Πιτσιρικάδες τρίβονται στις μοκέτες και παίζουν το "τηλέφωνο".
Αρσενικός και θηλυκή.
"Ελένη!" φωνάζει ο μπόμπιρας κρατώντας με ύφος πολυάσχολου επιχειρηματία το ακουστικό.
"Δεν είμαι εδώ", αποκρίνεται κοφτά το κορίτσι χωρίς καν ν' ακουμπήσει το -δικό της- τηλέφωνο.
"Μα πως... Δηλαδή, πότε θα γυρίσεις;" απορεί το έτερο μουτράκι.
"Μα δεν είμαι εδώ, είπαμε! Πως θα σου απαντήσω; Δεν είμαι ήδη εδώ!" πεισμώνει η νεαρά.
"Ναι, μα πότε θα γυρίσεις;" το απέναντι πείσμα γένους αρσενικού.
"Καλά, δεν καταλαβαίνεις ότι λείπω; Αφού έχω ήδη φύγει, έφυγα πριν, δεν μπορώ να σου μιλήσω! Εσύ νομίζεις ότι είμαι εδώ, δεν ακούς!"
Παρακολουθώ, βουτώ κλεφτά στην αυθεντικότητα της παιδικότητάς τους, χώνω τη γλώσσα στο μέλι της αφέλειας, πισωπατώ και πνίγομαι σε γέλιο δυνατό. Και μετά συλλογιέμαι. Αλήθειες, που να πάρει η ευχή. Μαυριδερές, συνάμα και διάφανες, κραυγαλέες, μαζί και έρπουσες στην σκουριά των μυαλών και την κατήφεια των καιρών.
Άνθρωποι που βρίσκονται εδώ, εκεί, όπου, αλλά στην ουσία τους δεν είναι, άνθρωποι που νιώθουν απουσίες μα καμώνονται πως δεν, ζευγάρια που μπλέκουνε ζωές κι ονείρατα και κρίματα και κάποια στιγμή ο ένας φτερουγάει γι αλλού κι ο άλλος στην τυφλόμυγα χαμένος... Μαζί και χώρια, ένα και το αυτό. Άλλοτε πάλι να στέκονται ακροβατώντας στο μεταίχμιο, βλέποντας να τους βγάζουν νύχια λογής λογής ανασφάλειες και βολέματα...
Ποιός δεν το 'δε! Δυό άνθρωποι είναι "διαζευγμένοι" μέσα στο γάμο. Στήνοντας οχυρά καμωμένα με υλικά γνωστά: ψευτοσυμμαχίες, πισώπλατα μαχαιρώματα, κουβέντες βαριές, αγορασμένες παραχωρήσεις.
Κι είναι δυό άνθρωποι που μοιράζονται στέγη και κλίνη, συναισθήματα και πορεία ζωής ενώ, οι ψυχές τους, τα θέλω τους, μπορεί να μην ανταμώσανε ποτέ.
Μωρέ! Επειδή βαδίζουμε στα ίδια δωμάτια, πάει να πεί πως περπατάμε χέρι-χέρι στη ζωή;
Κι αν ρωτήσεις τα δυό "μισά", θα ισχυριστεί με θέρμη ο καθένας -και με πίκρα προφανώς-, ότι δίνει "τα πάντα", ενώ κατά την αντίληψη του συντρόφου του, δεν έχει δώσει ούτε τα θεμελιώδη.
Κι άντε να αξιολογήσεις το αλισβερίσι! Με τι μέτρα και σταθμά;
Και μια ωραία πρωία, που ο ένας παύει να "είναι εδώ", όντως όμως, όχι σαν τα νάζια της μικρής στο παιχνίδι με το τηλέφωνο, ο άλλος, χώνοντας σκόνη μες στα ίδια του τα μάτια, τάχα μου απορεί. Και βαφτίζει τα θρύψαλα του εγωισμού του, έγνοια. Αγάπη ακόμα! Συντροφικότητα!
Σάρκα μία -είπανε κάποτε-, σαρκώματα πολλά, εδώ, τώρα.
Αχ, ο κόπος της αγάπης... Ματωμένα γόνατα, παλάμες μες στο χώμα, να μπουσουλάς κι όρθιος ποτέ να μη στέκεις.
Άλλοτε πάλι, δυό άνθρωποι μένουν "παντρεμένοι", επιμένουν δηλαδή, κόντρα στην δική τους απόφαση πεισμώνουν, ενώ έχουν πάρει διαζύγιο.
