Το κάλεσμα ήρθε -μέρες πριν, είναι η αλήθεια- από τη γειτονοπούλα με τις εμπνεύσεις που'ναι μπόλικες και ξέχειλες φως· ώστε ν' ανοίγουν τόπους και δρόμους κι ουρανούς.
Να σμίξω -ζήτησε- μουσικές που 'χουν χαρτογραφημένα σημάδια προσωπικά από στιγμές ιδιαίτερες, φεγγαριών και μέρας, μεθυσμένων τραπεζιών και μοναξιάς. Το παράκανα Οίστρε μου με το "περίμενε", δικαίωμα που λένε κι απολογισμοί ίσαμε δυό βουνά γιατί ο καιρός ετούτος μ' έχει τσιμπήσει απ' τ' αυτί και με σέρνει κατά τα γούστα του. Λέω λοιπόν να πιάσω γαϊτανάκι με κορδέλες κόκκινες και θαλασσιές και αχτινοχαϊδεμένες, να χορεύω γύρω του, να χαζογελώ κι έτσι με το τίποτα, εύκολα-εύκολα να δακρύζω, βουτώντας συνάμα τα δάχτυλα σε μουσικές. Όχι με το ζόρι στις μόνες που αγαπώ (ω, πόσα και πόσα: στεριές να μετράς και πέλαγα τα τραγούδια που σφιχτοφιλάνε τη ψυχή μου), αλλά σε κείνες που κουβαλάνε μεταφράσεις. Πάει να πει: Συλλογίζομαι τραγούδια με το πρώτο όμως, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, που'ναι αγκαλιασμένα με καταδικές μου στιγμές. Βιώματα, αγγίγματα, ψίθυροι, γέλια να φωτίζεται ο χρόνος, κλάμματα να΄ρχεται η πρώτη νιότη ξανά.
Λέγε με ζωή δηλαδή.
Παιχνιδίζω με νότες και λέξεις λοιπόν και μισοκλείνω για λίγο το άλμπουμ της Κούβας, για την οποία θα΄χω κι άλλα αχνομουρμουρίσματα.
Ερωτικό. Το πρώτο. Κατάδυση σε βυθούς μακρινούς, να λαμπυρίζουν ήλιοι. Κοράλλια κι αστερίες. Ρεμπελιό και μπουσούλημα σ' αγάπες. Αέρας ξενοιασιάς. Ο μόνος. Φοιτητικά χρόνια δηλαδή, έρωτας μεγάλος, σελήνη και νύχτα μαζί, κόσμος άλλος. Ο κόσμος όλος, είναι το σωστό. Αναρωτιέμαι φορές-φορές που έτρεξε και κρύφτηκε κείνη η παιδούλα η χαζοχαρά, η θεία ανεμελιά που'χαμε τότε. Κι είναι τώρα, αν μας καλοκοιτάξεις, σαν να μη τη ζήσαμε ποτέ.
Τέτοια αφυδάτωση.
Που λες, έρχονται και με γλυκοστοιχειώνουνε κάτι Κυριακάτικα ξυπνήματα με χουζούρεμα απίστευτο μεσημέρι και βάλε και με ντουέτο παράφωνο, να πισωπατούν οι τοίχοι. Το τραγούδι μας. Αυτό. Και το μάλωμα μόνιμο: λέει "εδώ είναι Αττικής φαιό νταμάρι, ή θεών νταμάρι"; Μούτρα πάντα. Και γκρίνιες. Ποιός στα δίκια και ποιός στα άδικα. Να σου πω τώρα. Όχι βέβαια ο ποιηταράς ο Άλκης Αλκαίος, μα ο χρόνος. Που τέτοιες αγάπες, τις τσιγγουνεύεται.
Παρακάτω.
Ριζίτικο των χαρακιών, μωρέ να χαρακώνεσαι.
