Γυρίζει ανάποδα ο καιρός στη σκέψη μέσα και το καλοκαίρι μαζεύει μπαγκάζια. Αργά, ευτυχώς. Σαν χελώνα μοναχική που κοντοστέκεται σε χωματόδρομο κυκλαδίτικου νησιού.
«Τώρα είναι ώρα να κουνήσω μαντήλι», συλλογιέμαι.
Να μείνω με το τραγούδι του τζιτζικιού στ’ αυτιά και με την ανάσα των βράχων εντός μου· κούφια πνευμόνια που φυσάνε πάνω στις σπαταλημένες μας ζωές.
Να ξεχαστώ ως αργά τ’ απόγευμα στης θάλασσας το φρύδι, εκεί, στην άκρη-άκρια, συλλέγοντας βότσαλα στρογγυλεμένα κι άλλα πολύτιμα, του βυθού εκλεκτά.
Να λουστώ μες στο απόλυτο λευκό και το βαθύ γαλάζιο που ’χει τούτος ο τόπος ο μοναδικός να μου δώσει απλόχερα. Να ΄χω θαλασσοπούλια για θέα ολημερίς και το πλανάρισμα το λεύτερο, σκουλαρίκι στ’ αυτιά μου.
Να πλέκω πορτοκαλί κλωστές στα χέρια να ΄χει ο ήλιος συντροφιά και να κάθομαι να ιστορούμαι μικροζαβολιές από τ’ αλήτικα παιδικά μου καλοκαίρια.
Τότε που, παιδί της Αθήνας ατσαλάκωτο, κατέβαινα στην Κρήτη κι έτριβα τα γόνατα στο χώμα και γδυνόμουνα μεμιάς τα πλισέ φορέματα και τις γυαλιστερές κορδέλες.
Και γλεντούσα τη χαλάρωση της αυστηρότητας των μεγάλων με φασαριόζικο παιχνίδι μες στο καταμεσήμερο και με κλεφτές ποδηλατάδες ως το μόλο, έτσι που να βγάλω τ’ απωθημένα μου για τη χειρουργική ακρίβεια του χειμωνιάτικου προγραμματισμού.
Ήταν κάτι καλοκαίρια πυρωμένα απ’ τη ζέστα ναι, που ’χανε τον ιδρώτα για γέλιο κι όχι για ενόχληση. Χαχανίζαμε απ’ τα ξημερώματα τα παιδιά της γειτονιάς, βγαίναμε στα σοκάκια και συλλαβίζαμε τα όνειρά μας, τις απορίες μας, κάναμε βαθυστόχαστη ανάλυση στους κανόνες των αυτοσχέδιων παιχνιδιών μας, κανόνες που μονίμως και ασυστόλως παραβιάζαμε.
Κι ήτανε το μεγαλύτερό μας πρόβλημα να πρωτοβγούμε στο τρέξιμο ή στο κολύμπι και να πάρουμε την πρωτιά απ΄ τ΄ αγόρια.
Κι ήτανε η μεγαλύτερή μας λαχτάρα μια ματιά απ’ τ’ αγόρι που αγαπούσαμε.
Κι η κορυφαία γεύση το ολόφρεσκο ψωμί με το βιτάμ και τη ζάχαρη επάνω. Ή, εκείνη η τριμμένη ντομάτα με το λάδι και το μπόλικο αλάτι που ‘φερνε σε γαβάθα η γιαγιά. Μυρωδιές που πολιορκούν τώρα, ναι, αυτή τη στιγμή τους μαιάνδρους του εγκεφάλου κι απλώνουν μέθη εντός.
Να υπάρχει -τάχα- πιο δυνατή αίσθηση από την όσφρηση;
Σεντόνια που μοσχοβολούσαν πράσινο σαπούνι, κάτασπρα, μεσημεριανός ύπνος υποχρεωτικός, με το ’να μάτι γαρίδα, έτοιμο να στήσει σκανδαλιά και να γλυκοταράξει την ησυχία.
