυνες που έχουν να κάνουν με πράξεις ζυγισμένες, ώριμες, ναι.
    Αλλά κατηγόριες δώθε κείθε, όχι βέβαια.
    Παιδιαρίσματα και τόσο άτσαλα μάλιστα, μακριά.

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 1:57:00 μ.μ., Blogger Sigmataf

    μυρίζεις μεταμεσονύχτια θάλασσα.


    πάλαγος αφημένο στα μάτια των φίλων.

    Των ερωτευμένων γλάρων.




    Μεχρι που φτάνει η τελευταία σταγόνα του ωκεανου?

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 2:17:00 μ.μ., Blogger kanataki

    συγκινητικό..!

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 7:55:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Αφέντρα η νύχτα.
    Και εξομολόγα!
    Σε παίρνει και σε φέρνει...
    Και είναι τα άλλα αφορμές να βγάλεις τα δικά σου...
    Κι αυτή να στα σκεπάσει, αφού πρώτα στα λούσει με το δικό της φως.

    Και όταν η αγάπη πεθαίνει, -αλήθεια πεθαίνει ποτέ η αγάπη;-, όταν για τον τάφο έστω τραβάει, ζωντανή ή νεκρή δεν έχει σημασία, το ξέρεις, τη μικρότητα ζητάει για νεκροθάφτη.
    Γιατί αλλιώς πώς να σιγουρευτεί;

    Νύχτα όμως πάλι απέξω.
    Ας μείνω να την κοιτάζω.
    Εκείνη, έτσι κι αλλιώς, καλύτερα τα ξέρει.
    Όλα.

    Την Καλησπέρα μου
    Καλή εβδομάδα να έχεις...

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 8:06:00 μ.μ., Blogger τσούτσουρος

    καταπληκτικό blog ..!!!!

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007 10:50:00 μ.μ., Blogger ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ

    Kλείσε τα μάτια και ονειρέψου την στιγμή που θα νιώσεις το πιο γλυκό φιλί που πήρες ποτέ..Θα έρθουν αύτες οι στιγμές και θα διαβάζεις αυτό το κείμενο και θα γελάς.Καλησπέρα.

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007 11:07:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Sigmataf,
    πέλαγα καταπίνει ο πόνος. Κι ο μόνος. Στεγνώνει τα σύμπαντα.
    Να μη χορεύει τίποτα εμπρός του. Ούτε καν κύμα.


    tsaperdona
    γλυκάδες και πικράδες ανάκατες, ζωή ένα πράγμα.
    Και μάτια, με βροχή μονίμως.


    Sotiri μου,
    στη μαθητεία της μια ζωή, τη βλέπω να νεκρανασταίνεται.
    Δέκα λογιώ παλικαριές, οι εννιά να δραπετεύεις και να την ξανακυνηγάς.
    Για την αγάπη λέω, ε; Που'χει το έδαφος φρέσκο και μαλακό, διψασμένο, παρθένο μονίμως, να νιώθεις εντός σου να σκάνε τα μπουμπούκια, ν' ανοίγουν τ' άνθη, να ροδίζουνε τα πέταλα και να χαμογελάς.
    Ακόμα κι αν έρχεται το χαλάζι.
    Φιλώ σε καλέ μου.
    Δύναμη απ' την αγάπη, μπορούμε;
    Αυτό.
    Κάθε βδομάδα.

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007 11:08:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    τσούτσουρε,
    ευχαριστώ σε για τα ωραία. Χαρές εντός σου πάντα.


    Νίκο,
    καλώς ήρθες με τα φθινοπωρινά σου ρούχα και τις κουβέντες τις ανοιξιάτικες!
    Όλα κομμάτια της ψυχής μας είναι. Ψηφίδες, στιγμές και σκηνές που ανασαίνουν μέσα μας.
    Και τα ωραία και οι λύπες. Τίποτα μην απαρνιέσαι και για κανένα μη γελάς.
    Οι πικράδες κάθονται πεισματικά στα χείλη για να μας πούνε πράγματα. Να μας μάθουν.
    Αν τις περιφρονήσουμε, θα πεισμώσουν κι άλλο και θα καλοκάτσουν για καιρό!

     
  • Χρόνος: Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007 3:44:00 μ.μ., Blogger elix_geo

    Προσπάθησα να γράψω κάτι.
    Τίποτα
    Ξαναπροσπάθησα, μιμούμενος τους παραπάνω στο βάθος του λόγου που έδωσαν.
    Και πάλι τίποτα.
    Σπάνια έχω και θέλω να προσθέσω κάτι σ΄αυτά που λες-δηλαδή όλα-, μόν΄ να τ΄απολαμβάνω θέλω.
    Νάσαι καλά και να γράφεις κι εμείς καλά να σε διαβάζουμε.

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2007 6:06:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    elix_geo,
    τ' αμίλητα, έχουν πάντα το κλειδάκι το μαγικό. Θες του παράδεισου, θες της καρδιάς, θες του μέσα, του ωραίου κόσμου, ε, όπως και να'χει τούτα εδώ είναι τα σπουδαία.
    Ευχαριστώ σε για τα μέλια.
    Τα μάτια σου τα μαθημένα -σε κακοτοπιές και μη- με τιμούν και με το παραπάνω.

    Φιλιά.

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007 1:10:00 π.μ., Blogger παράλληλος

    Βουλιάζουμε αγέρωχα.
    Και αποτυχημένοι άγιοι,
    λίγο πριν την τελείωση,
    προσευχόμενους
    μας τρώνε τα λιοντάρια.

    Είλωτες σε άγνωστο θεό,
    μ’ ένα καφέ σε πλαστικό στο χέρι,
    γυμνοί και ανυπόδετοι
    κινάμε για μέρη άγρια
    ανύποπτοι σαν μονομάχοι.