Αλυσοδεμένοι πες, εθελουσίως, είτε τρώγοντας ο ένας τις σάρκες του άλλου -μέσα σ' έναν αέναο κύκλο έμμεσης ή άμεσης δηλητηριώδους επιθετικότητας-, είτε διατηρώντας μια συναισθηματική εμπλοκή που γραπώνει τη ζωή τους και δεν την αφήνει να λευτερωθεί και να πάει παρακάτω.
Κι είναι τούτο βαρύ φορτίο για τους αδύναμους ώμους των παιδιών, τα οποία -ούτε λόγος- οφείλουμε να προστατεύουμε από κάθε απρονοησία των γεννητόρων τους. Είναι που το ζεύγος, δεν μπορεί να πάει ούτε πίσω ούτε μπρός. Χωρίς ουσιαστικό δεσμό, διατηρεί μονάχα τα δεσμά. Όχι τυπικά αυτή τη φορά, αλλά επί του πρακτέου.
Πες ο φόβος για το άγνωστο, μπορεί η δύναμη-μαγνήτης της συνήθειας, βαθιά μέσα κι η ελπίδα-αυταπάτη ότι όλα θα πάρουν άλλο δρόμο, αυτή τη φορά συντροφικό.
Κουβάρια, ε; Νήματα ανάκατα, μπουρδουκλωμένα οι ανθρώπινες ζωές. Κλωστές να ράβεις τ' αύριο κι αυτό να (σε) ξηλώνει. Κρίσεις, θα πουν οι σπουδαγμένοι. Σαπίλα, οι αγριεμένες λαλιές. Σήψη, ως την αποσύνθεση. Θανατικό που ζεί. Σημεία των καιρών. Των ανθρώπων δηλαδή, που είναι και υπεύθυνοι για τους καιρούς. Δυναμίτες, που ξεριζώνουν χτίσματα. Μα κρύβουνε διαμάντια συχνά. Στιγμές τεντωμένες που τις ζούμε, τις αντιμετωπίζουμε, πονάμε, μα τις μετουσιώνουμε σε εξέλιξη, σε ενδυνάμωση της σχέσης και σε βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μας και του άλλου. Διαφορετικά, γίνονται πληγή. Που σκάβει ύπουλα και διαβρώνει...
Η αλλαγή πονάει, ε; Αλλά φέρνει και γνώση. Που πρέπει να φανεί.
Έπειτα, χωνεμένο το'χουμε πως στη κόψη του ξυραφιού μετριέται ο καθείς. Στα δύσκολα. Στις αποφάσεις.
Με αναβολές, ξεγλυστρίματα και γενικόλογες τοποθετήσεις, τα κουβάρια γίνονται θηλιά. Οι δεσμοί, δεσμά.
Και δε μου λέτε... Αυτό που λογαριάζει η ψυχή του καθενός για χαρά, για ζέστα ως τον πάτο της ζωής, για άνοιγμα σε φως αυγής και συναστρία μαγική, δεν αξίζει τ' ολοκληρωτικό μας δόσιμο;
Ξέρω πως μυρίζετε τα νυχτολούλουδα το βράδυ -τ' αγκαλιάζει αλήθεια η αττική γη;-, πάει να πεί λαχταράτε τη ζωή, τη ζωή σας, το νιώθω. Κι ο Μάρτης σας λιγώνει έτσι που -μες στα πρωτόγεννά του-, σκορπάει τριγύρω τους ανθούς μιας άλλης εποχής, πυρακτωμένης. Χρυσαφιάς σε ήλιου και καρδιάς ξοδέματα!
Ίδια η ψυχή του ανθρώπου. Μιά. Κοινή. Λαχτάρες, απ' τις ίδιες. Κι η αγωνία γι αγάπη, κατάρα κι ευλογία μαζί.
Μα έλα που τα συμβόλαια για το αύριο, είναι ξεχασμένα στην τσέπη του Θεούλη! Και το σήμερα, είναι ήδη χθες. Πάψε λοιπόν να με κοιτάς. Προχώρα.
Η άνοιξη φωνάζει. Κι απ' τη μέσα σάρκα, απ' τους δικούς σου πόρους, άκου: αποκρίνεται η ζωή.
Προσυπογράφω. Να ξέρεις, πάντως: δε με έπεισε τόσο η συναισθηματική σου προσέγγιση (αυτή μου άρεσε από αισθητική σκοπιά) όσο το μικρό θηλυκό μουτράκι που επαναλάμβανε "δεν είμαι ήδη εδώ". Κι από όλα όσα είπε το διαολάκι, περισσότερο απ' όλα, με σκότωσε αυτό το "ήδη".