Λόγια του Φιντέλ Κάστρο, που μαζί με τα παρακάτω τ’ ανέμισε σημαία μανιασμένη, αγέρωχη, φλογισμένη απ’ το θυμό και τους αγώνες στην Πλατεία της Επανάστασης, τον Οκτώβρη του 1967:
«Αν αναρωτιόμασταν πως θα θέλαμε να είναι τα παιδιά μας, απ΄ τη καρδιά μας θα λέγαμε: να είναι σαν τον Τσε!»
Εικόνες δύναμης και φράσεις παθιασμένες και μορφές ιστορικές, βλέμματα παλικαροσύνης, αντρειάς που λέμε στην Κρήτη, βαροπατούν τη σκέψη μου.
Τη σκέψη που, ίδιο παιδί σκαρφαλώνει σε σκαλωσιές κι αντικρίζοντας ουρανούς ζυμώνει ονείρατα για δίκαιους κόσμους, γι ανθρώπους άλλους που, χαμηλά πατάνε και ψηλά κοιτάνε.
Με τέτοιες αναζητήσεις, προίκα νιότης πεισματάρας πρωτοπερπάτησα στην Κούβα, αλλά, αλλά… τ’ αγριεμένο παρόν λίμαρε τη σκέψη μου να οξύνει, να γίνει περισσότερο αιχμηρή και μάλλον, πιο ενήλικη.
Γδάρσιμο πρώτο η κουβέντα του Όσκαρ, φέρελπι δικηγόρου που λαχταρά να χυθεί στη ζωή, μα τα απαγορευτικά πολλά.
Από την άλλη, ανήμποροι να ορίσουν τη μοίρα τους κατά πως ονειρεύονται, στέκονται αμήχανα μπρος σ’ ένα κόσμο που ταχύτατα αλλάζει, μπρος σε συστήματα που΄χουν περίσσιες φορεσιές για αλλαξιά και σιγά-σιγά μπαίνουν στη λογική «όπως και όσο αρπάξουμε».
Όλη η Αβάνα –αλλά και η Κούβα γενικά, στην ενδοχώρα της- βροντοφωνάζει τη σημασία των λόγων και των έργων των ηρώων της, που πάλεψαν για την ανεξαρτησία της.
Ο Χοσέ Μαρτί, αρχιτέκτονας της επανάστασης και σημαντικός ποιητής, γεννά σεβασμό πιότερο ίσως κι απ’ τον Τσε κι απ’ τον Κάστρο.
Εκατό και βάλε χρόνια πριν είπε πως «η Πατρίδα είναι βωμός, όχι βάθρο» και οι Κουβανοί, ακόμα γράφουν στους τοίχους τα αποφθέγματά του.
Το κύρος του Φιντέλ δεν είναι κενό γράμμα στην Κούβα, έχουν πίστη στον μπροστάρη τους οι ντόπιοι αλλά, σου δημιουργείται η εντύπωση πως έτσι είναι γιατί δεν μπορεί να ΄ναι αλλιώς. Τον τιμούν για τους αγώνες του εναντίον του Μπατίστα, όμως, δίχως άλλο, δεν είναι ευχαριστημένοι με την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση.
Ακινητοποιημένοι θαρρείς, δεν έχουν κάτι να αντιπροτείνουν.
Θα σου μιλήσουν με θέρμη ζηλευτή για τους μπαρμπούδος (=γενειοφόροι) αντάρτες των Υψίπεδων της Σιέρα Μαέστρα, θα σου δείξουν με καμάρι το Μουσείο της Επανάστασης –έξω από την είσοδο του οποίου σε υποδέχεται το τανκ που χρησιμοποίησε ο Φιντέλ κατά τη Μάχη του Κόλπου των Χοίρων το ’61-, όμως, θ' απλώσουν και παράπονα.
