Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007
Τα λασπωμένα ρούχα


«Μάνα, με το σκουπόξυλο καθάριζες τα λασπωμένα ρούχα μου.»

Ακούω το Γιώργο να φυλλομετρά τις σκέψεις του, τυπωμένες πιά και σταματώ κάθε κίνηση να ’χω ήχο καθαρό. «Πες το ολόκληρο», προκαλώ.

Μη λησμονείς
Εαρινή ανάγκη
Το βάζο μες τις μαχαιρίδες
Τα δάκρυα της ενοχής
Μάνα, με το σκουπόξυλο καθάριζες τα λασπωμένα ρούχα μου

«Είσαι ποιητής κύριε Σπανάκη, φίλε μου», αγκαλιάζω κάθε φωνήεν να στρογγυλέψει κι άλλο.
«Αχ, απέχουμε πολύ Μαρία…», η απόκριση της αλήθειας, πως αλλιώς…

Αφήνω τους τίτλους να γυρεύουνε αλλού προσκυνητές κι αρχίζω κουβέντα δίχως τσιγγουνέματα. Μαζί με σιωπές δηλαδή. Για κείνο το αψύ βλέμμα της μάνας που ’πεφτε πιο βαρύ κι απ’ τη βέργα, γυαλόχαρτο καλύτερα θα ’ταν, ξυσμένο λιόκλαδο, βουτηγμένο στη παρασκιά.
«Ο,τι και να συνέβαινε, γυρνώντας σπίτι θα τις έτρωγα», ακούω το Γιώργο. «Παιδί δίχως λερωμένα ρούχα, γίνεται; Παιχνίδι ατσαλάκωτο, πως; Κι αν ήμουν καθαρός πάλι λόγος θα υπήρχε για δυο-τρεις στον πισινό. Χαμένος. Ούτως ή άλλως. Μια φορά είπα να της πάω μαχαιρίδες να τη γλυκάνω. Τις έκοψα με φροντίδα, προσεκτικά, να ’ναι ολόδροσες με μακρύ κοτσάνι. Ποιος είδε το Θεό… Ανταριασμένη ξεσήκωσε τη γειτονιά απ’ τις φωνές. Σε ποιο περβόλι μπήκες, ποιον κήπο αχρήστεψες και τέτοια. Πάλι ξύλο. Που πήγα λουλούδια της έμορφης κυράς μου. Κι ας μπλάβισα στο τέλος».

Στραγγίζω λέξεις και συλλογιέμαι κείνες τις μανάδες που διπλογαζώνανε τα συναισθήματα σα να ΄τανε στριφώματα σε μακριές, μαύρες φούστες κρίμα μεγάλο να φανούν και να προδώσουν τον ποδόγυρο.
Κι ερχότανε τη νύχτα στα κλεφτά, με βλέμμα πέλαγο δίχως θυμό, μονάχα θάλασσα να τρέχει και ρίχνανε ένα χάδι θεόξερο, ένα μόνο και κάνανε τον ύπνο μήτρα ξανά.
Σκοτεινή, ζεστή και μαλακή αγκάλη. Θάνατος ίδιος. Τέτοια λύτρωση.

Σήμερα θα μαζευτεί ο κόσμος που μελετά τη φύση τ’ ανθρώπου και τις συμπεριφορές και τα λοιπά και θα μιλήσει για κακοποίηση. Και θα ‘χει δίκιο, όσο να πεις.
Μέλι και γάλα και καρφιά από πάνω γατζωμένα με δύναμη. Ποιος δεν πόνεσε, όσο αγιόκλημα κι αν του ανέμισαν μετά οι καιροί. Κι όποιος πει πως όσοι φάγαμε ξύλο δεν πάθαμε τίποτα, ας μη το πάει παρακάτω.
Δεν καλοκάθονται οι χαρές έτσι εύκολα πάνω στο τραπέζι, εκτός κι αν τις ζορίσεις.

