
Βαριανασαίνει ο Οκτώβρης έτσι που σέρνεται πάνω σε πεσμένα φύλλα, υγρά. Κι ό,τι σφήνωσε στην άκρη του νου, σαν προσδοκία, αναμονή, σύμβαση ακόμα, μένει μετέωρο, να γεννήσει κι άλλα όνειρα, να θεριέψει μαζί τους, να γίνει τροφή στους επερχόμενους χειμώνες. Καταπίνει σκέψεις τούτη η εποχή, βαραίνει απ’ τις ευωδιές, τσακίζει απ΄ τις επιθυμίες. Κυρίως, κείνες τις ώρες τις θολές• μιλώ για απογεύματα της καθημερινότητας και για το αργοκίνητο χάζι της Κυριακής. Πέρα δηλαδή απ’ τους εξαναγκασμούς των πρωινών, που γίνανε πια αρπαχτικά της καλοδιάθετης θωριάς μας.
Ώρες-ώρες η γραφή, χορεύοντας αυθάδικα μπροστά στα μάτια μας, γίνεται εξάρτηση που μας γαντζώνει. Είτε δρα βγάζοντας γλώσσα στα εφήμερα είτε εμμένει πεισματικά στα της ουσίας, καθηλώνει• δεν υποτάσσεται σε εποχές. Κι έτσι, ίσως και να γίνεται παραπλανητική. Ο νους στην σύνταξη και στα γράμματα κι η ζωή στων χινοπώρων τις σελίδες.
«Κοίτα έξω απ’ το παραθύρι σου», προστάζει ο καιρός. Εραστής θαρρείς που τον μαλώσανε τα νάζια σου κι άνοιξε χούφτες εμπρός ζητώντας ευκαιρίες ακόμα.
Πόσα περνούν απ’ τη ζωή, διαβάτες βρόχινοι, σκιεροί κι ούτε που στρέφουμε το βλέμμα πάνω τους, να φουντώσει η ματιά να πάρει χρώμα…
Πόσες και πόσες μυρουδιές και θάματα!
Ζω σ’ έναν τόπο που τις Κυριακές τα πρωινά ακόμα ανεμίζουν οι κυράδες τα σεντόνια. Τ’ απλώνουνε στα κάγκελα των μπαλκονιών να ρουφήξουν ήλιο κι αγέρα, να ισιωθούν οι τσακίσεις μετά, να τεντωθεί πάνω τους το κορμί εισπνέοντας ζωή.
Βιάζονται να το κάνουν μετά από μέρα βροχερή, τότε που βγαίνει ο ήλιος με λύσσα, πρόθυμος να χυθεί πάνω σε πρόσωπα και πράγματα, να ξαπλώσει σε τοίχους και πεζοδρόμια. Τι εικόνες! Έτοιμες ν’ απελευθερώσουν μνήμες παλαιϊνές ή πιο ώριμες, να γίνουν καταφύγιο για τα τσαλακωμένα μας μάτια, μακριά από τις παραφωνίες των καιρών.
Χθες, έπιασε μπόρα δυνατή κι ήρθε στο νου ένα δώμα από κάτι χρόνια άλλα, όπου στοιβάζονταν βιβλία και βινύλλια. Να βγαίνεις στην ταράτσα, ν’ ανοίγεις χέρια και να κυκλώνεις το κορμί, γύρω-γύρω, γύρω-γύρω, ώσπου να πιουν οι φλέβες σου βροχή, το φαντάζεσαι; Να μυρίζει η βροχή, να μπαίνει εντός σου, να ξαναβαπτίζεσαι θαρρείς, να αναπλάθεσαι στη μήτρα της φύσης…
Μέσα μας, ακόμα χάσκει κείνο το παιδί που’ θελε ν’ ανοιχτεί πέρα απ’ τα σύννεφα… Σκούρα, μεταλλικά, να τα βουτήξει στη θάλασσα ν’ αλλάξουν χρώμα, να πείσει και τον ήλιο να σκάσει μύτη απ’ το θόλο τον κλειστό.
Χαμένος σε τέτοιες σκέψεις, ασκεί κανείς ελευθερίες ξεχασμένες, ανιχνεύει και τις εκδοχές του και τους άλλους και τον αλήτη καιρό. Ονειροπολεί φανατικά γύρω απ’ το τίποτα, με μια στάλα βροχής πάνω στο τζάμι ας πούμε, πλεύση αντισυμβατική αυτή, ατέλειωτη πορεία ή παρατεταμένη στάση• ο νους θα ορίσει.
Χτισμένες πολιτείες, μ’ ανθρώπους ή χωρίς, μ’ όνειρα σα να λες και απουσίες, Οκτώβρη μήνα. «Οχτώβρη», που ‘λεγε η γιαγιά.
Τ’ αποδημητικά πουλιά που ’χουν να μετρούν χιλιόμετρα σ’ αιθέρες αλαργινούς, κάπου εδώ, σ’ ετοιμότητα, δίχως μπαγκάζια. Ο υγιής πόθος της θάλασσας μια ανάσα απ’ το μπαλκόνι μου, έρωτας πιστός.
Η σκέψη, καταστρέφει κάθε χαρά στα καθημερινά της ρούχα. Έχει τρόπους. Έχει δαίμονες. Έχει και φωνές. Ανταριασμένες κατά κανόνα.
Και μόνο η σκέψη, καταστρέφει τη χαρά• έτσι έπρεπε να το πω, διορθώνω…
«Μα πως αλλιώς;» θα μου πεις. Μάλλον με λιγότερη σκέψη, λέω να αυτοδασκαλεύομαι. «Όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο λιγότερο νιώθεις», λέει μια μέσα φωνή. «Πως νιώθουμε παράφορα, πως ζούμε έτσι αδιάφορα», τραγουδάει ο Σωκράτης. Αυτό.
Κι αν είναι το συναίσθημα, το πρωτεύον στις πράξεις, στις αποφάσεις, στην ίδια την ύπαρξή μας…
Περνούσα έξω από μια απίστευτη αυλή, σήμερα το πρωί. Με περίτεχνα καμωμένη καγκελόπορτα και χαμηλό τοιχίο, έτσι που να γλυστράνε οι αδιακρισίες στις ξένες πραγματικότητες, να συνοψίζουν των αλλωνών τα ωραία. Από τον ήχο της φωνής που έτρεξε στ’ αυτιά μου, φαντάστηκα το πρόσωπο. Κοτσονάτη κερά, παλιά αριστοκράτισσα, ρωτούσε για την ώρα που θα ’ρθουν τα παιδιά για φαγητό. Πως μου φάνηκε σα να ‘λεγε «πότε θα πάψω να ΄μαι μόνη;» Πως μου φάνηκε σα να φοβότανε το χρόνο μη και νυχτώσει γρήγορα και δε προφτάσει τη χαρά; Αυτή τη χαρά, που καταβροχθίζει η περίσσια σκέψη;
Περπατούσα στην πόλη τη στεγνή που αιφνίδια ερήμωσε –η εξοχή πλανεύτρα, πως να μην πρωταγωνιστεί, μέρα αργίας- και συλλογιζόμουν πόσο μοιάζει το φθινόπωρο με την άνοιξη! Εξαρτάται από τι αφήνεις πίσω βέβαια. Για να χρωματιστεί ανάλογα κι η οπτική σου. Αν βγαίνεις από παγερή εποχή ή από καλοκαιρία. Εξαρτάται και από τι βλέπεις μπροστά. Ανθοφορία ή μαρασμό.
Το νιώθετε όμως, ή όχι;
Πως οι νύχτες ολόγυρα μεγαλώνουν. Συνεχώς.

Αν το νιώθουμε λέει! Κι έρχεται κρύο! Να είμαστε μονάχα καλά κι εδώ στο παρεάκι μας θα φύγει κι αυτή η νύχτα, που θα πάει!
Καληνύχτα Καπετάνισσα.
"η"