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007 5:05:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    ...

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007 5:53:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Παράλληλε,
    είσαι εξαιρετικός.
    Στη γραφή, που'ναι και ραφή των τόσων κομματιών μας... Με τα ξέφτια, με τα ξηλώματα, με τα πολυκαιρισμένα υλικά.


    Ανώνυμε/η,
    ένα χαμόγελο από δω.
    Σαν ήλιος που κρυφοπαίζει με χειμώνες.

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007 8:17:00 μ.μ., Blogger seizeTHEsky

    Απλά: συγχαρητήρια για τις εικόνες που απλόχερα μοιράζεσαι μαζί μας και τόσο όμορφα μας τις χαρίζεις… Υπέροχη η γραφή σου!
    ...και πάλι καλή συνέχεια!

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Μαΐου 24, 2008 9:01:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Γωργίου Χολιαστού
    Ο ΘΡΗΝΟΣ





    Copyright: PAu 2-024-743
    Γιώργης Χολιαστός





    Ο ΘΡΗΝΟΣ
    (θεατρικό μονόπρακτο)



    Τόπος: Λος Άντζελες, σπίτι του Άρβάζ (δωμάτιο με κουζίνα)
    Χρόνος:1996.

    Πρόσωπα του έργου: Λέσλυ, Αρβάζ.





    ΑΡΒΑΖ
    (ανοίγοντας την πόρτα)
    Πέρασε.

    ΛΕΣΛΥ
    (περνάει)
    Ευχαριστώ.

    ΑΡΒΑΖ
    Βολέψου.Κάθησε.

    ΛΕΣΛΥ
    Δε θα ξαπλώσουμε;

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι.

    ΛΕΣΛΥ
    Να γδυθώ;

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι, Κάθησε.
    (Η Λέσλυ κάθεται)
    Πόσων χρονών είσαι;

    ΛΕΣΛΥ
    Εικοσιοχτώ.

    ΑΡΒΑΖ
    Ρώτησέ με κι εμένα πόσω χρονών είμαι.

    ΛΕΣΛΥ
    Δε μ' ενδιαφέρει. Και ογδόντα να ήσουνα μ' αρέσεις. Ειδικότητά μου είναι οι μεγάλοι άντρες.
    (Πάει κοντά του και τον χαϊδεύει)
    Έλα μωρό μου, πάμε στο κρεββάτι, είμαι καλή, θα δεις...

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι, κάθησε σε παρακαλώ.

    ΛΕΣΛΥ
    Έλα...έλα…

    ΑΡΒΑΖ
    Σε παρακαλώ, δε σε θέλω γι αυτό.

    ΛΕΣΛΥ
    Δε με θέλεις γι αυτό;…

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι.

    ΛΕΣΛΥ
    Δεν καταλαβαίνω. Τότε γιατί με θέλεις;

    ΑΡΒΑΖ
    Θα σου πω. Αλλά δε μου δίνεις την ευκαιρία. Κάτσε. Ησύχασε.

    ΛΕΣΛΥ
    (Κάθεται)
    Άκου φίλε, εγώ θα κάτσω αφού το θέλεις. Όμως έχει περάσει κιόλας ένα τέταρτο της ώρας. Δε θέλω να μου λες ύστερα πως δεν έκανες τίποτα και δεν πληρώνεις.

    ΑΡΒΑΖ
    Πώς σε λένε;

    ΛΕΣΛΥ
    Λέσλυ. Το άκουσες αυτό που σου είπα;

    ΑΡΒΑΖ
    Το άκουσα. Το ήξερα όμως. Μη φοβάσαι, τα λεφτά σου θα τα πάρεις με το παραπάνω.

    ΛΕΣΛΥ
    Έτσι είναι καλλίτερα. Λοιπόν…τι θέλεις;

    ΑΡΒΑΖ
    Εκείνο που θέλω μπορεί και να κρατήσει πάνω κι από μιαν ώρα. Έχεις καιρό;

    ΛΕΣΛΥ
    Άκου φίλε...

    ΑΡΒΑΖ
    Δε θέλεις να μάθεις τ' όνομά μου;

    ΛΕΣΛΥ
    Τι σημασία έχει..

    ΑΡΒΑΖ
    Έχει. Ρώτησέ με τ' όνομά μου.

    ΛΕΣΛΥ
    Μα γιατί;..

    ΑΡΒΑΖ
    Πρέπει, για τη δουλειά μας. Σε παρακαλώ, ρώτησε τ' όνομά μου.

    ΛΕΣΛΥ
    Πώς σε λένε;

    ΑΡΒΑΖ
    Αρβάζ. Λοιπόν σε παρακαλώ να μη με ξαναπείς "φίλε". Να με λες Αρβάζ.

    ΛΕΣΛΥ
    Σύμφωνοι. Λοιπόν Αρβάζ, εγώ καιρό έχω, αλλά για κάθε ώρα παίρνω διακόσα δολλάρια.

    ΑΡΒΑΖ
    Λέσλυ, σου είπα, θα πληρωθείς.

    ΛΕΣΛΥ
    Εντάξει Αρβάζ. Όμως πολύ μυστηριώδης είσαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα κάνουμε εδώ μέσα αν όχι αυτό.

    ΑΡΒΑΖ
    Άκου Λέσλυ. Είναι κάτι που δεν έχει σχέση με το επάγγελμά σου. Λίγη υπομονή σε παρακαλώ. Ας γίνουν όλα όπως τα θέλω εγώ, μιας και...μιας και...μιας και σε πληρώνω. Τι λες:

    ΛΕΣΛΥ
    Εντάξει. Ό,τι πεις μωρό μου.