Άκουγα τις προάλλες τον Αργύρη Χιόνη, τον ποιητή να λέει για τη μάνα του τη Χανιώτισσα και τη σκληράδα της. Το συναίσθημα που δεν το χάρισε ποτέ, να δοθεί έτσι ατσιγγούνευτα και να λιαστεί στα πρόσωπα των παιδιών της. Μονάχα το μέτρο κι ο κανόνας και η τάξη και τα άχαρα καθήκοντα. Και, παρ’ όλα αυτά, θαυμασμός και δέος και σέβας μπροστά στην αγιοσύνη εκείνης που με βέργα παρά με φιλί ακούμπησε του γιού τη σάρκα.

Θυμάμαι και τον Δημήτρη Γκιώνη που γράφει για το παιδί που αγρυπνά εντός –ή αλυχτά;- και με χιούμορ περισσευούμενο λέει πως αγριεμένος πιτσιρικάς, σατανάς ίδιος, έκανε την… εγκυμονούσα στη μάνα του για να μην τον βαρέσει! Κι εκείνη βέβαια, τον παραχόρτασε με τις ξυλιές της.

Σε τέτοιες κουβέντες θα ’θελα τις λέξεις ωμές, να τις δαγκώνεις και να νιώθεις το κροτάλισμά τους, να μη χαρίζεσαι ούτε στη πιο χαδιάρα μνήμη.
Σάμπως ξέρανε κι άλλους τρόπους, θα μου πεις. Παραμερίζει η καρδιά για να φτωχύνουν τ’ άσχημα, τι άλλο. Απενοχοποίηση θα πούνε πάλι οι μελετητές.
Στάζουν αίματα τα χρόνια ώρες-ώρες σα χώμα κόκκινο που το σκάβεις, το σκάβεις και δε λέει να πρασινίσει. Μόνο πετιέται στα ρούχα σου και τα λερώνει να ’χει λόγο η μάνα, να ΄χεις κι εσύ να τη θυμάσαι.

Μ’ ένα μαντήλι λυτό -και λιτό κιόλας-, να γλεντά η γύμνια του λαιμού, θυμάμαι μια μάνα που ξεχνούσε πότε-πότε να σκεπάζει τις προσδοκίες μου. Τις λαχτάρες μου, πες.
Και στεκότανε δίπλα γλυκαμένη. Μ’ εκείνη την αγάπη την άμετρη.

Και τώρα να της πω, δε θυμάται. Τα καλά πιο πολύ. Τρέχει για δικαιολογίες για τ’ άσχημα «οι άλλες εποχές, οι αγράμματοι άνθρωποι»… Λες κι οι γραμματιζούμενοι ξέχειλες γυροφέρνουν τις ευαισθησίες. Αμ δε…

Μανιασμένη η ψυχή ζητά απόκριση φορές-φορές. Ίσα για να σπονδυλώσει όλες τις άνευρες φωνές της καθημερινότητας, να τις κάνει μιλιές ανάκατες σε σύναξη χαράς. Πιάνεται απ’ όπου…

Βροχή αξόδευτη σήμερα. Στις λάσπες μέσα.
Βρέχονται και τα νησιά, αμ δε βρέχονται;
Χειμώνας καιρός, χειμώνας κόσμος.

Τι με κοιτάς;
Άνθρωπος είμαι. Με λασπωμένα ρούχα, ωραία. Ένα βλέμμα, μια αγκαλιά, μπορείς; Δανεική, εντάξει. Ξένη. Του νερού. Που τρέχει και ξεπλένει.



