
Θρηνώ. Κι είναι η θλίψη τόση, που ακυρώνει κάθε σπινθήρα, κάθε τσάκισμα φωτός που στριμώχνεται στ’ ανοίγματα.
Πενθώ και θάβω χώματα και σώματα, πατρίδες και ξαστεριές, ανοιχτοσύνες κι απαντοχές για τ’ ανήξερα, τα μελλούμενα.
Ασκητικός ο τρόπος κι η ματιά. Μοναχικός, βουβός, αγριεμένος. Να καταπίνει ερωτήσεις πείσματα και θεριά θυμούς, να βγάζει νύχια να φοβίσει το κακό κι έπειτα ανήμπορος να λουφάζει και να βαλαντώνει.
Σαν αγρότης με σκαμμένο πρόσωπο και οργωμένα χέρια. Ο τρόπος λέω. Ο δρόμος να κοιτάς. Μες σε ζωή μόνη. Καλογερίστικη μες στους πολλούς. Ν’ αναπνέεις στα διαλείμματα της κάτω απ' την δροσερή σκιά ενός κλαδιού, που ’χεις κρατήσει χρόνια τώρα ακλάδευτο, ατόφιο, πάνω απ' όλα τα πρέπει και τα ίσως της καθημερινότητας. Και να σου τ’ αρπάζουνε οι φλόγες και να στ’ αγκαλιάζει το θανατικό.
Πιο μόνος κι απ’ τον μόνο, το ξέρεις αυτό;
Μέτοικος που σέρνεται στην ορφάνια της Γης του, της Μάνας του που ’χει γδαρμένη μήτρα, σκορπισμένη στους ανέμους. Ξεριζωμένος, ίδιο προσφυγόπουλο, με μάτια κατακόκκινα, καθρέφτες της φωτιάς, πηγές του ανταριασμένου πόνου.
Ποιος έχει βιώσει πιότερο τον χαμό δηλαδή. Για βαλ ‘τα κάτω.
«Aπ΄ την πατρίδα τίποτε γλυκύτερο», είπε ο Ποιητής. Και τι ’ναι τώρα πιο πικρό.
Να ’χεις εμπρός σου τα μαύρα ερείπια των ονείρων μιας ζωής, να ’χεις κι ανθρώπινες ψυχές καψαλισμένες –μα πόσο μετράει μια ανθρώπινη ζωή, πόσο βαραίνει, για το Θεό!- ή να ΄ρχονται καταπάνω σου μαινάδες πύρινες, αλαφιασμένες οι ανήθικες συμπεριφορές των αφεντάδων που επέλεξες και που μεμιάς, δίχως αιδώ σε ξεπουλάνε… Ταγμένοι να σε προστατεύουν. Πήρανε και όρκο. Για τα χώματα και τα πλάσματα. Για τη Μάνα Γη που ξεσκίζεται με λύσσα, που στεγνώνει, ασφυκτιά, στραγγαλίζεται, ψυχομαχεί, πεθαίνει.
Πες τα τα χειρότερα. Αποκαΐδια το βιός, μυρωδιά θανάτου γύρω, άνθρωποι νεκροί –όχι αριθμοί, ψυχές, ε; Σάρκα και καρδιά!- και οι «προστάτες» σου, προδότες. Δηλαδή, ποια –πες, πες- ποια είναι τα χειρότερα;

Μου μάθανε τα θρανία πως η Δημοκρατία είναι ύψιστο αγαθό. Και πως οι πολίτες, εκεί επιλέγουν τους κουμανταδόρους. Και κυρίως πως η εξουσία, η όποια εξουσία, αν δεν έχει με το μέρος της την κοινή γνώμη, αν δεν την στηρίζει ο λαός –λαϊκή κυριαρχία, ε;- είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει.
Και μπερδεύομαι. Και ξέρω, πως δεν μπορώ να ξεφύγω. Από μια νύχτα άγρια, πυκνή και πνιχτή. Αποπνιχτική. Μες στη δυσωδία. Το ξέρω. Δηλαδή, το ζω. Αφού είναι βίωμα, ποιος θα με πείσει για τ’ αντίθετα…
Όλη η μαυρίλα των ανθρώπων –που ’σαι Σεφέρη που δες κι έγραψες πόσο μαύροι είναι οι άνθρωποι- παρελαύνει από τη ζωή μου, την καταπίνει ως δράκος αιματόχρους, την δηλητηριάζει ως το κόκκαλο, την σκορπάει στη στάχτη.
Δεν ξέρω ποιος βαριεστημένος γελοίος πρωτοπαίζει με το διάβολο. Κάτι σύγχρονοι Νέρωνες που πετάνε στουπιά, κάτι φτηνοί πολιτικάντηδες π’ αρπάζουνε ευκαιρίες να παίξουνε τους ήρωες, ή κάτι άθλιοι λεφτάδες που καραδοκούν να κάνουνε το χόρτο μπετόν.
Ξέρω πως σε μια Δημοκρατία ο πολίτης ορίζει τους τιμονιέρηδες. Τους έντιμους και ηθικούς. Τους οργανωτικούς κι αποτελεσματικούς. Κι αυτοί καλούνται να βρούνε τρόπους. Να βάλουνε σε τάξη το νοικοκυριό, ναι; Ναι.