Αναφορές σε κείνα που βλέπουν στις τηλεοράσεις και τους παραγλυκαίνουν, τα αγαθά τα μπόλικα, που λαχταρούν μα μένουν με τη γεύση ξινή γιατί τούτος ο κόσμος είναι άλλος, λιτός κι ας έχει δοξασίες σωρό για να χορτάσει.
Φυτώριο επαναστατικού πάθους η Κούβα, αδέσμευτη, αντάρτισσα πραγματική, προπαγανδίζει αυτόν της το ρόλο σε κάθε πέτρα της.
Μπόλικες κουβανέζικες φωνές, με τις οποίες μπλέξαμε ομορφοκουβέντες, καμαρώνουν για την παιδεία που είναι πρώτη προτεραιότητα, την τέχνη, την περίθαλψη, την ανθρωπιά –εν τέλει- που αναδύεται θριαμβεύουσα.
Και -ιδού οι αντιθέσεις!- συνάμα, αναζητούν πέσος τουριστικά που’ναι διαφορετικά και πολύ μεγαλύτερης αξίας από τα δικά τους (χρήματα δύο ταχυτήτων, ναι) για να προμηθευτούν λίγα παραπάνω, ν’ ανασάνει το σπιτικό.
Χμ! Από το ΄91 που ο Κάστρο εξήγγειλε πρόγραμμα λιτότητας (με επιπτώσεις αρνητικές στην ηλεκτρική ενέργεια και το πετρέλαιο), ο τουρισμός θεωρείται η πλέον κερδοφόρα επένδυση.
Δεν είναι ψέμα ότι συχνά, με μια σχεδία ή μια σαμπρέλα και μόνο, αφήνονται στα κύματα οι Κουβανοί προκειμένου να φτάσουν στο Μαϊάμι, αναζητώντας αλλιώτικες αναπνοές. Είναι οι λεγόμενοι μπαλσέρο (μπάλσα=σχεδία).
Μάλιστα. Πάντως, αν βοήθησε σε κάτι η στρατηγική της απομόνωσης, είναι στο ότι ενίσχυσε την αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Λατινικής Αμερικής.
Η Σύλβια, στην Plaza de Armas, μιλά με πάθος ζηλευτό για τον Che. Απλώνει μπρος στα μάτια μου βιβλία και φωτογραφίες του τα οποία πουλάει και ακτινοβολεί η ζουμερή θωριά της . Μου διαβάζει μήνυμα του Che από το 1967.
«Πλησιάζουμε στο λαμπρότερο μέλλον κι ας υπάρχουν ακόμη στον κόσμο δύο ή τρία ή πάμπολλα Βιετνάμ». Της ζητώ να μου πει αν το μέλλον της Κούβας, το βλέπει λαμπρό.
Σταματά να συλλογιστεί κι η σιωπή της μου πέφτει παράταιρη σ ΄αυτόν τον ηλιοφορεμένο τόπο του κεφιού και της καρδιάς που γδύνεται τα χρώματα και σε στροβιλίζει με μια ρούμπα μεθυστική.
«Πονεμένη η χώρα μου. Δεν ξέρω τι να σου πω. Πιστεύω πως ο Ραούλ είναι καλός, όταν φύγει ο Φιντέλ θα καταφέρει κάποια πράγματα. Μας λείπουν πολλά, αλλά έχουμε δικά μας που εσείς δεν έχετε, έτσι δεν είναι;»
Τη ρωτώ τι εννοεί. Γελά κυματιστά, ανεμπόδιστα.
Μου φτάνει το γέλιο της. Την απάντηση την έχω.
26 Κουβανοί Ποιητές,
εκδόσεις Αντιπαράλληλα, 1982)
Άνεμος παραδοσιακός, εσπερινή αύρα θαρρείς, που μ' ένα φύσημα όμως,
μια πνοή, μετουσιώνεται σε λίβα μαζί και τραμουντάνα και
σαρώνει τόπους και ανθρώπους.
Στην Κούβα έχουν κάτι που δεν το έχουν αλλού.
Τη σιγουριά.