Σχεδόν δέκα χρόνια πίσω, άστρο μεθυσμένο στη μνήμη μια βραδιά στ' Ανώγεια. Απίστευτη. Κι η γλεντοπαρέα κι η νυχτιά. Σταυρακάκηδες, Χαιρέτηδες, ποιόν να πρωτομετρήσω κι η Αννούλα, φίλη αγαπημένη που τότε, είχε στη καρδιά νωπό θανατικό, πιάνει το συγκεκριμένο τραγούδι. Άστα να πάνε. Ποτέ δε θα ξεχάσω. Ποτέ. Τη δύναμη της στιγμής, των ανθρώπων, του Ψηλορείτη, της λύρας που έπαψε να κελαηδά να γυμνωθεί περισσότερο η φωνή, τον Δία που κατέβηκε απο' τη κορφή και γύρεψε καρέκλα. Άστα λέμε. Και μετά ένα δεκαεξάρικο κοπελλούδι αρχινά το ήτανε μια φορά και, σχεδόν ξημερώματα διπλωθήκαν τα σεντόνια κι ανοίξανε τα γύρω σπίτια και δυνάμωσε το τραγούδι σε ψυχή και φωνές κι ένας ντελικανής αμίλητος για ώρες, δίνει μέλι στο χείλι το σφαλιστό κι αρχίζει τα λόγια και τα χρόνια, με πάθος ανήξερο, παιδιού που πρωτοκλαίει.
Τι να πεις και τι να μαρτυρήσεις. Να μη στερεύει η ρακή, να ζαχαρώνει η σάρκα με κείνο το απίστευτο γαλακτομπούρεκο, να τρέχει ξωπίσω κι η ψυχή να κλέψει γλύκες. Έτσι σκάλωσε στη μνήμη. Σαν κλάμα σιροπιαστό.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν ήταν το πρώτο τραγούδι που έπαιξα στο ραδιόφωνο, ήταν όμως σίγουρα στην πρώτη εκπομπή. Η Φάτα Μοργκάνα, η λατρεμένη, που φυσούσε για χρόνια μέσα στο μυαλό μου και μ'έσπρωχνε σε ό,τι μένει ακόμα αταξίδευτο... Εκεί, στα Ραδιοκύματα Κρήτης -στη Δημοκρατίας για τους συντοπίτες-, στον πρώτο ιδιωτικό σταθμό στην Κρήτη με την ανατολή της ελεύθερης ραδιοφωνίας, στάθηκα θυμάμαι με την νιότη των εικοσιπέντε παραμάσχαλα κι έναν πάκο βινύλλια, να μαστορεύω μελωδικά γεφυρώματα. Εποχή, που'χω φυλαχτό· πέτρα γαλάζια στο στέρνο. Και λίγο αργότερα, καλοκαιράκι στο Κηποθέατρο να παίρνω συνέντευξη από τη Χαρούλα Αλεξίου, με κασετοφωνάκι σαραβαλιασμένο κι εκείνη να μου τραγουδάει θεόξερα μα απογειωτικά το πρωινό τσιγάρο και να ριγώ και να τρέμω απ' τη χαρά μου και να τρέχω να το παίξω -Κυριακή μεσημέρι θυμάμαι- και να σκαλώνει η κασέτα και να μασάει την ταινία και να βράζω ίδιο καλοκαίρι κι εγώ κι έπειτα σαν ξέμπαρκο σκαρί να σωπαίνω. Τι χρόνια! Ξενύχτια ξοδεμένα δίχως μέτρο -ευτυχώς-, όπως μια παραμονή Πρωτοχρονιάς που σταματήσαμε την κυκλοφορία πέντε θεόμουρλα παιδαρέλια και μοιράζαμε μπουγάτσα στους οδηγούς και ουρλιάζοντας τραγουδούσαμε "δε μας ακούς που τραγουδάμε με φωνές ηλεκτρικές..."
Πρωτοχορευτής στη μνήμη και τούτος εδώ ο σκοπός, σήμα για χρόνια εκπομπής στο Ράδιο Κρήτη, δεύτερο σπίτι μου κι αυτό, κάθε γωνιά του και ξεφύλλισμα στη θύμηση.
Ανάσα να'χουν αποκούμπι τα σωθικά και βουρ για το τραγούδι που, σε στιγμή που οι αποφάσεις στέκονταν μετέωρες ακούστηκε όπως αεράκι λυτρωτικό που καθαρίζει ορίζοντες. Κάτω απ' τη μαρκίζα ναι κι ο Μάνος Ελευθερίου λευτερώνει αλήθειες γράφοντας "εσύ όπου να πας, σ' όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς"...
Πως λέγανε παλιά οι παθιασμένοι ραδιοπειρατές; Σπέσιαλ αφιερωμένο; Αυτό.
Βαθούλωμα στη μνήμη, ρυάκι να περάσει το χθες και τα ήσυχα βράδια, τραγούδι που συνόδευσε αποχαιρετισμό προσώπου αγαπημένου. Κι έγιναν τα δύσκολα, δυσκολότερα. Και με τον καιρό, ακατόρθωτα.