    ΑΡΒΑΖ
    Αρβάζ!

    ΛΕΣΛΥ
    Ό,τι πεις Αρβάζ. Μήπως είσαι ζωγράφος και με θέλεις για να ποζάρω;

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι, δεν είναι αυτό.

    ΛΕΣΛΥ
    Καλά. Δεν ξαναρωτάω. Αλλά μιας και καθόμαστε ας πιούμε ένα ποτό. Θέλεις;

    ΑΡΒΑΖ
    Καλή ιδέα. Όμως δε θα 'τανε καλό να πιούμε αλκοόλ.

    ΛΕΣΛΥ
    Ό,τι να 'ναι...μια κόκα κόλα.

    ΑΡΒΑΖ
    Κι εγώ θα 'θελα κάτι.
    (Πηγαίνει στην κουζίνα)

    ΛΕΣΛΥ
    Από πού είσαι;

    ΑΡΒΑΖ
    Από το Ιράν.

    ΛΕΣΛΥ
    Πότε ήρθες εδώ;

    ΑΡΒΑΖ
    Έχω δέκα χρόνια.

    ΛΕΣΛΥ
    Σου αρέσει η Αμερική;

    ΑΡΒΑΖ
    Και ναι και όχι.

    ΛΕΣΛΥ
    Είναι διαφορετικά στο Ιράν;

    ΑΡΒΑΖ
    Ω! Πολύ!
    (Φέρνει τα ποτά)
    Πες μου Λέσλυ, γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά;

    ΛΕΣΛΥ
    Δεν ξέρω...για να πούμε κάτι...

    ΑΡΒΑΖ
    Έχεις δίκιο. Όμως πρέπει αυτά που λέμε να τα νιώθουμε. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό: να σε καίει μέσα σου ο πόθος να πεις αυτό που έχεις να πεις. Όταν με ρωτάς κάτι να το κάνεις όχι γιατί είσαι κοντά μου επειδή πληρώνεσαι, αλλά γιατί πραγματικά θέλεις να μάθεις. Σαν να 'σαι κοντά μου χρόνια και είδες κάτι ασυνήθιστο σε μένα και ρωτάς όλο ενδιαφέρον και ανησυχία.

    ΛΕΣΛΥ
    Σαν να ήμασταν παντρεμμένοι;

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι, όχι, κάθε άλλο εκτός απ' αυτό. Σαν να ήμασταν εραστές.

    ΛΕΣΛΥ
    Εραστές χωρίς έρωτα;

    ΑΡΒΑΖ
    Σου είπα-σαν να είμαστε.

    ΛΕΣΛΥ
    Τότε και το ενδιαφέρον μου θα είναι σαν να ήταν ενδιαφέρον.

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι. Αυτό αρκεί. Ναι. Όμως έτσι που αν κάποιος μας έβλεπε να μην μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Να νομίζει πως αισθάνεσαι βαθιά ό,τι λες και κάνεις.

    ΛΕΣΛΥ
    (Γελώντας)
    Ο πελάτης έχει πάντοτε δίκιο.

    ΑΡΒΑΖ
    Και ξέχασε ότι είμαι πελάτης. Ξέρεις τίποτα από ηθοποιία;

    ΛΕΣΛΥ
    Πήρα μαθήματα για ένα φεγγάρι...

    ΑΡΒΑΖ
    Ωραία. Μπράβο. Αυτό θα μας βοηθήσει πολύ.

    ΛΕΣΛΥ
    Μα γιατί όλα αυτά; Πες μου...

    ΑΡΒΑΖ
    Είπαμε-όλα με τη σειρά τους.

    ΛΕΣΛΥ
    Έχεις δίκιο. Λοιπόν...πού μείναμε;

    ΑΡΒΑΖ
    Έλεγα πως όταν μου μιλάς πρέπει να μου μιλάς με ενδιαφέρον και με πόνο. Και με αλήθεια.

    ΛΕΣΛΥ
    Μα είπαμε πως όλα αυτά είναι ψέμματα.

    ΑΡΒΑΖ
    Την αλήθεια μπορείς να τη βρεις μόνο μέσα στο ψέμμα.

    ΛΕΣΛΥ
    (με ενδιαφέρον)
    Πώς το είπες αυτό;

    ΑΡΒΑΖ
    Είπα πως η αλήθεια βρίσκεται μέσα στο ψέμμα.

    ΛΕΣΛΥ
    Τι μου θύμισες...

    ΑΡΒΑΖ
    ΤΙ;

    ΛΕΣΛΥ
    Χρόνια πολλά πριν, μπορεί και δεκαοχτώ, ο πατέρας ενός φίλου πήγε στο θέατρο με το γιο του και με μένα. Απ' όλη την παράσταση μου 'μεινε μια φράση που είπε ο μάγος στην πριγκίπισσα: "Αλήθεια είναι το ψέμμα". Τι κουταμάρα, είχα σκεφτεί τότε. Αρβάζ, έχεις προσέξει πως μερικά πράγματα για να τα νιώσουμε πρέπει να περάσουν χρόνια και χρόνια;

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι. Με την προϋπόθεση πως θα τριγυρνάνε όλο αυτό το διάστημα συνέχεια στο μυαλό μας.

    ΛΕΣΛΥ
    Ναι…

    ΑΡΒΑΖ
    Λοιπόν με μεγαλύτερη κατανόηση θα κάνεις τώρα αυτά που σου είπα. Αίσθημα λοιπόν, πάθος, πόνος, ανθρωπιά.

    ΛΕΣΛΥ
    Με μια λέξη αλήθεια.