Θαλασσινές βουτιές παραδίπλα, δυο δρασκελιές απ’ το σπίτι, για φαντάσου! Τώρα, ποιος τολμά στα νερά τα θολά. Γιουρούσι πραγματικό, με ζουζουνίσματα παιδιών και γκρίνιες μανάδων. Τρελό παιχνίδι με τα κύματα και την άμμο, μαλώματα στον ίσκιο των δέντρων, οι γιαγιάδες με κομπινεζόν στα ρηχά κι εμείς δελφινοπαίδια ν’ ανοιγόμαστε πέρα, μακριά.
Είχα μια φίλη αγαπημένη, απ’ τα Γιάννενα θυμάμαι, τη Χριστίνα. Στρατιωτικός ο μπαμπάς της, βλοσυρός μονίμως, μα η μαμά –περβόλι, ανθόκηπος λέμε, ίδια η δικιά μου. Όλο ξεγλιστρούσαμε απ’ τον έλεγχο των μεγάλων για να ζυγίσουμε τα χτυποκάρδια μας, δέκα-δώδεκα χρονώ κοριτσόπουλα- να πούμε μεγάλα μυστικά για τις ζωές μας, να παίξουμε λάστιχο στερεωμένο σε καρέκλες ψάθινες, να ονειρευτούμε, να δούμε τα κορμάκια μας ν’ ανθίζουν.
Και ν’ αγαπήσουμε με λύσσα –ντε και καλά- το Θέμη εγώ, έναν χλεχλέ βουτυρόμαγκα μελαχροινό κατράμι κι η Χριστίνα τον Δημήτρη, έναν ξερακιανό Σητειακό που της έταζε γάμο κρητικό με λύρες. Στα δώδεκά του!
Συνηθίζαμε ν΄ αλλάζουμε μετά το μπάνιο στη θάλασσα, τυλιγόμασταν με την πετσέτα και βγάζαμε το μαγιό με προσοχή –ιεροτελεστία σκέτη-, μη τυχόν και φανεί σάρκα παραπανίσια. Το ίδιο και τ’ αγόρια, δεν ξέρω πως και γιατί, ήταν το «πρέπον» να μπούμε σπίτι όλοι στεγνοί και καθαροί.
Θυμάμαι που ένα μεσημέρι ηλιοκαμμένο, έπεσε η πετσέτα του Θέμη κι έμεινε τσίτσιδος για δευτερόλεπτα, αμήχανος πολύ, το δέρμα του στο ερυθρό μονομιάς και η ματιά του πανικόβλητη.
Η Χριστίνα άρχισε να ουρλιάζει και να χασκογελά: «φάνηκε το πουλί του Θέμη, το είδαμε, το είδαμε!!» Μωρέ της γύρισε το χαστούκι αστραπιαία ο Ταγματάρχης αλλά εκείνη, πεισματάρα και αντάρτισσα, άρχισε να τρέχει στην παραλία τραγουδώντας το:
«Το πουλί του Θέμη, το είδαμε να τρέμει!»
Πω, πω, τι τιμωρίες φάγαμε εκείνη τη μοιραία μέρα «της αποκαλύψεως»!!!
Κι όμως, τίποτα δεν μας κατέστρεψε τη χαρά. Της συνωμοσίας που κόχλαζε εντός μας, του "απαγορευμένου" που στοίχειωνε στο θηλυκό μυαλό, της περιπλάνησης όπως την καταλαβαίναμε εμείς: μια πλεύση έξω από τα "πρέπει" των μεγάλων με όλο μας το είναι σε κίνηση, μυαλό και κορμί σε ζωντάνια ασυγκράτητη, σε τροχιά συναρπαστική.

