Αν είχα αναπνοές να τρέχουνε κυματιστές από τα χείλη και πλεξούδες από σύμφωνα και φωνήεντα να ανεμίζουνε στη γλώσσα την ορφανή, θα μιλούσα παντοτινά για τόπους. Και γι ανθρώπους που σταυρώνουν όνειρα στα δάχτυλα κι έπειτα ξεπλέκουνε τη σάρκα απ’ τον αιθέρα γυρεύοντας την πρωταρχή και ξαναρχίζουνε με ζέση να σφυροκοπούν ίδιο ελπίδας υλικό με φύσημα καινούργιο και μουρμούρισμα παράδοσης ανίκητης.
Μίκρυνε ο χρόνος μου, σε στενά ανοιξιάτικα παντελόνια ζορίζομαι να τον χωρέσω, του δίνω σπρωξιά, τον τσαλακώνω να διπλωθεί, να φτάσει σε μέτρα μαγιάτικα πιά (ω, να ’ναι μήνας λιακάδας και ανθοβολιάς, λέω…), μα εκείνος μου μουτρώνει.
Κι έχω κι εγώ εκδίκηση γερή στα σπλάχνα, πισωγύρισμα του ίδιου του φταίχτη, του χρόνου, που μ’ έχει ξυπόλητη διαβάτισσα έξω απ’ του Μαγιού την πόρτα να τρέμω μπρος σε θύμησες, να βαριαναστενάζω μπρος σε παρόντα.
Να πω ξανά για την ομορφάδα του ταξιδιού, ε;
Κι ας μοιάζω αργοπορημένη.
Να τινάξω από πάνω σκόνες δρόμων καθημερινών, γκριζάδες από φωνές βιασύνης που με παίρνουν στο κατόπι μέρες τώρα και να χωθώ σε πολυθρόνα κουνιστή. Να χαθώ.
Να βρεθώ στη Malecon, την πλατιά παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας και να χαζολογώ τριγύρω. Ν’ ακουμπήσω βλέμμα κι ευχή στις παρέες και στα ερωτοχυμένα ζευγάρια που ολημερίς κι ολονυχτίς γελάνε τη ζωή πάνω σ΄ ένα μπεντένι –που λέμε και στην Κρήτη-, σ’ ένα τοιχίο που λες, μουσκεμένο απ’ τη θάλασσα.
Μα όποια ώρα, όποια στιγμή, κρεμασμένα πόδια να χαΐδεύουν τον αφρό, όμοια όπως ακραγγίζονται τα χείλη.
Να περπατώ τις ώρες μου, τις σκέψεις μου τις λιγωμένες απ’ του Μαγιού την αλαφράδα και να συλλογιέμαι πως μεγαλώνει η ψυχή τ’ ανθρώπου με τα λίγα. Κοίτα τώρα να δεις, να προκαλώ το λογισμό. Τούτοι οι άνθρωπο οι θεόφτωχοι, που ούτε δέκα ευρώ δε βγάζουν το μήνα (ω, ναι!), αμολιούνται στους δρόμους και στα χωρίσματα και χαίρονται. Απλά. Αυτό που υπάρχει. Πες το και ζωή. Αν το ‘νιωσες ποτέ.
Να χάνομαι, βύθισμα καιρού, μυαλού, όπως το καλεί η ώρα, στη Havana Vieja, να μυρίζω το χρόνο όχι στη κλεισούρα του αλλά στο άνοιγμά του, στη λιτή του αρχοντιά κι έπειτα γύρισμα αλλιώτικο στη Prado να χαζεύω φωτοσκιάσεις να μεθώ και μετά γραμμή για το Vedado, αύρα να γυρεύω πίσω από γρίλιες κι αγκαλιές…
Ποιά να’ναι τα μάτια του ταξιδευτή και πόσες οι περιγραφές του. Οι εξιστορήσεις βιωμάτων, περασμάτων και αξεθώριαστης σιγής. Τι να πεις και που να σωπάσεις. Πόσα βλέπουν όσοι θωρούν, λοιπόν. Πόσα. Την ξεσκέπαστη κοκεταρία της Plaza de Armas της πλατείας της πιο όμορφης, ή την εργατιά της Habana del Este που τσαλακώνεται μες σε ζαρωμένα συγκροτήματα κατοικιών – στοίχημα με το χρόνο πως θα ζήσουν όσο η γη…
Βλέπουν τα προγραμματισμένα μάτια των επισκεπτών της αγέλης «τα που πρέπει» για τη λουστραρισμένη τους ματιά. Την καλοφροντισμένη γωνιά εκεί, στη Plaza de Armas με τα πανέμορφα κτίρια που βουτήξανε σε νέο χρώμα, λόγω τιμής, ίδιο δυτικό. Μα τα άλλα, τα μάτια της ατίθασης βλέψης, στέκονται σε αλλιώτικα αχτινοχαϊδέματα. Πιο θαμπά, ναι, αν φοράς στη κόρη χρώμα γυαλιού. Μα πιο καθαρά, αν ξεγυμνωθείς γιατί εκεί, ναι, ναι, στις λάσπες και στο τσάκισμα της τραγουδιστής φωνής είναι οι μεγάλες, οι μόνες αλήθειες.
Χυμάνε καταπάνω μας οι καιροί κι οι άνθρωποι μιμούνται. Όπου φύγει-φύγει η ψυχή. Για λύτρωση την έχω, αμ για σκλαβιά θαρρείς; Τρεχάλα για τη Bodeguita del Medio ν΄αντιγράψουμε πατημασιές σπουδαίων γραφιάδων. "Το μοχίτο μου στο Bodeguita, το ντακίρι μου στο Floridita" έλεγε ο Χεμινγουαίη κι όλα τα δίκια μαζί του θα΄ναι. Κι απ' τα δυό να ξαναγευτώ.
Και να κοκκορεύομαι στους γύρω κουβανούς, στα ισπανάκια που σερνότανε μες στο καταμεσήμερο και σ' εκείνον τον βολιβιανό τον μοναχικό πως έμαθα να φτιάχνω μοχίτο σα διαμάντι ακριβό.
Στη φροντίδα του.
Ω, να γελώ πιότερο κι απ' τον ήλιο και να βουτώ ματιές στα φανερά στα χέρια του μπάρμαν να μάθω ποσότητες, μετρήματα, διαδικασία.
Να΄χα τώρα μια στάλα γουαράπο (χυμό ζαχαροκάλαμου, ναι), δυόσμο μοσχομύριστο απ' τη γλάστρα μου και τ' άλλα γνώριμα υλικά, μαζί και το χάρισμα του διψασμένου ταξιδευτή, να 'βλεπες εσύ... Της μέθης το ρυθμό, τον ξέρεις;
Αχ και ποιός είναι κείνος που χυμάει ξαρμάτωτος στα πράγματα και στους ανθρώπους και στους έρωτες, να'ξερα... Να'ξερα αν έχει μείνει έστω κι ένας (ακόμα) πάνω στο στέρφο χώμα της εποχής...
Να'ναι -λέει- παιδί της μουσικής (τούτος ο θεοκούζουλος λέω, που δε θα νοιαστεί για άλλο παρά για της καρδιάς το χτύπο, ίσως και του μπονγκό του) και να μιλά για τίμπα, όχι για σάλσα κουμπάνα, γιατί λέει η τίμπα προκαλεί χορό βαθιά ερωτικό, αδόμητο, λεύτερο, όπως η ψυχή, όπως όλα εδώ γύρω. Εκεί γύρω δηλαδή...
Με κάποια πρόφαση θα καλύψει τ' ώριμο δέρμα της
με ρόδο και χαμομήλι που φτιάχνουν δροσιά
στη ρίζα του πάθους δοσμένη σ' αυτόν τον έρωτα.
Θα φρεσκάρει τη φωνή της
θα ΄ναι νομεολβίδες αυτά που θα σκεπάσουν τη γύμνια της,
που επιδέξια βοηθά στο λευκό σεντόνι όπου ξανανιώνουμε
και το αίμα μας ξεχύνεται
για κεί που αρχίζει η χλόη της αρένας,
πεύκο και θάλασσα αυτή η γυναίκα
η μελαμψή που δικαιώνει πατρίδα και προγόνους.
Άνεμοι, καρύδες, γύμνια και μεθιά αυτή η πατρίδα.
Δικαιώνει τη ζωή, σαρκώνει έρωτες. Την άλλη φορά, θα το γράψω με μεγαλύτερα γράμματα. Αν βρω χώρο... Στον τοίχο, γιατί στη καρδιά, αλάνα, ε; Να ματώνεις (και) γόνατα.
Conjunto campesino cuyaguateje
Yo Sigo Siendo Cubano
Marc Antoine – Cubanova
Afro Cuban All Stars – Amor Verdadero
Και, απ’ αλλού, γι’ αλλού…
Γιώργος Νταλάρας & Dulce Pontes - Havana
Vanessa Mae - The Havana Slide
Jim Morrison - Latino Chrome
Dragon - April Sun In Cuba
Περίμενα τόσο καιρό για νέο post από την Κούβα, που είχα αρχίσει να απογοητεύομαι.
Αποζημιώθηκα και με το παραπάνω.
Νιώθω σαν να έχω πάει ήδη 4 φορές.
Καλημέρα Καπετάνισσά μου :)