    ΑΡΒΑΖ
    Αλήθεια. Με μια λέξη.

    ΛΕΣΛΥ
    Μην ξεχνάς όμως πού είσαι. Εδώ είναι Αμερική. Μη ζητάς πολλά.

    ΑΡΒΑΖ
    Δεν μπορεί το ψέμμα σας να φτάσει ως την αλήθεια;

    ΛΕΣΛΥ
    Δν ξέρω. Μα να, τώρα, τη στιγμή ακριβώς αυτή, κάτι μου φωνάζει μέσα μου πως έγινε κιόλας. Ήρθαν όλα τόσο απότομα...δεν ξέρω...
    (Σιωπή)
    Γιατί έφυγες από το Ιράν;

    ΑΡΒΑΖ
    Γιατί ρωτάς;

    ΛΕΣΛΥ
    Έτσι, από περιέργεια.

    ΑΡΒΑΖ
    Σωστά, μ' αυήν αρχίζουν όλα.

    ΛΕΣΛΥ
    Γιατί έφυγες από το Ιράν;

    ΑΡΒΑΖ
    Δε θυμάμαι πια.

    ΛΕΣΛΥ
    Κάτι σοβαρό πρέπει να σε ανάγκασε να ξενητευτείς.

    ΑΡΒΑΖ
    Τώρα πρόσεξε: καλλίτερα όταν λες αυτό να μην κρατάς στο χέρι το ποτό. Έτσι... Μάζεψε λίγο τις γωνίες του στόματος. Ξέρω, από το να γελάς κάθε τόσο έχουν πάρει αυτή τη θέση. Όμως προσπάθησε!..Ακόμα λίγο...έτσι μπράβο. Ξαναρώτησέ με τώρα.

    ΛΕΣΛΥ
    Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι, καλλίτερα έτσι. Πολύ καλλίτερα. Τώρα: το σώμα σου καθώς θα με ρωτάς θα πρέπει να το γείρεις λίγο μπροστά, προς το μέρος μου. Και τα μάτια σου να βλέπουνε ίσα μέσα στα δικά μου, πασκίζοντας να διαβάσουνε μέσα τους την απάντηση προτού την ακούσουνε τ' αυτιά. Γείρε λοιπόν λίγο προς εμένα. Κύτταξέ με. Και τώρα ρώτησέ με πάλι.

    ΛΕΣΛΥ
    Γιατί έφυγες από το Ιράν; Κάτι σοβαρό θα σε ανάγκασε.

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι. Έτσι. Απ' όλα μόνο το στόμα θέλω λίγο πιο σοβαρό, το μέτωπο λίγο ζαρωμένο από το ενδιαφέρον. Και τώρα όλα μαζί: τα πυρωμένα μάτια, το σκύψιμο του κορμιού, το ζάρωμα του μετώπου, η σοβαρότητα του στόματος, το τρέμουλο της φωνής. Εμπρός. Ναι, καλά κάνεις και σφίγγεις με το χέρι σου το χέρι της πολυθρόνας. Λοιπόν...

    ΛΕΣΛΥ
    (Τρυφερά, δακρυσμένη)
    Γιατί...

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι...

    ΛΕΣΛΥ
    Γιατί...

    ΑΡΒΑΖ
    Μα όχι δάκρυα, δεν είναι απαραίτητα. Δε βλάφτουν όμως. Λοιπόν!..

    ΛΕΣΛΥ
    (Σηκώνεται και κάθεται στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του Αρβάζ. Του παίρνει το χέρι και το ακουμπάει στο μάγουλό της. Κλαίγοντας)
    Γιατί έφυγες από το Ιράν;
    (Του αγκαλιάζει τα πόδια)

    ΑΡΒΑΖ
    (έντονα και σαν κάποιος που ξαφνικά βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αμύνεται)
    Δεν ξέρω. Σου λέω αλήθεια. Δεν ξέρω. Δε θυμάμαι…

    ΛΕΣΛΥ
    Ποιος ξέρει;

    ΑΡΒΑΖ
    (ξαναβρίσκοντας τον εαυτό του. Σιγανά και ήρεμα)
    Κανείς...κανείς...
    (Τη σηκώνει και την καθίζει στα γόνατά του)
    Αμερικανίδα που κλαίει!..Τι δε θα 'χα να δω ακόμη...Έλα, σταμάτησε να κλαις-μα γιατί κλαις...

    ΛΕΣΛΥ
    Πρέπει να υπόφερες εδώ.

    ΑΡΒΑΖ
    Όπως όλοι στη κατάστασή μου.

    ΛΕΣΛΥ
    Η ίδια μαχαιριά δίνει άλλο πόνο στον καθένα.
    (Σηκώνεται. Σιγά)
    Τι να κάνω για σένα;

    ΑΡΒΑΖ
    Θα το μάθεις σε λίγο.

    ΛΕΣΛΥ
    Όχι αυτό. Εννοώ τι θέλεις να σου φτιάξω, να σου δώσω να φας ή να πιεις κάτι. Τι;

    ΑΡΒΑΖ
    Ε! Δε σε πληρώνω για υπηρέτριά μου. Κάτσε. Δε θέλω τίποτα.

    ΛΕΣΛΥ
    (τον αγκαλιάζει)
    Κάνε μου τη χάρη: μην ξαναμιλήσεις για λεφτά. Πες μου, θέλεις κάτι;

    ΑΡΒΑΖ
    Ένα ποτήρι νερό μόνο. Είναι στο ψυγείο κάτω δεξιά.
    (Η Λέσλυ φέρνει το νερό. Ο Αρβάζ το παίρνει και το αφήνει πάνω στο τραπέζι)
    Ευχαριστώ.

