Ακροβατώντας πάνω σε μουσικές που συμπορεύονται με στιγμές διάφανες, ανόθευτες στο χρόνο, κρατάω υποσχέσεις κι ισορροπία μαζί. Δεν είπα πως πέρα από τα ελληνόφωνα ταιριάσματα θα ξύσω τη μνήμη να βγάλει στο φως και τ' άλλα, που συλλαβίζονται από διαφορετικά λεξικά; Το'πα. Στ΄ανοιχτά λοιπόν. Να βγούμε στους καιρούς τους αλλοτινούς, εκεί που τραγούδια ζωής γλιστρούν πάνω και στα σάρκινα και στ' αέρινα, μαζί στη λήθη μαζί και στη θύμηση, καταβροχθίζουν όνειρα, γραπώνονται απ' τις φλέβες και κυλούν εντός.
Λόγια μετά μουσικής, άγκυρες στιγμών που ανεμοδέρνονται μ' ένα μόνο φύσημα, τόσο ευάλωτες, τόσο ανάλαφρες και συνάμα τόσο βαριά γραμμένες στη ψυχή.
Τ' αγαπώ όλα τούτα τα τραγούδια που θα 'μολογήσω, άλλα ίσως περισσότερο, ναι, δεν είναι σώνει και καλά τα μοσχαγαπημένα μου, όμως, έχουνε πρωτιά γιατί σκάνε στη μνήμη και της αφήνουν ραγισματιές. Μήτε ανεμόμετρο δεν κοτάει ν΄αφουγκραστεί το χαλασμό τους. Τόση φασαρία στ' ακουσμά τους, φαντάσου.
Σχοινοβασίες του καλού καιρού, μετεωρισμοί και τραμπαλίσματα, για να'ρθει να σωριαστεί η σκέψη σε χρόνια που ο χρόνος κι ο κόσμος κι η παρέα κι ο έρωτας είχανε μιά μορφή: στρογγυλεμένη σίγουρα, δίχως γωνίες κι απότομα γυρίσματα και πισωπατήματα. Σαν μπαλόνι, σαν αερόστατο που δεν ευθυγραμμίζεται με καμμιά τρέχουσα λογική μα, το μόνο που ζητά είναι ουρανούς να πηγαίνει. Ανέφελους και μη, ουρανούς πάντως. Έτσι η σκέψη, έτσι και η θέα στης εφηβείας την τροχιά. Από κει λοιπόν τα περισσότερα, για τούτο, φου πάνω τους, να σκορπιστεί η μπόλικη σκόνη.
Του καιρού, όχι της λήθης.
Πρώτο-πρώτο -μπορεί και γιατί έγινε κουβέντα τις τελευταίες μέρες- το Protest Song, λιωμένο στα χείλη κάποιο ανοιξιάτικο μεσημέρι, εικοσαετία και βάλε πίσω, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας. Μια χούφτα μαθητούδια λοιπόν, που... (φυσικό κοκκινάδι στα μάγουλα για να το πω) το σκάσανε από εκδρομή πενθήμερη με σκοπό να "χαθούν", να βαλθούν να τους ψάχνουν οι υπεύθυνοι, άρα να καθυστερήσουν τα πούλμαν, έτσι να μην προλάβουν το πλοίο από τον Πειραιά για το Ηράκλειο κι εν τέλει, να παρατείνουν τη διαμονή τους για μιά μέρα ακόμη. Ω, ναι! Το κάναμε κι αυτό. Και βρεθήκαμε να αλητεύουμε πλάι στις ράγες τραγουδώντας κείνα που ζέσταιναν την παιδικότητά μας και τ' άλλα, που τρόμαζαν τον ανομολόγητο φόβο μας μη μείνουμε μόνοι, μη στοιχειώσει η νύχτα και ξεχρεώσουμε άσχημα την αγριεμένη, τσάμπα μαγκιά μας.
Δε γίνεται δηλαδή, μα ναι, πως αλλιώς... Δε γίνεται λέω, να μη κουτουλώ σ' εκείνους τους καιρούς τους κατάλευκους και κατάμαυρους μαζί κι αναψοκοκκινισμένους. Ούτε σπρωξιά δε χρειάζομαι, ούτε κάλεσμα φωναχτό, μινύρισμα μόνο να γνέψω στο χθές να φύγει πνοή, να σαρκωθεί το σήμερα. Ακίνητη σελίδα μια στιγμή βουτηγμένη σε γέλια κατακλυσμός και φουσκοθαλασσιά μαζί, σε αίθουσα σχολείου που λες, η πρώτη μας θεατρική performance -την τύφλα μας είναι το σωστό-, tableau vivant παρακαλώ τραγούδι μυθικό που βγάζει δυό μέτρα γλώσσα στις καλοσυντηρημένες ηθικές, τις αποστειρωμένες. Έτσι και κυρίως, έτσι.
Μνήμη-μπαλόνι που φουσκώνει κι άλλο και λίγο ακόμη και σκάει στο "φτάνει πιά" και σπάει στη μούρη σου πάνω και κολλάει στα βλέφαρα ίδια τσιχλόφουσκα θαρρείς, να σφαλίζουν τα σκοτάδια με γεύση κεράσι! Αχ και ξάφνου, να σου οι σκιές: μια βραδιά σε ντίσκο θρυλική του τόπου μου, Piper για τα γειτονάκια με το γερό μνημονικό, όπου... περάσαμε στην παρανομία. Εξηγούμαι το λοιπόν.
Μια φορά κι έναν καιρό κάτι καταγώγεια ονόματι ντισκοτέκ ήταν απαγορευτικά ακριβοπεράσματα για τους κάτω των δεκαεπτά. Που σημαίνει, γλιστρούσαμε στα κλεφτά -συχνά με το μαθητικό πάσο "πειραγμένο"-, μια και τα χορευτικά ξεβιδώματα, τα ερωτοχτυπήματα κι οι συνωμοτικές ματιές ήταν πολύ σημαντικότερα από τα "μη" της όποιας άμουσης κι ανέραστης εξουσίας. Ο Σταύρος στην κονσόλα -τον οποίον παράφτυσαν οι μοίρες στην πορεία της ζωής του, μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία- να παίζει παραγγελιές. Κυρίως doors με τους οποίους στήνανε γλέντι οι φλέβες αλλά και beatles που ο ίδιος προσκυνούσε.
Κι ενώ η βραδιά φορούσε τα γέλια μας γιρλάντα, ξαφνικά, βουβαίνονται τα φωτορυθμικά, σημάδι πως είχαμε "επισκέψεις". Με πολιτικά οι αστυνομικοί να ζητάνε ταυτότητες -ντου κι αυτό!- ε, όσοι πρόλαβαν κουβαριάστηκαν κάτω απ' τα μπαρ, ενώ οι υπόλοιποι τσουβαλιάστηκαν ως... τι άραγε; Ταραξίες, ατίθασοι ροκάδες, ανυπάκουοι ανήλικοι, τι στο καλό... Βουρ για την ασφάλεια, τρέμαμε φυλλαράκια δεκαεξάχρονα εμείς, όπου αρχίσανε και τα όργανα. Κηρύγματα απανωτά στους... μελλοντικούς εγκληματίες και ολίγη φασαριόζικη ατμόσφαιρα μια και τα βάλαμε και μεταξύ μας. Οι ροκάδες με τους καρεκλάδες -φορεμένη ετικέτα για όσους άκουγαν ντίσκο-, με άλλα λόγια. Ε, για ν' αγνοήσουμε το τρέμουλο της ψυχούλας μας καμωθήκαμε τους παλικαράδες με σφύριγμα κλέφτικο και βρήκαμε και παραπανίσιο μπελά. Η υπόθεση έληξε μετά από κανένα τρίωρο, ειδοποιήθηκαν βέβαια οι γονείς μας για τα φοβερά και τρομερά καμώματα των βλασταριών τους από τον Επιμελητή ανιλήκων(!), ο οποίος -αξιέπαινος γνώστης της παιδαγωγικής, λαμπρό πνεύμα ο άνθρωπος- φρόντισε να μας "στολίσει" για τα καλά στους επίσης έντρομους μπαμπάδες μας.
(Νομίζω μετά από κάποιες μέρες άλλαξε λάστιχα στο αυτοκίνητό του).
Φυλλομετρώντας λατρεμένα, κιτρινισμένα τεράδια εκείνων των χρόνων -στα μάτια σας η εφηβική γραφή μου- συναντώ τραγούδι που μούσκεψε το κοριτσίστικο μαξιλάρι μου. Ο δεύτερος δίσκος-απόκτημα εκείνος των Pink Floyd. Σπαραγμός για έναν έρωτα μαθητικό που θρεφόταν από το θρανίο και το παγκάκι του πάρκου και μια βραδιά ξεψύχησε πάλι μ' αγαπημένο τραγούδι στα χείλη. (Άλλο κόλλημα πάλι με τους Styx, κλάμα και χτύπημα...)
Αργότερα, πρωτογεννήματα καλοκαιριού -καλή ώρα-, σε κατάστρωμα πλοίου που'χαμε τ' αστέρια για πανωφόρι και τη νυχτιά για σύμμαχο, βρεθήκαμε να τραγουδάμε γνωστοί κι άγνωστοι, μια παρέα όλοι, για τη ράδα που τραβάει στο πουθενά. Ορκίζομαι, η πιο ωραία διαδρομή στο σύμπαν. Κι έπειτα, πιασμένοι απ' την κουπαστή, ουρλιάζαμε στα κύματα την ανάγκη μας να σπάσουμε δεσμά που, αφελείς κι αστοχασιάρηδες, θαρρούσαμε πως είχαμε. Μεγαλύτερη ελευθερία από κείνη, δεν έχω ξανανιώσει. Κι η φωνή, μιά σε πολλές μαζί, κυματοθραύστης.
Άλλη στιγμή, βουβή και μόνη, πιο μαύρη κι από σκαρί βυθισμένο, όταν φίλη ψυχής λύγισε από αρρώστια κι εμείς μάσκα φορώντας χαράς, της κρατούσαμε το χέρι και σκορπίζαμε χρυσόσκονη σαν ευχή τραγουδιστή.
Πετράδι π' αστράφτει στο χρόνο άλλη ώρα, σπουδαία και τούτη δω, που΄χαμε τους έρωτες ως μόνη έγνοια -όπως τους πρέπει δηλαδή- και μετρούσαμε το βάρος του φιλιού με τη διάρκειά του. Αντίμαχος το τικ-τακ του ρολογιού -μα πόσο να κρατήσει η αναπνοή!- μα εμείς στο πείσμα: να ξεπεράσουμε τα προηγούμενα, να χωρέσουμε πιο πολύ χρόνο στα χείλη! Και τελικά, να΄χουμε για σημείο αναφοράς ένα λατρεμένο τραγούδι, που όφειλε να καλύπτει τη διαδρομή ενός φιλιού!
Μία και μοναδική φορά έπαιξα μουσική νύχτα σε μπαρ. Στην ουσία αντικαθιστούσα έναν φίλο. Το συγκεκριμένο μαγαζί έχει κατεβάσει ρολά πιά και, να πω και την αλήθεια μου, ποτέ δεν το συμπαθούσα. Από κείνη τη βραδιά, η οποία ήταν άκρως διασκεδαστική στην εξέλιξή της, θυμάμαι το The River Of Dreams, γλυκερό, μα συνήθως μου φώτιζε τη διάθεση, που, με το που ακούστηκε, μια παρέα Γερμανών -νομίζω- άρχισε να χοροπηδά και να λούζεται τις μπύρες. Όλο το βράδυ κάνανε τούμπες με το συγκεκριμένο και με το In The Dutch Mountains και στο τέλος, ξημερώθηκαν στην πόρτα του μπαρ, έχοντας πιεί το Αιγαίο Πέλαγο και το Κρητικό μαζί.
Πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90, παρέα του γλεντιού με κοπελιά εγκυμονούσα ανάμεσά μας, φρενάρουμε στην εθνική κοντά στο Ηράκλειο, γυρεύοντας πορτοκάλια να ξεδιψάσει η λαχτάρα. Χανόμαστε σε πορτοκαλεώνα κοντά στο Φόδελε (=γενέτειρα του El Greco), έχοντας στη διαπασών REM ξανά και ξανά. Ούτε πιτσιρικαρία στη κλεψιά και τη κουζουλάδα, να σου ξαφνικά ο ιδιοκτήτης φωνασκώντας και απειλώντας. Στη θέα όμως της ζωής που σάλευε κάτω από την κοιλιά, μερεύει και μας καλεί στο σπιτικό του όπου όχι μόνο πορτοκάλια γευτήκαμε, μα, φαγοπότι ολονύχτιο σχεδόν και ξεχωριστό στην ένταση και την απόλαυσή του.
Παραμύθι αλλόκοτο, άρα παραμύθι, νεραϊδένιο κι απόκοσμα τρυφερό μου θυμίζει την Τζένη, φίλη μουσικό που ζει στην Αγγλία και το τραγουδούσε στα εδώ ραδιόφωνα. Ομορφιά που δεν αντέχεις ο λόγος ο μελωδικός, αλλά κι ο θρύλος ο ίδιος όπως ανασαίνει και κρατιέται -κλωστή κόκκινη πλεγμένη φυλαχτό- στους αιώνες.
Και το on the border που της χάριζα να στολίζει τ΄αυτιά και να κάνει λόγο για τα σύνορα που βάζουν οι άνθρωποι στις καρδιές πρωτίστως.
Λέω να ράψω γερά τις στιγμές που ξεχειλώσανε το λόγο, μα όλο έρχονται και με τραβολογούν να πω λίγα ακόμα. Για κείνη την αποκριάτικη παρέα -οι"γυναίκες με τα μαύρα" λέει- που παραπατώντας σύρθηκαμε σε αυτοσχέδια πίστα και βρεθήκαμε να χορεύουμε το addicted to love, μίμηση πιστή ήταν το κάλεσμα, του video clip.
Κουβέντα τελευταία για δυό τραγούδια τώρα, πρόσφατα -αστροφωτισμοί και το'να και τ' άλλο-, που ταιριάξαν με ταξιδέματα νου και σάρκας την ώρα που η ψυχή συναντούσε φυρονεριά κι οι απολογισμοί αλαφροκάτσανε στον πάτο, λες να αγαντάρουνε το όνειρο.
Στιγμές και μουσικές, άγκυρες και γεφύρια, περάσματα και πατήματα μαζί. Μπαλόνια χρωματιστά που σας πετώ να παίξετε, πίσω από τις χρωματιστές λέξεις. Εκεί είναι που παραμονεύουν τα τραγούδια:
Astronauts-Protest Song, Τρίφωνο-Scarborough Fair, Joan Baez-Diamonds & Rust, Pink Floyd-Hey You, The Nits-In The Dutch Mountains, Queen-I Want To Break Free, Creedence Clearwater Revival-Bad Moon Rising, Robert Palmer-Addicted To Love, Stranglers-Golden Brown, The Cure-Lovesong, Simon & Garfunkel-The Boxer, Al Stewart-On The Border, Talking Heads-Road To Nowhere, Radiohead-Fake Plastic Trees, The Beatles-Yesterday, The Doors-Hello I Love You, REM-The One I Love, REM-Losing My Religion, The Sex Pistols-God Save The Quee(σε δύο εκτελέσεις, η μία θεατρική), Swati-Stay, Styx-Βoat on the river & Billy Joel-The River Of Dreams
(Οι φωτογραφίες -πέρα από τα σκαναρίσματα της εφηβικής μου ανταρσίας-
Το Diamonds and Rust δεν ανοίγει. Καλημέρα.