Η φωτογραφία είναι του Lars Raun
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 01:07 | Πανάκι ξεδιπλωμένο |


21 Ανάσες:


  • Χρόνος: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007 2:19:00 π.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Έχω μείνει κυριολεκτικά άφωνη από το λόγο σου...
    Παρόλα αυτά και ως γυναίκα θα σου πω τούτο: η μάνα μου δε με έδειρε ποτέ. Και είναι άθλος, αν σκεφτεί κανείς τι έχω κάνει και πως... έγινα! Κι επίσης, πόσο εγκράτεια κι αγάπη θέλει το χέρι για να μείνει στη θέση του. Εδώ γατάκια έχεις και το σκέφτεσαι να χώσεις την ξυλιά.
    demon από www.blogosfaira.com

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007 6:45:00 μ.μ., Blogger Αρης

    Σταράτος και μεστός ο λόγος κι η γραφή σου... Τυχαία μπήκα στο λιμάνι σου μα πίστεψέμε ειναι τόσο φιλόξενο που θάρχομαι να φουντάρω τακτικά εδω να...
    Αν σε φέρει η ρότα σου ελα κι απο εδω:
    http://aristodimos.pblogs.gr/

    Καλή συνέχεια σ οτι κάνεις...
    Αρης

     
  • Χρόνος: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2007 9:20:00 μ.μ., Blogger marilia

    Εδώ είμαι, μα... δεν μπορώ να πω τίποτα...

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007 1:19:00 π.μ., Blogger Unknown

    Καλημέρα

    Όπως πάντα μοναδική
    Αυτή είναι η αλήθεια
    Ένας λόγος και μια γραφή ξεχωριστή

    Καλό σου πρωινό
    φιλιά θαλασσινά

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007 12:49:00 μ.μ., Blogger Socrates Xenos

    πες για τις μαχαιρίδες
    στείλε μια ζωντανή τους εικόνα

    γύρισε βοριαδάκι ξαφνικό εδώ
    μάνα η θάλασσα φευγάτη από καιρό
    αφήνοντας πίσω όλα τα κύματα

    την αγάπη μου

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007 4:31:00 μ.μ., Blogger Unknown

    οι μεγαλύτερες κουβέντες γίνονται μες τη σιωπή , τότε είναι το βλέμμα κι η καρδιά που μιλάει κι η ψυχή που αγαλιάζει.
    Μες τη σιωπή γεννήθηκα παιδί της είμαι και μ ανάθρεψε με το γάλα της μοναξιάς της
    Καπετάνισσα να είσαι καλά και να μας ταξιδεύεις με το μεστό λόγο σου
    Την εκτίμηση και την αγάπη μου

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007 5:08:00 μ.μ., Blogger oistros

    Καπετάνισσα κυρά μου
    λιμάνι ο τόπος σου (τουτος εδώ, εννοώ .. μα κι ο άλλος). Μου λειψες. Φιλιά και συγνώμες από κείνες που αφήνουν οι .. μετανιωμένοι απόντες :)

     
  • Χρόνος: Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007 7:57:00 μ.μ., Blogger kostas_patra

