Να μάθεις να βουβαίνεσαι, για να μπορείς μετά ν’ αρθρώνεις λόγο, πεισμώνουν κάτι φωνές σοφές. Να παιδευτείς ν΄ ακούς, μπορείς; Να κλείνεσαι, να διπλώνεσαι στα δυο, τόσο που να φτάνουν οι κοχλιδώσεις των αυτιών σου στης καρδιάς το τρέμουλο και, να τα σφαλίζεις όλα τ’ άλλα.
Παραμιλήσαμε.
Σκορπίσαμε, σκορπιστήκαμε, πες το όπως ορίζεις. Ένα το στόμα, δυο τ’ αυτιά. Πάει να πει, η βαρύτητα στα δεύτερα.
Έχει και τις ανάγκες της η ψυχή. Να αποτραβηχτεί, να θωρήσει, να λουφάξει, να κοιτάξει, να δει. Ν’ αφουγκραστεί: το πρώτο.
Ποτίστηκε η σάρκα μας με το θάμπος των καιρών κι έχουνε χαμηλώσει, έχουνε κρεμαστεί τ’ αυτιά βουλωμένα, μόνα, αποκαμωμένα μετά από αλλοπρόσαλλο, θορυβώδικο χορό.
Γυρίζουνε στη σκέψη μου, γαϊτανάκι μονότονο, πλάνο σε σταθερή επανάληψη, οι εικόνες, οι κουβέντες, οι ματιές, οι σαϊτιές οι καθημερινές. Της οθόνης. Της γυάλινης και της σάρκινης. Κι είναι τόση η αντάρα, το μελίσσι το ζαλιστικό, που είπα ν’ ασκητέψω. Για λίγο, να. Το μπορώ και το πολύ;
«Αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία», προειδοποίησαν χρόνια πριν σοφοί ποιητές. Δειλίες τα παραπέρα. Έστω, ξομολογημένες. Απολογίες έναν σάκο να στρώσω στα πατώματα για το παγωμένο μου σπιτικό. Που ερήμωσε για κάποιες μέρες.
Νιώθω σα πιτσιρίκα που έκανε ζαβολιά κι έμεινε με γλυκό κυδώνι στα δάχτυλα, έτσι που γλίστρησα στα σκοτεινά και χάθηκα για λίγο… Ούτε που το λογάριασα. Για σημαδεμένη πορεία ούτε λόγος. Απλά, συνέβη. Ευγνωμοσύνη ποταμός για την έγνοια που'χατε, τα mail, τ' άγγιγμα το ζεματιστό, που το'νιωσα στον καρπό, στον σφυγμό επάνω.
Δες όμως που, καμιά φορά, είναι κι οι λιποταξίες για καλό. Ιδίως όταν ανήξερες ακολουθούνε τίποτα περίεργες συντεταγμένες: τεθλασμένες, καμπυλώματα, αθροίσματα και σημάδια, σε αρμονία αταίριαστη για τον κοινό νου.
Ερημίτισσα η ψυχή –γι αυτό γεννημένη-, ποθεί πότε-πότε να μαθαίνει απ’ τις δικές της φωνές κι απ’ τ’ άψυχα: τις πέτρες και τα χώματα και τα κύματα και τους αιθέρες.
Τι να πρωτολογαριάσεις. Μες στην οχλοβοή της κάθε μέρας, της κάθε εποχής, ξεχνιόμαστε.
Κι είναι η πιο άγρια πληρωμή μας αυτή. Ό,τι χειρότερο, πάει να πει.
Επικεντρωνόμαστε στα ευτελή και τα εφήμερα –αυτό λέω- και θάβουμε μ’ επιπόλαιη λύσσα τις εσωτερικές μας φωνές. Ούτε που νοιαζόμαστε για την ύπαρξή τους. Ακόμα κι όταν εκείνες γιγαντώνονται, κραυγές-ραγισματιές στα τύμπανα, ακόμα και τότε κάνουμε τους αδαείς. Δοκιμάζουμε την παράκαμψη, για να μην ακουμπήσει νύχι την πληγή. Μα κείνες, όλο και στοιχειώνουν. Ξορκίζονται θαρρείς με παιδιαρίσματα;
Ανάγκες είναι, επιθυμίες, όνειρα, λαχτάρες. Αυτά που θέλουμε. Και που συνεχώς αναρωτιόμαστε ποια να ΄ναι. Οι γνωστοί-άγνωστοι. Οι μέσα μας φωνές. Οι αλήθειες μας. Με τα όνειρά μας παρέα. Και πώς να τ’ αφουγκραστούμε έτσι που ’χουμε το βλέμμα στραμμένο στα πολλά, τα γυαλιστερά, τα «των άλλων».