    ΛΕΣΛΥ
    Δε θα πιεις;

    ΑΡΒΑΖ
    Όχι ακόμα.

    ΛΕΣΛΥ
    (Κυττάζει γύρω προσπαθώντας να φαίνεται χαρούμενη)
    Ξέρω ένα φτηνό μαγαζί που πουλάει έπιπλα φτηνά και όμορφα. Θα πάμε μια μέρα μαζί ν' αγοράσουμε μερικά. Ετούτος ο καναπές δε στέκει καλά. Και το κρεββάτι θα 'ναι μεγαλύτερο σε ηλικία από μένα. Ένα τραπέζι της προκοπής, δυο τρεις καρέκλες, όλα θα γίνουν διαφορετικά.

    ΑΡΒΑΖ
    Δε χρειάζεται τίποτα Λέσλυ.

    ΛΕΣΛΥ
    Και κουρτίνες καινούργιες για τα παράθυρα. Μερικά καλά ποτήρια...

    ΑΡΒΑΖ
    Καλά είναι κι έτσι Λέσλυ

    ΛΕΣΛΥ
    Δεν είναι καλά. Και θα 'ρχωμαι να σε βλέπω όταν θα 'χουμε καιρό ελεύθερο κι οι δυο μας. Μ' αρέσει εδώ.

    ΑΡΒΑΖ
    Κι εγώ θα 'θελα να σε βλέπω. Μα δε γίνεται. Ξέχασέ το. Ας γυρίσουμε στη δουλειά μας.

    ΛΕΣΛΥ
    Τα μισά λεφτά θα τα δώσω εγώ αφού θα είναι λίγο σαν σπίτι μου το σπίτι σου.

    ΑΡΒΑΖ
    (Ήρεμα και αποφασιστικά)
    Όχι Λέσλυ.

    ΛΕΣΛΥ
    ...Θα φύγεις! Θα φύγεις από δω γι αυτό δε θέλεις να φτιάξεις το διαμέρισμά σου! Το βρήκα-ναι;

    ΑΡΒΑΖ
    Το βρήκες Λέσλυ. Θα φύγω.

    ΛΕΣΛΥ
    Γι αυτό είπες πριν "τι δε θα 'χα να δω ακόμα"...μα δε θα δεις...Για πού; Για την πατρίδα;

    ΑΡΒΑΖ
    Για την πατρίδα. Γι αυτό έλα. Έχουμε λίγη δουλειά ακόμα οι δυο μας. Μη μου ξεφεύγεις.

    ΛΕΣΛΥ
    (Κάθεται)
    Δεν ξεφεύγω-πού θα πήγαινα;

    ΑΡΒΑΖ
    (σηκώνεται)
    Φεύγοντας κάποιος από την πατρίδα του χάνει όλα όσα είχε εκεί πέρα. Ακόμα κι όσα πήρε μαζί του ελπίζοντας πως θα τα έχει δικά του. Μνήμες, περιπέτειες, χαρές, λύπες...Ακόμα και τα πράγματα. Λες κι όταν φύγανε κι αυτά από τον τόπο τους άλλαξαν τ' όνομά τους. Όταν κανείς το καταλάβει αυτό, η πρώτη του κίνηση είναι να ξαναχτίσει καινούργια ζωή στην ξενητειά, γεμίζοντάς την με ό,τι σ' αυτήν μάζεψε, χάρηκε, δούλεψε, έκλαψε, πόθησε. Μάταιος κόπος. Η ζωή που ζει τώρα δεν είναι η δική του. Κάποιος άλλος κλαίει, χαίρεται, ποθεί γι αυτόν. Πολλοί δέχονται την καινούργια κατάσταση. Μερικοί, όπως εγώ, δεν μπορούν ν' αφήσουν τον παληό τους εαυτό. Και πεθαίνουν μαζί του όπως ο
    καπετάνιος στους αλλοτινούς καιρούς πνίγονταν με το καράβι του μαζί.

    ΛΕΣΛΥ
    Μη μιλάς για θάνατο. Μια γυναίκα θα σε βοηθήσει να φτιάξεις πάλι τη ζωή σου.

    ΑΠΒΑΖ
    Πώς;

    ΛΕΣΛΥ
    Με την αγάπη της. Δεν ξέρω…έτσι λένε όλοι...

    ΑΡΒΑΖ
    Αν μια γυναίκα ερχόταν στην αρχή της εξορίας μου, τότε ίσως να βοηθούσε. Τότε, πριν σπάσει η συνέχεια. Θα με βύθιζε στο τέλμα της υποταγής και της ρουτίνας και θα πέθαινα ένα ευτυχισμ;νο μηδενικό που δεν έχει ιδέα για τη μηδενικότητά του. Όμως δεν ήρθε. Και ποια γυναίκα θα πλησίαζε ένα ξένο;
    Έτσι έμεινα μόνος. Μη νομίσεις πως στενοχωριέμαι ή λυπάμαι γι αυτό. Όχι. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Μάλιστα χρωστώ χάρη στην ξενητειά. Μ' έκανε να γνωρίσω τον εαυτό μου.

    ΛΕΣΛΥ
    Μαθαίνοντάς σου την απελπισία;

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι. Το κατάλαβες.

    ΛΕΣΛΥ
    Το είδα με τα καινούργια μάτια που μου 'δωσες.

    ΑΡΒΑΖ
    Σ' ευχαριστώ που μαθαίνεις εύκολα. Και τώρα στη δουλειά.

    ΛΕΣΛΥ
    Μη τη λες δουλειά πια. Ό,τι και αν κάνουμε μαζί οι δυο μας θα 'ναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος. Σ' ακούω.