    Στα μικράτα μας δεν είχαμε φόβητρο τη λούρα, βέργα δε μαχαίρωσε τον αγέρα και τα μάγουλα δεν κοκκίνισαν από χέρι γονεικό.
    Μιλούσαμε θυμάμαι με τα μάτια, κουβέντες ολάκερες, ο καθένας έλεγε ότι θα προσβαλε αν ξεστομιζόταν και ο άλλος καταλάβαινε ακριβώς εκείνο το βλέμμα τι ήθελε να πεί. Μπορεί στο σκολείο να μην ξέραμε τι ήθελε να πεί ο ποιητής, αλλά η μάνα πάντα ξέραμε.
    Οικονομίες από τη μια, τα καινούρια ρούχα του πατέρα σε κάθε τρίτα χριστούγεννα ένα πουκάμισο καλό, μέσα από το σακάκι του γάμου.
    Εμείς φιλότιμα; Ήσυχα; Παιδιά χωρίς ανάγκες; Όχι, δεν ήμασταν φτωχοί, μα δεν ζούσαμε σαν πλούσιοι.
    Τα παιχνίδια πάντα λιγότερα από τα βιβλία, με μεγαλύτερο κύκλο ζωής κοσμούν ακόμα κάποια ράφια των μικροτέρων, με ξεφτισμένες ράχες και ονοματεπώνυμα στο εσώφυλλο.
    Στις λίγες φορές που έφτανε στο αμήν, επειδή της μάνας ήταν δουλειά η διαπαιδαγώγηση, ήρεμα μας εξηγούσε πως στον κόσμο σαν θα φευγαν θα χαμε μόνο ο ένας τον άλλο και πως μόνο το αίμα θα σου φανεί σαν η συμφορά σταθεί στο κατώφλι. Τις δύο φορές που ο λόγος της αυτός δεν έπιασε τόπο και τα νεύρα των νεαρών αγριμιών ήταν μεγαλύτερα από την εγκράτεια, πήρε την τσάντα. Θέλετε να μαλώσετε; Δεν είναι κάτι που μπορώ να παραστώ. Θα φύγω. Δεν το πε παρά δυό φορές, δυό φορές και κλαίγαμε σαν τα κουτάβια παραδεχόμενα παλιά καινούρια και αγίνωτα φταιξίματα.
    Το μάτι τότε μπορούσε να ξυρίσει ροδάκινο και την κόψη του δεν την αντέχαμε σαν στον ύμνο του σολωμού.
    Είδα τη μάνα τη μικροκαμωμένη να βλεμματίζει στης ζωής το διάβα κάποιους άδικους και ένιωθα την ίδια αναμονή, σα να σκαζε λάστιχο νταλίκας δίπλα στο αυτί μου και ο καθένας τους στη μητρική ματιά θυμόταν παιδικές ανασφάλειες και έβαζε την ουρά κάτω από τα σκέλια.
    Οι γονέοι που δεν άπλωσαν ποτέ τους χέρι, στα ύστερα τώρα απολογούνται πως δεν ήξεραν, πως στο χωριό που μεγάλωσαν πιο εύκολα ανέστηναν ένα αρνί από παιδί και πως εμείς ήμασταν τα πρώτα παιδιά που κράτησαν στα χέρια τους.
    Αν τα πήγαν καλά;
    Δεν ήταν λίγες φορές που συνασπισμένοι με την ομογάλακτη είπαμε ευχαριστώ σαν αθλητές συχρονισμένης κολύμπησης .
    Τώρα στις παιδικές αγκάλες κουρνιάζουν οι οστεοπορωμένες γονεικές σε κάθε συνάντηση, οι ρόλοι αλλάζουν, τα παιδιά γίνονται γονέοι και φροντίζουν μικρότερους και μεγαλύτερους με τη στοργή που πήραν.

    οι γραφές σου
    χαραγιές

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 1:54:00 π.μ., Blogger Pike

    ομορφο...όπως πάντα..δεν έχω να πω καμμία μεθυσμένη κουβέντα τώρα, εκτός απ' το ότι λυπάμαι που κατεβαίνω Χανιά αύριο (σήμερα δηλαδή λολολ) κα δε θα σε δω να πιούμε ένα ποτό και να τα πούμε από κοντά

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 2:46:00 π.μ., Blogger Suspect

    http://www.youtube.com/watch?v=KCyQMURDTI8

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 9:50:00 π.μ., Blogger advocatus diaboli

    Καλή σου μέρα Καπετάνισσα με την μεγάλη και πάντοτε ανοιχτή αγκαλιά. Στην Αθήνα βρέχει ιαματικά. Κάθαρση

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 4:25:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    καπετανισσα καθε φορα μετα απο το μαλωμα και την σφαλιαρα ερχοταν το χαδι και αυτο τα αξιζε ολα ΄΄να γινεις ανθρωπος μου ελεγε΄΄ τωρα μετα απο 40 χρονια σχεδον αυτο προσπαθω αλλα ειναι δυσκολο αρχοντισσα γλυκια και τωρα δεν εχει ουτε χαδι ουτε φιλι

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 4:43:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    demon,
    ωραίο πράμα τ' άνθη τ' ανοιχτοπέταλα και χρωματιστά μες στο χιονιά. Τέτοια τα λόγια σου και μου στολίζουνε το δρόμο. Σ' ευχαριστώ.
    Ναι, θέλει ν' ατσαλώσει κάμποσο η ορμή για να κρατηθεί ο θυμός και να "χειριστεί κανείς το χέρι".
    Δύσκολη η διαδρομή και δεν την κάνουν όλοι με την πάρτη τους.


