“Εγώ φτιάχνω τ’ όνειρο, εγώ και την πραγματικότητα. Και δική μου είναι η ευθύνη.”
Κουβέντα αγριεμένου έφηβου –αντάρα και φευγιό στη θωριά του, θυμός ποταμός-, πίσω από σιδερόφραχτη είσοδο υπό κατάληψη σχολείου. Εξομολόγηση βαριά, παραδοχή πες, διαπίστωση που ακύρωσε την όποια ετοιμότητά μου. Κοκάλωσα. Μια φράση τόση δα, φτωχή από φιοριτούρες, ολοτσίτσιδη, που με βάρεσε στο δόξα πατρί. Τώρα θα μου πεις, για να χωθεί μια σκέψη εντός σου, θα βρει ραγισματιές, ή έστω έδαφος σκαλισμένο, πρόθυμο να καταπιεί σπόρους ετοιμόγεννους που σαλεύουν. Είναι κι αυτό. Ακυρώθηκα, που λες. Αγκυλωμένες σκέψεις, λέξεις, πράξεις εντός μου. Tableau vivant. Μαριονέτα σε σπασμένο χέρι.
“Αν μπορούσα να ρίξω στη φωτιά αυτό που ζω, να ρίξω στην φωτιά τον κόσμο, θα το ’κανα. Να ξεμπερδεύουμε μια καλή. Για να υπάρξει αρχή, πρέπει πρώτα να γραφτεί το τέλος.” Ζεμάτισμα στη ραχοκοκκαλιά. Να που πήρε φόρα ο δεκαεφτάρης, τσιτσιρίζοντας την παγωμάρα μου. Το ’νιωθα, πως πιο πολύ ήθελε να δυναμώσει την παρουσία του, τη λεβεντοσύνη του –νάρκισσος θεός- που ’χε ο ίδιος κι οι τριγύρω του τα θάρρητα να γυρίσουνε το λουκέτο και να πάρουν απάνω τους αρχηγίες.
Η επιλογή του ονείρου, η επιλογή της πραγματικότητας και η πληρωμή άμα τη εμφανίσει. Του ονείρου θα μου πεις, ή της πραγματικότητας;
Μες στα χρέη. Κι απ’ τα δυό.
Έτσι κι αλλιώς ο μύθος του καθενός γίνεται οικείος, τον φοράς στο πετσί σου βελονιά πυρωμένη –που έλεγε κι ένα άσμα της νιότης μας-, όταν αρχίζει να διαστρέφεται. Αναμέτρηση μ’ αυτό που βλέπεις και ζεις. Δοξάρι τεντωμένο εμπρός σου η ζωή κι η θήκη που ’χες φυλαχτό να χάσκει. Κι εσύ, tableau vivant, αγαλμάτινος σχεδόν, ν’ αναρωτιέσαι για κείνο το αδυσώπητο τέρας του μύθου που θριαμβολογεί πάνω στα ψιχία των ονείρων σου… Εδώ οι Δελφοί για τον αμφίσημο χρησμό, εδώ κι ο Οιδίποδας να ξεμπουρδουκλώνει γρίφους: άνθρωπος, ε; Ασέληνος, απρόσβλητος πες από κάθε απώλεια, ωραίος σα θεός, σα νέος δηλαδή.
Δεν ξέρω αν ο πιτσιρικάς καταληψίας λαχταρούσε μια ζωή αλαφρωμένη από μνήμες κι ένα μάτσο σπίρτα για να φουντώσει τ’ όνειρο. Κι αν δεν είναι το παραπάνω απ’ το πολύ, ίδιον της νιότης, ποιανού να ’ναι δηλαδή… Ορμή ίσον ελαφριά χρόνια, ίσον φυγή. Τώρα, θα μου πεις, φεύγουμε, μένοντας αγκιστρωμένοι σ’ αυτό το λίγο, το τόσο δα που νιώσαμε εκείνη τη μαγική στιγμή• π’ αγγίξαμε βέλο μυστηριακό, τάχα μου απόκοσμο. Για το βέλο κείνης της φιλάρεσκης κυράς, της ζωής λέω. Το ανέγγιχτο απ’ τη φθορά.