Εικόνα και χάδι και κραυγή, από άλλη στιγμή όμως, που φάνηκε σαν μόλις να ξεκινούσε να γιορτάζει η χαρά μα, ο καιρός μαρτύρησε πως ήταν απλώς, πριν το τέλος.
Σκιές και καπνοί στη σκέψη που μπήγει νύχια σε αμμουδιές να βρει πετράδια κι όστρακα, να συλλέξει κουφάρια μνήμης, απολιθώματα, φύκια ξερά, μαρτυρίες ζωής.
Κι έρχεται ο χρόνος σε χθες μακρινό, εκεί, στο Ελαφονήσι -ή στη Σούγια ήταν;- μια νύχτα φεγγαρόπηχτη, με παρέα παιδιών στις πράξεις, με κιθάρα και φλογέρα δανεική να φέρνουμε στα χείλη τον Αύγουστο και να ταράσσονται τα μεσοδόκια του μυαλού. Στίχος κορυφαίος "μα θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". (Ίδιο το χρώμα στη φωνή της Γιώτας Λύδια: "μα θα μείνω και ότι θέλει ας γίνει").
Πήγα. Πηγαίνω. Και το κακό, μόνιμη απειλή. Να καιροφυλαχτεί.
Ιχνηλατώ μνήμη καλοκαιριού τρία χρόνια πίσω. Μια δρασκελιά φτάνει για να βρεθώ σε ιστιοφόρο, πλεύση προς την Ντία -νησάκι κοντά στο Ηράκλειο- κι επιστροφή μετά το δείλι. Εκεί, στο "έλα", θες οι λάθος χειρισμοί των καπεταναίων, θες τα μάτια που κοιτούσαν ομορφιές κι όχι βυθόμετρα, όπως και να'χει βρίσκει πάτο το σκαρί κι αρχίζουνε οι περιπέτειες. Κι εκεί που βουτηχτές γυρεύανε πιθανές ζημιές στο πλεούμενο, να σου γέλια με το "εφτά σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις"...
Πέρα από την έντονη στιγμή, οι εφτά νάνοι μου θυμίζουν πολλά. Μαχαιριά εκείνο το "μάνα θα πάω στα καράβια".
Γαϊδουρονήσι -απέναντι απ' την Ιεράπετρα-, πολύ παλαιότερα. Και μια απελέκητη φωνή μες στη νύχτα πιάνει το μακό και φιλούν τ' αστέρια τη ροζ αμμουδιά και γεννούν κοχύλια. Κι ανοίγονται στο μαγεμένο κάλεσμα μία-μία οι σκηνές κι αρχίζουν οι ξαγρύπνιες και το ξεκίνημα μιας σπουδαίας φιλίας μ' εκείνη την ατίθαση φωνή, που όταν πιάνει το δίχτυ, μας κομποδένει τα σωθικά δίχως οίκτο.
Σαν όνειρο που τρέχει με λύσσα να σταματήσει την νύχτα και μαζί και το παρόν, τούτες οι θύμησες τραγουδιών. Και στιγμών και χιλιοπατημένων τόπων που πάλι παρθένοι μοιάζουν. Τόση η λαχτάρα της ψυχής, φαντάσου. Παιδαρέλι μια σταλιά ν' ακούω τ' απογεύματα, με το ραδιόφωνο σε μουρμουρητό, τον μύθο. Και να συγκλονίζομαι. Να τρέχω στο δωμάτιο, να'μαι μόνη, να κουλουριάζομαι στο κρεβάτι, να΄χω ησυχία. Να προσπαθώ να καταλάβω. Το πως και το γιατί εκείνου που μισούσε τις γυναίκες. Απίστευτα βυθίσματα στο άγραφο μυαλό. Να κολλάω, να βασανίζομαι. Γιατί;
Επαναφορά του ίδιου συναισθήματος, απορία ανάκατη με πικρή στιφάδα, όταν αργότερα με πήγε και με γλυκοβασάνισε η σκόνη. Μωρέ χάνεται η αγάπη μες στη σκόνη; Η Αγάπη λες; Η ολόφωτη, η ξάστερη, που'ναι δύναμη και ζωή; Χάνεται. Όσο η σκόνη φυσά μέσα στα μάτια.
Τούτος εδώ ο νωχελικός ρυθμός του Αχαλινωτόπουλου, γράφει εντός μου σελίδες πολλές.