    ΑΡΒΑΖ
    Λοιπόν, απ' όλα που είχα στην πατρίδα, πιο πολύ μου 'χει λείψει το κλάμμα. Εδώ όλοι γελάνε. Στην πατρίδα μου το γέλιο είναι ακριβό. Γι αυτό σε θέλω: να κλάψεις για μένα.

    ΛΕΣΛΥ
    Αρβάζ!

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι. Αυτό θέλω. Άκου Λέσλυ. Στην πατρίδα μου όταν πεθαίνει κάποιος, τονε κλαίνε. Κυρίως γυναίκες. Δηλαδή γνωστές και συγγένισσες μαζεύονται γύρω από το φέρετρο του νεκρού και τον κλαίνε για ολόκληρη μια νύχτα. Για σκέψου! Κλάμμα τόσες ώρες από τόσους ανθρώπους...Αυτό μια φορά μετράει. Δείχνει πως ο πεθαμένος έλειψε από κάποιον. Πως νιώσαν ότι έφυγε. Κι αν κανείς δεν υπάρχει για να κλάψει το νεκρό, τότε νοικιάζουν γυναίκες, μιαν ή περισσότερες, που η δουλειά τους είναι ακριβώς αυτή: να κλάψουν τον νεκρό. Γι αυτό σε θέλω. Όταν πεθάνω θέλω να με κλάψεις. Αυτός είναι ο λόγος που σ' έφερα εδώ.

    ΛΕΣΛΥ
    Να κλάψω;

    ΑΡΒΑΖ
    Ναι Λέσλυ. Καταλαβαίνω, το βλέπεις γελοίο. Όμως για μένα είναι σημαντικό. Θα έχω έτσι την ψευδαίσθηση πως σε κάποιον θα λείψω.Κι αυτός ο κάποιος θα είσαι συ. Ντρέπομαι γι αυτά που σου λέω. Και ίσως να μη με καταλαβαίνεις. Αν είν' έτσι πες το μου.

    ΛΕΣΛΥ
    Και βέβαια είναι γελοία ολ' αυτά. Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα σε κλάψω. Θα γελώ. Και θα μάθω το γέλιο σε σένα κι όχι εσύ το κλάμμα σε μένα. Κουταμάρες εκεί!.. Μ' έκανες να σε νιώσω΄ να ενδιαφερθώ για σένα΄ να πιστέψω σε σένα. Ήτανε λοιπόν μόνο και μόνο για να μου ζητήσεις αυτό; Για να μου πεις πως θα πεθάνεις; Όχι, δε θα κλάψω για σένα. Θα γελώ για σένα. Και συ για μένα. Κι οι δυο με τη ζωή. Αν έκλαιγα για σένα θα 'τανε γιατί μου 'λειψες. Κι αφού θα μου είχες λείψει, θα πει πως σε χρειάζομαι. Κι αφού σε χρειάζομαι-αφού σε χρειάζεται κάποιος-δεν έχεις να πεθάνεις. Ζήσε λοιπόν. Και μόνο που μιλήσαμε γι αυτή τη λίγην ώρα, νιώθω πως κάτι άλλαξε σε μένα. Σαν με τα λόγια και με τη στάση σου να γέννησες έναν άλλο άνθρωπο μέσα μου. Κι ό,τι σου λέω από τότε, αυτός ο καινούργιος άνθρωπος είναι που τα λέει. Κι είναι ωραίος αυτός ο άνθρωπος. Και για να ζήσει σε χρειάζεται.

    ΑΡΒΑΖ
    Έτσι νομίζεις. Είναι μια εντύπωση της στιγμής. Νομίζεις ότι κάτι άλλαξε μέσα σου. Δεν άλλαξε. Και ευτυχώς. Γιατί αλλιώς θα 'ταν ένα μαρτύριο η ζωή σου. Φαντάσου-ένα δυστυχισμένο πλάσμα -εμένα-είδες κι άρχισες να κλαις. Σκέψου τι θα γινόταν αν, ο καινούργιος άνθρωπος που λες πως γεννήθηκε μέσα σου έβλεπε όλη τη δυστυχία του κόσμου.

    ΛΕΣΛΥ
    Με κάνεις και μένα δυστυχισμένη με τα λόγια σου αυτά.

    ΑΡΒΑΖ
    Δεν είσαι δυστυχισμένη. Δυστυχία είναι να έχεις συναίσθηση της δυστυχίας σου. Εσύ πατάς γερά στον κόσμο της ύπαρξης' ένα κόσμο χάρτινο, που όμως μπορεί ν' αντέξει το βάρος το μικρό της ζωής σου. Μα η δική μου ζωή, πατώντας πάνω στον χάρτινο αυτόν κόσμο, τον γκρεμίζει με το βάρος της.ψΚαι να 'μαι πεσμένος στην άβυσσο που κρυβόταν από κάτω του.

    ΛΕΣΛΥ
    Μην είσαι εγωιστής. Μην κυττάζεις το κακό που έγινε στον εαυτό σου. Κύτταξε το καλό που μπορείς να κάνεις εσύ στους άλλους. Και ζήσε. Δες με-είμαι εγώ ο ίδιος άνθρωπος που μπήκε εδώ μαζί σου πριν μια ώρα;

    ΑΡΒΑΖ
    Ο σπόρος της αλλαγής είναι που έπεσε μέσα σου Λέσλυ. Κι αλήθεια, χαίρομαι γι αυτό σαν να 'πλασα κιόλας όχι ένα νέον άνθρωπο, αλλά ένα ολόκληρο νέο κόσμο. Σε χρόνια, όταν θα φτάσεις κι εσύ στην ηλικία μου, τότε θα δεις κι εσύ τα πράγματα όπως τα βλέπω. Θα δεις πόσο η ζωή σου ήταν άδεια, θα δεις τι σημαίνει ξενητειά, θα δεις πόσο στα ξένα σου 'λειψαν τα δικά σου πράγματα, τα πράγματα της πατρίδας, θα δεις πόσο άλλος πρέπει να είσαι για να μπορέσεις να ζήσεις. Και μην μπορώντας να γίνεις αυτός ο άλλος άνθρωπος, θα σκεφτείς το θάνατο. Όπως τώρα εγώ.

