
Πόσες φορές τα βήματα, ανήσυχα ξύσανε την άσφαλτο μέχρι τ’ αεροδρόμιο κι αποφάσισες στο λεπτό –λαχτάρα που ’χει φωνή- «το πρώτο, το πρώτο που φεύγει θα πάρω, κάποια στιγμή, τ’ ορκίζομαι...»
Πόθοι κοινοί κι εξομολογημένοι. Να ’χεις να λες ιστορίες θαυμαστές γεροντάκι σκυφτό πια, στα καφενεία. Πως κάποτε, δε λογάριασες πράμα, παρά της θέλησης την ορμή. Τη νιότη της απόφασης, έτσι θα την πω. Στα μαχαίρια με την καλοζυγισμένη σύνεση, την αυστηρά αλφαδιασμένη. Όχι, αν είναι η ζωή πίνακας λογιστικός, τεφτέρι ισολογισμών ας πούμε, αν αξίζει δηλαδή να την βιώνεις έτσι, πες μου προς τι τόση ομορφάδα γύρω μας. Να γιορτάζουν οι ουρανοί κι οι θάλασσες, να γλυκαμαρτάνει η ματιά γιατί; Για να βροντοφωνάζει εντός σου η στέρηση;
Κάποτε στάθηκα σ’ ένα λιμάνι Κυκλαδίτικο που λες. Όμορφες μέρες. Ζεστά μοναχικές. Και μνήμες , πάχνη πρωϊνού. Να πέφτω με ορμή σε κύματα βουβά, να φυσάω την αρμύρα απ΄ τα μάτια και να γυρεύω τη γραμμή της παραλίας, κείνη που ολοένα χάνεται στο γαλάζιο αχνό θάμπωμα της υγρασίας που αναδίνει η θάλασσα.
Λοιπόν, στερέωσα το βήμα στην άκρη του λιμανιού, στον ανεμόμυλο πλάι κι είπα να ξεδιψάσω τη ματιά. Προσπάθησα να δω στο άπειρο, κάτω εκεί που απλώνεται το αρχιπέλαγος. Θυμάμαι που ο αέρας, θαρρείς για να εκδικηθεί τούτη την απληστία ήρθε καταπάνω μου σαρωτικός στην ορμή του. Πνοή ύπαρξης πάνω απ’ τον άνθρωπο, τόσο οξύς στην καθαρότητά του, μου ’πε λόγια φυγής. Κι ανέβηκα στο πρώτο πλοίο που περνούσε. Για όπου. Για όσο. Στη διαδρομή είχε τέτοιο γλέντι η ψυχή μου που θαρρούσα πως άκουγα το σφυροκόπημα του Γλαύκου, όταν κατασκεύαζε την Αργώ.
Φυγή. Σαν κραυγή που χύνεται ακατέργαστη βγάζοντας νύχια σ’ εκείνον που ’πε να χαρτογραφήσει την κοινωνία. Να της δώσει σχήμα και μορφή.
Ξόρκισμα των «πρέπει» μας, λιποταξία από ανέραστους καιρούς, ανόθευτη πορεία.

«Και συ μικρή, τι θα κάνεις σαν θα μεγαλώσεις;» ρωτούσανε πειραχτικά οι κυράδες της γειτονιάς, σουσουράδες να ’χουν να λένε. «Θα γυρίσω όλο τον κόσμο», πεισματική η απάντηση εμού, της πιτσιρίκας που’ σφιγγε το χείλος με δύναμη δηλωτική της μέσα σιγουριάς. Έλεγα σε προσευχές νυχτερινές πως δεν θα υπάρξει απάτητο κομμάτι γης από μένα. Φράγμα αδιαπέραστο πουθενά. Μόνο δρόμος, σαν κύμα κατάχρυσο κι ατέρμονο. Παντού. Μα, παντού.
Να φτάσω στο τέρμα του κόσμου. Στην άκρη-άκρη του. Να λέω, πιο κάτω, δεν πάει. Ν’ αναρωτιέμαι πόσον καιρό λείπω από τη μητρική γη και να λέω «δε θυμάμαι».