Καμμιά βδομάδα μετά, είχαμε στρώσει κάτι ριγέ άσπρα-μπλε βαμβακερά σεντόνια στην ταράτσα, με το τραντζιστοράκι δίπλα μας να παίζει σταθμούς πειρατικούς και χαζολογούσαμε πίνοντας βυσσινάδα παγωμένη. Ένα τσούρμο κοπελλούδια, ντόπιοι και ξένοι, να τσιτσιρίζουμε την παιδικότητά μας, μπλεγμένοι σε φοβερής έντασης φαντασιακές σχέσεις. Γλυκειάς ερωτικής απόχρωσης, δε χωράει αμφιβολία. Αίσθηση ασαφής και αόριστη εκείνη η αλλοτινή, όπως και τ’ αντικείμενα του πόθου μας. Φλερτ στα μουλωχτά. Κάλεσμα πρωτόγνωρο, μοναδικό.
Κι εγώ, κατά τα ποθούμενα. Η ματιά, που αλλού; Στον Θέμη. Το βλέμμα μου, προφανώς είχε –λέω τώρα- ψήγματα χλεύης και χαζοειρωνείας, γιατί μ’ ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα μου αποφασισμένος: «Τώρα θα δεις! Θα σε φιλήσω!» Στα πόδια εγώ, με τη καρδιά σε σεισμό μέγα και το παιδί μέσα μου θριαμβευτή: «Δε θα με φτάσεις, δε θα με πιάσεις!»
Νομίζω τότε, εκείνο το καλοκαίρι στην ταράτσα της Χριστίνας, στρωματσάδα τα παιδιά της γειτονιάς με το μυαλό να μετράει παγωτά και μπάνια (χώρια τ’ απογευματινά περνάνε, έτσι;) και την καρδιά να γλυκοτρέμει, ένιωσα το πρώτο, το διάφανο κι αλησμόνητο κάλεσμα το ερωτικό.
Με το Θέμη να με κυνηγάει να με φιλήσει, τη Χριστίνα να τον προκαλεί «είδαμε το πουλί σου» και την υπόλοιπη παρέα να βάζει στοιχήματα.
Μαλώσαμε τότε με το Θέμη και δεν ξαναφιλιώσαμε ποτέ.
Ούτε όταν αργότερα, παίξαμε μήλα από την ίδια την πλευρά. Χωριζόμασταν σε δύο ομάδες «καλοκαίριοι» βαφτίζαμε τη μια, «κακοκαίριοι» την άλλη και παίζαμε τη ζωή. Με μια μπάλα. Ένα μήλο. Και, μεταξύ μας, ούτε μιλιά.
Μα ήταν κάτι καλοκαίρια που ’χε ο ουρανός άνοιγμα στ’ όνειρο, ακόμα κι όταν έμοιαζε κλειστός!
Μεθαύριο ο Θέμης παντρεύεται. Γάμος δεύτερος. Ήρθανε τα μαντάτα με πρόσκληση ιλουστρασιόν.
Μεθαύριο καβαλάω τα κύματα και χύνομαι στο Αιγαίο. Στο θαλασσί μέχρι να ρέει αρμύρα κάτω απ’ την πέτσα, ίδιο αίμα.
Θα στείλω ευχές. Για μια ζωή σαν καλοκαίρι.
Το δώρο, χρωστούμενο. Όπως και κείνο το φιλί. Που ’βαψε με παράπονα, με γέλια και τρεχαλητά το πρώτο μου, το κοριτσίστικο τρέμουλο της καρδιάς.
Κείνο, που σιγά-σιγά μπόρεσε να μάθει, να χωνέψει καλά δηλαδή, πως τ' αγγίγματα και τα κρίματα, τα μιλήματα και τα φιλήματα, νοθεύονται με προσδοκίες κι αναμονές.
Η χαρά κι ο έρωτας κι η θάλασσα, ναι, πίνονται ατόφια.
( Ο στίχος του τίτλου είναι από το "άσε τα ψέματα" του Σωκράτη Μάλαμα.
Οι δύο πρώτες φωτογραφίες είναι από το Βαραδέρο της Κούβας.
Η τρίτη φωτογραφία είναι από το gettyimages.com )
α, βρε καπετάνισσα, τ' αγάπησα αυτό το κειμενάκι σου περισσότερο από τ' άλλα, γιατί είναι ζωή κι αλήθεια και παρουσία της ζωής και παρουσία της αλήθειας.