    ΛΕΣΛΥ
    Ναι. Ο σπόρος σου κάπου εκεί θα με οδηγήσει. Το νιώθω. Όμως συχώρα με...μα εγώ δεν είμαι...δεν είμαι ξένη...είμαι στην πατρίδα μου...

    ΑΡΒΑΖ
    Όλοι είμαστε ξένοι στη γη. Κάποτε θα το καταλάβεις.

    ΛΕΣΛΥ
    Ίσως. Και ίσως κι εγώ να θέλω να πεθάνω. Και κάποιος να θέλει να με σταματήσει. Όπως θα σταματήσω τώρα εγώ εσένα.
    (Κλαίει)
    Δε θέλω να σε κλάψω. Δε θέλω να πεθάνεις. Δε θέλω...

    ΑΡΒΑΖ
    Μα, Λέσλυ, δεν πέθανα ακόμα.

    ΛΕΣΛΥ
    Όχι. Δε θα πεθάνεις. Δε θα κλάψω για σένα-όχι-δε θα κλάψω...

    ΑΡΒΑΖ
    Καλή μου, κάνε το-μου σαν μια χάρη. Είσαι η μόνη που μπορεί και που θέλω να κλάψει για μένα. Κλάψε με Λέσλυ. Μόνο έτσι θα πάω ευχαριστημένος.
    Δεν το θέλεις να φύγω ευχαριστημένος; Κλάψε με.

    ΛΕΣΛΥ
    Θα 'τανε σαν να σε σκοτώνω-όχι.

    ΑΡΒΑΖ
    (Την πλησιάζει, παίρνει τα χέρια της στα χέρια του και τα φιλεί)
    Λέσλυ, δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Είμαι κιόλας πεθαμένος. Μα...γιατί πάγωσαν τα χέρια σου ξαφνικά;

    ΛΕΣΛΥ
    (Ελευθερώνει τα χέρια της)
    Βρήκα έναν άνθρωπο και είναι κι αυτός πεθαμένος;

    ΑΡΒΑΖ
    Είναι γιατί δεν υπάρχει ανθρωπιά. Γιατί όπου γεννηθεί, την ίδια στιγμή πεθαίνει. Σαν μια χιονονιφάδα που πριν προλάβεις να την αγγίσεις έχει λυώσει κιόλας. Σαν μια αστραπή που για μια στιγμή τη βλέπεις και τελείωσε. Μα εκείνη η στιγμή είναι που μετράει-αυτήν όταν γνωρίσεις τα έχεις γνωρίσει όλα. Και ύστερα όλα για σένα είναι ένα μεγάλο τίποτα.

    ΛΕΣΛΥ
    Αφού δε θέλεις να ζήσεις για μένα, ζήσε για τους άλλους...ζήσε για μένα...

    ΑΡΒΑΖ
    Για τους άλλους;..Για σένα;..Ω! Λέσλυ! Πώς να στο πω ...πώς να στο πω χωρίς να με κοροϊδέψεις...πώς να στο πω και να με πίστευες...πώς να στο πω και να μη, ίσως, με μισήσεις...

    ΛΕΣΛΥ
    Πίστεψα σε σένα. Θα πιστέψω κι ό,τι μου πεις. Πώς μπορείς να σκεφτείς πως θα σε κορόϊδευα;

    ΑΡΒΑΖ
    (σιγά και πειστικά)
    Λέσλυ, δεν υπάρχεις ούτε εσύ ούτε οι άλλοι.
    (Η Λέσλυ μένει ακίνητη και σιωπηλή για λίγο. Ξαφνικά μια λάμψη περνάει από τα μάτια και από το μυαλό της και τα φωτίζει. Ύστερα ήρεμα, γλυκά, τρυφερά, υποτακτικά και αποφασιστικά)

    ΛΕΣΛΥ
    Έλα Αρβάζ. Έλα καλέ μου. Πες μου τι πρέπει να κάνω. Έλα.
    (Τον φιλεί απαλά, σαν αέρινα, στα χείλη, στα μάτια, στα μαλλιά, στα χέρια, ενώ μιλεί)
    Μίλα λατρευτέ μου. Διάταξέ με. Πες μου τι να πω και τι να κάνω θρηνώντας. Όλα θα γίνουν όπως μου πεις.

    ΑΡΒΑΖ
    Ας κλείσουμε το παράθυρο.
    (Το κλείνει)
    Αν άκουγε κανείς το θρήνο σου θα τρόμαζε.

    ΛΕΣΛΥ
    Πες μου.