Θες ο Φιλέας Φογκ που γύρισε τον κόσμο όλο, θες το ακύμαντο Αιγαίο, άλλοτε το Κρητικό που χόρευε στα πόδια μου, θες τα όνειρα που απαρνιόνται τα «κοινά», ε, βουνό έγινε η λαχτάρα.
Κι έμεινε εκεί.
.jpg)
Παρακολουθώ τον δημοσιογράφο Δημήτρη Παρούση στις διαδρομές του και καμαρώνω. Κι η ζήλεια η γλυκιά σκαρφαλώνει μέχρι το λαιμό και δαγκώνει τη φωνή. Δείτε τον. Γυρίζει όλο τον κόσμο. Απλά, δίχως τα βαρύγδουπα, τα φανταχτερά που θα περιμένανε πολλοί. Ήθελε να το κάνει και το’κανε. Και μας καθιστά κοινωνούς κάθε κίνησης, κάθε βήματός του. Φως του καλοκαιριού εδώ, γκριζάδες ή και ανοιχτάδες καιρού αλλού στον κόσμο, μια δρασκελιά τα χιλιόμετρα, μια χαψιά τα μίλια. Η ψυχή γδύνεται απ’ το χρόνο και και το ταξίδι ντύνεται στη σκόνη των δρόμων και στ’ αγγίγματα των αλλιώτικων λαών.
Δείτε και τον Άκη Τεμπερίδη –αρθρογράφο στους 4 Τροχούς- που φέρνει σβούρα τον κόσμο μ’ ένα Land Rover και την καλή του Βούλα Νέτου. Εδώ υπάρχουν και χορηγοί να στηρίζουν το θαυμαστό και χιλιοζηλευτό εγχείρημα.
Ταξιδευτές του κόσμου, όλοι. Απαρνητές της τυποποίησης, της επανάληψης, του θεριού της μονοτονίας.
Τους φαντάζομαι την ώρα της επιστροφής με τη γλώσσα τους γεμάτη θραύσματα μιας πανάρχαιας, πανανθρώπινης διαλέκτου (ίσως θαλασσινής) και το σακίδιό τους καμωμένο από πολύχρωμες ίνες διαφόρων πολιτισμών.
Πλούτος ζωής, αλήθεια.
Ακριβή που ’ναι η ζωή όταν τα πέλματά σου είναι γεμάτα χώμα!
Παιδιά, καλό δρόμο. Στρατιά καλή. Χαιρετίσματα στον κόσμο γύρω.
Εσείς, έχετε τη μπόρεση να φτάσετε στο τέρμα τούτης της γης.
Εκεί κάθεται και μας θωρεί ο θεός;
Δικό του το σφάλμα, πείτε του. Σε μας τα μιλούνια, τι ευθύνες να ρίξεις.
Αυτός, που’καμε τον κόσμο όμορφο, να μας αποτρελαίνει.
(Α, ναι: είναι και ο στίχος ο αγαπημένος που το λέει παρακάτω,
«...κι όλα τα λόγια των τρελών, που ήταν δικά μας λόγια...»
Στίχος, που όπως και κείνος του τίτλου είναι του Ποιηταρά Μάνου Ελευθερίου από τον Άμλετ της Σελήνης.
Πόσο χάρηκα το κείμενό σου Καπετάνισσα, πόσο φυσικό μου ‘ρχεται… Εγώ στα 18 άλλαξα πατρίδα. Κι από τότε έχω δυο. Χωρίς χορηγό… Και στα 20 άλλαξα δουλειά, κατά πως μάθαμε και τη λέμε. Κι από τότε έχω δυο. Καμιά απόσταση ικανή να μας κρατήσει.
Μόνο θα ‘θελα κάτι, από μικρός. Να ζήσω πολύ. Να ζήσω και να θυμάμαι. Και να μ’ αρέσει. Καλό μας μεσημέρι…