Το νεανικό πάθος, ανταρσία να σε γραπώνει, βγάζει νύχια μπρος στο τέρας της πραγματικότητας: Αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά, θυμήθηκα τους Φατμέ φεύγοντας απ’ τη φυγή των δεκαεφτάρηδων. Στραβομάρα! Επιτιμητική η μέσα φωνή. Καθρέφτη κοιτάς. Σάμπως έχεις και τα καλύτερα να δείξεις; Κόσμο να παινευτείς πως τον στρογγύλεψες κι άλλο, πως λείανες τις γεωμετρίες του, πως έφτιαξες κορυφογραμμές και καμπυλώματα να ’χει η νιότη να πορεύεται με βήμα που πετά;
Κατεβασμένο το κεφάλι. Καλύτερα.
Κουραφέξαλα, που λες. Σφάλματα ή όχι, βιασύνες ιδιοτελείς, αστοχασιές η ντουμπλ φας φορεμένη αγωνιστικότητα, ό,τι και να ’ναι η πράξη, εδώ έχουμε παιδί της εποχής που χτυπάει τα πόδια και φωνάζει. Και κάτι θέλει να μας πει. Τσιρίζοντας, ο.κ. Αλλά μ’ ένα «σκάσε» δε πρόκειται να σταματήσει.
Βουλοκέρια. Στ΄ αυτιά, στα μάτια. Που καιρός για ανταρσίες ενώ υπάρχουν βολικές, συνομολογούμενες «αλήθειες».
Χώθηκα στα σκοτεινά κανάλια του διαδικτύου για να βρω ένα παλιό άρθρο του Ευγένιου Αρανίτση, αγαπημένο, δυόμισι χρόνων και βάλε.
Για τ’ ανθρώπινα λάθη όπως σκιαγραφούνται σε μια διαδρομή ζωής, για τους μηχανισμούς και τις συνθήκες που τα κυοφορούν, για τις εποχές που καδράρουν μες σε φόντο χρωματιστό το χρόνο και συνάμα σαρκώνουν συμπεριφορές, γι ανθρώπους και τρόπους και φόβους κι επιθέσεις κι άμυνες και καινούργιες στράτες.
Ασορτί αυτό το θαυμάσιο κείμενο με την εποχή, αποξηραμένο ανθάκι άλλωστε κι αυτή, κομμένο σε βόλτα χλοερή που το ’δωσε χέρι σε χέρι.
Κι ωστόσο, ενώ λίμαρα τη μνήμη να βγάλει στον αφρό το πότε και το πώς του άρθρου, ήρθε κι η είδηση για ένα ακόμη δεκαεφτάρικο –κορίτσι αυτή τη φορά- που παντρολογιέται. Ίδια η κόρη ή η ανιψιά σας που σχεδιάζει να μπει στο Πανεπιστήμιο, μπουμπούκι σκέτο, με νεαρό εικοσάρη, σα να λέμε ο κανακάρης σας που παρουσιάστηκε στο στρατό. Άλλη φυγή ετούτη. Άλλου είδους εννοώ. Στα πόδια πάντως, εν μέσω νεροποντής. Μάλιστα. Τι σπρώχνει δυο άγουρα πλάσματα να στήσουν σπιτικό προτού μάθουν το αλφαβητάρι των ενηλίκων; Πως σμίγουνε δυο ανεργίες για να πλέξουν σταυροβελονιά το όνειρο; Βουλώνω αναπάντητες τις απορίες, τι άλλο… Ήρωες νέοι, με μέλλον παλιό. Δοκιμασμένο δηλαδή.
Αποκοτιές, θα μου πεις. Δικαίωμα και σ’ αυτές. Πάσο.
Αλλά οι απορίες, απορίες. Για όλα.
Ακινητοποιημένες, μαρμαρωμένες.
Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα θα λέγανε τα παιδικά παιχνίδια (τα…ποια;), tableau vivant η εντολή των σκηνοθετών.
Εντάξει δάσκαλε, tableau vivant. Για πόσο αλήθεια;
Κόβω απ΄τον κήπο σου και στο προσφέρω "Ασορτί αυτό το θαυμάσιο κείμενο με την εποχή, αποξηραμένο ανθάκι άλλωστε κι αυτή, κομμένο σε βόλτα χλοερή που το ’δωσε χέρι σε χέρι."