Πρωτάρικα σανιδοπερπατήματα, "Τρωάδες" η παράσταση, Λευκωσία, εφταετία πίσω, πράσινη γραμμή, ανάσες ξυραφιασμένες από κάτω, συγκίνηση σε τρελλή ροή. Εμπειρία που δεν έχει μέτρημα ανάλογο. Είσοδος χορού με τούτον τον σκοπό κι η φωνή μαγκωμένη. Πως αλλιώς. Οι κάνες απέναντι. Έτοιμες. Σε περίπτωση που.
Και μετά, για λυτρωμό, στο τραπέζι της αποφόρτισης, τραγούδια χαρισμένα να γλεντάνε τα χατίρια: Της ξενιτιάς και ο γκρεμός.
Εννιά όγδοα σε δόξες. Τα κορμιά πιο βαριά, ή τα καρδιοχτύπια;
Σκόρπιες κουβέντες μιας Χανιώτισσας τσιγγάνας, που κάτεχε -λέει- ανάγνωση παλάμης άρα και ψυχής κι είχε άγγιγμα θεϊκό στα χείλη, ήρθαν και φορέθηκαν ασορτί με τις δυό μέρες της αγαπημένης μου Γαλάνη. Πάλι καλοκαιριάσματα, πέντε-έξι χρόνια πριν, διχάλα περισωσμένη στη μνήμη ναι, σα δυό μέρες χαλαλισμένες. Δε βαριέσαι. Έρωτας αιτούμενος γίνεται;
Έρωτας πετούμενος, ναι. Αυτό ναι.
Καλά που έχουμε μια ζωή. Τι να σου κάνουν και δυό μερόνυχτα...
Εκεί ακριβώς είναι που έρχεται και κάθεται ζωγραφιά απαραίτητη η στιχάρα της Λίνας: "Κι οι δυναμίτες της ψυχής μου σπαν' την πέτρα"... Το δι' ευχών, σαν πάτημα παλικαρίσιο, μου θυμίζει μεσοδιάστημα δύσκολο πολύ, λίγο πριν την αυγή σα να λέμε, που το τραγουδούσα συνεχώς. Να με πάει στο φως.
Και να με λούσει.
Ρώμη, Piazza Navona, ξημερώματα Φώτων και δυό ζαλισμένες Ελληνίδες να χαχανίζουν με αλλόκοτη μουσική. (Από δω και ο στίχος του τίτλου). Άντε τώρα να βουτάς στην ομίχλη του Τίβερη, να νιώθεις ευτυχία, ναι και να τραγουδάς "αχ στην αρχή των τραγουδιών, το αχ είναι γραμμένο"! Χαρμολύπη; Ξόρκισε το δάκρυ να γίνει φιλί. Έτσι, ναι. Μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου. Στην αγαπημένη μου πόλη, σε φίλης αγκαλιά. Ευλογημένη ώρα.
Νωπή μνήμη ο άλλος, που δεν είμαι από στιγμή υπέροχης πολυφωνίας. Ένα μάτσο, ένα κουβάρι με δεκαεφτάρικα, σε πούλμαν μέσα, εκδρομή πολυήμερη (πηγαίνω ακόμα, ναι!) κι όλα μαζί ανάκατα. Ψίθυροι, κραυγές, ουρλιαχτά, σιωπές, κλάμματα και παιχνίδια.
Άντε να πάει σ' ευθεία στράτα κι άλλη αφιέρωση. Κι ας χαλαλίζεται μωρέ.
Και τα σπουργίτια κι οι αητοί στον ίδιο ουρανό πετάνε. Τελικά.
Με φύλλα κανέλλας και θαλάσσιες ανεμώνες να τα στολίσω όλα τούτα και να τα προσφέρω δώρα κρεμασμένα στις κοχλιδώσεις των αυτιών και στα κλαράκια της καρδιάς, τα μόνα.
Επήκοη η μουσική μπρος στα παράπονά μας κι έτσι στ' αλήθεια τη ζητώ.
Ελληνική και ξενόφερτη. Για τη δεύτερη, τα επόμενα γραφτά. Να βγάλουν στον αφρό στιγμές (κι) άλλες. Σύντομα. Είπε πως θα με χαϊδέψει ο χρόνος, δεν είπε;
(Οι φωτογραφίες είναι της Coda67 από το www.flickr.com
Κλικ στις έντονα χρωματισμένες λέξεις, για να'χουμε ακρ-οάσεις κοινές)
καλημερα καπετανισσα,
ακομη και την παρουσιαση τραγουδιων την κανεις λογοτεχνεια!
γι' αυτο μ' αρεσεις!