Δυσπιστούν απέναντι σ’ όλα τούτα οι μέσα φωνές. Όχι γιατί μοιάζουν με απαρνητές της ζωής, ίσα-ίσα. Τη ζωή τη δυνατή, την αυθεντική, τη ζεσταμένη από χνώτα ανθρώπων κι από χέρια ιδρωμένα αναζητούν. Την πυρωμένη ζωή. Γύρω από μια θράκα κοκκινισμένη απ’ των ανθρώπων τις μιλιές, φουντωμένη απ’ το αψέντι της καρδιάς και της ματιάς. Μα που ’ναι την…
Προς αυτή τη ζωή παλεύω να ’μαι, να πηγαίνω συνεχώς, να μη πολυλοξοδρομεί το βήμα. Πολύ μ’ έχει καθηλώσει ο καιρός, αλήθεια το λέω. Αυτή η μανία, η αγριάδα του συστήματος πες –πολιτικού, κοινωνικού, ίδιο τ’ όνομα-, να ψαλιδίσει τ’ ανθρώπινα πλάσματα, να τα περιορίσει, να τα κατασ(ν)τήσει μονάδες ανήμπορες (να το νομίζουν δηλαδή), ευνουχισμένες, αποξενωμένες. Καλοσερβιρισμένος ο τρόπος, δελεαστικός, συλλογικός, ώστε… «ο καθείς κι η μοναξιά του».
Φόβητρο πραγματικό για τις εξουσίες, δράκος με πύρινη γλώσσα, οι σχέσεις των ανθρώπων. Η όξυνση του μυαλού και το κέντρισμα της καρδιάς. Οι σχέσεις. Η δυναμική τους. Το πλαίσιό τους. Αυτή είναι η πραγματική απειλή για τους αφεντάδες. Να νιώθεις μέσα σου καλά, να’ χεις ανθρώπους γύρω, να μην παραιτείσαι απ’ τη ζωή, να μη γυρεύεις υποκατάστατα σε γυάλινες οθόνες, σε βιτρίνες, σε καρέκλες ηγετικές, σε ποτήρια γεμάτα, σε δεκαπεντάωρα δουλειάς.
Μεγάλες κουβέντες, ε;
Ξέρω και γω… Την τύφλα μας, σα να λέμε. Από κοντά κι οι ειδικοί. Προσεγγίσεις, αναλύσεις, καταγραφές, διαπιστώσεις. Σε νούμερα. Ποσότητες. Παράγοντες, πες.
Απογοήτευση, παραίτηση, ματαίωση, αδιαφορία, εγωκεντρισμός, έλλειψη συνοχής κι αλληλεγγύης. Συμπεράσματα σε τηλεγραφική μορφή, όπως λέμε «το παιδί έχει χωρισμένους γονείς γι’ αυτό παίρνει κακούς βαθμούς», άρα, βρήκαμε την πηγή του κακού και καθαρίσαμε!
Ναι, αλλά ποιος τα ζει όλα τούτα; Σε ποιόν και γιατί συμβαίνουν; Που είναι η ψυχική επάρκεια του καθενός, η συναισθηματική οχύρωση, εκείνο το υπόβαθρο το πλούσιο, ο παλμός ο εσωτερικός που δυναμώνει κι αντρειεύει τη ψυχή;
Φορέσαμε γυαλιά αποστειρωμένα να θωρούμε τον κόσμο, αντικειμενικές συνθήκες τα είπαμε, όψη της πραγματικότητας τυπική, εκδοχή σε καταγραφές και καταμετρήσεις.
