Ξημερώνει και βραδιάζει σ' αυτή την παράξενη ξενιτιά των αισθημάτων κι εγώ συνεχίζω να ρουφώ το βραδινό απόσταγμα ενός ονείρου που σε ζεί, μιας σκέψης που σε ακουμπά, σαν πρωϊνό νέκταρ.
Μία αναγνωρίζω ως αμαρτία, την υπέρτατη κατά Καζαντζάκη αμαρτία για έναν άνδρα, να αρνηθεί τον –σαρκικό έλεγε εκείνος- έρωτα μιας γυναίκας.
Θα σε υποδεχθώ και θα σε αποδεχθώ έρωτά μου, με την ψυχή και το σώμα. Έπειτα, στο έχω πει και άλλοτε, εμείς κατακτήσαμε το δικαίωμα να μην ξοδεύουμε το πάθος στις υπερβολές. Μάθαμε πιά να συγκεντρώνουμε τη δύναμή του εκεί που του/μας πρέπει.
Ώρες-ώρες σκέφτομαι, αν είχα μόνο μια βραδιά μαζί σου δεν ξέρω αν θα 'θελα περισσότερο να σε ακούω να μου μιλάς ή να σε νιώθω να τρέμεις από κάτω μου, αψέντι μου...
Να ' μουνα εκεί, κοντά, στην όποια περιπλάνησή σου... Μ' όλα τα ξόρκια που από τ' αρχαία χρόνια έχουν οι μάγισσες συγκεντρωμένα... Να καμωθώ τη νεράιδα και με μια κίνηση να βάλω τέλος στη δουλειά και να σε καλοκρύψω από υποχρεώσεις και κοστουμαρισμένα ανταμώματα. Να γητέψω ότι ορίζεις για αίσθηση κι ότι δεν πάει για κεί, να το μετατρέψω. Να κανακέψω κάθε μέλος του κορμιού σου, να γλυκομιλήσω στη μυρωδιά και στη δίψα σου, ερωτοφερμένε μου μάγε!
Ένας αγέρας, αυτό είσαι. Αγέρας θάλασσας μακρινής. Μα... ποια θάλασσα; Η εικόνα σου έγινε ήδη καράβι...
Σκέφτηκα να σε πω Κίρκη, αλλα μάλλον που θα σε αποκαλέσω Καλυψώ. Πως να αντισταθεί ο μικρός πολεμιστής, εκεί που παραδόθηκε ο Οδυσσέας; Έχεις περπατήσει ποτέ χάραμα στο βαθύ δάσος; Έχεις δεί τις νύμφες και τις νεράϊδες της μέρας να παίρνουν την θέση των ξωτικών της νύχτας;
Ο δικός σου κόσμος είναι αυτός, μάθε το.
Περπατώ στα λόγια σου, τρίβομαι πάνω τους, σκύβω και ψηλαφώ τ' αποτυπώματά τους. Είμαστε σαν όλους εκείνους που βλέπω να περνούν τις διαβάσεις των πεζών, όταν κάθομαι στο τιμόνι. Άλλοι βιαστικοί, άλλοι σέρνοντας το βήμα, μερικοί κοντοστέκονται, έτσι για χάζι. Κι εγώ συλλογίζομαι τις ζωές τους. Που πάνε άραγε... Σ' ένα σπίτι ζεστό, σε μια αγκαλιά, σε κάποιον έρωτα παρόντα ή απόντα, τι νιώθουνε τάχα όταν γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα. Πιο πολύ με συγκλονίζει η σκέψη του πόνου που κουβαλάνε. Που είναι κοινός, είμαι σίγουρη. Για όλους μας... Οι όποιες διαφορές είναι για να ξεχωρίζει ο Θεός. Κοινός ο καημός, σαν έρωτας. Που αρχίζει, ή τελειώνει… άνεμέ μου και ήλιε μου μαζί!
Το τέλος! Που αποτελεί και ένα από τα δυο μεγάλα κίνητρα στη ζωή, το άλλο είναι ο έρωτας. Κι είναι ο έρωτας που μεταμορφώνει τη μια στιγμή σε αιωνιότητα και υπερβαίνει έτσι το τέλος. Όπως επίσης μετουσιώνει την άλλη στιγμή σε ατέλειωτη κόλαση, που μπροστά της το τέλος είναι ευτυχία. Μόνο όποιος πήγε από τα ψηλά στα χαμηλά το ξέρει και το κατέχει. Από την άλλη, ότι αρχίζει δεν τελειώνει ποτέ στην αιωνιότητα… φτάνει να έχει ψυχή. Όποιος πιστεύει, ή χρησιμοποιεί την λέξη "τέλος", ίσως ποτέ του να μην πίστεψε στην λέξη «αρχή». Και η «αρχή», είναι η μήτρα του Λόγου αυτοπροσώπως, ο υπέρμαχος των ονείρων κάθε ζωντανού πλάσματος!
Η δική μας ιστορία, μου θυμίζει εποχή μεταβατική. Λίγο πριν την καλοκαιρία, λίγο πριν το χάραμα. Ιδού! Το ξεκίνημα ενός ακόμα ταξιδιού, που μπορεί να μην τελειώσει ποτέ. Γιατί και το τέλος ανατρέπεται όταν πάψεις να το φοβάσαι...
Άνεμο, ναι. Μόνο μη με αποκαλείς ήλιο… Κι αν φώτισα ορισμένους στην ζωή μου, με ασημένιο σεληνόφως τους άγγιξα, σε φωτεινές νύχτες τους οδήγησα, όχι στο λαμπρό φως του μεσημεριού. Εκεί φωλιάζει ο δαίμονας της καθαρότητας. Αυτός που εξαπατάει όσους νομίζουν ότι το φως είναι το μόνο πράγμα που χρειάζονται για να δουν.
Οπότε, προτιμότερο να με φωνάζεις όπως θες, μα αν βρεθώ στο διάβα σου, καλύτερα Έρωτα, για να γυρίσω το κεφάλι…
Εδώ, δόθηκε καινούργια φορεσιά πάνω στο γνώριμο κορμί, φρεσκοσιδερώθηκαν τα ντύματα και βαφτίστηκαν αλλιώτικα οι Δύο που σμίγουν για να γεννηθεί η Ζωή.
Στις φωτογραφίες, του Simon Gris, τόλμησα να κάνω αυθαίρετες παρεμβάσεις )
Τα ταξίδια μας γεμάτα πάθος και λατρεία
οι ανάσες μας ξέχειλες από μεθυσμένη ευτυχία
η ζωή μας πνοή στον άνεμο
κατευθυνόταν μακριά από την μοναξιά μας...
οι ματιές μας χάραζαν πορεία προς την φωτιά
του πόθου και του πάθους
η μεγάλη θάλασσα λυσσομανούσε ακούγοντάς μας
ένα ξεχασμένο τραγούδι έπαιζε…
χάδι στα κορμιά μας…
κι εμείς σεργιανούσαμε στα σύνορα της ηδονής
και η σάρκα μας ξεχείλιζε από ρυθμό και αρμονία...
σαν λιωμένα κεριά τα κομμάτια του μυαλού μου
αγγίξανε τα σωθικά σου και αναστήθηκαν!
μέσα στα σκοτάδια ένοιωθα την ανάσα σου
κι έψαχνα να βρώ τα κρυμμένα ηδονικά ιδανικά σου…