Φάτσες κουρασμένες, αδιάφορες, παρελαύνουν εμπρός μου. Εφιάλτης μαυριδερός, μέγγενη που με κρατά δέσμια. Με νανουρίζει με κάτι ομιχλώδεις ατάκες περί προοδευτικής ανάκαμψης, εκσυγχρονισμού, αναπτυξιακής πορείας και εξευρωπαϊσμένης αντίληψης.
Ο Φρέντι Κρούγκερ σε φωτοτυπία. Με πρόσωπα πολλά. Παρών σε μια χώρα που ελάχιστοι αγαπούν. Με μετρημένες λεύκες και μπόλικα σκοτάδια. Μαύρα. Νύχτα σκέτη. Και στα βουνά, και στις πόλεις και στα γραφεία τα επιτελικά και στις οθόνες και στη ψυχή μας. Εκεί πιά, η πιο μαύρη νύχτα.
Καλά το ’πα. Τούτη χώρα λίγοι την αγαπούν. Τα γλυκανάλατα των μύθων περί ελληνικής συνοχής κι αδελφοσύνης και άλλων παινεμάτων για τα ιδεώδη της φυλής και της καρδιάς το βάθος, έχουνε θαφτεί από καιρό.
Μόνο έτσι μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτήν την εσωτερική σηψαιμία μιας κοινωνίας που αγωνιά να εκμοντερνιστεί ψαλιδίζοντας κάθε αρμό της δομής της, κάθε υφάδι συνδετικό.
Αυθαίρετη η ίδια, σε συμπεριφορά, σε στάση και αντίληψη, μετακομίζει, χτίζει, καίει, μπαζώνει, πλημμυρίζει, φτύνει την ιστορία και την αξιοπρέπειά της, αρνείται τη Μάνα Γη της. Και στέκει θεατής της οθόνης, να βλέπει να την κυκλώνει το κακό, να τινάζει τα ρούχα της απ’ τις στάχτες, να δαιμονοποιεί τα προφανή, να χάσκει μπρος στις αλήθειες.
Μαυρίλα. Σε επίπεδο συλλογικού ενσυνείδητου –και υπό- αλλά και πεζά, πρακτικά, πραγματικά πλέον. Ευτέλεια, ξεπεσμός, αποχαύνωση, επιπολαιότητα και θράσος.
Σ΄ αυτό το μικροπολιτικό σώου των αρχόντων του τόπου που αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας –λέει- το μικροπολιτικό συμφέρον, ταΐζοντάς μας αυτό ακριβώς.
Ορθή πολιτική κρίση. Που;

Κάποτε πίστευα πως πέρα από τη χυδαιότητα και τη φτήνια, έξω από τους λιγούρηδες και τη δυσωδία τους, υπάρχει κάτι αλλιώτικο.
Πες το μαγεία, πες το ευλογία αγιασμένη, πες το ήλιου φως. Φανερό στο τρεμόπαιγμα των άστρων, αισθητό στους χορούς της θάλασσας, απλωμένο στις γεωμετρίες των βουνών και στους απότομους κύκλους των ανέμων.
Ορατό. Εδώ. Μακριά από την ισόβια υπερορία της ηθικής.
Έλεγα λοιπόν πως, σαν φάντασμα, έστω, υπάρχει η ουσία στα πράγματα, η ενσυνείδητη στάση στους ανθρώπους.
Τώρα πιά, η λαμπράδα αυτή στη σκέψη, αρχίζει να ξεθωριάζει. Θολώνει.
Επιπλέον με θυμώνουν τα ευχολόγια και οι ωραιοποιήσεις. Με αγριεύουν. Σοβαρά.
Μιλώ για κάτι καραμελίτσες εξίσου επικίνδυνες με την πλήρη απαξίωση ή την αδιάφορη ανοχή-συνενοχή, του στυλ «μακάρι να μην ξαναγίνει και, ας ελπίσουμε, ας σκεφτούμε αισιόδοξα, κ.λ.π., κ.λ.π.»…
Χάνω τον εαυτό μου θαρρώ. Και με κάνει να πικροπαραμιλώ ο Καβάφης:
« Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.
Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.
Yπήρξε έτι το άριστον εκείνο, Eλληνικός -
Ιδιότητα δεν έχ΄ η ανθρωπότης τιμιοτέραν»
οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο»
Θλίβομαι. Και θρηνώ. Μαχαιριές οι πυρρόχροες στεναγμοί της μάνας μου που ’ναι από την Πελοπόννησο. Κι ενταφιάζω κείνη τη φωτεινή μαγεία, το ελληνικό χρίσμα που θαρρούσα πως δεν εξορκίστηκε, δεν εξορίστηκε και που κάποτε πίστευα βαθιά σ’ αυτό.
Κι η απογοήτευση, μάθηση θέλει.
«Mήπως πεθάναμε λοιπόν κι απλώς νομίζουμε πως ζούμε;
Συφοριασμένοι Eλληνες εμείς, και εικάζουμε
πως είναι όνειρο ο βίος;
΄H ζούμε εμείς, κι έχει η ζωή πεθάνει;»
«...Έλληνες είμαστε, τέφρα και σποδός,
και οι ελπίδες μας, νεκρών ελπίδες, ενταφιασμένες.
Tα πάνω κάτω έχουν έρθει πια τα πράγματα»
Έχει εκλείψει η αιδώς, καλή μου. Σε λίγο ούτε στα λεξικά δεν θα την βρίσκουμε.