Κάθε τι ποιοτικό στιγματίζεται σαν αιρετικό, για να μην πω γραφικό ολότελα. Και μας παίρνει και μας η μπάλα. Κι εξοικειωνόμαστε με τον τρόπο και μετατρέπουμε τα γυαλιά σε φακούς επαφής να κολλάνε στην ίριδα -αυτή δεν είναι που ρυθμίζει πόσο φως θα χυθεί στην κόρη;-… Και λησμονούμε. Αξιολογώντας τα όσα συμβαίνουν γύρω μας με γνώμονα την ποσότητα, ξεχνάμε κείνη τη σπίθα, άλλοτε ορμή, που ρυθμίζει την ουσιαστική σχέση με τους άλλους και τον εαυτό μας. Τη βαθιά ψυχική σχέση, τη συσχέτιση -ίσως είναι ορθότερα έτσι-, του έξω με το μέσα, του βιώματος με τις ανάγκες της ψυχής• εσωτερικές φωνές, έτσι δεν τις είπα;
«Πολλά αλλαγμένοι είμαστε», μου ’λεγε γέροντας απλός, σε καφενέ χωριού παρακαλώ, που ’χε και αρχηγό κόμματος σε κάδρο, φάτσα-φόρα. (Το "πολλά" λέγεται στην Κρήτη και ως "πολύ".)
«Πιάσε ένα ποτήρι να πιούμε μια ρακή κι άσε γι’ άλλους τα μεγάλα», επέμεινε.
Ποια μεγάλα μωρέ παππού, για τα μικρά λέω… Τα δικά μας. Που, πως να γίνει, θεριεύουν κάτω απ’ τη σάρκα. Τι να μου πεις και συ… Αλλοιωμένοι, ναι. Ο τρόπος που βιώνουμε τα πράγματα, ο τρόπος χρήσης του κόσμου, θέλει άλλη ματιά. Κι άλλη φορεσιά.
Οι ίριδες των ανθρώπων γύρω μου το λένε. Έτσι που κλεφτοβουτάω στο χρώμα τους. Παλιό χούι το ταξίδεμα σε βλέμματα και κινήσεις αλλωνών. Να παρατηρείς, να στέκεσαι στα πράγματα, να χυμάς εντός τους αν το αντέχει η ψυχή, να καθρεφτίζεσαι, γιατί αυτό κάνεις, αν δεν το χαμπάριασες ακόμα.
Κείνο που κρατά τον άνθρωπο ζωντανό, εν παλμώ δηλαδή, αγαπησιάρη και δοτικό, είναι η «σπιθίτσα η φουντωμένη» που λέει κι ο Νιόνιος. Η σκέψη για το καλύτερο. Η ελπίδα. Ο αναστεναγμός που ξεκινά απ’ τ’ ακρόνυχα και σκεπάζει τη γης. Το «αχ» που σαρκώνεται σε προσδοκία που φυσάει εντός του μια καλοκαιρία άλλη.
Έτσι και κλέψεις απ’ τον άνθρωπο την ελπίδα, έτσι και του στερήσεις τη γωνίτσα τ’ όνειρο, θάφτηκε.
Είναι πλήρης η λιτότητα της ελπίδας. Σα βαλιτσάκι μικρό που γελοιοποιεί στόχους υλικούς. Κι αυτήν χάνουμε.
Εγώ τουλάχιστον, τη χάνω. Μέσα στο θρίαμβο της φτήνιας, ποια λαμπράδα ν’ αναδυθεί; Ούτε τα πολλά χαρωπά μπορώ πια. Κούφια, ρηχά μοιάζουν εκείνα τα «όλα καλά θα πάνε» και τα άλλα τα συγκρατημένα αισιόδοξα• τα γλυκερά, τα σιροπιαστά ευχολόγια... Άσε που που συχνά, είναι πρωτοξάδελφα με υποκρισία κι ανευθυνότητα κι αδιαφορία κι εγωπάθεια.
Μες σε τόση σύγχυση και πλήξη, σε τόση αλαζονεία και μοναξιά, σε τόση αποχαύνωση και βία παντός είδους, τον κακό μας τον καιρό να λέμε.
Κι αν θέλουμε μια θράκα να σταθούμε γύρω της να στρογγυλέψει σχέσεις και μιλιές, να βουτήξουμε χέρια στα κάρβουνα. Να μπούμε στα ζόρικα. Με τους δικούς μας ανθρώπους. Το χώρο μας. Μόνο εκεί το μπορούμε. Το «άλλο» εννοώ. Τον άλλο τρόπο. Δύναμη σημαίνει. Αντισώματα. Ενάντια στην καινούργια νόσο, την υπαρξιακή ανορεξία, αν έχετε ακουστά.
"Ζει τα ωραία πράγματα μ' αίμα και με θυσίες,
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό..."
Ναι; Ναι.
Η φωτογραφία, του Paul Strand.)
Μας έλειψες.
Χαίρομαι που είσαι καλά.