    Αριστόδημε!
    Με το καλό να σμίγουμε, κατά πως λένε στα δικά μου χώματα.
    Υποκλίνομαι στα όμορφα κι ευγενικά σου. Ανοιχτάδες στην πορεία μας για ν' ανταμώνουμε.


    marilia...
    Γλυκό παιδί. Και λίγο θαρρείς πως είναι αυτό το "είμαι εδώ;" Κουβέντα σπουδαία.
    Λόγω τιμής, φτάνει.

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 5:16:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Sailor!
    Θαλασσόπαιδο, χαρά μου δίνεις σαν περνάς! Αρμύρα και λαμαρίνας μυρωδιά στα ρουθούνια, ίδια ζωή!
    Φιλιά κι από νοτιά μεριά, ταξιδευτή του κόσμου!


    Σωκράτη,
    αγαπημένε μου. Αγάπη πες κι οι μαχαιρίδες, ρίζες βγάζουνε σε άγρια χώματα και χορεύουν με τους ανέμους και θέλουν γλυκομίλημα απ' τα χέρια τα περαστικά. Μπόλικες στον τόπο μου, αδιάφορες για τα χρόνια, αμάθητες σε χειμώνες άγριους και σε φουσκωμένες θάλασσες.
    Σαν την αγάπη κι αυτές, καλά το'πα.
    Να τις είχα, να στις έδινα.


    lady.arwen67,
    κουβέντες φίλων ακούω και το χρειάζομαι το χάδι στ' αυτιά. Για τη σιωπή, όλα τα δίκια. Τ' αμίλητα, τα σπουδαιότερα. Το γάλα που λες, δοκιμασμένο το'χω. Αν είχαμε και δυό στάλες μέλι, λέω πως θα γλύκαινε η καρδιά...

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 5:30:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    oistre,
    μα τι λες... Πορτοπαράθυρα ορθάνοιχτα για σένα. Οι φίλοι δεν υπάρχουνε για να δηλώνουνε μονίμως παρών μα, για να στέκονται εντός ναι - και με την απουσία τους. Εδώ είμαστε. Γεροί και δυναμωμένοι.
    Κι αφού απλώνουμε χέρια, όλα καλά.


    kosta,
    λίγα ξέρουμε, λιγότερα εξηγούμε. Να νιώθουμε μετράει, ούτως ή άλλως. Άλλοι με τσούξιμο στα μάγουλα, δυνατό ακόμα, άλλοι με τρέμουλο φιλιού στη μέσα σάρκα.
    Ελάχιστα τα γνώριμα και για κείνους που μας μεγαλώσανε, όπως-όπως άλλοτε, σε αυλές και χωράφια, μ' εναν άλλον ουρανό σίγουρα κι αλλιώτικες λαχτάρες και με γερές, σπουδαίες άμυνες δικές μας, όπως το παιχνίδι και τ΄όνειρο: και τα δυό σε σύμπλευση μοναδική.
    Ό,τι έγινε, έγινε. Για να ξεκουράζονται τα μέσα το λέω. Άμα παρα-αναμοχλεύεις, κοκκινίζει ο τόπος. 'Ασε.

    Πάντα σε φιλώ.


    Pike,
    όποτε κι αν δέσεις εδώ κοντά το σκαρί σου, καλοδεχούμενος θα'σαι.
    Να καλοπεράσεις με τραγούδια και ρακές.
    Κι ανθρώπους ωραίους.

