Εκείνη, την ονοματίζω Φωτιά. Κουβαριασμένη στη ζεστασιά των χειλιών, θα ξετυλίγει σα σπίθα το λόγο, ανάκατο με την πνοή, με τους πόθους που σπαρταράνε, με τη λαχτάρα για φιλί, τη δίψα για δόσιμο και δέσιμο, την απόλυτη παράδοση στις ξελογιάστρες λιακάδες.
Τους βλέπεις;
Μια γυναίκα κι ένας άντρας δεκαετίες μαζί (χρόνια ίσως, μπορεί και μέρες, πιθανόν να μην συναντήθηκαν καν -ποιός θα 'ρθει να ζυγίσει το χρόνο με βαρίδι τη ζωή-)... Ανταλλάσσουν επιθυμίες, σκέψεις, εικόνες πότε σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, πότε με βήμα πιο σταθερό ισορροπώντας. Μετέωροι κι οι δυο, σαν δραπέτες του δικού τους χρόνου, άλλοτε βουτούν στον ήλιο, άλλοτε τρέμουν σαν παιδιά τις ίδιες τους τις σκιές στο μισοσκόταδο...
Και να, ο Άνεμος χορεύει τη ζωή, ονειρεύεται μαζί της:
Ξέρεις τι συλλογιέμαι; Να'ταν μπορετό να ξαναβρεθούμε εκεί που σεργιανίσαμε πρωτοερωτευμένοι. Στη Λισμπόα, πίσω από το κέντρο, στα ταπεινά ψαράδικα. Εκεί που ο Πάδος συναντά τη θάλασσα και μόνο οι ντόπιοι ξέρουν κοιτώντας το νερό να σου πουν ποιο είναι του ποταμού και ποιο του Ατλαντικού.
Στο καφενείο με τα μαρμάρινα τραπέζια που βάζει χύμα "πράσινο" κρασί και γαρίδες στη λαδόκολλα, στέκεσαι πλάι μου με την φαρδιά σου μαύρη φούστα, να ξέρω μόνο εγώ τι πόδια σαλεύουν από κάτω, σκύβεις και μου ψιθυρίζεις...
Σ’ ακούω, σε μυρίζω…
Πέρασαν χρόνια για να μάθω ότι ο έρωτας απλώνεται στα κύτταρα, ορίζει πεθυμιές και γίνεται με όλο το σώμα και όχι (μόνο) με τα όργανα.
Κι επίσης, πέρασα την ηλικία που επικοινωνούσα αγγίζοντας κορμιά, τώρα πια θέλω να ανοίγω αγκαλιά μόνο με τη γυναίκα που επικοινωνώ... Μ' ακούς, ε;
Μ' αυτό το όμορφο κείμενο θα πάω για ύπνο.
Καληνύχτα Καπετάνισσα!