    ΑΡΒΑΖ
    Όταν βγει και η τελευταία μου πνοή θ΄αρχίσεις το θρήνο. Θα κλαις σαν να πέθανες εσύ η ίδια. Ή σαν να έχασες ένα πολύ αγαπητό σου πρόσωπο. Ο θρήνοε θα βγαίνει από το στόμα σου σαν χείμαρρος. Σαν μέχρι τώρα να τον συγκρατούσες για κάποιαν αιτία. Θα προσπαθείς, όσο μπορείς, οι κραυγές σου να φτιάχνουν λόγια, λέξεις, προτάσεις ολοκληρωμένες όσο είναι δυνατό-όσο σου επιτρ;πει το κλάμμα. Θα δαγκώνεις τα χείλη σου από την απελπισία. Θα τραβάς τα μαλλιά σου, θα ξεσχίζεις τα ρούχα σου, θα δέρνεις τα στήθη και τους μηρούς σου με τα χέρια σου. Το τι θα λες αποφάσισέ το εσύ η ίδια. Αν όμως αυτό σε δυσκολεύει, σου έχω αφήσει ένα μοιρολόγι. Έτσι λένε στην πατρίδα μου τα λόγια που λένε θρηνώντας επάνω από τους νεκρούς. Παραλλαγές και προσθαφαιρέσεις θα κάνεις μόνη σου, χωρίς να το καταλάβεις αφού πραγματικός πόνος θα σε οδηγεί. Η φωνή σου θα είναι δυνατή, πολύ πονεμένη, στριγγιά. Το κλάμμα δύσκολα θ' αφήνει τα λόγια να ξεχωρίζουν. Η φωνή σου θα 'χει ανεβάσματα και κατεβάσματα. Κάθε εκπνοή σου θα καταλήγει σε βογγητό ή σε άναρθρη στριγγιά φωνή.

    ΛΕΣΛΥ
    Κατάλαβα. Θα γίνει όπως μου είπες. Πριν όμως θέλω κι εγώ κάτι από σένα. Ένα φιλί.

    ΑΡΒΑΖ
    Ο έρωτας είναι η δυστυχία του ανθρώπου.

    ΛΕΣΛΥ
    Ένα φιλί.

    ΑΡΒΑΖ
    Η επιθυμία είναι το δόλωμα της ζωής.

    ΛΕΣΛΥ
    Το θέλω.

    ΑΡΒΑΖ
    Η ηδονή είναι ο φονιάς της γνώσης.

    ΛΕΣΛΥ
    Είμαι γυναίκα.

    ΑΡΒΑΖ
    (Απλώνει τα χέρια του)
    Έλα.
    (Η Λέσλυ πλησιάζει. Φιλιούνται μ' ένα παρατεταμένο, παθιασμένο φιλί. Μετά απ' αυτό μένουν σφιχτά, απελπισμένα αγκαλιασμένοι, σαν να γυρεύουν να γίνουν ένα σώμα οι δυο τους. Τέλος χωρίζουν)

    ΛΕΣΛΥ
    Τι γλύκα! Ίδιος ο θάνατος!
    (Κάθεται. Δακρύζει. Τα δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια της, αβίαστα, χωρίς αναφυλλητά, σαν αυτό να είναι μία φυσιολογική κατάσταση όπως όταν μιλάμε ή ανασαίνουμε. Έτσι τα δέχεται και ο Αρβάζ. Και έτσι ως το θάνατο του Αρβάζ)

    ΑΡΒΑΖ
    Είχα σκοπό να σε αφήσω εδώ
    (Βγάζει ένα άσπρο κουτάλι από την τσέπη του)
    και να πάω στην κουζίνα για να πάρω αυτή τη σκόνη.
    (Σκουπίζει τα δάκρυα της Λέσλυ)
    Τώρα όμως δε χρειάζεται-έτσι δεν είναι;

    ΛΕΣΛΥ
    (Ψιθυριστά μέσα από τα αναφυλλητά της)
    Όχι, δε χρειάζεται...

    ΑΡΒΑΖ
    (Δείχνει έναν φάκελλο στη Λέσλυ)
    Μέσα εδώ βρίσκονται χρήματα-πέταξέ τα-,ένα μοιρολόγι κι ένα γράμμα για την περίπτωση που κάποιος θα ήθελε να σε συνδέσει με το θάνατό μου.
    (Ρίχνει τη σκόνη μέσα στο ποτήρι με το νερό και πίνει. Ύστερα ξαπλώνει στο κρεββάτι. Σιωπή. Χωρίς να κυττάζει τη Λέσλυ)
    Σ' ευχαριστώ.

    ΛΕΣΛΥ
    Εσύ εμένα;
    (Κάθεται στην πολυθρόνα που βρίσκεται δίπλα στο κρεββάτι του Αρβάζ, κλείνει το χέρι του στα χέρια της και το φιλεί απαλά και το χαϊδεύει, ώσπου να νιώσει ότι αυτό παραλύει. Τότε ξεσπάζει σε γοερό θρήνο ξεσχίζοντας τα ρούχα και τα μάγουλά της)


    ΑΥΛΑΙΑ


    George Holiastos

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2008 10:36:00 μ.μ., Blogger αφηγήτρια

    ...διάβασα το κείμενό σου και κατάλαβα ότι είναι από τα κείμενα που αποκαλύπτουν το νόημα των βαθύτερων στρωμάτων της ψυχής, ένα κείμενο που θα θυμάμαι για καιρό, συμπαγές και διάφανο, αληθινό...
    ...φαντάσου ότι απέφυγα να διαβάσω τα υπόλοιπα που έχεις δημοσιεύσει για να μη χαθεί η επίγευση αυτού του κειμένου...υποψιάζομαι ότι και τα άλλα θα μου αρέσουν πολύ...να είσαι καλά!

     
  • Χρόνος: Σάββατο, Αυγούστου 02, 2008 11:17:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Σήμερα είδα το σχόλιό σας.
    Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
    Δεν ξέρετε πόσο ανάγκη τα είχα.
    Σας διαβεβαιώ, τώρα που σας ξέρω, ότι δεν θα απογοητευτείτε
    ούτε από τα άλλα μου μονόπρακτα.
    Ελπίζω να έχετε υπόψι σας και τα έμμετρα θεατρικά μου.
    Γεια σας

    Γιώργης Χολιαστός

     


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape