Πως έγινε τώρα και θυμήθηκα τη στιγμή...
Βρε αναποδογυρίσματα στο χρόνο και στο λογισμό!
Ή στο Λουτρό μείναμε εκείνο το βράδυ; Θόλωσα! Ας είναι. Φορούσα το ιταλικό καπέλο το ψάθινο που 'χε δυό κεράσια ξύλινα ντεκόρ κι όλο τα πείραζες κι έλεγες πως αν τα 'χες στον ουρανίσκο δροσιά θα έκανες ρεκόρ στο περπάτημα κι εγώ βουτούσα στο γέλιο μεμιάς κι έφτιαχνα τραγούδι "το ντεκόρ για το ρεκόρ" κι έπειτα καμωνόμουνα την παραπονιάρα κι έβρεχα στα χείλη λόγια χαδιάρικα να κολαστείς: «Μα έλα, κάνε μου την αιώρα να ξαπλώσω επάνω»... Και τάχα μου σκέπαζες το βλέμμα με συστολή κι έσπρωχνες το βήμα να γίνει ταχύ και μες στο λαχάνιασμά σου, γύρευες με μανία βοτάνια τοπικά, τον έρωντα, το φάρμακο αυτό το μέγα -δίκταμο το λένε μερικοί-, που το φώναζες έρωτα και διόρθωνα «με νι, καλέ μου, κάνε το έρωντα, το νι κάνε το ντου»! Κι εσύ, με σκανταλιάρικη μιλιά, «θα κάνω ντου όταν τίποτα δε θα προσμένεις», ω... κούφια φιλοσοφώντας...
Κι έπειτα, μούτρωνα δήθεν κι εσύ αδιάφορα μου μιλούσες για έρωτες σπουδαίους. Μύριζες γύρω την αγριάδα, ζαλάδα κι ουρανός και μου 'λεγες για το Σεφέρη, πόσο του άρεσε με τη γυναίκα του τη Μαρώ, να σκαρφαλώνουν στην κορυφή της Αίγινας και πρόσθετες πως τούτη τη γυναίκα την έκλεψε από κάποιο Κωστή. Θύμωνα -το κανες επίτηδες, ξέρω-, πείσμωνα, φώναζα πως τον άντρα εκείνης, τον έλεγαν Αντρέα Λόντο και όχι Κωστή! Αδιαπέραστος εσύ, συνέχιζες. «Φαντάζομαι δε θα έχεις διαβάσει για τον έρωτά τους, ε; Δεν ανέβαιναν ποτέ κορυφή-κορυφή. "Να είναι εκεί να μας προστατεύει", έλεγε ο Σεφέρης. Να, όπως ετούτες εδώ, οι απόκρημνες κορυφές του φαραγγιού. Και μία φορά, μου φαίνεται όταν ήταν στο Λονδίνο, της είχε ζωγραφίσει μία καρδιά που έμοιαζε με τατουάζ, σκέψου, το περίγραμμά της ήταν κείμενο! Ναι, ναι και της έγραφε σε μια περίφημη ερωτική επιστολή για τον τρόπο που αγαπούν οι φυλακισμένοι κι οι πελαγίσιοι».
Σ' άκουγα και κατάπινα τους πόθους σαν τα γκρεμνά γύρω μου κι έπειτα, θιγμένο σχολιαρόπαιδο, σου 'κανα ερωτήσεις: «Ξέρεις πότε τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας; Το 1963! Και μάλιστα, στην ομιλία του, στη Στοκχόλμη, είχε πει... "Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου." Μάλιστα»!
«Και τι ξέρεις εσύ»; γελούσες! «Μήπως να σου δώσω τα γραφτά μου για διόρθωση»;
«"Θέλω τη γνώμη ενός μυαλού παρθένου", έλεγε ο Σεφέρης στη Μαρώ κι όλο ζητούσε την άποψή της, άρπα την!» σου'βγαζα κοροϊδευτικά τη γλώσα κι ωσάν τον αίγαγρο ανοιγόμουνα στα λιασμένα πετρώματα με τις πτυχώσεις διψώντας για νερά. Κι έτρεχες ξωπίσω μου και μου τριβόσουνα να σου πω μαντινάδα κι έβαζες φωνές οργής σαν κάποιος τουρίστας άναβε τσιγάρο ή πετούσε τα μπουκάλια το νερό, «θα τον στείλω σούμπιτο στο αεροδρόμιο», σπινθηροβολούσες...
Και κολλούσα πάνω σου να σε μερέψω και ρουφούσα το φιλί σου και κολυμπούσες εντός μου κι έπειτα γελούσες βροντερά και φώναζες στα βράχια: «τον έρωντα φέρτε μου, τον έρωντα δείξτε μου, τον έρωντα»... Κι εγώ μούτρωνα ξανά και σε τσιμπούσα να πονέσεις:
«Χωρίς νι καλέ μου, χωρίς νι. Έρωτα, σκέτο».
( Τα γραφόμενα, παραγγελιά της Κερασιάς, που έβαλε απαραίτητη πρώτη ύλη τις τονισμένες λέξεις. Στη φωτογραφία επιστολή του Σεφέρη προς τον Αλεξανδρινό λόγιο και εστέτ Νάνη Παναγιωτόπουλο, όπου ο Ποιητής γράφει:
"Η κοπελιά η πεντάμορφη,
στα λιόδεντρα μαζεύει ελιές
με το σταχτί μπράτσο του αγέρα
που την τυλίγει από τη μέση" )
Αχ Καπετάνισσα
Κι απού δεν εδοκίμασε
του έρω(ν)τα τη γεύση
αμόρφωτος επόμεινε
στην πιο σπουδαία λέξη.
Φιλώ σε :)