     
  • Χρόνος: Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007 5:41:00 μ.μ., Blogger Καπετάνισσα

    Suspect,
    ευχαριστώ από καρδιάς για τις μουσικές που της ταιριάζουν.


    advocatus diaboli,
    καλώς το κορίτσι. Εξευμενίζονται πότε-πότε και τα δαιμόνια των έσω-έξω καιρών.
    Κι ο ουρανός κατέχει τρόπους.

    Φιλί.


    Ανώνυμε,
    τούτη η έκφραση -"να γίνεις άνθρωπος"-, είναι πολλαπλώς πληρωμένη.
    Αν και πιο πολύ σαν απειλή ακούγεται, τότε, σήμαινε να'χεις αξίες, να΄χεις δυναμικό πολύτιμο εντός, αντοχή στις κακοτοπιές της ζωής.
    Τώρα; Ανοίγει η καρδιά για να τη χωράει. Κι έτσι κι αλλιώς.

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007 10:50:00 π.μ., Blogger el-bard

    Κι όταν ήμουν άρρωστος, ένα φιλί και μια πορτοκαλάδα, πολλές πορτοκαλάδες, χωρίς να φοβάται μην κολλήσει την αρρώστια. Ούτε τις πορτοκαλάδες φοβόταν μην κολλήσει, αυτή δεν έπινε, τ' ακριβά τα πορτοκάλια τα είχε γι' αυτούς που αγαπούσε.
    Και λάδι στις πληγές, τενεκέδες λάδι, είχαν γίνει τα γόνατα χωριάτικες σαλάτες.
    Και στο κεφάλι πετρέλαιο να δυναμώσουν τα μαλλιά.
    Α, ρε μάνα... Πέσαν τα μαλλιά και τα γόνατα δε μας σηκώνουν πια, θέλουν φυσικοθεραπείες.
    Α, ρε μάνα... πού να'ξερες πως τόσο λάδι, τόσο πετρέλαιο πήγαν τζάμπα.
    Τζάμπα; Ε, όχι! Γιατρέψαν την καρδιά. Και τώρα που πέρασαν τα χρόνια γελάω, κλαίω, μάλλον γελάω, όχι...όχι κλαίω, πάλι γελώ.
    Να' σαι καλά και να γιατρεύεις. Καετάνισσα.

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007 10:52:00 π.μ., Blogger el-bard

    Μου γλίστρησε το "π". Καπετάνισσα, εννοώ.

     
  • Χρόνος: Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007 6:59:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Ξέρουμε τώρα κι εμείς ποιο να 'ναι το σωστό; Είναι σύνθετο όσο φάνταζε και το βλέμμα των μανάδων μας στα μάτια μας μικροί.

    Συγχωρείς, δε συγχωρείς το να στερείσαι τούτη την αγάπη είναι ανείπωτα θλιβερό...

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007 12:36:00 π.μ., Blogger Καπετάνισσα

    el-bard...
    Μεγάλη ιστορία η γιατρειά, μπορώ θαρρείς να την παίρνω στους ώμους και να την πηγαίνω βόλτα;
    Μήτε απ' τα χείλη στην καρδιά δεν μπορώ να την περπατήσω.
    Άλλοτε, ναι. Εντάξει.
    Αντάρα στη ψυχή και το λάδι στη σάρκα.
    Να μαλακώσουν τα πολλά. Να γλυκαθούνε.
    Ωραία ήτανε μωρέ. Ωραία. Σαν χρόνια.


    Breath Collector,
    έλα κοντά να σου δείξω πόσοι μας στέρησαν την αγάπη που διαλαλούσαν. Έλα να φτιάξουμε με τα λόγια ελλείμματα και χρέη. Θα'ναι ύμνος της αγάπης αυτός. Για να τη λούσει με κλάμματα και να ξυπνήσει.

     
  • Χρόνος: Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007 1:57:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Συμπαθα με καλη κυρα ξεχασα να γραψω το ονομα μου δεν ειμαι ανωνυμος ο Σαββας ειμαι

     


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape