«Μάνα, με το σκουπόξυλο καθάριζες τα λασπωμένα ρούχα μου.»
Ακούω το Γιώργο να φυλλομετρά τις σκέψεις του, τυπωμένες πιά και σταματώ κάθε κίνηση να ’χω ήχο καθαρό. «Πες το ολόκληρο», προκαλώ.
Εαρινή ανάγκη
Το βάζο μες τις μαχαιρίδες
Τα δάκρυα της ενοχής
Μάνα, με το σκουπόξυλο καθάριζες τα λασπωμένα ρούχα μου
«Αχ, απέχουμε πολύ Μαρία…», η απόκριση της αλήθειας, πως αλλιώς…
Αφήνω τους τίτλους να γυρεύουνε αλλού προσκυνητές κι αρχίζω κουβέντα δίχως τσιγγουνέματα. Μαζί με σιωπές δηλαδή. Για κείνο το αψύ βλέμμα της μάνας που ’πεφτε πιο βαρύ κι απ’ τη βέργα, γυαλόχαρτο καλύτερα θα ’ταν, ξυσμένο λιόκλαδο, βουτηγμένο στη παρασκιά.
«Ο,τι και να συνέβαινε, γυρνώντας σπίτι θα τις έτρωγα», ακούω το Γιώργο. «Παιδί δίχως λερωμένα ρούχα, γίνεται; Παιχνίδι ατσαλάκωτο, πως; Κι αν ήμουν καθαρός πάλι λόγος θα υπήρχε για δυο-τρεις στον πισινό. Χαμένος. Ούτως ή άλλως. Μια φορά είπα να της πάω μαχαιρίδες να τη γλυκάνω. Τις έκοψα με φροντίδα, προσεκτικά, να ’ναι ολόδροσες με μακρύ κοτσάνι. Ποιος είδε το Θεό… Ανταριασμένη ξεσήκωσε τη γειτονιά απ’ τις φωνές. Σε ποιο περβόλι μπήκες, ποιον κήπο αχρήστεψες και τέτοια. Πάλι ξύλο. Που πήγα λουλούδια της έμορφης κυράς μου. Κι ας μπλάβισα στο τέλος».
Στραγγίζω λέξεις και συλλογιέμαι κείνες τις μανάδες που διπλογαζώνανε τα συναισθήματα σα να ΄τανε στριφώματα σε μακριές, μαύρες φούστες• κρίμα μεγάλο να φανούν και να προδώσουν τον ποδόγυρο.
Κι ερχότανε τη νύχτα στα κλεφτά, με βλέμμα πέλαγο δίχως θυμό, μονάχα θάλασσα να τρέχει και ρίχνανε ένα χάδι θεόξερο, ένα μόνο και κάνανε τον ύπνο μήτρα ξανά.
Σκοτεινή, ζεστή και μαλακή αγκάλη. Θάνατος ίδιος. Τέτοια λύτρωση.
Σήμερα θα μαζευτεί ο κόσμος που μελετά τη φύση τ’ ανθρώπου και τις συμπεριφορές και τα λοιπά και θα μιλήσει για κακοποίηση. Και θα ‘χει δίκιο, όσο να πεις.
Μέλι και γάλα και καρφιά από πάνω γατζωμένα με δύναμη. Ποιος δεν πόνεσε, όσο αγιόκλημα κι αν του ανέμισαν μετά οι καιροί. Κι όποιος πει πως όσοι φάγαμε ξύλο δεν πάθαμε τίποτα, ας μη το πάει παρακάτω.
Δεν καλοκάθονται οι χαρές έτσι εύκολα πάνω στο τραπέζι, εκτός κι αν τις ζορίσεις.
Άκουγα τις προάλλες τον Αργύρη Χιόνη, τον ποιητή να λέει για τη μάνα του τη Χανιώτισσα και τη σκληράδα της. Το συναίσθημα που δεν το χάρισε ποτέ, να δοθεί έτσι ατσιγγούνευτα και να λιαστεί στα πρόσωπα των παιδιών της. Μονάχα το μέτρο κι ο κανόνας και η τάξη και τα άχαρα καθήκοντα. Και, παρ’ όλα αυτά, θαυμασμός και δέος και σέβας μπροστά στην αγιοσύνη εκείνης που με βέργα παρά με φιλί ακούμπησε του γιού τη σάρκα.
Θυμάμαι και τον Δημήτρη Γκιώνη που γράφει για το παιδί που αγρυπνά εντός –ή αλυχτά;- και με χιούμορ περισσευούμενο λέει πως αγριεμένος πιτσιρικάς, σατανάς ίδιος, έκανε την… εγκυμονούσα στη μάνα του για να μην τον βαρέσει! Κι εκείνη βέβαια, τον παραχόρτασε με τις ξυλιές της.
Σε τέτοιες κουβέντες θα ’θελα τις λέξεις ωμές, να τις δαγκώνεις και να νιώθεις το κροτάλισμά τους, να μη χαρίζεσαι ούτε στη πιο χαδιάρα μνήμη.
Σάμπως ξέρανε κι άλλους τρόπους, θα μου πεις. Παραμερίζει η καρδιά για να φτωχύνουν τ’ άσχημα, τι άλλο. Απενοχοποίηση θα πούνε πάλι οι μελετητές.
Στάζουν αίματα τα χρόνια ώρες-ώρες σα χώμα κόκκινο που το σκάβεις, το σκάβεις και δε λέει να πρασινίσει. Μόνο πετιέται στα ρούχα σου και τα λερώνει να ’χει λόγο η μάνα, να ΄χεις κι εσύ να τη θυμάσαι.
Μ’ ένα μαντήλι λυτό -και λιτό κιόλας-, να γλεντά η γύμνια του λαιμού, θυμάμαι μια μάνα που ξεχνούσε πότε-πότε να σκεπάζει τις προσδοκίες μου. Τις λαχτάρες μου, πες.
Και στεκότανε δίπλα γλυκαμένη. Μ’ εκείνη την αγάπη την άμετρη.
Και τώρα να της πω, δε θυμάται. Τα καλά πιο πολύ. Τρέχει για δικαιολογίες για τ’ άσχημα «οι άλλες εποχές, οι αγράμματοι άνθρωποι»… Λες κι οι γραμματιζούμενοι ξέχειλες γυροφέρνουν τις ευαισθησίες. Αμ δε…
Μανιασμένη η ψυχή ζητά απόκριση φορές-φορές. Ίσα για να σπονδυλώσει όλες τις άνευρες φωνές της καθημερινότητας, να τις κάνει μιλιές ανάκατες σε σύναξη χαράς. Πιάνεται απ’ όπου…
Βροχή αξόδευτη σήμερα. Στις λάσπες μέσα.
Βρέχονται και τα νησιά, αμ δε βρέχονται;
Χειμώνας καιρός, χειμώνας κόσμος.
Τι με κοιτάς;
Άνθρωπος είμαι. Με λασπωμένα ρούχα, ωραία. Ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, μπορείς; Δανεική, εντάξει. Ξένη. Του νερού. Που τρέχει και ξεπλένει.
Έχω μείνει κυριολεκτικά άφωνη από το λόγο σου...
Παρόλα αυτά και ως γυναίκα θα σου πω τούτο: η μάνα μου δε με έδειρε ποτέ. Και είναι άθλος, αν σκεφτεί κανείς τι έχω κάνει και πως... έγινα! Κι επίσης, πόσο εγκράτεια κι αγάπη θέλει το χέρι για να μείνει στη θέση του. Εδώ γατάκια έχεις και το σκέφτεσαι να χώσεις την ξυλιά.
demon από www.blogosfaira.com