Με την πρώτη ματιά, αζύγιστη ακόμα, την υπολόγισα γύρω στα πενήντα.
Μπα, λίγο παραπάνω, βάρυνε η δεύτερη ανάγνωση.
Φωνή βραχνή, έγδερνε θαρρείς το λαρύγγι για ν΄αναδυθεί, σα να 'θελε να βεβαιωθεί πως είναι μάχιμη, πως σκαρφαλώνει μ' αξιοσύνη.
Γυναίκα χυμώδης. Ζουμερή πιότερο στην κίνηση, παρά στην εμφάνιση. Αρχοντική στους χορούς, σκέφτηκα. Σ' ό,τι έρχεται από Ανατολή.
Αιφνιδιάστηκα όταν έβγαλε μισοτελειωμένη δαντέλα λευκή από την τσάντα. Κι άρχισε να πλέκει αναπάντεχα γρήγορα, πες αγριεμένα. Τρανταζόταν τα δάχτυλα πάνω στο βελονάκι, σφίγγανε με πείσμα τα χείλη, παλλότανε η καρδιά, σχεδόν την άκουγες! Επιδέξια λαξέματα στο νήμα, χωρίς υπομονή, αλλά με τον όγκο της γνώσης να διαφαίνεται σε κάθε τράνταγμα του καρπού.
Μιλούσε με την ίδια ταχύτητα. Αλύπητοι ρυθμοί, να τρυπάνε ανελέητα τη σιωπή, να σφυρίζουν ανάμεσα σε κάθε κενό, εκείνο το μικρό, το απειροελάχιστο, που στριμώχνει μια ανάσα. Διήγηση ζωής, αρχικά προβλέψιμα μονότονης, γάμος στα δεκαεφτά, "την έκλεψε" ο κύρης, πατέρας δεσποτικός, μάνα υποτακτική, εκείνη παιδί του φόβου. Κι άλλαξε πουκάμισο ο αφέντης κι έγινε σύζυγος, έφερε το πρώτο το φιλί, το ματωμένο, τις γέννες τις τρείς στην πορεία, κανά χάδι που και που, να ραγίζει μια ιδέα η μοναξιά, η πανταχού παρούσα. Κι εκείνη, αντάρτισσα ψυχή μες σ' ερωτοπλάνταχτα στήθια, άρχισε να μετρά εραστές.
Διαδρομή μακρά. Μνημονικό απίστευτο. Την άκουγα να αραδιάζει αριθμούς, να χτίζει λεπτομέρειες, μ' ακρίβεια ωρολογοποιού.
Έρωτες τόσοι! Χρόνων, ωρών, στιγμών. Φάρμακα και φαρμάκια.
Και ξάφνου, το σπαθί καταπάνω στον κόμπο. Αλλού τα θέατρα. Τέρμα η συμβατική ζωή. Νέα ξεκινήματα, νέες ισορροπίες. Κι η αγάπη μες σε δεκάδες πρόσωπα. Ξανά. Κυνήγι απεγνωσμένο, σούρσιμο ελεινό, μα και εξύψωση στ' άπιαστα, τ' απέραντα.
Κάτω το πλεκτό. Έξω απ' το βελονάκι η θηλειά το νήμα.
Ματιά κόντρα στο φως.
"Έζησα πολλά. Μετάνοιες δεν κάνω, με βλέπεις. Σάμπως, ακόμα δε ζω; Τον χόρτασα τον έρωτα. Χόρτασα! Ε, αν πεις τώρα ότι γίνεται να σου παραπέσουνε δυό χάδια περίσσια! Αγάπησα τον άντρα. Τη γυναίκα, δεν ξέρω, τον εαυτό μου δεν έχω να πω, μα τον άντρα τον λάτρεψα. Και να σου πω; Μετά από τόσα χρόνια και τόσα παιδέματα, θα πω πως τον μεγαλύτερο πόνο απ' τον έρωτα τον πήρα.
Όχι από το γάμο μου. Ούτε από άντρα που έζησα μαζί του για καιρό, για χρόνια. Τη λαβωματιά την άγρια την ένιωσα από άντρα που, μίλησα δε μίλησα μαζί του ένα τέταρτο. Κι ούτε φιλί της προκοπής δεν πήρα. Ούτε ματιά να με θερμάνει. Να, αυτό".
Αρπάχτηκα απ' το χρόνο κι άρχισα -επίμονα, όπως εκέινη-, να μιλώ για το γιατρικό που 'ρχεται με τον καιρό.
Για τα πολλά που ξεθυμαίνουνε, για τις φωτιές που κοπάζουν.
Τους αέρηδες, που λουφάζουν στη γωνιά.
Σηκώθηκε, τύλιξε στο βελονάκι τη δαντέλα, τη φύλαξε και έκανε να φύγει. Στην πόρτα, γύρισε. Καρφί η ματιά κι ο λόγος:
"Λένε στη φεύγα του ο καιρός
είναι γιατρός του πόνου.
Μα γω πονώ, για δεν κλουθά
η σκέψη μου του χρόνου".
Μαρμάρωσα.
Βροχή πάνω μου η εικόνα σου. Ο μη λόγος σου. Η απουσία της ματιάς σου. Νερό μανιασμένο στο πέτρωμα.
Γι αυτό λατρεύω την Κρήτη. Και γι αυτό. Γιατί την έχω στα σωθικά μου να κάνει κουμάντο σε μιλημένα κι αμίλητα.
Γιατί σκάβει μέσα μου. Εκεί, στη γη της.
Αχ Καπετάνισσα, με κάνεις πάλι να δακρύζω. Μα ξέρεις πόσο καλά είναι τα δάκρυα τα καλοσυντροφεμένα; Κι είναι η συντροφιά σου καλή μου βάλσαμο κι ας μας χωρίζουν χίλια μύρια κύμματα!
"η"